Από την ιμπεριαλιστική εκστρατεία της Αντάντ για τον διαμελισμό της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας (1919) στην Μικρασιατική Καταστροφή και το τέλος της Μεγάλης Ιδέας (1922)

Εκατό χρονιά μετά τη μικρασιατική καταστροφή, που σηματοδότησε την κατάρρευση της «Μεγάλης Ιδέας», η επίσημη ιστοριογραφία και οι ιδεολογικοί μηχανισμοί του αστικού κράτους επιμένουν να συσκοτίζουν τις πραγματικές συνθήκες και τις αιτίες που προκάλεσαν τον θάνατο, τον ξεριζωμό και τη δυστυχία για εκατοντάδες χιλιάδες ανθρώπους. Τα παπαγαλάκια των «εθνικών μύθων» επιμένουν να παρουσιάζουν τη σφαγή σε ένα στενό πλαίσιο ελληνοτουρκικής διαμάχης, που αποκόβει τα γεγονότα από τους ευρύτερους ανταγωνισμούς των μεγάλων δυνάμεων του καπιταλιστικού – ιμπεριαλιστικού συστήματος και τον ειδικό ρόλο του ελληνικού κράτους στην επιχείρηση λεηλασίας της καταρρέουσας Οθωμανικής αυτοκρατορίας. Η ιμπεριαλιστική αρπακτικότητα, η υποβασταζόμενη επιθετικότητα του ελληνικού εθνικισμού και η πολιτική σκληρών διωγμών του τουρκικού εθνικισμού (με τη βοήθεια των Γερμανών) στην προσπάθεια χτισίματος ενός ομογενοποιημένου, «καθαρού» τουρκικού έθνους – κράτους συναποτέλεσαν τις πηγές του δράματος που βίωσαν εκατοντάδες χιλιάδες απλοί άνθρωποι κάθε εθνικότητας.


Για να κατανοήσουμε καλύτερα τα γεγονότα, θα πρέπει να έχουμε στο νου μας την πραγματική θέση του ελληνικού κράτους στον παγκόσμιο καπιταλιστικό καταμερισμό στη δεδομένη ιστορική στιγμή. Ενός κράτους που εξ απαλών ονύχων ήταν δεμένο στο άρμα ισχυρών προστατών, με τα λεγόμενα «δάνεια της ανεξαρτησίας» να μετατρέπονται σε δάνεια της εξάρτησης. Ο συνδυασμός της πρόσδεσης του ελληνικού κράτους στο άρμα των μεγάλων δυνάμεων (και κυρίως της Βρετανικής Αυτοκρατορίας) με την εθνικιστική ιδεολογία της «Μεγάλης Ιδέας» δημιούργησε το έδαφος της υποβασταζόμενης επιθετικότητας της εγχώριας αστικής τάξης. Η πολιτική αυτή συμπυκνώθηκε στα χείλη του υπουργού Εξωτερικών Στέφανου Σκουλούδη στις 11 Μαρτίου του 1897: «Η χώρα τοποθετεί με εμπιστοσύνη τα συμφέροντα της Ελλάδος εις τας χείρας των μεγάλων δυνάμεων». Η ίδια λογική εκφράστηκε και από τον Ιωάννη Μεταξά, όταν έγραφε στο ημερολόγιο του πως θα γίνουμε σκλάβοι, είτε των Βρετανών, είτε των Γερμανών, ανάλογα με την έκβαση του πολέμου. Παρεμπιπτόντως, ο Μεταξάς παρά τον φιλοφασιστικό προσανατολισμό του δεν αμφισβήτησε έμπρακτα την ένταξη της Ελλάδας στη βρετανική σφαίρα επιρροής, ενώ διαφώνησε και με τη μικρασιατική εκστρατεία καθώς θεωρούσε ανεδαφικούς τους στόχους της. Τέλος, ακόμα πιο χαρακτηριστικά είναι τα γραφόμενα του εκδότη της Καθημερινής Γ.Α. Βλάχου, κατά την περίοδο μετάβασης του ελληνικού κράτους από τη βρετανική στην αμερικάνικη σφαίρα επιρροής :«Είχαμε το δικαίωμα να πλανώμεθα και να νομίζωμεν πως ένας λαός, όπως ημείς, ημπορούσε να ζει ανεξάρτητος […]. Τώρα ζήτημα ανεξαρτησίας δεν υπάρχει. Το αφεντικό μας είναι ένα ή μάλλον δύο: η Αμερική και η Αγγλία»(16/03/1947). Η μικρασιατική εκστρατεία, λοιπόν, αποτέλεσε έκφανση της διαχρονικής στρατηγικής επιλογής της ελληνικής αστικής τάξης να διεκδικήσει προσόδους ακολουθώντας πολιτική ουράς των μεγάλων ιμπεριαλιστικών δυνάμεων. Την τυχοδιωκτική πολιτική αυτή κατήγγειλε από την πρώτη στιγμή το ελληνικό κομμουνιστικό κίνημα, κρατώντας συνεπή αντιπολεμική/ διεθνιστική στάση.


Η λεγόμενη «Μεγάλη Ιδέα» δηλαδή η προσπάθεια προσάρτησης εδαφών για τη δημιουργία ζωτικού χώρου για το κεφάλαιο, εφαρμόστηκε μέσω της ευθυγράμμισης της πολιτικής του ελληνικού κράτους με τις επιδιώξεις των δυνάμεων της Αντάντ (Αγγλία, Γαλλία, Ιταλία). Οι θριαμβευτές του ιμπεριαλιστικού πολέμου (1914-18) επεδίωκαν την εδραίωση των συμφερόντων τους μέσα από το διαμελισμό της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας σε ειδικές σφαίρες επιρροής. Η ιμπεριαλιστική επέμβαση στην Τουρκία αποφασίστηκε στη «Διάσκεψη Ειρήνης του Παρισιού» και υλοποιήθηκε με τη συμμετοχή του ελληνικού στρατού, στον οποίο οι μεγάλες δυνάμεις (κυρίως η Μ. Βρετανία) επιφύλαξαν το ρόλο χωροφύλακα των συμφερόντων τους στη Μικρά Ασία. Ο ίδιος ο Λόιντ Τζόρτζ, πρωθυπουργός της Βρετανίας, έλεγε πως: «οι έλληνες θα γίνουν οι πρώτοι φύλακες της μεγάλης οδού που εξασφαλίζει την ενότητα της Συμπολιτείας».


Τα ελληνικά στρατεύματα αποβιβάστηκαν στη Σμύρνη στις 2 Μαΐου του 1919 και αυτοχαρακτηρίζονταν ως «στρατός ελληνικής κατοχής». Η ημερήσια διαταγή του πρωθυπουργού Ελ. Βενιζέλου προς τα ελληνικά στρατεύματα ήταν σαφέστατη: «Απεφασίσθη υπό των Μεγάλων Δυνάμεων του ελληνικού στρατού κατάληψις της Σμύρνης και η εξασφάλισης της τάξεως εκεί. Αποστολή, τιμητικωτέρα της οποίας σπανίως ανετέθη εις τμήμα του εθνικού στρατού, καθ’ όλην τη μακράν του ιστορίαν… Η συνδιάσκεψης [του Παρισιού] δεν απεφάσισεν ακόμη οριστικώς επί των εθνικών μας διεκδικήσεων, αλλ’ η τιμή την οποία μας κάνει, να μας εμπιστευθή την εξασφάλισιν της τάξεως εις τη μητέρα της Ιωνίας, αποδεικνύει ποίαν προς ημάς έχει εμπιστοσύνην και της εμπιστοσύνης αυτής είμαι βέβαιος θα αποδειχτήτε άξιοι». Βεβαίως, λίγους μήνες πριν οι μεγάλες δυνάμεις έκαναν την «τιμή» στον ελληνικό στρατό να συμμετάσχει στο εκστρατευτικό σώμα εναντίον της νεαρής σοβιετικής εξουσίας. Σκοπός ήταν η εξυπηρέτηση των «εθνικών συμφερόντων» (δηλαδή των συμφερόντων της ελληνικής αστικής τάξης) μέσω της «αντανακλαστικής επιρροής» (όπως θα έλεγε ένας άλλος Βενιζέλος μερικές δεκαετίες αργότερα…)


Ακόμα πιο ενδεικτικό είναι απόσπασμα από έντυπο του ελληνικού υπουργείου εξωτερικών που απευθύνονταν προς τις μεγάλες δυνάμεις: «Η Ελληνική Διοίκησις Σμύρνης…ουδέν παρέλειψεν όπως παρέχει αμέριστον τη συνδρομήν και βοήθειαν της εις ό,τι αφορά την αποτελεσματικήν προστασίαν των ενταύθα ξένων συμφερόντων, έχουσαν υπ΄όψιν ότι και ταύτα συντελούν μεγάλως εις την οικονομικήν παραγωγήν του τόπου τούτου και εμπράκτων ούτω αποδεικνύουσα ότι, ανεξαρτήτως του κυβερνόντως εκάστοτε κόμματος, εμφορείται πάντοτε υπό των αυτών διαθέσεων σεβασμού προς τα ξένα συμφέροντα και προστασίας αυτών, ου μόνο επί των σκοπώ της εξασφαλίσεων των, αλλά και αυτής της προαγωγής των».


Η εισβολή του ελληνικού στρατού δεν υπήρξε «ειρηνική», αλλά συνοδεύθηκε με πράξεις βαρβαρότητας, άγριας λαφυραγωγίας, βιασμών και δολοφονιών αμάχων. Πράξεις που αποτέλεσαν ιδανικό άλλοθι για την αντίστοιχη βαναυσότητα του τουρκικού εθνικισμού και προβλημάτισαν τον Ε. Βενιζέλο, ο οποίος σημείωνε: «Αι παρεκτροπαί του στρατού μας κινδυνεύουν χωρίς καμμίαν υπερβολήν να καταστρέψουν εκ ρίζης όλον των μετά τόσων μόχθων δημιουργηθέν οικοδόμημα όπερ εγγυάτο πλήρη επιτυχίαν εθνικού ημών προγράμματος». Ας μην ξεχνάμε πως το ελληνικό κράτος είχε μικρή διαπραγματευτική ισχύ έναντι των ισχυρών συμμάχων, καθώς μπήκε με μεγάλη καθυστέρηση στον Α’ Παγκόσμιο Πόλεμο. Οι μεγάλες δυνάμεις συγκρότησαν σχετική επιτροπή για τη διερεύνηση των βίαιων γεγονότων της Σμύρνης, η οποία πρότεινε την αντικατάσταση των ελληνικών δυνάμεων κατοχής από μεικτή αγγλογαλλική δύναμη. Η πρόταση της επιτροπής παρ΄ ότι υιοθετήθηκε από τους Συμμάχους στην πράξη δεν υλοποιήθηκε ποτέ και ο ελληνικός στρατός παρέμεινε στην περιοχή.


Τον Αύγουστο του 1920 υπογράφτηκε η συνθήκη των Σεβρών που αποτελούσε κομμάτι της αλυσίδας συμφωνιών που διαμόρφωναν τους όρους του μεταπολεμικού μοιράσματος του κόσμου ανάμεσα στους νικητές του πολέμου. Η συνθήκη προέβλεπε τον διαμελισμό και τη λεηλασία της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας, η οποία υπήρξε σύμμαχος των κεντρικών δυνάμεων κατά τη διάρκεια του Α’ Παγκόσμιου. Αγγλία, Γαλλία και Ιταλία ήταν οι δυνάμεις που έπαιρναν τη μερίδα του λέοντος ως μεγάλες δυνάμεις, ενώ στην Ελλάδα παραχωρούνταν η Δυτική και Ανατολική Θράκη ως τη γραμμή Τσατάλτζας κοντά στην Κωνσταντινούπολη και τα νησιά Ιμβρος, Τένεδος, Λήμνος, Λέσβος, Χίος, Σάμος, Ικαρία και Σαμοθράκη. Η ευρύτερη περιοχή της Σμύρνης παρέμενε σε τυπική τουρκική κυριαρχία και μόνο μετά από 5 χρόνια και κατόπιν δημοψηφίσματος δίνονταν η δυνατότητα προσάρτησης στην Ελλάδα. Ωστόσο, για το χρονικό αυτό διάστημα η διοίκηση της περιοχής θα βρίσκονταν στα χέρια της ελληνικής κυβέρνησης, ως εντολοδόχου των Συμμάχων. Ουσιαστικά, οι ελληνικές δυνάμεις θα αποτελούσαν το μακρύ χέρι της Βρετανίας: «Η στήριξή μας στην Ελλάδα δεν πήγαζε από συναισθηματικά κίνητρα αλλά τη φυσική έκφραση της διαχρονικής μας πολιτικής –της προστασίας της Ινδίας και της διώρυγας του Σουέζ. Για έναν και πλέον αιώνα υποστηρίζαμε την Τουρκία ως την πρώτη γραμμή άμυνάς μας στην Ανατολική Μεσόγειο. Η Τουρκία απέτυχε κι έτσι αναδιπλωθήκαμε στη δεύτερη γραμμή άμυνας, τη γραμμή από τη Σαλαμίνα στη Σμύρνη. Από γεωγραφική άποψη, η θέση της Ελλάδας ήταν μοναδική για τους σκοπούς μας» (Χ. Νίκολσον, αξιωματούχος του τμήματος Ανατολής του υπουργείου εξωτερικών της Βρετανίας).


Όπως γνωρίζουμε, όμως, στις συμμαχίες και τους ανταγωνισμούς μεταξύ κρατών δεν επικρατεί ο ιδεαλισμός και οι «αιώνιες» αξίες της φιλίας και της αλληλεγγύης, αλλά η ωμή realpolitik. Οι μεγάλες δυνάμεις που έστειλαν σε ρόλο μαντρόσκυλου των συμφερόντων τους τον ελληνικό στρατό στη Μικρά Ασία, γρήγορα προσέγγισαν την κεμαλική παράταξη, η οποία δεν αποδέχθηκε ποτέ τους όρους της συνθήκης των Σεβρών. Μια από τις επιδιώξεις των Συμμάχων ληταν να μπουν σφήνα στη (διόλου ανέφελη) συμμαχία της Τουρκίας με τη Σοβιετική Ρωσία. Το 1921 η Ιταλία και η Γαλλία διέκοψαν την πολεμική τους σύγκρουση με την Τουρκία, γεγονός που επέτρεψε στις κεμαλικές δυνάμεις να αποδεσμεύσουν σημαντικές στρατιωτικές δυνάμεις και να τις στρέψουν εναντίον του ελληνικού στρατού. Ταυτόχρονα, οι Σύμμαχοι δηλώσαν την ουδετερότητά τους στον ελληνοτουρκικό πόλεμο. Τον Αύγουστο του 1922 ξεκίνησε η σφοδρή αντεπίθεση του κεμαλικού στρατού και η άτακτη υποχώρηση των ελληνικών στρατευμάτων κατοχής. Ήταν η αρχή του δράματος της «μικρασιατικής καταστροφής». Για το ελληνικό κεφάλαιο, ο πόλεμος ήταν απλά μια επένδυση για την εξεύρεση ζωτικού χώρου. Για το λαό, όμως, ο πόλεμος κατέληξε σε μια ανηλεή σφαγή, με εκατοντάδες χιλιάδες νεκρούς, ακρωτηριασμένους, ξεριζωμένους ανθρώπους. Για τους πλούσιους ο πόλεμος ήταν μια τυχοδιωκτική περιπέτεια, οι φτωχοί έζησαν τον αβάσταχτο Γολγοθά της προσφυγιάς.


Δεν ήταν λίγοι εκείνοι οι πρόσφυγες που έφτασαν στην Ελλάδα μέσω Συρίας ή Λιβάνου, για να αντιμετωπίσουν από τους ομοεθνείς τους τον ρατσισμό, τη βαρβαρότητα ακόμη και πολύνεκρα πογκρόμ. Οι μαρτυρίες τους είναι αποκαλυπτικές αλλά και διδακτικές στην εποχή μας που αναζωπυρώνεται ο φασισμός και η ξενοφοβία. Ας σταχυολογήσουμε, λοιπόν, ορισμένες προσφυγικές εμπειρίες ελλήνων ποντίων, θυμάτων του κεμαλικού εθνικισμού.


Διηγείται ο Πολύκαρπος Μουρατίδης: «Αλλά η Βηρυτός! Τι πολιτεία! Καθαρή, όμορφη. Αυτοκίνητα, τραμ, παϊτόνια, μαγαζιά μεγάλα. Εκεί με τα κομπολόγια δεν έπαιζαν οι άνδρες. Έβγαζαν τις λίρες από τις τσέπες τους και τις έπαιζαν μέσα στις χούφτες τους. Τα αγαθά, μπόλικα όλα. Πλούσιος τόπος […]. Μια φορά ήρθε ο Αρχιμανδρίτης από τη Δαμασκό. Μας λέει: «Παιδιά μου, μην πάτε στην Ελλάδα. Η Ελλάδα είναι φτωχό κράτος. Να σας στείλουμε στη Δαμασκό. Όποιος είναι γεωργός του δίνουμε χωράφια. Και όποιος είναι τεχνίτης του δίνουμε την τέχνη του». Είπε και μίλησε και τα ξανάπε, μα ποιος τον ακούει; Από ‘δω μπήκαν, από ‘κει βγήκαν. Το βαπόρι όταν ήρθε, όλοι μαζί, σαν τρελοί ανεβήκαμε πάνω και ήρθαμε στην Ελλάδα. Ήρθαμε και βγήκαμε στον Άη Γιώργη. Ένα ξερονήσι κάτω από τον Πειραιά. Εκεί μας είχαν καραντίνα ένα μήνα. Ύστερα μας έφεραν στη Σαλονίκη, στο Καραμπουρνάκι. Εκεί μας ξανακάναν καραντίνα. Έπειτα έχτισαν παράγκες στην Αγία Παρασκευή, στου Πάυλου Μελά και μας έφεραν εκεί».


Η Αρτεμησία Θεοδωρίδου-Χτενίδου διηγείται: «Στο Χαλέπι όταν ήρθαμε, άλλο τίποτε δεν μας απόμεινε. Ούτε χρήματα, ούτε ρούχα, ούτε παπούτσια, μόνο με την ψυχή μας. Πήγα και εγώ και ζητιάνεψα. Αλλά ήταν καλά. Μας έδιναν και ψωμί και ρούχα και παπούτσια και διάφορα άλλα». Η υποδοχή στην Ελλάδα, όμως, περιγράφεται ζοφερή: «Κατ’ αρχάς, στην Πάτρα μας έφεραν. Εκεί, σαράντα μέρες καραντίνα μας είχαν. Σαράντα μέρες πάνω στο βαπόρι, όποιος πέθαινε στη θάλασσα τον έριχναν». Το ίδιο κοντράστ βλέπουμε στις μαρτυρίες της Φωτεινής Φωτιάδου- Τουμανίδου και της Ελέγκως Κεσίδου- Παρθενοπούλου. Διηγείται η πρώτη: «Αλλά το Χαλέπι! Η πόλη των πόλεων! Ήμεροι άνθρωποι. Πλούσιοι και καλοί. Πολύ μας βοηθούσαν. Εύφορη γη, άφθονα τα αγαθά». Διηγείται και η δεύτερη την αντίθετη υποδοχή στην Ελλάδα: « Και τι δεν τραβήξαμε για την Ελλάδα και όταν ήρθαμε εδώ η Ελλάδα μας φέρθηκε σαν ξένη […] Λοιπόν, τέτοια παράξενη και ανισόρροπη η ελληνική πατρίδα».


Επειδή, όμως, κυριαρχούσε ο φόβος για την επέκταση του κομμουνιστικού μικροβίου, η κυβέρνηση Γούναρη δε δίστασε να στοχοποιήσει τις ποντιακές οικογένειες που έφτασαν στην Ελλάδα μέσω ρωσικών εδαφών. Όλοι αυτοί οι άνθρωποι αντιμετωπίστηκαν ως δυνητικοί μπολσεβίκοι και επικίνδυνοι για τη μόλυνση του εθνικού κορμού. Το 1922 στη Μακρόνησο ο «ειδικό χώρος υποδοχής προσφύγων», ένα στρατόπεδο συγκέντρωσης ελλήνων προσφύγων με το πρόσχημα της απολύμανσης για την αποφυγή ασθενειών. Διηγείται ο Ιγνάτιος Ορφανίδης: «Στην 1η Αυγούστου (του 1922) μας κατέβασαν στη Μακρόνησο. Στη Μακρόνησο άρχισαν νέα βάσανα και θάνατοι. Μας έκαναν καραντίνα. Εμείς ιδρύσαμε τη Μακρόνησο. Εμείς χτίσαμε τα παραπήγματα, στέρνα για νερό, ό,τι χρειάζονταν. Έρημο νησί ήταν η Μακρόνησος. Ακατοίκητο. Όλο βράχια. Από τους οκτώ χιλιάδες που έφερε το «Κίος» μείναμε στο τέλος οι δυο χιλιάδες. Οι άλλοι έξι χιλιάδες άνθρωποι πέθαναν. Έπεσε αρρώστια και μας θέρισε. Ήταν η κυβέρνηση Γούναρη. Επειδή ήρθαμε από τη Σοβιετική Ρωσία, μας πέρασαν για μπολσεβίκους και ήθελαν να μας εξοντώσουν».


Τις άθλιες συνθήκες που επικρατούσαν στα λοιμοκαθαρτήρια και τα στρατόπεδα συγκέντρωσης/καραντίνας διηγείται και ο Γιώργος Ιωάννου. Οι πρόσφυγες κρατούνταν εκεί απομονωμένοι και ως εχθροί: «με άγρια συρματοπλέγματα και γεμάτα όπλα, επί μήνες και μήνες μέσα σε άθλιες σκηνές […] Πέθαναν πάρα πολλοί εκεί στα στρατόπεδα μέσα, που πραγματικά έμειναν γερά φραγμένα για τους ανθρώπους, όχι όμως για τα κουνούπια, τους ανωφελείς κώνωπες. Οι παρθενικοί, μα τόσο εξαντλημένοι αυτών των προσφύγων άρπαξαν το μικρόβιο της ελονοσίας, κάτι που τους ήταν ολότελα άγνωστο. Και για πολλούς άρχισε η κατρακύλα».


Στην Ελλάδα είχαν να αντιμετωπίσουν τη δυσπιστία, την επιφυλακτικότητα, την ταπείνωση και τον ρατσισμό από τον ντόπιο πληθυσμό ενώ το ελληνικό κράτος, τους χρησιμοποίησε στους εποικιστικούς σχεδιασμούς του με στόχο την αλλοίωσης της πληθυσμιακής κατανομής σε «ευαίσθητες» περιοχές («Η Μακεδονία είναι άδεια» έλεγε ένα από τα συνθήματα της εθνικιστικής πολιτικής ομογενοποίησης). Το παρακάτω θρακιώτικο δημοτικό τραγούδι με τίτλο «η προσφυγοπούλα» είναι ενδεικτικό της δυσπιστίας που αντιμετώπισαν οι πρόσφυγες στις περιοχές που εγκαταστάθηκαν:

Αρχοντογιός, αρχοντογιός παντρεύεται
και παίρνει προσφυγοπούλα
-προσφυγοπούλα μαυρομάτα μου-
και παίρνει προσφυγοπούλα
-προσφυγοπούλα σε κλαιν’ τα μάτια μου-

Η πεθερά, η πεθερά σαν τ’ άκουσε
πολύ της κακοφάνη
-προσφυγοπούλα μαυρομάτα μου-
πολύ της κακοφάνη
-προσφυγοπούλα σε κλαιν’ τα μάτια μου-

Πιάνει δυο φι, πιάνει δυο φίδια ζωντανά
μαζί τα τηγανίζει
-προσφυγοπούλα μαυρομάτα μου-
τα βάζει στο τηγάνι
-προσφυγοπούλα σε κλαιν’ τα μάτια μου-

Έλα κόρη μ΄ έλα κόρη μ’, να φας φαϊ
ψάρια τηγανισμένα
-προσφυγοπούλα μαυρομάτα μου-
και με την πρω, και με την πρώτη πηρουνιά
η κόρη εφαρμακώθη
-προσφυγοπούλα σε κλαιν’΄τα μάτια μου-

Για τα αφεντικά, φυσικά, η φθηνή υποτιμημένη προσφυγική εργασία ήταν ένα απροσδόκητο δώρο και έσπευσαν να την εκμεταλλευτούν, δημιουργώντας συνθήκες διάσπασης και διαίρεσης της εργατικής τάξης. Όπως διηγείται η Διδώ Σωτηρίου: «Έβγαζε ο πρόσφυγα της ζωή του στον πλειστηριασμό της φτήνιας, όσο- όσο. Για ένα ξεροκόμματο στο εργοστάσιο. Για μια χούφτα καλαμπόκι στα χωράφια. Κι η ντόπια φτωχολογιά σκιάχτηκε. Σκιάχτηκε ο εργάτης το φτηνό μεροκάματο του συναγωνισμού και την αναδουλειά. Σκιάχτηκε ο αγρότης, γιατί τον είπανε πως ο πρόσφυγας θα έπαιρνε τα εκκλησιαστικά κτήματα και απαλλοτριωμένη γης για τα κάνει, κατά πως λέγανε, κεντίδι λαχταριστό! Η έχθρητα ξεμύτισε. Μα απ’ όλη αυτή τη σύγχυση τα αφεντικά βγήκαν κερδισμένα, γιατί δε ματαγίνονται εύκολα τέτοιες ευκαιρίες».


Ο ρατσισμός που αντιμετώπιζαν οι πρόσφυγες κράτησε για πολλά χρόνια, ακόμα κι όταν άρχισαν να ενσωματώνονται στην ελληνική κοινωνία. Στις 30/07/1928 ο εκδότης της Καθημερινής, Γ. Βλάχος έγραφε: «Συμπονούμεν και συμπαθούμεν τους πρόσφυγας ως ανθρώπους και αδελφούς δυστυχήσαντας και παθόντας, αλλά δεν τους θέλομεν ούτε ως ψηφοφόρους, ούτε ως εκλογείς, ούτε ως εκλέξιμους, ούτε ως πολίτας δικαιούμενους να κυβερνούν την Ελλάδα». Ταυτόχρονα, η εφημερίδα καλούσε σε εξαγνισμό της Ελλάδας από τους «τουρκόσπορους». Η εφημερίδα Ακρόπολις έγραφε τον Φεβρουάριο του 1936: «Οι πρόσφυγες περιλούονται με ύβρεις εμετικάς. Ονομάζονται “λεφούσι”, χαρακτηρίζονται “Τούρκοι”, απειλούνται με εξόντωσιν». Στο πλαίσιο αυτό δημιουργήθηκαν διάφορες αντιπροσφυγικές συμμορίες, όπως η Πανελλαδική Ένωσις Ατρόμητων Λαϊκών Ψηφοφόρων Παλαιοελλαδιτών και Μακεδόνων και ο Σύνδεσμος Γηγενών Πειραιωτών, που έγραφε σε διακήρυξή του το 1933: «ενώ η κρίση και η ανεργία μαστίζει τους κατοίκους του, ο Πειραιεύς έχει καταληφθεί από διάφορα πρόσωπα εντελώς ξένα από αυτόν». Δεν έλειψαν και οργανωμένα πογκρόμ και δολοφονίες προσφύγων, όπως έγινε στο Κιούπκοϊ (Πρώτη) Σερρών το φθινόπωρο του 1924, όταν συμμορίες «παλαιοελλαδιτών» υπό την καθοδήγηση του μακεδονομάχου δασκάλου Γεωργίου Καραμανλή (πατέρα του μετέπειτα πρωθυπουργού και Προέδρου της Δημοκρατίας) έκαψαν τις σκηνές 120 οικογενειών, σκότωσαν εννέα πρόσφυγες και βιάσανε γυναίκες, οπλισμένοι με αξίνες, φτυάρια και δίκαννα όπλα. Σκοπός τους ήταν η εκδίωξη των προσφύγων ώστε να καρπωθούν οι ίδιοι τα Ανταλλάξιμα κτήματα.


Απέναντι σ’ αυτήν την πολιτική της ταξικής διαίρεσης στάθηκε το κομμουνιστικό κίνημα, που καλούσε σε επαναστατική ένωση των εργατών, ντόπιων και προσφύγων. Αυτή η στάση του ΣΕΚΕ/ΚΚΕ δεν έπεσε από τον ουρανό, αλλά ήρθε ως φυσική συνέχεια της συνεπούς (αν και ανεπαρκούς) αντιπολεμικής/ αντιιμπεριαλιστκής του στάσης απέναντι στην τυχοδιωκτική συμμετοχή του ελληνικού κράτους στον ληστρικό πόλεμο. Χαρακτηριστικά, σε προκήρυξή του εναντίον της συνθήκης των Σεβρών το ΣΕΚΕ ανέφερε: «Ολοι με μίαν θέλησιν, με μίαν ψυχήν, με μίαν προσπάθειαν, ας αντιμετωπίσωμεν τους εκμεταλλευτάς, δηλούντες ότι δεν ανεχόμεθα επί πλέον νέους πολέμους και νέα αίματα, νέας πιέσεις, νέους εκβιασμούς και νέαν εκμετάλλευσιν και ότι θέλομεν να ζήσωμεν όλοι πλέον ελεύθερα με όλους τους άλλους λαούς της Βαλκανικής και Ανατολής οι οποίοι είναι αδελφοί μας και ότι εφεξής θα αγωνισθώμεν μαζί των διά την οριστικήν επικράτησιν της σημαίας μας, διά την οριστικήν απολύτρωσίν μας από κάθε είδους ζυγόν, από κάθε εκμετάλλευσιν. Όλοι οι προλετάριοι, όλοι οι εκμεταλλευόμενοι, όλοι οι πενόμενοι και οι δυστυχείς, οι εργάται, οι υπάλληλοι, οι αγρότες, οι στρατιώται, όλοι οι βιοπαλαισταί, ας ενωθούμε, ας συνενώσουμε τας τάξεις του μεγάλου αγώνος που διεξάγει το Σοσιαλιστικόν κόμμα της Ελλάδος, όλοι ας απαντήσουμε στους σωβινιστικούς και καρναβαλικούς εορτασμούς διά μίαν δήθεν ειρήνην, με μία φωνή και μία ψυχή: Κάτω οι πολέμοι και η αλληλοσφαγή των λαών! Κάτω η επιστράτευσις και κάθε άλλος εκβιασμός του λαού διά νέους πολέμους! Ζήτω η ειρήνη μεταξύ όλων των λαών της Ανατολής και όλου του κόσμου!». Τη στάση αυτή την πλήρωσε με βαρύ τίμημα, αφού τα κατασταλτικά χτυπήματα έφτασαν μέχρι το σημείο της σύλληψης και φυλάκισης ολόκληρης της ΚΕ του ΣΕΚΕ.


Από την πρώτη στιγμή της υποδοχής των προσφυγικών μαζών το ελληνικό κομμουνιστικό κόμμα καταδίκασε την πείνα, την εξαθλίωση και τη χρήση των κυνηγημένων και ξεριζωμένων ανθρώπων ως φθηνή καύσιμη ύλη για τον πλουτισμό των αφεντικών : «Ολόκληρη η Μακεδονία, Θεσσαλία κλπ κατάντησε πείρα για πείρα το νεκροταφείο των προσφύγων. Πεθαίνουν αράδα οι προσφυγικές μάζες. Τους δίνουν τάχατες ένα ξεροκόμματο γης. Αυτό πως θα το καλλιεργήσουνε οι πρόσφυγες; Με τα δάχτυλα τους; Όχι βέβαια, με τα εργαλεία, με τις μηχανές. Εργαλεία και μηχανές δε δίνουν όμως οι πλουτοκράτες και το κράτος τους, λέγοντας πως το κράτος δεν έχει, είναι φτωχό. Μην ξεχνάτε όμως ότι αυτό το κράτος δάνεισε 30 εκατομμύρια δραχμές στους χρηματιστές, σ’ αυτούς που ανεβάζουνε τη λίρα και ακριβαίνουν τη ζωή». Και σ’ άλλη ανακοίνωση του, το ΚΚΕ ανέφερε: «Οι εξαθλιωμένες προσφυγικές μάζες σήμερα που είναι φτηνά χέρια για τον πλουτισμό και το μεγάλωμα της βιομηχανίας ζητάνε στέγη, τροφή, εγκατάσταση, περίθαλψη, πράγματα που είναι ανίκανη η αστική τάξη να τους προσφέρει». Τέλος, στις 7 Ιουλίου του 1926, ο Ριζοσπάστης έγραφε: «Η Ελλάδα δεν διαιρείται σε ντόπιους και πρόσφυγες. Η Ελλάδα διαιρείται σε πλούσιους και φτωχούς, σε ανθρώπους που δεν δουλεύουν και ζουν και σε ανθρώπους που ολημερίς και ολονυχτίς δουλεύουν και δεν μπορούν να ζήσουν […] Ο καθένας πρέπει να διαλέξει μεταξύ του πλούσιου πρόσφυγα που συνδυάζεται με τον πλούσιο ντόπιο και του φτωχού πρόσφυγα που σύντροφό του θα έχει το φτωχό ντόπιο εργάτη ή αγρότη».


Σταδιακά, ένα μεγάλο κομμάτι των προσφυγικών μαζών απεγκλωβίστηκε από τον βενιζελισμό και στράφηκε προς τα αριστερά, βλέποντας πως το πραγματικό τους ταξικό συμφέρον δε βρίσκεται στον εθνικισμό και το μεγαλοϊδεατισμό, αλλά στην ταξική ενότητα ντόπιων και προσφύγων ενάντια σε μια χούφτα εκμεταλλευτών πλουτοκρατών. Χρονιά-σταθμός υπήρξε το 1930, όταν Βενιζέλος και Κεμάλ υπέγραψαν το σύμφωνο φιλίας ανάμεσα στο ελληνικό και το τουρκικό κράτος. Αυτό ήταν και το τέλος των αυταπατών για χιλιάδες πρόσφυγες, που απογοητευμένοι από τον Βενιζέλο στήριξαν το εργατικό και κομμουνιστικό κίνημα και λίγα χρόνια αργότερα πρόσφεραν το αίμα τους στα αντάρτικα βουνά της Ελλάδας…

Πολύκαρπος Γ.

πηγή: https://ipposd.org/