Η μικτή διακομματική επιτροπή για τις στρατιωτικές δαπάνες (η NDAA που
αποτελείται από Ρεπουμπλικάνους και Δημοκρατικούς) ανακοίνωσε τον
προϋπολογισμό για τις στρατιωτικές δαπάνες του 2023: οι πολεμικές
επενδύσεις των ΗΠΑ θα ϕτάσουν στα τα 858 δισεκ. δολάρια (το αντίστοιχο
ποσό το 2019 ήταν 732 δισ.), εκ των οποίων τα 800 εκατομ. θα δοθούν για
να συνεχιστεί ο ιμπεριαλιστικός πόλεμος στην Ουκρανία. Η στρατιωτική
βοήθεια στο καθεστώς Ζελένσκι αναμένεται να ϕτάσει στα 10 δισεκατομμύρια
τα επόμενα πέντε χρόνια. Εν τω μεταξύ, το κρατικό χρέος των ΗΠΑ έχει
ξεπεράσει τα 30 τρισεκατομμύρια δολάρια (150% επί του ΑΕΠ), ενώ σχεδόν 1
τρισεκατομμύριο αμερικάνικου κρατικού χρέους βρίσκεται σε κινέζικα
χέρια.

Την κούρσα εξοπλισμών δεν μπορούμε να τη δούμε ξεκομμένα, παρά μόνο κάτω
από το ϕως της όξυνσης του κεντρικού ανταγωνισμού ΗΠΑ – Κίνας για την
πρωτοκαθεδρία στο ιμπεριαλιστικό – καπιταλιστικό σύστημα. Ήδη από την
ανάληψη της προεδρίας του ο Μπάιντεν χαρακτήριζε την Κίνα ως «τον πιο
σοβαρό ανταγωνιστή» των ΗΠΑ και συγκροτούσε ομάδα “σοϕών” ειδικά για την
“κινέζικη απειλή”, με επικεϕαλής τον Ελι Ράτνερ, πρώην αντιπρόεδρο του
Κέντρου για τη Νέα Αμερικανική Ασϕάλεια. Η Επιτροπή ανέλαβε να εξετάσει
(μεταξύ άλλων) την στρατιωτική προετοιμασία και την αξιολόγηση των
συμμαχιών των ΗΠΑ στην περιοχή του Ειρηνικού με σκοπό τη δημιουργία ενός
“αντι-σινικού τείχους”. Οι ΗΠΑ συτή τη στιγμή είναι η ισχυρότερη
στρατιωτική δύναμη στον πλανήτη, ενώ διαθέτει πάνω από 700 στρατιωτικές
βάσεις «που περικυκλώνουν τα ανταγωνιστικά κράτη και περιζώνουν όλες τις
περιοχές που διαθέτουν σημαντικούς ϕυσικούς πόρους: υδρογονάνθρακες,
στρατηγικά μεταλλεύματα, αποθέματα πόσιμου νερού κλπ».

Σε αυτό το πλανητικό κουβάρι ανταγωνισμών και συμμαχιών, στο ασταθές
περιβάλλον παγκόσμιας ανακατάταξης ισχύος και στην κινούμενη άμμο της
καπιταλιστικής κρίσης η στρατιωτική κλιμάκωση είναι νομοτελειακό
αποτέλεσμα της ανηλεούς προσπάθειας των κρατών να διατηρήσουν ή να
ενισχύσουν τη θέση τους στο (ξανα)μοίρασμα των αγορών, των σϕαιρών
επιρροής, τον έλεγχο των πλουτοπαραγωγικών πηγών, των ενεργειακών και
εμπορικών οδών κλπ. Όπως γράϕαμε παλιότερα:

«Τις διακρατικές σχέσεις δεν πρέπει να τις αντιλαμβανόμαστε ως
μεταϕυσικές, δηλαδή παγωμένες στο χρόνο, απόλυτα ανταγωνιστικές ή
απόλυτα συμμαχικές. Κυρίως στη σημερινή εποχή της πολυπλοκότητας των
διεθνών σχέσεων, των ταχύτατων ανακατατάξεων και της αλληλοδιείσδυσης
των οικονομιών οϕείλουμε να έχουμε διαλεκτική προσέγγιση, να βλέπουμε τη
συνύπαρξη αντιϕατικών σχέσεων και την αστραπιαία εναλλαγή
ανταγωνισμών/συνεργασιών. Να μελετάμε, δηλαδή, την ιστορική κίνηση μέσα
στη ρευστότητά της, να προσπαθούμε να διακρίνουμε τα διαρκώς
μεταβαλλόμενα σημεία ισορροπίας των μεγάλων δυνάμεων, όπως προκύπτουν
ανάλογα με τους συσχετισμούς ισχύος. Μιας ισορροπίας εύθραυστης. Μιας
νέας ιμπεριαλιστικής ισορροπίας του τρόμου, που αϕήνει πάντοτε ανοιχτό
το ενδεχόμενο της μετατροπής του έρποντος παγκόσμιου πολέμου σε ένα
καινούριο γενικευμένο αιματοκύλισμα για το ξαναμοίρασμα του κόσμου.

Για τους προλετάριους ο πόλεμος σημαίνει αίμα, απώλεια, δυστυχία, πόνος.
Για τους λεϕτάδες, πόλεμος σημαίνει επένδυση. Ο πόλεμος είναι η υγεία
του καπιταλισμού. Στους αδυσώπητους ανταγωνισμούς δεν μπορούμε να
ξεχωρίσουμε “επιθετικούς” και “αμυντικούς” καπιταλισμούς, “δυνατά” και
“αδύναμα” κεϕάλαια»