SS SS Mπάτσοι Βιαστές (βασισμένο σε παλιότερο κείμενο της Ταξικής Αντεπίθεσης για την υπόθεση trafficking στην Ηλιούπολη)
Ο κατ’ εξακολούθηση βιασμός, ο βασανισμός, η κατακράτηση και η εκπόρνευση 34χρονης γυναίκας από το Καμερούν από μπάτσο στην Αθήνα, έρχεται να καταδείξει με τον πλέον εμφατικό τρόπο τη φρικτή φύση του καπιταλισμού και της πατριαρχίας, ως συστημάτων εκμετάλλευσης και καταπίεσης, ως συστημάτων που δομούνται και αναπαράγονται, τόσο μοριακά όσο και σε κλίμακα, μέσα από τη χρήση των πιο στυγνών μεθόδων βίας, πειθάρχησης και επιβολής.
Η πραγματικότητα που βίωσε η 34χρονη γυναίκα για δυο και πλέον χρόνια στα χέρια του μπάτσου βιαστή και προαγωγού της, δεν αποτελεί ένα μεμονωμένο περιστατικό, μια «κακή στιγμή της αστυνομίας», μια ανορθογραφία της «ευνομούμενης πολιτείας μας», η οποία όπως με θράσος τα κυβερνητικά φερέφωνα και τα ΜΜΕ θα μας διαβεβαιώσουν ξανά, θα διορθωθεί με την παρέμβαση της Αστυνομίας που εξιχνίασε την υπόθεση και της Δικαιοσύνης που θα τιμωρήσει τον δράστη.
Αντιθέτως, αποτελεί μια καθημερινή, νόμιμη ουσιαστικά όψη της καπιταλιστικής πατριαρχικής κοινωνίας, μια διόλου κρυφή πτυχή της λειτουργίας της οικονομίας της αγοράς, άλλωστε εντός αυτής ακριβώς της αγοράς δημιουργήθηκαν και οι κατάλληλες συνθήκες ώστε ο μπάτσος βιαστής προαγωγός να συναντήσει την 34χρονη.
Δεν έχουν περάσει άλλωστε πολλά χρόνια από τότε που σχεδόν σύσσωμος ο αστικός τύπος έφτανε να έχει ακόμα και στις πρώτες σελίδες του αγγελίες για το «εμπόρευμα γυναίκα», οι οποίες πληροφορούσαν το χριστεπώνυμο αναγνωστικό τους κοινό αναλυτικά για τις σεξουαλικές υπηρεσίες που προσφέρουν χιλιάδες γυναίκες, ντόπιες και μετανάστριες. Όπως και τότε έτσι και τώρα όλοι (πολιτικοί, δημοσιογράφοι, Αστυνομία, Δικαιοσύνη) γνώριζαν τι κρυβόταν πίσω από εκείνες τις αγγελίες. Γνώριζαν το καθεστώς δουλείας το οποίο αντιμετώπιζαν οι χιλιάδες γυναίκες από τις χώρες της Ανατολικής Ευρώπης, της Αφρικής, της Ασίας, της Ελλάδας. Γνώριζαν για τους καθημερινούς βιασμούς, τις δολοφονίες, τους ξυλοδαρμούς, τα χαρακώματα, τους εξευτελισμούς, τις ταπεινώσεις των γυναικών αυτών. Γνώριζαν αλλά τα θεωρούσαν φυσιολογικά. Ήταν άλλωστε «γυναίκες και μάλιστα ξένες» οι πιο πολλές. Και οι πελάτες αυτών των αγγελιών, αυτός ο φασίζων μικροαστικός χυλός που αναδύθηκε στα χρόνια της «ανάπτυξης και του εκσυγχρονισμού» της δεκαετίας του 1990, αποτελούσε την κοινωνική βάση του ελληνικού καπιταλιστικού σχηματισμού. Η κοινωνική αυτή βάση έπρεπε ασφαλώς να ικανοποιηθεί. Με τα «θεάματα» που αφειδώς της πρόσφερε το πολιτιστικό εποικοδόμημα εκείνων των χρόνων όσο και με τον «άρτο» της σεξουαλικής πράξης με πληρωμή.
Επρόκειτο στην πραγματικότητα για μια αλληλοτροφοδοτούμενη διαδικασία, η οποία δημιούργησε μια από τις πιο επικερδείς μπίζνες του ελληνικού καπιταλισμού, αυτήν που ανερυθρίαστα αποκαλούν κάποιοι σήμερα «βιομηχανία του σεξ».
Επιβεβαιώνοντας το ρόλο του ως εγγυητή της καπιταλιστικής κερδοφορίας, το κράτος επιτέλεσε κεντρική λειτουργία στη βιομηχανία αυτή. Ειδικότερα η Ελληνική Αστυνομία υπήρξε ο κύριος μοχλός που διευκόλυνε την τροφοδοσία των κυκλωμάτων σωματεμπορίας με χιλιάδες γυναίκες και εξασφάλισε –σε συνεργασία με την αστική δικαιοσύνη- την ατιμωρησία των κυκλωμάτων αυτών για τα αναρίθμητα εγκλήματα που διέπραξαν. Στην πραγματικότητα η ΕΛΑΣ σε ανώτατο επίπεδο έλεγχε, όπως μεταξύ άλλων μαρτυρούν δεκάδες υποθέσεις που έχουν έρθει στο φως της δημοσιότητας, όλο τη «νόμιμη» και «παράνομη» βιομηχανία του σεξ. Από τα στριπτιζάδικα και τους οίκους ανοχής ως τους χώρους καταναγκαστικής πορνείας χιλιάδων γυναικών. Δίπλα στους μπάτσους, εκατοντάδες σωματέμποροι, μαφιόζοι, επιχειρηματίες της «νύχτας» αλλά και της «μέρας», αλλά και αξιοσέβαστα πρόσωπα της πολιτικής, επιφανείς εκπρόσωποι της life style δημοσιογραφίας έκαναν τις δουλείες τους, αποκομίζοντας τεράστια κέρδη. Όσο και να θέλει το σύστημα εξουσίας να το εξορκίσει, είναι αυτή ακριβώς η διαπλοκή κράτους, μαφίας, νόμιμου και παράνομου κεφαλαίου που βάζει και σε αυτόν τον τομέα (όπως ακριβώς και στο ναρκεμπόριο) τη σφραγίδα της.
Αυτός είναι ο καπιταλισμός, και ο ελληνικός καπιταλισμός ειδικά. Για να γυρίσει ο τροχός της καπιταλιστικής κερδοφορίας, το ελληνικό κράτος και το ελληνικό κεφάλαιο δεν δίστασαν με απόλυτη συνείδηση για αυτό που διαπράττουν, να διαμορφώσουν τους όρους για τους βιασμούς και τις κακοποιήσεις χιλιάδων γυναικών, για τη μετατροπή χιλιάδων γυναικείων σωμάτων σε σεξουαλικά αντικείμενα. Πρόκειται για ένα από τα μεγαλύτερα κρατικά και καπιταλιστικά εγκλήματα όλων των εποχών, για το οποίο ποτέ κανένας από όλους αυτούς τους διαπρύσιους κήρυκες της αστικής ηθικής και του «πατρίς- θρησκεία- οικογένεια» δεν λογοδότησε ποτέ.
Υπ’ αυτό το πρίσμα, η υπόθεση της 34χρονης γυναίκας από το Καμερούν αποτελεί μόνο μια μικρή ψηφίδα του μωσαϊκού της αδυσώπητης πατριαρχικής, σεξιστικής και ταξικής εν τέλει βίας εναντίον ενός διόλου ευκαταφρόνητου τμήματος του γυναικείου πληθυσμού. Αυτή τη στιγμή που μιλάμε χιλιάδες άλλες κοπέλες βιώνουν την πραγματικότητα που αντιμετώπισε η 34χρονης γυναίκας από το Καμερούν. Και βέβαια εκατοντάδες άλλοι μπάτσοι, κρατικοί λειτουργοί και πάσης φύσεως επιχειρηματίες προσπορίζονται από την πραγματικότητα αυτή τεράστια κέρδη. Η υπόθεση της 34χρονης γυναίκας από το Καμερούν, ως εμβληματική υπόθεση έμφυλης βίας και παράλληλα ως υπόθεση απροκάλυπτης σύνδεσης του κράτους και της αστυνομίας με μια από τις ειδεχθείς εκφράσεις της οικονομίας της αγοράς, όπως αυτή της καταναγκαστικής πορνείας, οφείλει να μετατραπεί από το ανταγωνιστικό κίνημα σε ένα ακόμα πεδίο αποφασιστικής σύγκρουσης με την πατριαρχία και το σύστημα που τη γεννά.