Για τον πόλεμο στην Ουκρανία, τις κινηματικές αναγνώσεις γύρω από τον χαρακτήρα του και τις αντίστοιχες στάσεις που απορρέουν από αυτές (Άρθρο του συντρόφου Άρη. Σ στο #13 τεύχος της εφημερίδας Ζερμινάλ)
Όπως κάθε πόλεμος, έτσι κι ο πόλεμος στην Ουκρανία έφερε το αντιπολεμικό αντιιμπεριαλιστικό κίνημα αντιμέτωπο με δύο κεντρικά ερωτήματα. Το πρώτο ήταν αυτό σχετικά με τον χαρακτήρα του πολέμου και το δεύτερο εκείνο γύρω από τη στάση και τη στρατηγική που πρέπει να χαραχθεί απέναντι του. Το σημείωμα που ακολουθεί καταπιάνεται εν συντομία με τρεις – λιγότερο ή περισσότερο – διαδεδομένες θέσεις που διατυπώθηκαν ως προς τα παραπάνω ερωτήματα, και οι οποίες κατά τη γνώμη του γράφοντος λειτούργησαν –ανεξαρτήτως προθέσεων – ανασχετικά στην ανάπτυξη μιας επαναστατικής αντιπολεμικής αντιιμπεριαλιστικής στρατηγικής.
Προτού βέβαια αναφερθώ σε αυτές, οφείλω να καταθέσω τη δική μου θέση. Επιγραμματικά αυτή είναι: Ο πόλεμος στην Ουκρανία είναι ένας πόλεμος ιμπεριαλιστικός, ένας πόλεμος για την κατάκτηση αγορών και σφαιρών επιρροής και ως εκ τούτου ένας πόλεμος άδικος και από τις δυο πλευρές: από τη μια το ΝΑΤΟ και το φασιστικό καθεστώς του Κιέβου που αποτελεί το οπλισμένο χέρι του, και από την άλλη η Ρωσία και κατ’ επέκταση ο ευρύτερος συνασπισμός του οποίου ηγείται μαζί με την Κίνα. Αποτελεί δε –ο πόλεμος- προϊόν της δομικής κρίσης του καπιταλιστικού συστήματος και της αναδιάταξης των συσχετισμών ισχύος που αυτή παράγει, και απειλεί με το χαρακτήρα και τη διάρκεια του να παροξύνει τις υπάρχουσες αντιθέσεις σε επίπεδα γενικευμένου παγκόσμιου ιμπεριαλιστικού πολέμου ανάμεσα στα δύο αντιμαχόμενα ιμπεριαλιστικά μπλοκ (Ευρωατλαντικό και Ρωσοκινέζικο). Από την παραπάνω θέση απορρέει η εξής πολιτική στάση, αντίστοιχη τηρουμένων των αναλογιών με αυτή του Α΄ Παγκόσμιου Πολέμου, μια θέση επαναστατικού ντεφετισμού, μια θέση που δεν κάνει διάκριση ανάμεσα σε επιτιθέμενο και αμυνόμενο ιμπεριαλιστή, και η οποία όχι απλά αρνείται τη συμμετοχή των λαών και των εργατικών τάξεων στον πόλεμο, αλλά τις καλεί να στρέψουν τα όπλα αντίστροφα –να διαπράξουν δηλαδή «εσχάτη προδοσία» – στις αστικές τάξεις και τα κράτη των «δικών» τους χωρών και των «δικών» τους ιμπεριαλιστικών συνασπισμών, να μετατρέψουν δηλαδή τον πόλεμο, σε πόλεμο εμφύλιο ταξικό. Προβολή αυτής της θέσης στα καθ’ ημάς είναι η θέση για πόλεμο με τον ελληνικό καπιταλισμό και ως εκ τούτου και με τον ιμπεριαλιστικό συνασπισμό του οποίου κρίκος –εξαρτημένος- αποτελεί αυτός, κάτι το οποίο, εκτός των άλλων, συνιστά την πιο χειροπιαστή πράξη διεθνιστικής αλληλεγγύης προς τους λαούς της Ουκρανίας, όσο και έμπρακτη συμβολή προς τη διεθνή ειρήνη.
Ας έρθουμε τώρα να δούμε ποιες είναι αυτές τρεις απαντήσεις που αναφέραμε παραπάνω και σε τι διαφοροποιούνται από αυτήν που μόλις παρουσιάστηκε.
Θα αρχίσουμε με αυτήν που αρνείται τον χαρακτήρα του πολέμου ως ιμπεριαλιστικού μην αναγνωρίζοντας τη Ρωσία ως ιμπεριαλιστική δύναμη. Υπό αυτό το πρίσμα η Ρωσία –και κατ’ αντιστοιχία και η Κίνα – θεωρείται ισχυρό μεν καπιταλιστικό κράτος, η οποία όμως δεχόμενη –διαμέσου του καθεστώτος του Κιέβου- επίθεση από τον ιμπεριαλισμό, διεξάγει ένα δίκαιο πόλεμο εναντίον του, έναν πόλεμο μάλιστα ο οποίος έχει δυνητικά αντιφασιστικά ή ακόμα και κομμουνιστικά χαρακτηριστικά. (Λόγω χώρου δεν θα εστιάσουμε αναλυτικά στο γιατί η Ρωσία είναι ιμπεριαλιστική δύναμη- μια απλή ανάγνωση των πέντε λενινιστικών κριτηρίων και η αντιστοίχιση τους με τα βασικά οικονομικά, στρατιωτικά και πολιτικά δεδομένα της Ρωσίας θα αρκούσε πάντως να το επιβεβαιώσει. Και βέβαια ας έχουμε πάντα στο μυαλό μας ότι η Ρωσία παρά τις οικονομικές ιδιομορφίες που είχε και τότε όπως και τώρα, ήταν καθαρά ιμπεριαλιστική σύμφωνα με τον ίδιο τον Λένιν ήδη από τις αρχές του 20ου αιώνα).
Το βασικό πρόβλημα της παραπάνω θέσης είναι η άρνηση ουσιαστικά του χαρακτήρα του σύγχρονου ιμπεριαλισμού και της δομικής κρίσης του όπως και η υποτίμηση ή και αποδοχή ακόμα της διαδικασίας καπιταλιστικής παλινόρθωσης –γνήσιο τέκνο της οποίας είναι ο νυν πρόεδρος της Ρωσικής Ομοσπονδίας – που επικράτησε στην ΕΣΣΔ σε κάποια φάση της σοσιαλιστικής οικοδόμησης, και η οποία μετέτρεψε σε άδειο κέλυφος, περιεχόμενα, σύμβολα και τίτλους του κομμουνισμού και του αντιφασιστικού κινήματος. Όσον αφορά την ανάγνωση του σύγχρονου καπιταλισμού ιμπεριαλισμού απουσιάζουν πλήρως οι διιμπεριαλιστικοί ανταγωνισμοί, οι ανταγωνισμοί δηλαδή ανάμεσα σε εχθρικούς ιμπεριαλισμούς, οι ανταγωνισμοί δηλαδή για το μοίρασμα του κόσμου ή αλλιώς οι ανταγωνισμοί που παράγουν παγκόσμιους πολέμους. Οι μόνοι ανταγωνισμοί που ουσιαστικά αναγνωρίζονται είναι οι – αναμφισβήτητα υπαρκτοί αλλά σαφώς οριοθετημένης έντασης – ανταγωνισμοί που σοβούν εντός του ευρωατλαντικού ιμπεριαλισμού, ο οποίος θεωρείται και ο μόνος ιμπεριαλισμός που υπάρχει. Τι εξωραϊσμένη εικόνα αλήθεια του σύγχρονου καπιταλισμού -ιμπεριαλισμού! Έναν αιώνα μετά τον Α΄ Παγκόσμιο Ιμπεριαλιστικό Πόλεμο δεν μπορούν πλέον να γίνουν Παγκόσμιοι Ιμπεριαλιστικοί Πόλεμοι! Ο καπιταλισμός δηλαδή δεν μπορεί πλέον να γεννήσει καταστροφές τέτοιας έκτασης, έχει γίνει δηλαδή πιο ειρηνικός από ότι ήταν ∙ αυτή είναι η λογική συνεπαγωγή μιας τέτοιας θέσης. Και βέβαια αν δεν μπορεί να υπάρξει η πιο ακραία έκφραση της καπιταλιστικής κρίσης, ο ιμπεριαλιστικός πόλεμος, τότε αυτό σημαίνει ότι και η κρίση που διανύουμε δεν είναι δομική, δεν είναι δηλαδή κρίση που καταδεικνύει το απροκάλυπτο «σάπισμα του καπιταλισμού». Στην ουσία πρόκειται για μια θέση σύγχρονη εκδοχή του καουτσκικού «υπεριμπεριαλισμού» ή της μεταγενέστερης «παγκοσμιοποίησης ή των «υπερεθνικών ελίτ», μια θέση που αρνείται την δομική κρίση του καπιταλισμού και τη βασική λενινιστική θέση περί «μιας χούφτας χωρών που πολεμούν μεταξύ τους για το μοίρασμα του κόσμου».
Και σαφώς μια τέτοια θέση δεν παράγει αντίστοιχη θέση μάχης. Υποτιμώντας ουσιαστικά τη βαρύτητα του πολέμου και το βάθος της κρίσης, παρά τον αντινατοϊκό βερμπαλισμό της, τελικά υπονομεύει την αντιιμπεριαλιστική αντινατοϊκή πάλη, αφού πρακτικά την στρατεύει υπό την αιγίδα του ρωσικού καπιταλισμού –δικαιώνοντας τη ρωσική εισβολή και την εθνικιστική επένδυση με την οποία την περιέβαλλε το καθεστώς Πούτιν αρνούμενη την υπόσταση της Ουκρανίας ως έθνους- και του ευρύτερου συνασπισμού στον οποίο αυτός εντάσσεται, και ως εκ τούτου και την ταξική – αντικαπιταλιστική. Είναι προφανές ότι άλλα καθήκοντα –πολύ πιο αναβαθμισμένα- γεννά ένας ιμπεριαλιστικός πόλεμος και το ενδεχόμενο της πυρηνικής σύγκρουσης και της παγκόσμιας ανθρωποσφαγής που αυτός συνεπάγεται, από έναν πόλεμο που έχει τον χαρακτήρα μιας ιμπεριαλιστικής επέμβασης. Υπό αυτήν λοιπόν την έννοια είναι μια θέση και μια στρατηγική ήττας, μια θέση που δηλώνει ουσιαστικά υπόκλιση στους δυσμενείς συσχετισμούς ισχύος, μια θέση αποδοχής εντέλει από άλλη οδό του ότι δεν υπάρχει επαναστατική διέξοδος για τους λαούς. Ιδιαίτερα σοβαρό δε είναι επίσης το θόλωμα της αντιφασιστικής και κομμουνιστικής αναφοράς, μέσα από την επίκληση των «Λαϊκών Δημοκρατιών» του Ντονμπάς ή ακόμα και των σοβιετικών συμβόλων που διατηρεί δημαγωγικά η Ρωσία. Αν η αντιφασιστική αντίσταση απέναντι στις φασιστικές εκκαθαρίσεις ρωσόφωνων πληθυσμών από το καθεστώς του Κιέβου στον Ντονμπάς, έλαβε ειδικά την περίοδο 2014 -2017 σε κάποιες εκφράσεις της γνήσια και ελπιδοφόρα αντιφασιστικά και κομμουνιστικά χαρακτηριστικά, είναι επίσης καθαρό ότι αυτά τσακιστήκαν, πρώτα από όλα, από το ρωσικό κράτος και τις μυστικές υπηρεσίες του. Και σε τελική ανάλυση η προσάρτηση των «Λαϊκών Δημοκρατιών» του Ντονμπάς από τη Ρωσία τον Σεπτέμβριο του 2022, λήγει οποιαδήποτε συζήτηση περί « Λαϊκών Δημοκρατιών», εκτός κι αν δεχτούμε ότι υπάρχουν εντός της Ρώσικης Ομοσπονδίας εστίες σοσιαλιστικής οικοδόμησης.
Η δεύτερη θέση είναι αυτή που συμπυκνώνεται στο «Ούτε με τη Ρωσία – Ούτε με το ΝΑΤΟ». Από άλλη κατεύθυνση με την παραπάνω, καταλήγει τελικά και αυτή να μην παράγει ούτε αντιπολεμική, ούτε αντιιμπεριαλιστική, ούτε αντικαπιταλιστική δυναμική, να είναι δηλαδή πολιτικά στείρα. Η ταξική πάλη δεν εκδηλώνεται- ούτε βέβαια τα συνθήματα της διατυπώνονται- εντός κενού ιστορικού χώρου και χρόνου. Όταν το ένα «Ούτε», δηλαδή το ΝΑΤΟ, οι ΗΠΑ, η ευρωατλαντική οικονομική και στρατιωτική εξάρτηση της χώρας είναι υπαρξιακός όρος για την επιβίωση και την αναπαραγωγή της ελληνικής αστικής εξουσίας – το παράδειγμα του Εμφύλιου είναι χαρακτηριστικό, όπως επίσης και το πρόσφατο των Μνημονίων -, ενώ το άλλο «Ούτε» δεν συγκροτεί παρά ελάχιστα –αν και όχι μηδενικά- εντός της εγχώριας καπιταλιστικής πραγματικότητας, τότε είναι σαφές ότι όταν τίθενται ισοβαρώς, αυτό που καταλήγει είναι να σχετικοποιείται και να υποβαθμίζεται το μείζον «Ούτε», αυτό δηλαδή που έχουμε μπροστά μας στην καθημερινή ταξική πάλη, και έτσι τελικά να αποδυναμώνεται η σύγκρουση με τον ελληνικό καπιταλισμό και το ΝΑΤΟ. Έτσι κι ο αναγκαίος τονισμός του αδίκου χαρακτήρα του πολέμου δεν επιτυγχάνεται, ούτε η επίσης αναγκαία υπογράμμιση ότι στην πάλη εναντία σε ΗΠΑ ΝΑΤΟ ΕΕ δεν διαλέγουμε άλλο ιμπεριαλιστικό ή καπιταλιστικό μπλοκ. Αντίθετα τα παραπάνω εξυπηρετούνται απόλυτα από τον ορισμό του πολέμου ως ιμπεριαλιστικού, από το σύνθημα «Οι ιμπεριαλιστές τη γη ξαναμοιράζουν με των λαών το αίμα τα σύνορα χαράζουν» και βέβαια από το «Οι λαοί δεν έχουν ανάγκη από προστάτες».
Κλείνω με την τρίτη θέση, η οποία δεν θεωρεί τον πόλεμο ιμπεριαλιστικό, αλλά ιμπεριαλιστική επέμβαση της Ρωσίας κατά της Ουκρανίας, γεγονός που, σύμφωνα με τη θέση αυτή, καθίστα τον πόλεμο από πλευράς Ουκρανίας δίκαιο εθνικοαπελευθερωτικό ή ακόμα και αντιιμπεριαλιστικό ή και αντιφασιστικό. Στη βάση αυτή δεν καταδικάζεται η διεθνής οικονομική και στρατιωτική βοήθεια προς την Ουκρανία, αφού θεωρείται συμβολή στη δίκαιη πάλη του ουκρανικού λαού. Πρόκειται για μια καταφανώς αστική φιλονατοϊκή θέση, που ξεχνά το πραξικόπημα του Μαϊντάν -συνεχιστής του οποίου είναι το καθεστώς Ζελένσκι – και τις μαζικές εκκαθαρίσεις ρωσόφωνων πληθυσμών από ναζιστικές ομάδες και τον ουκρανικό στρατό που ακολούθησαν, όσο και τη γενικότερη πολιτική εθνικής και ταξικής καταπίεσης που ασκήθηκε. Που ξεχνά δηλαδή ότι ο πόλεμος δεν ξεκίνησε με τη ρώσικη εισβολή τον Φεβρουάριο 2022 αλλά με την εγκαθίδρυση στην Ουκρανία το 2014 ενός ανοιχτά φασιστικού καθεστώτος, ενεργούμενο των πιο επιθετικών μερίδων του ευρωατλαντικού άξονα, απέναντι στο οποίο όπως και τώρα με τη ρωσική εισβολή, το ουκρανικό επαναστατικό κίνημα θα όφειλε να θέσει άμεσα ζήτημα ανατροπής του και εκδίωξης παράλληλα από την Ουκρανία όλων των ιμπεριαλιστών (ΝΑΤΟ- ΕΕ- Ρωσίας) στην κατεύθυνση μιας Ουκρανίας ενιαίας ανεξάρτητης δημοκρατικής προλεταριακής.