Ο Πάνος, ο αντάρτης, ο ποιητής, ο τραγουδοποιός. Στη ζωή του οργανώθηκε στον αγώνα, πολέμησε, βασανίστηκε και ακρωτηριάστηκε, φυλακίστηκε, φυγαδεύτηκε. Δε σταμάτησε ποτέ να τραγουδάει για τα προβλήματα και τους αγώνες των ταπεινών και των αδικημένων αυτού του τόπου, των ταπεινών και των αδικημένων κάθε τόπου.

Έφτιαξε το «Αντάρτικο Λημέρι», αρχειοθέτησε τα αντάρτικα και αντιστασιακά τραγούδια. Έπιασε ξανά την κιθάρα και άρχισε να γράφει. Έκανε κριτική και κατήγγειλε με τη μουσική του. Εναντιώθηκε με κάθε τρόπο απέναντι στην κουλτούρα της δεξιάς, του κεφαλαίου και του ιμπεριαλισμού. Ήταν από τους πρώτους εκφραστές της λαϊκής τέχνης μεταπολεμικά και έπαιξε σημαντικό ρόλο στην επανανοηματοδότηση του λαϊκού – δημοτικού τραγουδιού. «Ο Πάνος πήρε πίσω τα τραγούδια μας από τους χουντικούς!». Στα στέκια και τις μπουάτ που έπαιζε με τους συντρόφους και τους φίλους του, το «Μάη μ’ Μάη μ’», τη «Σαμαρίνα» και άλλα…

Τίμησε τις μάχες και το αίμα του λαού μας για τη λευτεριά με «του Άρη» και «του Μπεζεντάκου». Έκανε σκληρή κριτική με το «θάψτε τους κυρ-Παντελήδες μες στα σπαρτά», κατήγγειλε με το «στης χούντας το αλισβερίσι λεύτερο ήταν το χασίσι».

Αντιστάθηκε σε ολόκληρο το έργο του στην σερβιρισμένη από τη δύση μουσική που ακούν τα «αμερικανάκια», τα πρότυπα των δισκογραφικών, την τυποποιημένη έκφραση. Παρέμεινε ελεύθερος δημιουργός μέχρι το τέλος. Αντιστάθηκε στην κουλτούρα της μπουρζουαζίας και έτσι τριγύρισε όλους τους δρόμους των μπουάτ και των στεκιών.

Αγάπησε το ρεμπέτικο και τους ρεμπέτες μες τη φυλακή, τους οποίους εκτίμησε και για αρκετούς από τους παραπάνω λόγους. Ο Πάνος αγάπησε τον λαό, τη νεολαία και δε ξεχάστηκε ούτε μια στιγμή. Έκανε το καθήκον του.

«Σ’ αυτόν τον κόσμο το σκληρό (…) τον βάρβαρο κι απάνθρωπο που όλα πωλούνται κι αγοράζονται εγώ δεν συμμετέχω. Μόν’ κρούω την κιθάρα μου και τραγουδώ τα διαλεχτά και μελλούμενα» έγραψε ο Πάνος Τζαβέλλας.

Ακολουθούν λίγα λόγια για τη ζωή του και το έργο του.

Γεννήθηκε το 1925 στην Κοζάνη και το 1940, έφηβος, οργανώνεται στην ΕΠΟΝ. Βγαίνει στο βουνό μαχητής στον ΕΛΑΣ και το Δημοκρατικό Στρατό Ελλάδας. Τραυματίζεται βαριά και χάνει το πόδι του. Ακολουθούν συλλήψεις, βασανισμοί και η καταδίκη του 3 φορές σε θάνατο.
Το 58′ αρρωσταίνει βαριά στις φυλακές και δύο χρόνια μετά καταφέρνει να διαφύγει για θεραπεία στη Σοβιετική Ένωση με τη βοήθεια του ΚΚΕ. Εκεί θα σπουδάσει μουσική και θα γνωρίσει τον Δημήτρη Σοστακόβιτς. Η γνωριμία τους θα γίνει με την ατάκα «έλα να σου γνωρίσουμε ένα συνάδελφό σου»!

Το 65′ ξεκινά να δουλεύει σε Μπουάτ στην Πλάκα, αλλά η πορεία του διακόπτεται από την χούντα του 67′, όπου και φυλακίζεται ξανά για αντίσταση και παράνομη δράση κατά της χούντας. Το 71′ αποφυλακίζεται με το νόμο της “Μη θεραπεύσιμης ασθένειας”. Στήνει, λοιπόν, στην Πλάκα το “Αντάρτικο Λημέρι” μετά από δουλειά δικών του συνθέσεων και τη συλλογή αντάρτικων – αντιστασιακών – λαϊκών τραγουδιών.
«Τι είναι τα τραγούδια της Εθνικής Αντίστασης 1941-1944; Είναι η καλλιτεχνική έκφραση του Έπους της Εθνικής Αντίστασης. Είναι η φωνή, του λαού μας σε μια κρίσιμη και δραματική ώρα της πατρίδας μας. Είναι ο καθρέφτης της λαϊκής ψυχής, είναι οι πόθοι και τα όνειρά του, είναι η κλαγγή των όπλων, βροντή κι αστροπελέκι, είναι κάλεσμα για μάχη, είναι η ψυχή του αγώνα». Απόσπασμα από το βιβλίο του ANTAPTO-ROCK.

Με την πτώση της Χούντας, το 1974, ξεκινά η πρώτη δισκογραφική δουλειά “Τραγούδια από το Αντάρτικο Λημέρι” μαζί με τη σύντροφο του στην ορχήστρα και τη ζωή, Νατάσα Παπαδοπούλου. Ακολουθούν ακόμα 8 δίσκοι και συναυλίες σε Ελλάδα και Εξωτερικό. Ο Πάνος έγινε Αθάνατος με τα τραγούδια του, διαπαιδαγωγήθηκε από τους αγώνες του λαού μας και τον διαπαιδαγώγησε τιμώντας την πάλη του, ενώ κατήγγειλε και χτύπησε τους τυράννους και την κουλτούρα τους.