Με μια κίνηση που είχε από καιρό προαναγγελθεί, η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα (ΕΚΤ) ανακοίνωσε στις 15/12 την αύξηση του βασικού επιτοκίου δανεισμού από το 1,5% στο 2%, με σκοπό όπως τόνισε «να διασφαλιστεί η έγκαιρη επιστροφή του πληθωρισμού στο μεσοπρόθεσμο στόχο του 2%». Κατέστησε μάλιστα σαφές ότι εντός του αμέσως επόμενου διαστήματος θα υπάρξει και νέα αύξηση του.
Η απόπειρα αντιμετώπισης με συστημικά τεχνικά μέσα βασικών συμπτωμάτων της καπιταλιστικής κρίσης και του ιμπεριαλιστικού πολέμου, όπως είναι ο πληθωρισμός μόνο βραχυχρόνια ωστόσο μπορούν να φανούν – και για το ίδιο το σύστημα- αποτελεσματικά. Τα υψηλά επιτόκια δανεισμού και η μείωση της ροής χρήματος που αυτά θα επιφέρουν θα σημάνουν σταδιακά και φρενάρισμα της καπιταλιστικής ανάπτυξης, πτώση της οικονομικής δραστηριότητας, άρα και ύφεση και ανεργία. Το γνωστό σπιράλ δηλαδή που βλέπουμε σε όλες τις συστημικές συνταγές διαχείρισης των κρίσεων. Τα μέτρα αντιμετώπισης μιας έκφανσης της κρίσης αποτελούν όρο για την εκδήλωση μιας άλλης. Το μόνο σίγουρο πάντως είναι ότι το μέτρο αυτό θα πλήξει καίρια και άμεσα τα εκατομμύρια των φτωχών δανειοληπτών από τις τράπεζες, που θα δουν τις έτσι κι αλλιώς δυσβάστακτες υποχρεώσεις απέναντι τους να μεγεθύνονται και τελικά μέρος των περιουσιακών τους στοιχειών να υποθηκεύονται για πάντα σε αυτές.
Σε αυτό το φόντο, η πρόσφατη διελκυστίνδα μεταξύ ελληνική κυβέρνησης και Τραπεζών, που έλαβε διαστάσεις «σύγκρουσης» σύμφωνα με τους γελοίους ισχυρισμούς εκπροσώπων της πρώτης, οδεύει τις επόμενες μέρες προς επίλυση με κατάληξη όπως ήταν αναμενόμενο λίαν επιβαρυντική για τους φτωχούς δανειολήπτες και βέβαια εξαιρετικά επικερδή για τις τράπεζες. Οι τρεις φορές σωσμένες με δημόσιο χρήμα ελληνικές τράπεζες μέσω των περίφημων ανακεφαλαιοποιήσεων όλων των μνημονιακών κυβερνήσεων, οι τράπεζες που μόνο φέτος έχουν καθαρά κέρδη 3, 5 δις θα συζητήσουν «με το υψηλό αίσθημα ευθύνης που διαχρονικά τους χαρακτηρίζει», όπως με περίσσιο θράσος επισημαίνουν ανώτατα στελέχη τους, για κάποιες οριακές ρυθμίσεις που όχι μόνο δεν αναιρούν την ληστρική τους δραστηριότητα, αντίθετα την κανονικοποιούν και την εκσυγχρονίζουν.
Ειδικότερα, η «καλύτερη αξιοποίηση του εξωδικαστικού μηχανισμού ρύθμισης» θα σημάνει γρηγορότερες διαδικασίες επίλυσης προς όφελος των Τραπεζών των διαφόρων τους με τους δανειολήπτες, η «στήριξη των ευάλωτων συνεπών δανειοληπτών» θα σημάνει τσάκισμα όσων δεν μπορούν να ανταπεξέλθουν, η μείωση της ψαλίδας των επιτοκίων χορηγήσεων-καταθέσεων θα αφορά πρακτικά τους μεγάλους καταθέτες άνω των 100 χιλιάδων ευρώ, ενώ ακόμα και αυτό το μοναδικο -για τα δεδομένα της ΕΕ- ποσό προμηθειών που κρατάνε οι ελληνικές τράπεζες από τους πελάτες τους τίθεται σε ένα γενικό και αόριστο πλαίσιο «επαναξιολόγησης».
Με τους πλειστηριασμούς πρώτης κατοικίας να τίθενται σε εφαρμογή, ύστερα από τη ψήφιση του νέου πτωχευτικού κώδικα από την κυβέρνηση, η επερχόμενη συμφωνία κυβέρνησης τραπεζών ως βήμα που ανοίγει το δρόμο για την κλιμάκωση της ταξικής επίθεσης και ταυτόχρονα ως απόδειξη του ληστρικού χαρακτήρα των τραπεζών και του καπιταλιστικού συστήματος συνολικά, πρέπει καταγγελθεί μαζικά και δυναμικά!