Η οικογένεια Μαρτίνου, αυτό το «κόσμημα του ελληνικού εφοπλισμού», με τις πολυπλόκαμες διασυνδέσεις με την Εκκλησία και την Κυβέρνηση – ο πατριάρχης της οικογένειας Αθ. Μαρτίνος είναι ο νυν διοικητής του Άγιου Όρους ενώ μέλος της οικογένειας είναι βουλευτής της Νέας Δημοκρατίας- αναλαμβάνει – μέσω της Αλεξάνδρας Μαρτίνου- τη διοίκηση της «Κιβωτού του Κόσμου», στα πλαίσια της «κάθαρσης» της τελευταίας ύστερα από τις αποκαλύψεις για τη δράση του πρώην προέδρου της, Πάτερ Αντώνιου και αγαπημένου παιδιού εξεχόντων προσωπικοτήτων του εγχώριου αστισμού-των εφοπλιστών συμπεριλαμβανομένων.
Οι εφοπλιστές λοιπόν προστάτες των παιδιών… Άραγε πόσες οικογένειες ναυτεργατών έχουν ρημάξει οι εφοπλιστές μέσα στα χρόνια; Πόσους ναυτεργάτες έχουν δολοφονήσει, σακατέψει και ξεζουμίσει μέσα στους σκυλοπνίχτες τους και πόσα παιδιά έχουν αφήσει ορφανά, μόνα και πάμφτωχα;
Αυτός είναι ο καπιταλισμός γενικά και ο ελληνικός ειδικά. Στην πιο ωμή, βάρβαρη και σαδιστική του μορφή. Οι δήμιοι χιλιάδων εργατικών οικογενειών ανακηρύσσονται σε προστάτες των παιδιών. Σε ακέραιους θεματοφύλακες των δικαιωμάτων τους. Αύριο δεν αποκλείεται να τους ανακηρύξει και σε «μεγάλους ευεργέτες του έθνους» το κράτος και γιατί όχι και σε οσίους η Εκκλησιά. Αλλά έτσι ήταν πάντα. Στις «Παιδουπόλεις της Βασίλισσας» στον Εμφύλιο και μετεμφυλιακά, έβαζαν τα παιδιά των αγωνιστών και των αγωνιστριών, να τα φυλάνε χωροφύλακες , υποχρεώνοντας τα να υμνούν το καθεστώς που βασάνιζε και δολοφονούσε του γονείς τους, και να αποκαλούνε τη Φρειδερίκη μητέρα τους. Όπως μέχρι χθες αποκαλούσαν εκατοντάδες παιδιά τον π. Αντώνιο «πατέρα» τους. Και ίσως αύριο την Αναστασία Μαρτίνου «μητέρα» τους.
Παρακάτω παραθέτουμε μια παραστατική περιγραφή των συνθηκών ζωής στις παιδουπόλεις του εμφυλίου, από ένα «παιδί των παιδουπόλεων» , το Γιώργο Χατζάτογλου [Βλ. Δημήτρης Σέρβος, Το παιδομάζωμα και ποιοι φοβούνται την αλήθεια, εκδ. Σύγχρονη Εποχή, Αθήνα, 2001]. Στη μορφή ασφαλώς άλλαξαν πολλά από τότε. Όμως το περιεχόμενο παραμένει όπως και τότε το ίδιο. Φρίκη!
«Το στρατόπεδο είχε φρουρά και ήταν περιφραγμένο με συρματόπλεγμα 4 μέτρα ύψος. Υπήρχαν παιδιά ηλικίας από 2 μέχρι 16 και 17 χρόνων, που έκλαιγαν γιατί είχαν με τη βία αποχωριστεί απ’ τους γονείς τους. Μέναμε σε τολ, που το καλοκαίρι οι λαμαρίνες τους καίγανε και το χειμώνα πάγωναν. Κοιμόμασταν σε σιδερένια κρεβάτια, σε τρεις σειρές και χωρισμένα κατά 25άδες. Με την άφιξή μας στο Καστρί, μας μοίρασαν στρατιωτικές φόρμες. Πρώτο μέλημά τους ήταν να μας στείλουν ιεροκήρυκα, να δημιουργήσουν κατηχητικά και στελέχη προσκόπων. Θυμάμαι ότι σε όλους τους τοίχους ήταν ζωγραφισμένη μια μορφή ενός αγριανθρώπου γενειοφόρου με μια χατζάρα στο στόμα, που έσταζε αίμα, να αρπάζει απ’ την αγκαλιά της μάνας το παιδί της. Επίσης, στους τοίχους υπήρχαν συνθήματα για το έθνος και τη βασίλισσα Φρειδερίκη. Μέσα σ’ αυτό το κλίμα γίνονταν η διαπαιδαγώγηση και η νουθέτηση για τη “μάνα μας” τη Βασίλισσα. Νύχτα-μέρα αυτά διαρκώς μας έλεγαν» .