Ω, εσύ, γυναίκα, οπτασία λησμονημένη…
Μικρή παιδούλα, μάνα, κόρη αυριανή…
Μέσα στα σπλάχνα σου βογγούνε οι σκοτωμένοι
Και τραγουδούν οι αυριανοί μας ζωντανοί!

Μενέλαος Λουντέμης,
από το ποίημα «Έρχονται οι γυναίκες στη Μακρόνησο»

Του Ανδρέα Δενεζάκη στον Ημεροδρόμο

Στις 3 του Απρίλη του 1947 ανατέθηκε από τον αρχηγό του ΓΕΣ, στρατηγό Βεντήρη, στον συνταγματάρχη του πυροβολικού Γ. Μπαϊρακτάρη, η συγκρότηση της Διεύθυνσης ΒΧΙ/ΓΕΣ. Επρόκειτο για μια Διεύθυνση της οποίας κυρίαρχο έργο ήταν η συγκρότηση και η ανάπτυξη του περιβόητου στρατοπέδου της Μακρονήσου. Τα καθήκοντα της ΒΧΙ/ΓΕΣ:

«α) Συγκέντρωσις και Οργάνωσις Ταγμάτων Σκαπανέων, διάθεσις των ανδρών αυτών εις διαφόρους επωφελείς απασχολήσεις και προσπάθεια επαναφοράς αυτών είς του κόλπους της φιλτάτης Πατρίδος.

β) Συνεννόησις μετά των αρμοδίων πολιτικών αρχών επί της σκοπιμότητος αποσυμφορήσεως των πολιτικών φυλακών, ιδία των ζωνών επιχειρήσεως».

Αμέσως τα δημιουργημένα από το 1946 Πειθαρχικά Τάγματα – Στρατόπεδα «επικίνδυνων» δημοκρατικών φαντάρων στο Λιόπεσι, Λάρισα, Ντουντουλάρ Θεσσαλονίκης, μεταφέρονται σταδιακά στο Μακρονήσι, προς αναμόρφωσιν.

Στις 26 – 28 Μάη 1947, το Β΄ Τάγμα Σκαπανέων μεταφέρεται στη Μακρόνησο από το Πόρτο – Ράφτη, και δημιουργείται το ΒΕΤΟ (Β΄ Ειδικό Τάγμα Οπλιτών), Το θανατονήσι της Μακρονήσου μπαίνει σε λειτουργία. Οι πύλες της κόλασης άνοιξαν 

Ακολούθησε, ο Ιούνης και ο Ιούλης 1947, και η μεταφορά και εγκατάσταση των Α΄  και Γ΄ Ταγμάτων  και η δημιουργία του ΑΕΤΟ και ΓΕΤΟ.

Οι κατηγορίες κρατουμένων που πέρασαν από την Μακρόνησο ήταν:

Στρατεύσιμοι που κρίθηκαν ύποπτοι και επικίνδυνοι για το στράτευμα λόγω των πολιτικών του πεποιθήσεων και της συμμετοχής τους στην Εθνική Αντίσταση μέσα από τις οργανώσεις του ΕΑΜ, της ΕΠΟΝ, μέλη και στελέχη του ΚΚΕ, του Αγροτικού Κόμματος, αξιωματικοί και αντάρτες του ΕΛΑΣ, ανήλικοι πολιτικοί κατάδικοι, εξόριστες γυναίκες από το Τρίκερι και, μια ειδική κατηγορία, Μάρτυρες του Ιεχωβά.

Οι γυναίκες στη Μακρόνησο

«Φορτωθήκανε τις αφάνες, μερικές τις στρώνουν καταγής κι από πάνω τα στρωσίδια τους, για ν’ αποφύγουν την υγρασία. Διακρίνονται από αριστερά η Μαρία Καρακάσογλου, η Αναΐς, η Ρίτσα Ραπίδου, η Αλέκα Ζαχαρή κ.ά.» (Από το βιβλίο της Νίτσας Γαβριηλίδου ΜΑΚΡΟΝΗΣΟΣ – Απόψε χτυπούνε τις γυναίκες).

Η αξέχαστη Νίτσα Γαβριηλίδου διηγείται στο βιβλίο της «ΜΑΚΡΟΝΗΣΟΣ – Απόψε χτυπούνε τις γυναίκες»:

«Κατά τα τέλη του Δεκέμβρη μας έρχεται (σ.σ. στο Τρίκερι) και μια αντιπροσωπεία του Ο.Α.Μ. (Οργανισμός Αναμορφώσεως Μακρονήσου) με τον συνταγματάρχη Τ. Αναγνωστόπουλο. Τώρα που πήραν την απόφαση να μεταφέρουν γυναίκες εκεί, ήρθε για να οργανώσει και να συντονίσει τη μεταγωγή του στρατοπέδου, μα κυρίως ν’ αποσπάσει όσο το δυνατόν περισσότερες «δηλώσεις» για να μειωθεί έτσι ο αριθμός των γυναικών που θα μεταφέρονταν στη Μακρόνησο»…

«…Μας ανακοινώνουν πως η μεταφορά μας για τη Μακρόνησο γίνεται στις 25 του μηνός (σ.σ. Γενάρης 1950). Ηδη η κουζίνα δεν λειτουργεί και για συσσίτιο μας μοιράζουν ρέγγες και ελιές. Σχεδόν λαχανιασμένες θ’ αποτελειώσουμε και τη μεταφορά των αρρώστων με τα φορεία, τα ράντζα μας που τα είχαν κλεισμένα σ’ ένα κελί του Μοναστηριού, κι έβλεπες ν’ ανεβοκατεβαίνουν την πλαγιά από το Μοναστήρι στο λιμάνι γυναίκες φορτωμένες, άλλες ρολά από συρματοπλέγματα, άλλες αγκαλιές από πασσάλους, τα τσουβάλια με τρόφιμα της αποθήκης, τα καζάνια και λοιπά σύνεργα της κουζίνας, μα κείνο που δεν θα ξεχάσουν ποτέ οι γυναίκες θα είναι οι μεγάλες αμερικάνικες σκηνές που τις φορτώθηκαν πολλές γυναίκες μαζί καθώς και η μεταφορά των δύο κλιβάνων»…

«Όταν καμιά φορά τελείωσαν όλα, οι γυναίκες, κοπάδι ολόκληρο, κατηφορίσαμε την πλαγιά, κατάκοπες, παγωμένες για να μπούμε στον «Αχελώο», που έτοιμος στο λιμανάκι με την μπούκα του ανοιχτή μας περιμένει.

Από τις πέντε χιλιάδες γυναίκες που πέρασαν από το Τρίκερι μπήκαν μέσα στο αρματαγωγό κοντά χίλιες διακόσιες γυναίκες. Ανάμεσα σ’ αυτές είναι και εκατόν είκοσι ανταρτίνες που υπέγραψαν στη Λάρισα αλλά δεν τις δώσαν το απολυτήριο. Προτίμησαν να τους το δώσουν στη Μακρόνησο, για να φανεί έτσι μεγάλος αριθμός αυτών που θα έφευγαν από κει.

Στο κολαστήρι της Μακρονήσου. «Η Φωτούλα Φίλου και σε πρώτο πλάνο η μικρούλα που βρήκε λίγο βροχόνερο και δροσίζεται στη λεκάνη. Μέσα στις πυρακτωμένες σκηνές δεν μπορείς ούτε ν’ αναπνεύσεις.» (Από το βιβλίο της Νίτσας Γαβριηλίδου ΜΑΚΡΟΝΗΣΟΣ – Απόψε χτυπούνε τις γυναίκες).

Μέσα σ’ αυτή τη μάζα των γυναικών δοκιμάζονται και αρκετά αθώα παιδάκια, που οι μάνες τους δεν είχαν που να τα’ αφήσουν και τα πήραν μαζί τους στην εξορία. Για τα παιδάκια αυτά το κράτος δεν χορηγεί μερίδα συσσιτίου. Τα φροντίζουν οι μαγείρισσές μας από το υστέρημα των γυναικών. Είναι οι μικροί μα μεγάλοι ήρωες της εξορίας.

Κάθε φορά που ήταν να μας μεταφέρουν για άλλον τόπο, τα ταξίδια αυτά ήταν από τα πιο απερίγραπτα. Φορτωμένες τόσες γυναίκες μες στη κοιλιά του αρματαγωγού, θεόκλειστες, χωρίς αέρα και στοιβαγμένες η μια πάνω στην άλλη με τα χαρτόνια και τα μπογαλάκια μας, με τις φυματικές να αιμοπτύουν, τα παιδιά να κλαίνε και όλες σχεδόν να ξερνάμε χολή και φαρμάκι.

Διασχίσαμε το λυσσασμένο πέλαγος με μια θάλασσα που πάντα κατά κακή μας τύχη ήταν πάνω από εννέα μποφόρ, λες και το κάνανε επίτηδες. Τι αξέχαστες και τραγικές οι εικόνες εκείνες. Τότε έβλεπες την ανθρώπινη ύπαρξη γυμνή, απομονωμένη εγκαταλειμμένη, με κυρίαρχο το συναίσθημα μόνο της αυτοσυντήρησης. Ησουν εσύ κι ο εαυτός σου. Το πάλευες μόνη σου. Πνιγόσουν κυριολεκτικά από την πολυκοσμία, σου ήταν αδύνατο ν’ αναπνεύσεις από τις δυσοσμίες, γιατί πάντα βούλωναν οι καμπινέδες, μα δεν μπορούσες να κάνεις τίποτε. Ακουγες το μουγκρητό της θάλασσας που σε τρόμαζε, και το ταρακούνημά της έλεγες πως τώρα δα, θα σ’ αποτελειώσει»…

«…Όταν καμιά φορά ακούσαμε «νάτη η Μακρόνησος, φτάσαμε στη Μακρόνησο», τα άψυχα κορμιά μας στυλώθηκαν, ανοίξαμε τα μάτια μας ορθάνοιχτα, για να δούμε με μάτια γυμνά το νησί που λεγόταν ΜΑΚΡΟΝΗΣΟΣ. Οσο κι αν ήμασταν προετοιμασμένες ψυχολογικά, εκείνο που αντικρύσαμε ήταν κάτι το παγερό, κάτι που σου παρέλυε τις δυνάμεις.

Η μακρόστενη λουρίδα γης, που απλωνόταν μπροστά μας, έμοιαζε σαν ένα υδρόβιο τέρας μέσα στη θάλασσα έτοιμο να μας κατασπαράξει (κι ας ζήσανε στη Μακρόνησο μια νύχτα τον έρωτά τους ο Πάρις και η Ωραία Ελένη).

Οι ασβεστωμένες πέτρες που σχημάτιζαν μια κορώνα στην πλαγιά και τα συνθήματα «Ζήτω ο Βασιλεύς Παύλος», «Θέλουμε όπλα», σου έφερναν αμέσως την πρώτη ανατριχίλα. Τα κεφαλαία γράμματα «ΑΕΤΟ-ΒΕΤΟ-ΓΕΤΟ», που τα χωρίζανε σκοπιές και συρματοπλέγματα, με τις σκηνές στη σειρά, σου πάγωναν την ψυχή. Αναρωτήθηκα πού να βρίσκονται άραγε οι δικοί μου. Εδώ είχα τον πατέρα μου, τον ξάδελφό μου Γιάννη και τον Τάσο, αρραβωνιαστικό της αδελφής μου. Αργότερα θα μεταφερθεί και ο αδελφός μου. Αναρωτήθηκα ακόμη ποια τύχη άραγε να περίμενε κι εμάς τις γυναίκες.

Σε λίγο το μεγάφωνο μεταδίδει πως το αρματαγωγό δεν μπορεί να πλευρίσει στη Μακρόνησο και θα πρέπει ν’ ανεβάσουμε όλα τα πράγματα από την κοιλιά του αρματαγωγού και να τα φορτώσουμε σ’ ένα οπλιταγωγό που θα πηγαινοέρχεται στη Μακρόνησο»…

«…Μείναμε 24 ώρες στο Λαύριο πάνω στο αρματαγωγό, ανάμεσα στους εμετούς και τις ακαθαρσίες, που ξεχείλισαν από τους καμπινέδες, παλεύοντας με τη μεταφορά του υλικού, ώσπου τα ξημερώματα μας πλεύρισε ένα καΐκι με φαντάρους που ήρθαν να μας βοηθήσουν…».

ΠΑΤΑΜΕ ΤΑ ΧΩΜΑΤΑ ΤΗΣ ΜΑΚΡΟΝΗΣΟΥ

Ύστερα από τόσες ταλαιπωρίες και την υπερβολική κούραση με το ξεφόρτωμα, το πρωινό εκείνο της 27 Ιανουαρίου (σ.σ. 1950) πατούσαμε τα χώματα της Μακρονήσου. Βρεθήκαμε αμέσως μπροστά σε μια κουστωδία από Αλφαμίτες (Αστυνομία Μονάδος) και αξιωματικούς του Α2. Με τις άσπρες γκέτες στις αρβύλες, τον άσπρο ζωστήρα στη μέση τους, με το πιστόλι να κρέμεται από τη μια μεριά κι από την άλλη το βούρδουλα, μας περιτριγυρίζουν επιθετικά. Οι φυσιογνωμίες όλων άγριες, βλοσυρές. Πιο πέρα ακούγεται ένα τραγούδι:

Από κάθε γωνιά σου Ελλάδα
μαζεμένοι σ’ αυτό το νησί
στο μεγάλο σχολειό σου πατρίδα
που το λέν ΑΕΤΟ-ΕΣΑΪ

Σε λίγο σταματά το τραγούδι κι ακούγονται ζητωκραυγές: «Ζήτω ο Βασιλόπουλος!», «Ζήτω ..ω …ω!» Κείνη τη στιγμή πλησίασε ο διοικητής του ΑΕΤΟ με τη σωματοφυλακή του. Ένας στρατιωτικός, μάλλον μετρίου αναστήματος, συνοδεία με το σκύλο του πλησίασε τις γυναίκες. Αφού έφτασε κοντά μας, άρχισε να μας παρατηρεί μ’ ένα εξεταστικό βλέμμα, λες και ήθελε να μας σφυγμομετρήσει.

Όταν ο Αναγνωστόπουλος, που μας συνόδευε, τον ρώτησε: «Λοιπόν, τι λες;», ο Βασιλόπουλος του απάντησε κοφτά: «Υπόθεση το πολύ δέκα ημερών». Τόσο μας είχε εκτιμήσει στα χάλια που μας έβλεπε. Ο Αναγνωστόπουλος όμως συνέχισε: «Α! μην τις βλέπεις έτσι. Είναι σκληρά καρύδια οι γυναίκες»…

«…Στη Μακρόνησο από την ώρα που πατάς το πόδι σου παύεις να είσαι αυτό που είσαι, γίνεσαι οπλίτης. Ετσι, ας είμαστε γυναίκες, ο καταυλισμός μας έχει την ονομασία ΑΕΤΟ-ΕΣΑΓ (Πρώτο Ειδικό Τάγμα Οπλιτών – Ειδική Σχολή Αναμορφώσεως Γυναικών).

Το μάτι μας έχει πήξει κυριολεκτικά από το χακί και τα’ αυτιά μας κοντεύουν να σπάσουν από τα μεγάφωνα, που τοποθετημένα κάθε είκοσι μέτρα μεταδίδουν στη διαπασών συνθήματα, όπως: «Ελληνίδες, δεν ταιριάζουν στα χέρια σας οι αλυσίδες του κομμουνισμού», «Ελληνίδες, γυρίστε πίσω στα σπίτια σας. Ζητήστε τη συγνώμη της πατρίδος σας».

Ώσπου να φτάσουμε στις σκηνές μας, τα συνθήματα αυτά δεν πάψανε να ηχούν και να ερεθίζουν άσχημα τα’ αυτιά μας. Σε λίγο ξανακούγεται το τραγούδι:

Μολυσμένη ως τώρα η ψυχή μας
θέλει βάπτισμα ξανά εθνικό, ναι εθνικό
φόβο πια δεν θα έχει η φυλή μας
απ’ τον άτιμο κομμουνισμό.

Ξαφνικά, εκεί που βαδίζαμε, αντικρύσαμε πίσω από ένα συρματοφραγμένο χώρο ένα θέαμα αξέχαστο: άντρες σαν ράκη, κακοντυμένοι, μισόγυμνοι να τουρτουρίζουν μέσα στο παγωμένο αγιάζι και να ψάχνουν δειλά, ντροπαλά, γαντζωμένοι πάνω στα σύρματα, πρόσωπα αγαπημένα. Ήταν οι «ανανήψαντες». Ετσι λέγαν τα παιδιά που δεν άντεξαν στα βασανιστήρια και υπόγραψαν τη «δήλωση μετανοίας». Ηταν οι χιλιάδες προληπτικά συλληφθέντες από τις επιχειρήσεις του Πετζόπουλου και άλλοι.

Πόσο υπόκωφα φτάναν στ’ αυτιά μας τα διάφορα ονόματα που ξέφευγαν από εκείνα τα πικραμένα χείλη των πατεράδων, των αδελφών, που έβλεπαν να περνούν από δίπλα τους πρόσωπα αγαπημένα:

Μαρία! Μητέρα! Πόσο μεγάλος ήταν ο πόνος κι η αγωνία τους βλέποντας να περνά από μπροστά τους μια φάλαγγα από γυναίκες. Ξέρανε. Πέρασε από το πετσί τους η «αναμόρφωση», γι’ αυτό αγωνιούν και τρέμουν για τον ερχομό μας.

Πατήσαμε τα χώματα της Μακρονήσου με την ψυχή μας πέτρα. Δεν ξέραμε τι μας περίμενε. Η διοίκηση όμως είχε καλά μελετημένο και στρωμένο το σχέδιό της».

Νιάτα αποκλεισμένα από κάθε χαρά της ζωής. Ωστόσο τα κορίτσια βγήκαν βόλτα στα «Ηλύσια Παιδία» της Μακρονήσου. Είναι η παρέα μου. Από αριστερά Σιούρα, Ελένη, Αννούλα, Αλίκη, Νίτσα, Ιρμα, Μαρίνα, Αθηνά» . (Από το βιβλίο της Νίτσας Γαβριηλίδου ΜΑΚΡΟΝΗΣΟΣ – Απόψε χτυπούνε τις γυναίκες).

Τις δυο επόμενες μέρες άρχισαν τα καψώνια και οι πιέσεις για να υπογράψουν οι γυναίκες «Δήλωση». Μπήκαν στις σκηνές, 30 γυναίκες στη κάθε μία, τους απαγόρευσαν τα ράντζα και τις ανάγκασαν να ξαπλώνουν καταγής μες στην παγωνιά και την υγρασία. Το πρωί όλες οι γυναίκες του ΕΣΑΓ συγκεντρώθηκαν στο χώρο του Θεάτρου. Εκεί ο λοχαγός του Α2, ο Παπαγιαννόπουλος τους ξεκαθάρισε «Πάει πια το Τρίκερι. Εδώ είναι Μακρόνησος» και τους καλεί «να ανοίξουν τα μάτια τους, να καταλάβουν τα λάθη και τις πλάνες τους και να ανανήψουν», και τελειώνει: «Πάντως να ξέρετε πως εδώ είναι Μακρόνησος και όποιος δεν υπογράφει πεθαίνει». Την δεύτερη μέρα οργανώθηκε συνάντηση γυναικών με «ανανήψαντες» γνωστούς τους στη πλατεία του θεάτρου με σκοπό να τους διηγηθούν τις ταλαιπωρίες τους και τους βασανισμούς τους, να τις τρομοκρατήσουν και να τις καλέσουν να πάνε να κάνουν «Δήλωση».

Στις αγγαρείες μερικές τα καταφέρνουν καλύτερα από άλλες. Διακρίνονται η δικηγόρος Κική Διονυσοπούλου και μπροστά η καθηγήτρια των Γαλλικών Μαίρη Αλεξιάδου με τη Γεωργία Κτενά. (Από το βιβλίο της Νίτσας Γαβριηλίδου ΜΑΚΡΟΝΗΣΟΣ – Απόψε χτυπούνε τις γυναίκες).

ΑΠΟΨΕ ΧΤΥΠΟΥΝΕ ΤΙΣ ΓΥΝΑΙΚΕΣ

«Ωσπου έφτασε η 30 Ιανουαρίου 1950», γράφει η Νίτσα Γαβριηλίδου. «Μια ημερομηνία που έμεινε βαθιά χαραγμένη στη μνήμη κάθε γυναίκας που πέρασε από το Μακρονήσι. Μας ξυπνούν μέσα στ’ άγρια χαράματα. Οι σκηνές μας γεμίσαν από ουρλιαχτά και βρισιές. Κλωτσούν τα στρώματά μας. «Την Παναγία σας Βουλγάρες, έφτασε η ώρα σας! Ξυπνήστε! Σήμερα θα σας πάρουμε το αίμα! Όλες έξω και κατεβείτε γρήγορα στο Θέατρο». Και τα μεγάφωνα να φωνάζουν συνέχεια: «Προσοχή! Προσοχή! Όλες οι γυναίκες του ΕΣΑΓ να κατέλθουν στο χώρο του Θεάτρου».

Μισοκοιμισμένες ακόμη ψάχνουμε μες στο σκοτάδι ρούχα χοντρά για να ντυθούμε όχι τόσο για να μην κρυώσουμε, όσο να μην πονέσουμε από το ξύλο. Η επιθυμία για τη σωματική μας ανάγκη είναι έντονη μα και η παρουσία τους μες στη σκηνή μας δυσκολεύει. Η κάθε μια βολεύεται όπως μπορεί, ακόμα και σε κονσερβοκούτια.

Εξω το κρύο πολύ τσουχτερό. Ως και τα στοιχεία της φύσης τα βάλανε μαζί μας»…

«…Στο Θέατρο μας διατάζουν να καθήσουμε κατάχαμα. Κουλουριαζόμαστε η μία δίπλα στην άλλη. Είμαστε καθισμένες πάνω στα πόδια μας. Γύρω από το τοιχάκι που έχει ο περίγυρος του Θεάτρου στέκονται Αλφαμίτες οπλισμένοι. Όλοι είναι σε κίνηση, όλοι φουριόζοι και βλοσυροί. Λες και κάνουν άμιλλα ποιος θα φανεί σκληρότερος από τον άλλο, ενώ οι Αλφαμίτες φωνάζουν συνέχεια: «Όλες κάτω, καθίστε κάτω!», και οι σφυρίχτρες τους μας πήραν το κεφάλι.

Φορτισμένες οι ψυχές μας, το μυαλό μας σταματά στη σκέψη τι θα γίνει τώρα, πώς θ’ αρχίσει το ξύλο με μας. Έχουμε ακούσει τόσα από τους άντρες. Με την αγωνία σε ένταση και με κομμένη την αναπνοή περιμένουμε. Τα όμορφα πρόσωπα των κοριτσιών μας τώρα γίνονται αγνώριστα. Φορέσανε τη μάσκα του τρόμου.

Τα μικρά παιδάκια σφιγμένα γύρω από το λαιμό της μάνας τους παρακολουθούν ανυποψίαστα μα και τρομαγμένα. Όλες οι αισθήσεις μας σε υπερένταση. Ακούμε φωνές, προστάγματα στρατιωτικά, λες και πρόκειται να δοθεί μια στρατιωτική μάχη»…

«…Όλοι οι αξιωματικοί του Α2 με τους Αλφαμίτες οπλισμένους βρίσκονται επί ποδός. Ανάμεσά τους και ο περιβόητος Ιωαννίδης της Χούντας, που φωνάζει: «Εμείς δεν είμαστε ανθρωπιστές, είμαστε κτήνη και θα σας εξοντώσουμε!»

Στην εξέδρα εμφανίζεται ο Παπαγιαννόπουλος. Φοράει πάντα ένα δερμάτινο σακάκι και παίζει το μαστίγιό του επιδεικτικά. Τα μεγάφωνα με τα συνθήματά τους εντείνουν την ψυχολογική πίεση των γυναικών. Άγριος και απειλητικός ο Παπαγιαννόπουλος μας λέει πως είναι η τελευταία ευκαιρία που μας δίνεται να φύγουμε στα σπίτια μας. Τα γραφεία του Α2 είναι ανοιχτά και μας περιμένουν. Μετά κοιτάζει την ώρα του και μας δίνει ακόμη ένα τέταρτο προθεσμία. Κάθε τόσο ξανακοιτάζει την ώρα του και μας λέει πως σε λίγο θα είναι αργά.

Μερικές γυναίκες φεύγουν από το θέατρο, ενώ τα μεγάφωνα δεν παύουν να μας καλούν να περάσουμε από τα γραφεία να τακτοποιηθούμε. Οι Αλφαμίτες περιφέρονται ανάμεσά μας, μας προτρέπουν για τη δήλωση: «Τι καθόσαστε και δεν πάτε στο Α2. Τόσοι και τόσοι να υπέγραψαν. Εσείς θα γίνετε ηρωίδες;» Ολες είμαστε σιωπηλές και μόνο η ανάσα μας ακούγεται βαριά.

Σε λίγο φωνάζει να βγούνε έξω από το θέατρο οι ανταρτίνες, περίπου 120 γυναίκες, που ενώ υπέγραψαν στη Λάρισα, τις φέρανε επίτηδες μαζί μας από το Τρίκερι για να πάρουν το απολυτήριο εδώ στη Μακρόνησο και να φανεί έτσι πως υπογράψανε πολλές γυναίκες.

Στη συνέχεια διατάζει να πάρουν τα μωρά από τις μωρομάνες με τα λόγια: « Δεν είναι άξιες αυτές να μεγαλώνουν Ελληνόπουλα». ..

«…Χθες ακόμα τα παιδάκια αυτά ψάχναν τις μανάδες τους μέσα σ’ εκείνο το αλαλούμ που δημιούργησαν τα καψόνια τους με τις μετακινήσεις μας στις σκηνές. Γι αυτό σήμερα τα έβλεπες να κρέμονται στο λαιμό της μάνας τους τόσο σφιχταγκαλιασμένα. Οι δήμιοι όμως τ’ άρπαξαν με το ζόρι. Και το κλάμα των παιδιών αντήχησε πάνω σ’ όλο το Μακρονήσι. Έσχισε τις καρδιές όλων μας. Κι όλα αυτά για να εκβιάσουν τις μανάδες τους και να πάνε να υπογράψουν ένα χαρτί που θα λέει: «Όλως αβιάστως και αυθορμήτως αποκηρύσσω με όλην την δύναμιν της ψυχής μου τον ξενοκίνητον συμμοριτισμόν, το εθνοκτόνον ΚΚΕ και τας παραφυάδας αυτού…» Αυτή ήταν η «δήλωση μετανοίας».

Μα όσο έβλεπαν πως καμιά δεν κουνιόταν από τη θέση της, τόσο σκύλιαζαν ή άρχισαν τις κλωτσιές και τα μαλλιοτραβήγματα.

Κάποιος Αλφαμίτης τραβάει μέσα από το σωρό μια κοπέλα και την αρχίζει στο ξύλο εκεί μπροστά στα μάτια μας. Είναι η Άννα Δαγκλή. Την χτυπάει στο πρόσωπο, τραβάει τα μαλλιά της και την κατηφορίζει προς τη θάλασσα. Ένας άλλος ποδοπατά με τις αρβύλες του μια γυναίκα και τη βρίζει συνέχεια. Τα νεύρα μας που έχουν δοκιμαστεί τόσο πολύ από το πρωί κοντεύουν να σπάσουν, τα μάτια μας συνέχεια καρφωμένα στις κινήσεις των Αλφαμιτών, που μπήκαν τώρα ανάμεσά μας και ψάχνανε γνωστές τους. Μας κλωτσούν, μας χλευάζουν.

Σε λίγο ο Παπαγιαννόπουλος διατάζει: «Να σηκωθούν οι καθοδηγήτριες Σιάντου, Καραγιώργη, Παΐζη». Τις βγάζουν από το Θέατρο και τις οδηγούν για την απομόνωση, ενώ ο Παπαγιαννόπουλος φωνάζει: «Καθ’ οδόν, καθ’ οδόν». Και οι Αλφαμίτες να τις χτυπούν συνέχεια στα πόδια»…

Μέσα σ’ αυτό το κλίμα της έντασης και της ψυχολογικής βίας ζήσαμε αρκετές ώρες στο χώρο του θεάτρου, όταν ακούσαμε τον Παπαγιαννόπουλο να μας κάνει την τελευταία του προειδοποίηση. Για μας τα «γύναια» δεν θα υπάρξει κανένας πλέον οίκτος και μας παραδίδει στα χέρια των Αλφαμιτών.

Οι μάστοροι αυτοί της βίας και του εγκλήματος ξέραν τι είχαν να κάνουν και με μας, το πρόγραμμά τους το εφάρμοσαν τόσες φορές με τους άντρες. Ήταν το ίδιο, το ξέραν απ’ έξω κι ανακατωτά.

Μας διατάζουν να μπούμε σε πεντάδες και στη συνέχεια μας οδηγούν προς τις σκηνές, που είναι στημένες, άδειες και μας περιμένουν. Μας βάζουν από σαράντα γυναίκες στην κάθε μια. Κάθε σκηνή θα ζήσει το δικό της ξεχωριστό δράμα. Η σκηνοθεσία κι εκεί είναι έτοιμη. Διακρίνεις μερικά φορεία και τους Αλφαμίτες με το περιβραχιόνιο και τον κόκκινο σταυρό στο χέρι. Θα μας χρειαστούν για τις πρώτες βοήθειες.

Όλοι τους οπλισμένοι με πιστόλια στη μέση και στα χέρια ο καθένας κρατεί κι από κάτι ξεχωριστό. Βούρδουλα, συρματόσχοινα, βούνευρα, γκλομπ, όλα ήταν στην ημερήσια διάταξη»…

«…Η παρέα μας στριμώχνεται σε μια γωνιά της σκηνής. Οι αδελφές Ελένη και Αθηνά Βασιλείου, η «Ίρμα Τερζάκη, η Μαρίκα Γαλέου, η Αννούλα Πασάντζη, η Σιούρα και Αλίκη Ιωαννίδου κι εγώ»…

«…Σε λίγο αρχίζουν ν’ αρπάζουν διάφορες κοπέλες και να τις βγάζουν έξω από τη σκηνή. Δεν ξέρουμε πού τις παν, τι τις περιμένει. Κάθε φορά που άνοιγε το πανί της πόρτας, μας έπιανε ταχυπαλμία. Αναρωτιόμασταν ποιανής θα είναι τώρα η σειρά. Βγάζουν έξω κυρίως νέες κοπέλες και η αγωνία για την τύχη τους μας αναστατώνει. Καταλαβαίνουμε από τις φωνές τους πως τις οδηγούν προς τα κάτω. Άλλοτε πάλι παίρναν από το σωρό καμιά κοπέλα και την αρχίζανε στο ξύλο εκεί μπροστά στα μάτια όλων μας. Οι σκηνές ανατριχιαστικές. Η αγωνία αρχίζει να μας κυριεύει. Όσο βλέπουμε κι ακούμε τον βούρδουλα να πέφτει πάνω στα κορμιά των γυναικών τόσο σφιγγόμαστε η μια δίπλα στην άλλη. Σε κάθε ερώτηση του Αλφαμίτη «θα κάνει δήλωση εσύ:» άκουγες ένα τρανταχτό «όχι!». Λες και πεισμάτωσαν οι γυναίκες και η φωνή τους ακουγόταν τόσο αποφασιστική»…

«…Σε λίγο μέσα σ’ εκείνη την κόλαση ακούμε τις σφυρίχτρες να βαράνε διάλυση. Αλαφιασμένα ουρλιαχτά: «Όλες να βγούνε έξω!» Δεν ξέραμε τι σημαίνει. Τι θα μας κάνουν τώρα; Που θα μας πάνε; Ακούμε πως πρόκειται για συσσίτιο. Πάλι καλά που σκέφτηκαν να μας ταΐσουν. Την πείνα την είχαμε ξεχάσει τελείως»…

«…Αφού πέρασε η προθεσμία που μας έδωσαν για φαγητό ξανάρχισαν οι σφυρίχτρες και τα ουρλιαχτά τους ν’ ανεβούμε για τις σκηνές. Λαχανιασμένες τρέχουμε να προλάβουμε τους καμπινέδες, να πλύνουμε το πιάτο μας στη θάλασσα. Συνωστιζόμαστε πάνω στ’ απόκρημνα βράχια της Μακρονήσου.

Τώρα έχει πια σκοτεινιάσει και το νησί με τις μαύρες σκηνές στη σειρά παίρνει μια πένθιμη όψη. Βαραίνει η ψυχή κι η αντοχή αρχίζει να μας εγκαταλείπει. Ας ήτανε για λίγο να μπορούσαμε να ξαποστάσουμε, να γείρουμε κάπου το κεφάλι μας απαλά, να ξεκουραστούμε. Μα οι Αλφαμίτες άρχισαν πάλι να μπαινοβγαίνουν στις σκηνές μας. Αυτή τη φορά κρατούν φακούς στα χέρια τους, γιατί μόλις που διακρίνεις τις σκιές από τα κορμιά μας.

Οι Μυτιληνιές σταθήκανε μπροστά στην πόρτα για να κρύψουν τα κορίτσια πίσω από τις βράκες τους. Όλες οι ηλικιωμένες προσπαθούν να προστατέψουν τα κορίτσια, που άρχισαν να τα δέρνουν με περισσότερη μανία και να ουρλιάζουν:

«Πάρτε το χαμπάρι. Μόνες μείνατε! Όλες οι άλλες έχουν υπογράψει». Καμιά μας δεν τους πιστεύει»…

«…Όταν κάποτε πήρε τέλος η εφιαλτική αυτή νύχτα, άρχισαν να κυκλοφορούν και τα πρώτα νέα: «Η Βαγγελιώ Σκευοφύλακα σακατεύτηκε από το ξύλο, έχασε τα λογικά της. Η Σόνια Κώνστα και η Στέλλα Παπαλώκα πάθανε εγκεφαλική διάσειση. Η Ελένη Λαμπάκη χτυπήθηκε άσχημα στο κεφάλι. Την Νίκη Σιαφλέκη την είδε η Αννούλα μέσα στο αίμα».

Από παντού μαθαίνουμε το πιο συνταρακτικό νέο: Κάτι αιματώματα και χτυπήματα από κλωτσιές αυτά δεν θεωρούνται άξια λόγου. Στη δική μας σκηνή βλέπουμε κατάχαμα την Κασιανή Καρζή πρησμένη σαν μπαλόνι να μην μπορεί να σηκωθεί, το ίδιο και η Παρθένα Χαρμανίδου. Αρχίζουν να κουβαλούν όλες τις χτυπημένες σε κάτι πρόχειρες σκηνές, τα λεγόμενα αναρρωτήρια, στις οποίες «ανανήψαντες» γιατροί δώσανε τις πρώτες βοήθειες.

Κι έβλεπες κορμιά μελανιασμένα, πόδια με μώλωπες, πρησμένα, εγκεφαλικά κατάγματα, γυναίκες μέσα στα αίματα, άρρωστες σε κακά χάλια, ήταν ένα θέαμα φριχτό.

Εκείνο το βράδυ που αποφάσισαν να χτυπήσουν τις γυναίκες, όλες οι σκηνές των φαντάρων, όλοι οι κλωβοί των ιδιωτών, ακόμα και οι χαράδρες είχαν βουβαθεί όλες. Του καθενός η σκέψη κείνο το βράδυ πετούσε στις γυναίκες. Ο πατέρας που είχε την κόρη του, ο γιός τη μάνα, την αδελφή του, όλων η σκέψη βρισκόταν στο κλωβό των γυναικών. Το βράδυ εκείνο της 30ης Ιανουαρίου 1950, μία μόνο σκέψη κυριαρχούσε στη Μακρόνησο: ΑΠΟΨΕ ΧΤΥΠΟΥΝΕ ΤΙΣ ΓΥΝΑΙΚΕΣ!»

Απέναντι βλέπουν το Λαύριο. Λίγο πιο μακριά τα σπίτια τους. Κι όμως αυτές ζουν εγκλωβισμένες στη Μακρόνησο.

Οι γυναίκες έμειναν στο κολαστήρι λίγο περισσότερο από έξι μήνες, μέχρι την κατάργηση του στρατοπέδου των πολιτικών κρατούμενων της Μακρονήσου, στις αρχές Αυγούστου 1950. Οι περισσότερες γυναίκες δεν απολύθηκαν αλλά μεταφέρθηκαν πάλι στο Τρίκερι.

Η Μακρόνησος δεν ήταν ένας απλός τόπος εξορίας. Ηταν ένα οργανωμένο σύστημα εξόντωσης των αντιφρονούντων αριστερών και κυρίως των κομμουνιστών. Ηταν μια μελετημένη καταπιεστική και ψυχολογική μάχη που δινόταν καθημερινά ενάντια στη συνείδηση και αξιοπρέπεια, ενάντια στην αντοχή του ανθρώπου.

Η Μακρόνησος, που λειτούργησε στην αρχή ως στρατόπεδο οπλιτών, οι οποίοι δεν ενέπνεαν εμπιστοσύνη στο αστικό καθεστώς, μετατράπηκε στη συνέχεια σε κολαστήριο για εκατό και πλέον χιλιάδες κομμουνιστές και άλλους ΕΑΜίτες. Αργότερα το έργο αυτού του κολαστηρίου διευρύνθηκε και αφορούσε τώρα και πολίτες – με αποτέλεσμα πάνω από 15 χιλιάδες κομμουνιστές και άλλοι ΕΑΜίτες, μαζί τους και γυναίκες, να μεταφερθούν ομαδικά εκεί από τους τόπους εξορίας τους.

Η Μακρονησιώτισσα Νίτσα Γαβιηλίδου

Η αγωνίστρια της Εθνικής Αντίστασης, Νίτσα Γαβριηλίδου. έφυγε από τη ζωή σε ηλικία 94 ετών, πλήρης ημερών, τη Δευτέρα 16 Σεπτέμβρη 2019,

Η Νίτσα Γαβριηλίδου γεννήθηκε το 1925 στο χωριό Κοκκινιά του Κιλκίς, ήταν κόρη του ηγέτη της αγροτιάς και αρχηγού του Αγροτικού Κόμματος Ελλάδας (ΑΚΕ), Κώστα Γαβριηλίδη. Το 1943 οργανώθηκε στην ΕΠΟΝ και ανέπτυξε πλούσια αντιστασιακή δράση.

Μετά τον Δεκέμβρη του 1944 ολόκληρη η η οικογένεια Γαβριηλίδη συλλαμβάνεται και κρατείται στις φυλακές Θεμιστοκλέους έως την υπογραφή της Συμφωνίας της Βάρκιζας.

Στη συνέχεια η Νίτσα Γαβριηλίδου εργάστηκε ως ιδιαιτέρα γραμματέας στο πολιτικό γραφείο του πατέρα της στο Αγροτικό Κόμμα Ελλάδας, έως τις μαζικές συλλήψεις του Ζέρβα, τον Ιούλη του 1947. Η ίδια συνελήφθη στις 7 Απριλίου 1947 και παρέμεινε για πολλά χρόνια εξόριστη στα στρατόπεδα της Χίου, του Τρικεριού, της Μακρονήσου και πάλι του Τρικεριού. Το 1956, διέφυγε στη Γαλλία όπου δημιούργησε οικογένεια. Επέστρεψε στην Ελλάδα το 1985.

Διετέλεσε Γραμματέας της Πανελλήνιας Ενωσης Αγωνιστών Μακρονήσου (ΠΕΚΑΜ).