ΤΑΞΙΚΗ ΑΝΤΕΠΙΘΕΣΗ | Σημειώσεις για την Παλαιστινιακή Αντίσταση, τον σιωνισμό, τον λαϊκό πόλεμο
[ Ι ]
«H αποαποικιοποίηση είναι, όπως ξέρουμε, μια ιστορική διαδικασία: δηλαδή δεν μπορούμε να την καταλάβουμε, να βρούμε την εξήγηση της, να την δούμε ξεκάθαρα, παρά μόνο στο βαθμό ακριβώς που διακρίνουμε το ιστορικό κίνημα που της δίνει μορφή και περιεχόμενο. Η αποαποικιοποίηση είναι η συνάντηση δυο δυνάμεων από τη φύση τους ανταγωνιστικών. Η πρώτη τους αντιπαράθεση διαδραματίστηκε κάτω από τον αστερισμό της βίας και η συγκατοίκησή τους — ακριβέστερα η εκμετάλλευση του αποικιοκρατούμενου από τον άποικο — συνεχίστηκε με τη μεγάλη ενίσχυση της ξιφολόγχης και του κανονιού.» [Φραντς Φανόν, Της Γης οι Κολασμένοι]
Η στρατιωτική επιχείρηση «Πλημμύρα του Al Aqsa» που πραγματοποίησαν οι οργανώσεις της Παλαιστινιακής Αντίστασης στις 7 Οκτωβρίου 2023, επανέφερε ορμητικά στο προσκήνιο της διεθνούς ταξικής πάλης τον παλαιστινιακό αγώνα. Ειδικότερα έφερε στο προσκήνιο το περιεχόμενο του, τις κινητήριες του δυνάμεις, τους σκοπούς και τα μέσα του. Στο κείμενο που ακολουθεί θα καταθέσουμε συνοπτικά κάποιες πτυχές των δικών μας θέσεων γύρω από αυτόν.
Η παλαιστινιακή αντίσταση είναι ένας παλλαϊκός αγώνας εθνικής απελευθέρωσης, ένας αγώνας ενάντια στην εξόντωση του παλαιστινιακού λαού από το κράτος-δολοφόνο του Ισραήλ, ο οποίος πολιτικά συμπυκνώνεται στον στόχο της συγκρότησης ανεξάρτητου παλαιστινιακού κράτους. Δεδομένου δε, ότι η ίδια η συγκρότηση του ισραηλινού κράτους όπως και όλες οι μετέπειτα πολεμικές επιχειρήσεις και επεκτάσεις του αποτελούν οργανικά τμήματα ενός μακροχρόνιου αποικιοκρατικού ιμπεριαλιστικού σχεδίου, όσο βέβαια και γιατί το Ισραήλ έχει σήμερα την ολόπλευρη στήριξη από τον ευρωατλαντικό ιμπεριαλισμό -αλλά και την ανοχή ουσιαστικά του Ρωσικού και του Κινέζικου- ο παλαιστινιακός αγώνας είναι ταυτόχρονα ένας αγώνας αντιαποικιακός και αντιιμπεριαλιστικός. Τούτων δοθέντων ο παλαιστινιακός αγώνας είναι ένας αγώνας επαναστατικός, μια επανάσταση ακριβέστερα, γιατί τι άλλο από επανάσταση είναι -αν δεν έχουν χάσει οι λέξεις το νόημα τους- όταν ένας λαός πολέμα να ορίσει την ιστορία του με τα όπλα, επιχειρώντας να ανατρέψει πανίσχυρα κρατικά, αποικιοκρατικά και ιμπεριαλιστικά στάτους κβο.
Ο παλαιστινιακός αγώνας είναι ωστόσο, ακόμα κι αν ηγεμονεύεται από μια αστική – με όλη τη σχετικότητα που φέρει ο όρος όταν αναφερόμαστε στη Γάζα- δύναμη όπως η Χαμάς, και αγώνας ταξικός. Στρεφόμενος ενάντια στην ισραηλινή κατοχή, στην κύρια δηλαδή πηγή ταξικής εκμετάλλευσης και καταπίεσης εντός της Παλαιστίνης, στρεφόμενος με άλλα λόγια ενάντια στον εχθρό που βρίσκεται στην ίδια του τη χώρα , δεν μπορεί παρά να εκφράζει τα ζωτικά συμφέροντα του παλαιστινιακού προλεταριάτου. Άρα και να είναι -αντικειμενικά- ταξικός. Για να το πούμε διαφορετικά, στην Παλαιστίνη η εθνική απελευθέρωση είναι ταξικό επίδικό: το παλαιστινιακό προλεταριάτο είναι αδύνατον να απελευθερωθεί ταξικά αν πρώτα δεν απελευθερωθεί εθνικά. ( Ή αλλιώς είναι αδύνατο ο παλαιστινιακός λαός να διεκδικήσει την κοινωνική του απελευθέρωση αν δεν απελευθερωθεί πρώτα από την τεράστια ισραηλινή φυλακή μέσα στην οποία ζει). Κι αυτό, αντίθετα από ότι τόσο ο εθνικισμός όσο και ο κοσμοπολιτισμός ως εκφράσεις αμφότερες της αστικής ιδεολογίας πρεσβεύουν, δεν αποτελεί αντίφαση. Όπως η ιστορία της πάλης των τάξεων έχει πολλαπλά αποδείξει, η πορεία του προλεταριάτου προς την απελευθέρωση του δεν είναι ένα μονόπρακτο, αλλά ένα προτσές, μια διαδικασία που συναρθρώνει στόχους που πρέπει να κατακτηθούν προκειμένου να προχωρήσει. Αρκεί να θυμίσουμε ότι η πρώτη αυτοτελής εμφάνιση του προλεταριάτου ως τάξη με συνείδηση της θέσης της και του σκοπού της, και η πρώτη έφοδος της στον ουρανό, η Παρισινή Κομμούνα το 1871, συνδέθηκε οργανικά με έναν στόχο εθνικό -πατριωτικό. Αυτόν της απόκρουσης της επιχειρούμενης κατάληψης του Παρισιού από τον πρωσικό στρατό. Σε αυτό το πεδίο κρίθηκε η δυνατότητα και η ικανότητα του προλεταριάτου να δράσει επαναστατικά και να αποκτήσει την πολιτική ηγεμονία την ώρα που οι αστικές δυνάμεις συνθηκολογούσαν με τους Πρώσους.
Όλα τα παραπάνω βέβαια δεν αναιρούν το γεγονός πως υπάρχουν αντιθέσεις ταξικές στους κόλπους της αντιστεκόμενης Παλαιστίνης. (Και εδώ δεν αναφερόμαστε στις πρόδηλες, αυτές που απορρέουν από την εξουσία της Παλαιστινιακής Αρχή, η οποία ως όργανο ουσιαστικά της ισραηλινής κατοχής αποτελεί ιμάντα της ταξικής καταπίεσης που ασκεί το κράτος του Ισραήλ, για αυτό και άλλωστε δεν την εντάσσουμε στις δυνάμεις της Αντίστασης). Τα γενικά και μακροπρόθεσμα συμφέροντα της παλαιστινιακής εργατικής τάξης ασφαλώς δεν ταυτίζονται με αυτά της αστικής τάξης που εκπροσωπεί η Χαμάς – παρόλη την ευρεία προλεταριακή λαϊκή βάση της τελευταίας. Συμπίπτουν όμως στη παρούσα φάση τα άμεσα και ζωτικά συμφέροντα, στο βαθμό που τα τμήματα της αστικής τάξης που ηγούνται της Χαμάς πολεμούν – έστω και από διαφορετική αφετηρία – αταλάντευτα και με συνέπεια για την απελευθέρωση της Παλαιστίνης. Συμπίπτουν δηλαδή εντός του παρόντος ιστορικού πλαισίου, εντός αυτής της μακρόχρονης περιόδου 75 και πλέον ετών όπου η Παλαιστίνη δεν έχει ακόμα πετύχει την εθνική της ολοκλήρωση. Στη φάση αυτή όπου η παλαιστινιακή γη βρίσκεται υπό ισραηλινή κατοχή, και τα βασικά μέσα επιβίωσης, νερό, τροφή, ενέργεια ελέγχονται από τον ισραηλινό στρατό. Στη φάση αυτή όπου ο ισραηλινός στρατός δολοφονεί μαζικά και φυλακίζει και βασανίζει συστηματικά τον παλαιστινιακό λαό -ενώ χιλιάδες Παλαιστίνιοι αποτελούν τα φθηνά εργατικά χέρια στα εργοστάσια του Ισραήλ. Είναι πρόδηλο ότι σε αυτή τη φάση οι υπαρκτές ταξικές αντιθέσεις εντός της παλαιστινιακής κοινωνίας, δεν είναι εκείνες που καθορίζουν τις συνθήκες ζωής του παλαιστινιακού προλεταριάτου, πολύ απλά γιατί δεν είναι αυτές που το δολοφονούν, που το βασανίζουν, που του στερούν τη γη, την ελευθερία, την αξιοπρέπεια του. Η κεντρική διαιρετική τομή, η κύρια αντίθεση είναι αυτή ανάμεσα στο παλαιστινιακό έθνος και λαό και τον ισραηλινό κατακτητή και τους ιμπεριαλιστές συμμάχους του. Η αντίθεση ανάμεσα στον αποικιοκράτη και τον ιθαγενή αποικιοκρατούμενο λαό. Σημειώνουμε εδώ ότι η έννοια του έθνους, σε πείσμα της μεταμοντέρνας θεώρησης δεν είναι μια φαντασιακή κατασκευή αλλά ιστορική κατηγορία της εποχής του καπιταλισμού, η οποία ορίζει την ιστορικά διαμορφωμένη κοινότητα ανθρώπων στο έδαφος της κοινότητας γλώσσας, εδάφους, οικονομίας και πολιτισμού. Η κοινότητα αυτή βέβαια δεν είναι ουδέτερη ταξικά, αλλά καθορίζεται από το ποια τάξη ηγεμονεύει στο εσωτερικό της. Η αστική ή η εργατική. Εντός του απατηλού ενιαίου έθνους, υπάρχουν στην πραγματικότητα δύο ανταγωνιζόμενα έθνη. Το έθνος των εργαζομένων και το έθνος των αστών. Η νίκη του πρώτου για να χρησιμοποιήσουμε τα λόγια του Μαρξ από το Κομμουνιστικό Μανιφέστο προϋποθέτει την μετατροπή του σε “ηγέτιδα τάξη του έθνους”.
Για το παλαιστινιακό προλεταριάτο άλλος δρόμος για να πετύχει κάτι τέτοιο δεν υπάρχει από το να στρατευτεί μαζικά στις γραμμές του εθνικοαπελευθερωτικού αγώνα, κάτι που άλλωστε το κάνει από ζωτική ανάγκη διαχρονικά, για αυτό και ο παλλαϊκός χαρακτήρας της Αντίστασης. Το γεγονός ότι η παλαιστινιακή εργατική τάξη αποτελεί την κινητήρια δύναμη του εθνικοαπελευθερωτικού αγώνα, όχι όμως και την ηγεμονική που είναι η Χαμάς, οφείλεται ακριβώς στο ότι οι άλλοτε κραταιές αριστερές αντιιμπεριαλιστικές ταξικές οργανώσεις της Παλαιστίνης σε σημαντικό βαθμό εγκατέλειψαν τον αγώνα ή και τον πρόδωσαν μέσω των συμφωνιών του Όσλο που υπέγραψαν, και την ένταξη τους σε θέσεις της Παλαιστινιακής Αρχής που αποδέχθηκαν, δίνοντας έτσι πολιτικό χώρο σε ισλαμικές δυνάμεις να καταλάβουν το κενό που είχε αφεθεί. (Σημειώνουμε ότι με τις αμερικανόπνευστες συμφωνίες του Όσλο του 1993, η Οργάνωση για την Απελευθέρωση της Παλαιστίνης υπό τον Γ. Αραφάτ αναγνώρισε το Ισραήλ με βάση μια λύση δύο κρατών, δίνοντας στο Ισραήλ τον έλεγχο του 60% της Δυτικής Όχθης και μεγάλου μέρους των χερσαίων και υδάτινων πόρων της περιοχής ως αντάλλαγμα μιας περιορισμένης κυριαρχίας εντός της κατεχόμενης Δυτικής Όχθης και της Λωρίδας της Γάζας). Σε αυτές λοιπόν τις δυνάμεις άρχισαν να συρρέουν οι παλαιστινιακές λαϊκές μάζες, βλέποντας στη συνεπή ένοπλη αντικατοχική τους δράση τον όρο, σε τελική ανάλυση, να υπερασπιστούν τα ζωτικά τους ταξικά συμφέροντα.
Αν λοιπόν σε κάτι “καλεί” η αστική ηγεμονία του παλαιστινιακού αγώνα σήμερα, αυτό δεν είναι βέβαια η εγκατάλειψη του από το παλαιστινιακό προλεταριάτο στο όνομα ενός ιδεαλιστικού καθαρού ταξικού αγώνα όπως με περίσσιο θράσος τον συμβουλεύουν διάφοροι από την πρωτοκοσμική τους άνεση, αλλά το αντίθετο, η πάλη μέσα από τη ολοκληρωτική στράτευση στον αγώνα, ώστε να κατακτηθεί η πολιτική αυτοτέλεια από τις αστικές δυνάμεις και εν τέλει και η ίδια η ηγεμονία του αγώνα. Και ο μόνος τρόπος να συμβάλλουν σε αυτό οι εργατικές προλεταριακές δυνάμεις στη Δύση, οι κομμουνιστικές, αντιιμπεριαλιστικές και αναρχικές οργανώσεις και συλλογικότητες είναι να στηρίξουν τον παλαιστινιακό αγώνα ολόπλευρα, χτυπώντας τον εχθρό του παλαιστινιακού λαού που βρίσκεται -ας μην το ξεχνάμε- μέσα στις ίδιες τους τις χώρες –βασικά είναι οι ίδιες τους οι χώρες- , συμβάλλοντας έτσι στην αποδυνάμωση του. Κάνοντας δηλαδή το διεθνιστικό τους χρέος, αντίστοιχα θα λέγαμε όπως και η παλαιστινιακή αντίσταση χτυπώντας τη δυτική αποικιοκρατία και ιμπεριαλισμό κάνει, υπό μια έννοια, το δικό της διεθνιστικό χρέος απέναντι στο παγκόσμιο προλεταριάτο.
[ ΙΙ ]
«Άλλοι παραδόθηκαν ή συνελήφθησαν άοπλοι. Οι περισσότεροι σκοτώθηκαν [δηλ. δολοφονήθηκαν]. Και αυτοί δεν ήταν μέλη συμμοριών, όπως γράφτηκε αργότερα στην [εφημερίδα Mapam] Al Hamishmar, αλλά ανυπεράσπιστοι, χτυπημένοι αγρότες. Μόνο μέλη του κιμπούτς μου Hazorea έπιασαν αιχμαλώτους… Επίσης στο χωριό, όταν ανακαλύπτονταν ενήλικοι άνδρες να κρύβονται ώρες μετά το τέλος της μάχης -τους σκότωναν… Λέγεται ότι υπήρξαν περιπτώσεις βιασμών, αλλά είναι πιθανό ότι πρόκειται για μια από αυτές τις επινοημένες ιστορίες “ηρωισμού” στις οποίες είναι επιρρεπείς οι στρατιώτες» [Μαρτυρία μέλους της «αριστερής» σιωνιστικής οργάνωσης Mapam to 1948]
Η καταστατική αρχή του σιωνιστικού κράτους ριζώνεται στην εξάλειψη του παλαιστινιακού λαού από τα εδάφη της ιστορικής Παλαιστίνης. Η συμφωνία του Σάικς-Πικό του 1916 μεταξύ Βρετανίας και Γαλλίας καθόρισε τον μεταπολεμικό διαμοιρασμό των Οθωμανικών κτήσεων στην Μέση Ανατολή, παρακάμπτοντας τις υποσχέσεις των Βρετανών στους εξεγερμένους Άραβες για ένα ενιαίο αραβικό βασίλειο. Οι συνθήκες για την ίδρυση «εθνικής εβραϊκής εστίας» θα τεθούν σε νέα βάση με το πέρασμα της Παλαιστίνης στα χέρια των Βρετανών το 1917. Η διακήρυξη του Μπαλφούρ του 1917 υπήρξε η πρώτη επίσημη διατύπωση των ιμπεριαλιστικών και σιωνιστικών σχεδιασμών για τη σύσταση εβραϊκού κράτους στην περιοχή στην οποία οι Παλαιστίνιοι Άραβες ιθαγενείς αποτελούσαν περισσότερο από το 90% του πληθυσμού, και παράλληλα η πρώτη φορά που δόθηκε υλική υπόσταση στο υπερεθνικιστικό πλάνο της επιστροφής των Εβραίων «στη βιβλική γη τους».
Λίγο αργότερα μετά τον Α’ Παγκόσμιο Πόλεμο ξεκίνησε η μετανάστευση εβραϊκού πληθυσμού στην Παλαιστίνη, ενθαρρυμένη κυρίως από τη Βρετανία που είχε πια τον έλεγχο της Παλαιστίνης – η οποία και θα καταστέλλει με τη βία τις αραβικές εξεγέρσεις στο εσωτερικό της όπως αυτή του 1936-, μετανάστευση που θα συνεχιστεί ύστερα μετά τους μαζικούς ναζιστικούς διωγμούς των Εβραίων στην Γερμανία και την Αυστρία (ειδικά μετά το 1938), για να λάβει βέβαια ακόμα πιο μαζικό χαρακτήρα μετά το Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο και το Ολοκαύτωμα. Αντίθετα όμως από ότι η σιωνιστική και ιμπεριαλιστική αφήγηση αποφαινόταν, η συγκρότηση του ισραηλινού κράτους δεν σχετιζόταν με τη συγκρότηση μιας ασφαλούς εθνικής εστίας του εβραϊκού λαού ύστερα από την ανείπωτη φρίκη του Ολοκαυτώματος, αλλά σε τελική ανάλυση με τη χρησιμοποίηση και την εργαλειοποίηση του ίδιου του εβραϊκού λαού από του σιωνιστές και του ιμπεριαλιστές προστάτες τους, για την επιβολή του νέου ιμπεριαλιστικού στάτους κβο. Αυτή ήταν -και αυτή παραμένει- η ιστορική αποστολή της σιωνιστικής οντότητας απ’ όταν συγκροτήθηκε ως κράτος το 1948 με την ολόπλευρη στήριξη όλων των ιμπεριαλιστικών δυνάμεων (αλλά και τη συναίνεση του σοσιαλιστικού μπλοκ) : η εγκαθίδρυση εντός της πολυεπίπεδα κρίσιμης Μέσης Ανατολής ενός πανίσχυρου ιμπεριαλιστικού αποικιοκρατικού φυλακίου ικανού να προασπίζει τα συμφέροντα των ΗΠΑ και της Μ. Βρετανίας. Στο έδαφος αυτό η ειρηνική συνύπαρξη δεν υπήρξε ποτέ στρατηγική επιλογή του σιωνιστικού εγχειρήματος στην Παλαιστίνη. Εξ αρχής αυτό αποτελούσε ένα σχέδιο κατάκτησης και εθνοκάθαρσης.
Τα ταυτοτικά και υπερεθνικιστικά χαρακτηριστικά των σιωνιστών αποκαλύπτονται κατά την διάρκεια των μαχών του 1948, της Νάκμπα, όταν οι Ισραηλίτες εκδιώκουν 800.000 Παλαιστίνιους από τις εστίες τους, καταλαμβάνοντας το 78% της ιστορικής Παλαιστίνης, όπου τις μεγαλύτερες σφαγές τις διέπραξαν έποικοι από κιμπούτς. Ακόμα και από φαινομενικά αριστερά σιωνιστικά κινήματα όπως το Mapam, που πρωτοστάτησε στην ίδρυση κιμπούτς. Χαρακτηριστικό παράδειγμα της εξόντωσης των Παλαιστινίων αποτελεί η μάχη της Mishmar HaEmek, όπου την επομένη της μάχης η Χαγκανά και οι έποικοι πολιτοφύλακες προχώρησαν στην καταστροφή παλαιστινιακών χωριών και στην εξόντωση αμάχων, όπως αναφέρει το μέλος του Mapam του οποίου τη μαρτυρία παραθέσαμε παραπάνω. Υπολογίζεται ότι μεταξύ 1948 και 1949 πάνω από 500 πόλεις και χωριά της Παλαιστίνης καταστράφηκαν ολοσχερώς και πάνω από 15 χιλιάδες άμαχοι Παλαιστίνιοι σκοτώθηκαν.
Τα έργα και οι ημέρες της σιωνιστικής «αριστεράς» αποδεικνύουν πως ο σιωνισμός επικράτησε ολοκληρωτικά στη συγκρότηση της ταυτότητας του Ισραήλ. Οι «αριστερές» δυνάμεις που υποκριτικά κατέκριναν τις σφαγές των αμάχων και τις καταστροφές των παλαιστινιακών χωριών ήταν αυτές που συνέβαλαν ενεργά στην ενορχήστρωση τους. Οι πολιτικές τάσεις του Mapam και του Mapai του Μπεν-Γκουριόν ήταν οι κυρίαρχες τα πρώτα χρόνια της ύπαρξης του ισραηλινού κράτους και εξέφρασαν τον πιο μετριοπαθή σιωνισμό. O δεξιός σιωνισμός με κύριο εκφραστή το Herut (προσχώρησε το 1988 στο Likud) και τον ένοπλο βραχίονα του το Irgun διέπραξε τέτοιες κτηνωδίες που χαρακτηρίστηκαν από τον Αϊνστάιν ως «Ναζί, φασιστικά κόμματα» και «τρομοκρατική, δεξιά, σωβινιστική οργάνωση». Σε κάθε περίπτωση, όλο το πολιτικό φάσμα που συμμετείχε στην ίδρυση του κράτους του Ισραήλ συναινούσε στην αρπαγή της γης των Παλαιστινίων και την εξόντωση τους.
Οι επακόλουθοι πόλεμοι που σφράγισαν την μοίρα των Παλαιστινίων ήταν τρεις, ο πόλεμος του Σουέζ το 1956, ο πόλεμος των Έξι ημερών το 1967 και ο πόλεμος του Γιομ Κιπούρ το 1973, με σημαντικότερο εξ αυτών τον κεραυνοβόλο πόλεμο του 1967, που είχε ως συνέπεια την δημιουργία νέου προσφυγικού κύματος 1,5 εκατομμυρίων Παλαιστινίων και μεγάλα εδαφικά κέρδη για το Ισραήλ, το οποίο κατέλαβε τη Γάζα, μεγάλο μέρος της Δυτικής Όχθης και τη Αν. Ιερουσαλήμ. Ο εκτοπισμός των Παλαιστινίων σε μέγεθος και σε διάρκεια ήταν ο μεγαλύτερος και ο μακροβιότερος, ενώ μετά και την νέα ήττα των αραβικών χωρών στον πόλεμο του 1973, το παλαιστινιακό ζήτημα υποβαθμίζεται, με πρώτο τον Σαντάατ της Αιγύπτου να αναγνωρίζει το Ισραήλ.
[ ΙΙΙ ]
“Είναι σημαντικό να τονίσουμε ότι ο ανταρτοπόλεμος είναι ένας πόλεμος των μαζών, ένας πόλεμος του λαού. Το αντάρτικο, ως ένοπλος πυρήνας, είναι η μαχητική εμπροσθοφυλακή του λαού. Η μεγάλη του δύναμη αντλείται από τη μάζα του ίδιου του λαού. Το αντάρτικο δεν πρέπει να θεωρείται κατώτερο από το στρατό εναντίον του οποίου πολεμά απλά και μόνο επειδή έχει μικρότερη δύναμη πυρός. Ο ανταρτοπόλεμος χρησιμοποιείται από την πλευρά που υποστηρίζεται από την πλειοψηφία αλλά που διαθέτει πολύ μικρότερο αριθμό όπλων για να αμυνθεί κατά της καταπίεσης.” [Τσε Γκεβάρα, Ανταρτοπόλεμος]
Ο ανταρτοπόλεμος, ο ένοπλος αγώνας ενάντια στο κατοχικό κράτος είναι μονόδρομος για την εθνική απελευθέρωση του λαού της Παλαιστίνης. Η βία του εκτοπισμένου, καταπιεσμένου και αποικιοποιημένου λαού της Παλαιστίνης δεν μπορεί να μπει στο ίδιο ζύγι με τα 75 χρόνια στυγνής αποικιοκρατικής καταπίεσης του Ισραήλ. Είναι χαρακτηριστικό ότι η βία και ο επεκτατισμός των εποίκων κλιμακώνεται ακριβώς στις περιοχές όπου η αντίσταση είναι πιο αδύναμη. Τα κιμπούτς των ένοπλων εποίκων είναι συνάμα η πρώτη γραμμή άμυνας του σιωνιστικού κράτους και το πιο υπερεθνικιστικό και αντιδραστικό τμήμα του. Η «Πλημμύρα της Al Aqsa» αντιτάχτηκε ενεργά ακριβώς σε αυτή την επεκτατική τάση του σιωνιστικού κράτους που στοχεύει στην εθνοκάθαρση των Παλαιστινίων, ήταν μια υπολογισμένη ενέργεια υπαρξιακής ανάγκης για τον παλαιστινιακό λαό, μια ενέργεια που σκόπευε κατά κύριο λόγο εναντίον στρατιωτικών και παραστρατιωτικών τμημάτων της ισραηλινής κατοχής, τα οποία και κατατρόπωσε, αποδεικνύοντας ότι η αποφασιστικότητα και η συλλογική ευφυΐα των αγωνιζόμενων μπορεί να υπερισχύσει ακόμα και εναντίον συντριπτικά υπέρτερων δυνάμεων.
Και παρόλο που η παλαιστινιακή επιχείρηση της 7ης Οκτώβρη δεν έλαβε χαρακτήρα επιθέσεων κατά αμάχων, εκτός ελαχίστων περιπτώσεων και αυτών κατά τη διάρκεια αναμετρήσεων με τον ισραηλινό στρατό, δεν θα διστάζαμε να ισχυριστούμε ότι η αντιβία των καταπιεσμένων λαών είναι απελευθερωτική ακόμα και αν τα χαρακτηριστικά της λάβουν μορφές τρομοκρατικές. Ως προς αυτό το παράδειγμα της αλγερινής αντίστασης με τις επιθέσεις του FLN εναντίον πολυσύχναστων καφέ στο Παρίσι είναι χαρακτηριστικό. Όλες οι αντιαποικιοκρατικές, αντιιμπεριαλιστικές, εθνικοαπελευθερωτικές επαναστάσεις ξεκινώντας από την πρώτη νικηφόρα επανάσταση του 1804 στην Αϊτή μέχρι το Βιετνάμ και την Αλγερία νίκησαν, χρησιμοποιώντας όλα τα μέσα, αφού βεβαίως κατέθεσαν έναν πολλαπλά βαρύτερο φόρο αίματος. : Όπως έλεγε ο Basel Al-Araj, μάρτυρας της Παλαιστινιακής αντίστασης που δολοφονήθηκε από την αντιτρομοκρατική μονάδα του Ισραήλ το 2017, : «Οι δικές μας άμεσες ανθρώπινες και υλικές απώλειες θα είναι πολύ μεγαλύτερες από εκείνες του εχθρού, κάτι που είναι φυσικό σε ανταρτοπόλεμους που βασίζονται στη δύναμη της θέλησης, στον ανθρώπινο παράγοντα και στην υπομονή και την αντοχή. Είμαστε πολύ πιο ικανοί να σηκώσουμε το κόστος, οπότε δεν υπάρχει λόγος να συγκρίνουμε ή να ανησυχήσουμε από το μέγεθος των αριθμών».
Η άρνηση του ιμπεριαλισμού να αφήσει έστω και μια σπιθαμή γης στους αποικιοποιημένους λαούς εκδηλώνεται με την βαναυσότητα των αντιποίνων. Ένας λαϊκός, αντάρτικος πόλεμος κερδίζεται μόνο με την συμμετοχή όλου του λαού και αυτός είναι ακριβώς ο λόγος που οι αποικιοκρατικοί στρατοί στοχεύουν τον άμαχο πληθυσμό. Η στράτευση των μαζών στον αγώνα είναι η κινητήρια –και η νικηφόρα – δύναμη μιας επανάστασης∙ η αποικιοκρατία και ο ιμπεριαλισμός δεν ηττώνται στρατιωτικά, με την έννοια της καταστροφής του στρατού τους, αλλά μέσω της βαθιάς πολιτικής, ψυχολογικής και στρατιωτικής φθοράς που τους προξενούν τα αλλεπάλληλα στρατιωτικά χτυπήματα της αντίστασης. Η στήριξη του λαού στο αντάρτικο και το πείσμα του να υπομείνει απώλειες όσο και τις βαναυσότητες του αποικιοκράτη εξασφαλίζουν την νίκη. Στον απελευθερωτικό αγώνα της Αλγερίας για κάθε απώλεια μαχητή αντιστοιχούσαν δέκα απώλειες αμάχων. Αυτό αποδεικνύει την ολόψυχη συμμετοχή ενός αποικιοποιημένου λαού στον αγώνα για ανεξαρτησία, όπως και την αδυναμία εν τέλει της συντριπτικής υπεροπλίας του αποικιοκράτη να πατάξει την βούληση του εξεγερμένου λαού. Η αποικιοκρατία και ο ιμπεριαλισμός θα ηττηθούν λοιπόν από λαϊκές δυνάμεις. Η ιδιαίτερη ταυτότητα του κράτους του Ισραήλ, ως κράτος ενός λαού που έχει υποστεί το μεγαλύτερο έγκλημα της ιστορίας, δεν δύναται να αμβλύνει το έγκλημα που διαπράττει στο όνομα του ο σιωνισμός, με τον συστηματικό εκτοπισμό, καταπίεση και εξόντωση των Παλαιστινίων μέσα στην γη τους. Ο αγώνας που πραγματοποιεί αυτή την στιγμή η αντίσταση και σύσσωμος ο παλαιστινιακός λαός μπροστά στα μάτια όλου του κόσμου είναι δίκαιος, λαϊκός, επαναστατικός και θα νικήσει.
Η υπόθεση της εθνικής απελευθέρωσης τον Παλαιστινίων είναι υπόθεση του παλαιστινιακού λαού. Τα χαρακτηριστικά, τα μέσα και οι απώτεροι στόχοι της παλαιστινιακής επανάστασης είναι στο χέρι του παλαιστινιακού λαού να τους κρίνει. Αντίστοιχα είναι καθήκον και υπόθεση του παγκόσμιου προλεταριάτου να δημιουργήσει εστίες αλληλεγγύης στον αγώνα αυτό. Ο δρόμος του λαϊκού πολέμου που έχει επιλέξει ο αδούλωτος παλαιστινιακός λαός είναι ένας αγώνας που οφείλουμε να στηρίξουμε μέχρι τέλους, μεταφέροντας τον πόλεμο, όπως το σύνθημα του διεθνούς αντάρτικου αντιιμπεριαλιστικού κινήματος της δεκαετίας του 1970 έλεγε, «στα ασφαλή μετόπισθεν του ιμπεριαλισμού».
Νίκη στα όπλα της Παλαιστινιακής Αντίστασης!
Θάνατο στον σιωνισμό και τον Ιμπεριαλισμό!
Να μεταφέρουμε τον πόλεμο στα ασφαλή μετόπισθεν του ιμπεριαλισμού!
Από το ποτάμι μέχρι την θάλασσα η Παλαιστίνη θα απελευθερωθεί!