Πηγή: www.doctv.gr

Είχε πια φύγει ο αγγελιοφόρος του θανάτου και δεν είχα επιβεβαίωση. Άλλο τι δεν μου έμενε πέρα από την αναμονή. Με την επίσημη είδηση θα αποφάσιζα αν είχα ή όχι δικαίωμα να δείξω τη θλίψη μου. Έτεινα να πιστεύω πως όχι.

Ο πρώτος ήλιος χτυπούσε κατακέφαλα μετά τη βροχή. Δεν υπήρχε τίποτα το παράδοξο σε αυτή την κατάσταση, κάθε μέρα έβρεχε και κατόπιν ο ήλιος που επιβάλλοντας την κυριαρχία του, έδιωχνε την υγρασία. Το απόγευμα, το ρυάκι θα ήταν και πάλι κρυστάλλινο, παρόλο που εκείνη τη μέρα δεν είχε πέσει πολύ νερό στα βουνά, ήταν σχεδόν φυσιολογικό. Έλεγαν πως στις 20 Μαΐου σταματούσαν οι βροχές και μέχρι τον Οκτώβρη δεν έπεφτε σταγόνα. ‘Ελεγαν! Όμως λένε τόσα που δεν είναι βέβαια. Η φύση θα ακολουθήσει το ημερολόγιο;

Δεν μ’ ένοιαζε αν η φύση ακολουθούσε ή όχι το ημερολόγιο. Γενικά, θα μπορούσα να πω ότι δεν μ’ ένοιαζε τίποτα, ούτε εκείνη η αδράνεια ούτε αυτός ο ηλίθιος πόλεμος, ο δίχως στόχο. Δηλαδή, όχι ακριβώς δίχως στόχο, απλώς ήταν τόσο θαμπός, τόσο ρευστός, που έμοιαζε άπιαστος, σαν μια σουρεαλιστική κόλαση όπου η αιώνια τιμωρία ήταν η μονοτονία. Και, επιπλέον, με ένοιαζε. Ασφαλώς και με ένοιαζε.

Πρέπει να βρω τον τρόπο να τη σπάσω σκέφτηκα. Εύκολο να το σκεφτείς. Μπορεί να κάνει κανείς χιλιάδες πλάνα, το καθένα πιο πλάνο από το άλλο, κατόπιν να διαλέξει τα καλύτερα, να συντάξει δύο τρία σε ένα, να το απλοποιήσει, να το βάλει στο χαρτί και να το παραδώσει. Εκεί τελείωσαν όλα και ύστερα έπρεπε να αρχίσει ξανά. Μια γραφειοκρατία πιο ευφυής από τη συνήθη: αντί να το αρχειοθετείς, το εξαφανίζεις. Οι άντρες μου έλεγαν ότι το κάπνιζαν, κάθε κομμάτι χαρτιού μπορείς να το καπνίσεις, αν τυλίξεις κάτι μέσα του. Είχε κι ένα πλεονέκτημα αυτό, ό, τι δεν μου γούσταρε μπορούσα να το αλλάξω στο επόμενο πλάνο. Κανένας δε θα το πρόσεχε. Φαινόταν σαν να μπορούσε να συνεχίζεται επ’ άπειρον.

Είχα όρεξη να καπνίσω και έβγαλα την πίπα μου. Βρισκόταν, όπως πάντα, στην τσέπη μου. Εγώ δε έχανα τις πίπες μου, όπως οι στρατιώτες. Επειδή ήταν πολύ σημαντικό για εμένα να την έχω. Στους δρόμους του καπνού μπορείς να διανύσεις την οποιαδήποτε απόσταση, θα έλεγα πως μπορείς να δημιουργήσεις τα δικά σου πλάνα και να ονειρευτείς τη νίκη δίχως να μοιάζει με όνειρο, μόνο μια πραγματικότητα γεμάτη ομίχλη λόγω της απόστασης και της καταχνιάς που υπάρχει πάντα στους δρόμους του καπνού. Η πίπα είναι πολύ καλή συντροφιά. Πως γίνεται να χάνεις ένα πράγμα τόσο απαραίτητο; Τι βάρβαροι!

Δεν ήταν και τόσο βάρβαροι, είχαν κάποια δραστηριότητα και ήταν ξεθεωμένοι από αυτή τους την ενασχόληση. Συνεπώς δε χρειάζεται να σκέφτεσαι, και σε τι χρησιμεύει μια πίπα αν δε σκέφτεσαι; Όμως μπορείς να ονειρεύεσαι. Ναι, πράγματι μπορείς να ονειρεύεσαι, αλλά η πίπα έχει σημασία όταν ονειρεύεσαι εξ αποστάσεως, όταν ονειρεύεσαι ένα μέλλον προς στο οποίο ο μοναδικός δρόμος είναι ο καπνός ή ένα παρελθόν τόσο μακρινό, που χρειάζεται να ξαναπάρεις το ίδιο μονοπάτι. Ωστόσο οι επικείμενες λαχτάρες γίνονται αισθητές σε ένα άλλο κομμάτι του σώματος, έχουν γερά πόδια και κοφτερά μάτια, δεν χρειάζονται τη βοήθεια του καπνού. Εκείνοι την είχαν επειδή δεν τους ήταν απαραίτητη, δεν χάνονται τα απαραίτητα πράγματα.

Να είχα άραγε κάτι άλλο τέτοιου τύπου; Το μεταξωτό μαντίλι. Αυτό ήταν διαφορετικό: μου το έδωσε εκείνη για την περίπτωση που με πλήγωναν στο μπράτσο, θα ήταν ένας στοργικός επίδεσμος. Το πρόβλημα θα ήταν τι να χρησιμοποιήσω έτσι και μου έσπαζαν το κρανίο. Στην πραγματικότητα υπήρχε μια απλή λύση, να το δέσω στο κεφάλι για να συγκρατήσω το σαγόνι και να το πάρω μαζί μου στον τάφο. Πιστό ως το θάνατο. Αν όμως έπεφτα νεκρός στο βουνό και έμενα εκεί ή με περιμάζευαν οι άλλοι, δε θα υπήρχε μεταξωτό μαντιλάκι, θα διαλυόμουν ανάμεσα στα χόρτα ή θα με περιέφεραν επιδεικτικά, μπορεί πάλι να έβγαινα και στο Λάιφ με ένα επιθανάτιο και απελπισμένο βλέμμα, παγωμένο στη στιγμή του υπέρτατου φόβου. Διότι φοβόμαστε. Γιατί να το αρνηθούμε;

Μέσω του καπνού, ακολούθησα τους παλιούς μου δρόμους και έφτασα στις μύχιες γωνίες των φόβων μου, πάντα συνδεδεμένων με το θάνατο, εκείνο το συγκλονιστικό και ανεξήγητο τίποτα, όσο κι αν εμείς οι μαρξιστές-λενινιστές εξηγούμε τόσο πειστικά τον θάνατο ως τίποτα. Και τι είναι εκείνο το τίποτα; Τίποτα. Αδύνατο να υπάρξει εξήγηση πιο απλή και πιο πειστική. Το τίποτα είναι τίποτα, κλείσε τον εγκέφαλό σου, βάλ’ του κι ένα μαύρο πέπλο, αν θέλεις, με έναν ουρανό από μακρινά αστέρια, και αυτό είναι η ανυπαρξία, το τίποτα. Ισοδύναμο με το άπειρο.

Επιβιώνει κανείς στο είδος, στην ιστορία, σε εκείνη τη συγκεχυμένη, μυστηριακή μορφή της ζωής του ανθρώπινου είδους μέσα απ’ τις πράξεις και τις αναμνήσεις. Δεν ένιωσες ποτέ σου μια ανατριχίλα στη σπονδυλική σου στήλη, διαβάζοντας για τις εφόδους της ματσέτας του Μοσέο; Κάτι τέτοιο είναι η ζωή μετά το τίποτα. Και τα παιδιά, επίσης. Δεν θα ήθελα να επιζήσω στη μνήμη των παιδιών μου που ούτε καν με γνωρίζουν. Είμαι απλώς ένα ξένο σώμα που αναστατώνει πότε – πότε τη ηρεμία τους, που παρεμβάλλεται ανάμεσα σ ‘εκείνα και τη μάνα τους.

Φαντάζομαι τον γιο μου μεγάλο και εκείνη, με γκριζιασμένα μαλλιά, να του λέει, με τόνο επικριτικό: ο πατέρας σου δε θα είχε κάνει αυτό ή το άλλο. Ένιωσα μέσα μου, γιος του πατέρα μου εγώ, μια τρομερή εξέγερση. Ως γιος δε θα ήξερα αν ήταν ή όχι αλήθεια πως ως πατέρας είχα κάνει εκείνο ή το άλλο ή κάτι κακό. Αλλά στη θέση του γιού μου, θα αισθανόμουν ενοχλημένος, προδομένος που μου έτριβαν συνέχεια στα μούτρα εκείνη την ανάμνηση ενός πατέρα. Ο γιος μου έπρεπε να γίνει ένας άντρας. Ευγνωμονούσα τον πατέρα μου για τη γλυκιά, ανιδιοτελή στοργή του. Τυπικά δεν είχα ακόμη το δικαίωμα, όφειλα να περιμένω την επιβεβαίωση.

Έτσι περιπλανιόμουν στους δρόμους του καπνού όταν με διέκοψε, χαιρόμενος που ήταν χρήσιμος, ένας στρατιώτης.
“Δε χάσατε τίποτα;”
“Τίποτα”, είπα, συνειρμικά με το άλλο τίποτα της ονειροπόλησης μου.
“Για σκεφείτε!”
Ψαχούλεψα τις τσέπες μου, τα πάντα στη θέση τους
“Τίποτα”
“Και αυτή η πετρούλα; Την έχω δει στο μπρελόκ σας.
“Βρε που να πάρει…”

Τότε με χτύπησε η αυτοκατηγορία με άγρια δύναμη. Δεν χάνεται τίποτα απαραίτητο ζωτικά απαραίτητο. Και ζει κανείς αν σκέφτεται πως δεν είναι πια απαραίτητος;

Σαν φυτό ναι , σαν ένα ηθικό ον όχι, τουλάχιστον έτσι πιστεύω.

Ένιωσα το σύγκρυο της θύμησης και βάλθηκα να ψαχουλεύω τις τσέπες μου με αυστηρή σχολαστικότητα, ενώ το ρυάκι, καφετί από το χώμα του βουνού, μου έκρυβε το μυστικό μου. Η πίπα, πρώτη απ’ όλα η πίπα, εκεί βρισκόταν. Τα χαρτιά ή το μαντίλι θα είχαν επιπλεύσει. Το σπρέι παρόν, το στυλό, εδώ, τα σημειωματάρια στη νάιλον θήκη τους, ωραία, ο αναπτήρας, παρών επίσης, όλα εντάξει. Πέρασε ο κατακλυσμός.

Μόνο δύο μικρά σουβενίρ είχα πάρει μαζί μου στη μάχη: το μεταξωτό μαντίλι από τη γυναίκα μου, πολύ φτηνό, κοινότατο, η πέτρα ξεκόλλησε και τη φύλαξα στην τσέπη μου.

Ήταν σπλαχνικό, εκδικητικό ή απλώς απρόσωπο ,όπως ένας αρχηγός, εκείνο το ρυάκι; Δεν κλαίμε επειδή δεν πρέπει ή επειδή δεν μπορούμε; Δεν είναι σωστό να λησμονείς ούτε καν στον πόλεμο; Είναι αναγκαίο να παριστάνεις το ψυχρό αντράκι;

Που να ξέρω! Στ’ αλήθεια δεν ξέρω. Ξέρω μόνο ότι έχω μια φυσική ανάγκη να παρουσιαστεί η μάνα μου, και εγώ να γείρω το κεφάλι στην κοκαλιάρικη αγκαλιά της και εκείνη να μου πει: “Αγόρι μου”, με μια τρυφερότητα απέραντη, και να νιώσω στα μαλλιά το αδέξιο χέρι της να με χαϊδεύει πεταχτά, σαν μια μαριονέτα, σαν η τρυφεράδα της να αναβλύζει μόνο από τα μάτια και τη φωνή, γιατί οι χαλασμένοι σπάγκοι δεν την αφήνουν να φτάσει ως τις άκρες. Και τα χέρια τρεμουλιάζουν και πιότερο ψηλαφούν παρά χαϊδεύουν, όμως η στοργή ξεχειλίζει και τα περιβάλλει και νιώθεις τόσο καλά, τόσο μικρούλης και τόσο δυνατός. Δεν χρειάζεται να της ζητήσεις συγγνώμη, αυτή καταλαβαίνει τα πάντα, το ξέρεις όταν ακούς εκείνο το “Αγόρι μου”…».