[50 χρόνια μετά την 24η Ιουλίου 1974] Για την πτώση της Χούντας και τη μετάβαση στην αστική δημοκρατία (Aποσπασμα από κείμενο της Ταξικής Αντεπίθεσης για τα 50 χρόνια από την εξέγερση του Πολυτεχνείου)

Η πτώση της Χούντας δεν αποτέλεσε προϊόν ενδοαστικών διεργασιών ή αποτέλεσμα ενός νέου προσανατολισμού των αμερικανικών επιδιώξεων για την Ελλάδα. Αντίθετα, το κεφαλαιώδες ιστορικό γεγονός της ήττας της πανίσχυρης Χούντας και της απελευθέρωσης της χώρας από τη στυγνή τυραννία που αυτή είχε επιβάλλει, φέρει ανεξίτηλο το αποτύπωμα του λαϊκού κινήματος και των συγκεκριμένων πολιτικών και ιδεολογικών κατευθύνσεων τις οποίες αυτό ακολούθησε. Αν δεν υπήρχε δηλαδή εκείνη η κορύφωση (πολιτική, ιδεολογική, οργανωτική) των διεργασιών του αντιδικτατορικού κινήματος, η οποία οδήγησε στην Εξέγερση του Νοέμβρη του 1973 πολύ απλά η Χούντα θα μπορούσε να συνεχίσει τη διαδρομή της, η δε μετάβαση στην αστική δημοκρατία όταν αυτή γινόταν, θα πραγματοποιούνταν με όρους πλήρους αστικής ηγεμόνευσης. Με όρους δηλαδή που θα εξασφάλιζαν πιθανότατα ακόμα και την ατιμωρησία της ηγεσίας της Χούντας, αλλά κυρίως με όρους που θα απέκρυπταν την αστική φύση της Χούντας και την αμερικανική στήριξη σε αυτή, με όρους σε τελική ανάλυση, που θα έκαναν την ελληνική αστική τάξη να εμφανίζεται ως ο βασικός παράγοντας της πτώσης της Χούντας και ως ο βασικός εγγυητής της Δημοκρατίας και των «δίκαιων του λαού».

[…] Η αιματηρή καταστολή της Εξέγερσης του Πολυτεχνείου και η περεταίρω σκλήρυνση του καθεστώτος μετά την ανάληψη των ηνίων της Χούντας από τον Ιωαννίδη, σηματοδοτούσε την υπαρξιακή πλέον ανάγκη της αστικής εξουσίας να επιβιώσει από μια εξεγερτική επαναστατική δυναμική που απειλεί ευθέως όχι μόνο τη Χούντα αλλά την ίδια την αστική εξουσία και τους Αμερικανούς που την στηρίζουν. Πτώση της Χούντας στη δεδομένη φάση σήμανε αυτόματα και δομικό κλονισμό της ίδιας της αστικής εξουσίας στη χώρα. Και για να αποφευχθεί κάτι τέτοια η αιμοσταγής Τάξη που άρχει τη χώρα θα θέσει σε εφαρμογή τις πλέον επιθετικές στρατηγικές της. Παράλληλα λοιπόν με την ένταση της τρομοκρατίας σε βάρος του κινήματος και την εφαρμογή πολιτικών ακραίας λιτότητας, θα επιχειρήσει τη φυγή προς τα εμπρός, βλέποντας ίσως ως μοναδική οδό διάσωσης της, την εκπλήρωση των μεγαλοϊδεατικών της βλέψεων στην Α. Μεσόγειο. Τις οποίες και δεν θα διστάσει να υλοποιήσει τον Ιούλιο του 1974 μέσω της πραξικοπηματικής ανατροπής της κυβέρνησης Μακάριου στην Κύπρο και της εγκαθίδρυσης ενός καθεστώτος μαριονέτα που θα υποτίθεται θα ένωνε την Κύπρο με την Ελλάδα.

Η αδυσώπητη πραγματικότητα ωστόσο των ιμπεριαλιστικών σχεδιασμών και των γεωπολιτικών συσχετισμών, και βέβαια η συγκεκριμένη θέση της Ελλάδας στην ιμπεριαλιστική αλυσίδα θα σφραγίσει την τύχη και αυτού του τυχοδιωκτισμού του ελληνικού κράτους, που προηγουμένως είχε φροντίσει να υποδαυλίσει την ένταση και τις επιθέσεις σε άμαχους πληθυσμούς ελληνοκυπρίων και τουρκοκυπρίων. Αντίστοιχα όπως στην Μικρασιατική Εκστρατεία, η κατάληξη θα είναι καταστρεπτική για το λαό. Η καραδοκούσα φασιστική Τουρκία θα εισβάλλει στην Κύπρο κατακτώντας στρατιωτικά το 40% των της εδαφών την ώρα που οι δυνάμεις της Χούντας τρέπονται σε φυγή, αφήνοντας στο έλεος του τουρκικού στρατού και των τουρκικών παρακρατικών ομάδων χιλιάδες ελληνοκύπριους. Για ακόμα μια φορά στην ελληνική ιστορία το δίπολο ιμπεριαλιστική εξάρτηση και εθνικισμός, αυτό το εγγενές χαρακτηριστικό του ελληνικού καπιταλιστικού σχηματισμού, έδινε τα απτά αποτελέσματα του.
[…]
Η πτώση της Χούντας ως αποτέλεσμα της κατάρρευσης της τυχοδιωκτικής της πολιτικής στην Κύπρο έρχεται να αναδείξει ακόμα περισσότερο τη φυσιογνωμία της ελληνικής αστικής τάξης όσο και το χαρακτήρα της μετάβασης από τη Χούντα στην αστική δημοκρατία. Η λεγόμενη «προδοσία της Κύπρου» αποτελεί ένα ακόμα έγκλημα της ελληνικής αστικής τάξης, η δε μετάβαση προς την -έστω ανάπηρη- αστική δημοκρατία του Καραμανλή είναι η αναγκαστική υποχώρηση του αστικού καθεστώτος απέναντι στην γενικευμένη λαϊκή αγανάκτηση, που λίγο απείχε από το να μετατραπεί σε εξεγερτικό επαναστατικό χείμαρρο. Εκφεύγει των προθέσεων του παρόντος κειμένου μια αναλυτική θέση, σχετικά με το γιατί στην δεδομένη φάση το λαϊκό κίνημα δεν μπόρεσε να μετατρέψει την πτώση της Χούντας σε εφαλτήριο μιας επαναστατικής αναμέτρησης με το αστικό καθεστώς συνολικά. Συνοπτικά μόνο θα λέγαμε ότι παρά την αποστοίχιση ενός κρίσιμου δυναμικού από τις τάξεις της ρεφορμιστικής Αριστεράς, η τελευταία -που ας μην ξεχνάμε λίγο πριν το Πολυτεχνείο καλλιεργούσε αυταπάτες για πολιτική εξομάλυνση μέσω μιας αναίμακτης μετάβασης από τη Χούντα στην αστική Δημοκρατία- διέθετε ακόμα ισχυρή επιρροή σε μεγάλα τμήματα του κινήματος, οι δε δυνάμεις που βρέθηκαν στην πρωτοπορία της επαναστατικής σύγκρουσης στη Χούντα δεν ήταν ακόμα ώριμες τόσο πολιτικά όσο και οργανωτικά για να αναπτύξουν ένα ολοκληρωμένο σχέδιο επαναστατικής στρατηγικής.

Σε κάθε πάντως περίπτωση η αστική εξουσία βγαίνει από τη Δικτατορία βαριά τραυματισμένη: ο βασικός στόχος της Δικτατορίας, η συντριβή του λαϊκού κινήματος, όχι μόνο δεν επιτυγχάνεται, αντιθέτως το κίνημα βγαίνει κατά πολύ ισχυρότερο από ότι ήταν πριν τη δικτατορία, έχοντας ως παρακαταθήκη μια εξέγερση που άνοιξε το δρόμο για την ανατροπή μια πανίσχυρης τυραννίας. Ο κοινωνικός και πολιτικός ριζοσπαστισμός βρίσκεται σε ιστορικά υψηλά, η αυτοπεποίθηση του κινήματος είναι τεράστια, τα αντιιμπεριαλιστικά και αντικαπιταλιστικά συνθήματα αγκαλιάζουν ολοένα και μεγαλύτερα τμήματα της κοινωνίας, την ώρα που ο εγχώριος αστισμός -όσο και το πολιτικό του προσωπικό- βαριά τραυματισμένος από την στήριξη του στη Χούντα και την εξέλιξη στην Κύπρο, είναι αναγκασμένος, για να προλάβει τα χειρότερα, να προβεί σε σοβαρές υποχωρήσεις σε όλα τα πεδία του κοινωνικού και ταξικού ανταγωνισμού. (Αποτελεί άλλης τάξης ερώτημα το γιατί ή κάτω από ποιους όρους δεν έγινε εφικτή στα πρώτα μεταπολιτευτικά χρόνια η μετουσίωση αυτού του επαναστατικού ρεύματος σε οργανωμένη επαναστατική αναμέτρησης με το καθεστώς Καραμανλή. Όπως και για την αμέσως μετά το Πολυτεχνείο περίοδο, αν πολύ επιγραμματικά πρέπει κάτι να αναφέρουμε είναι η αδυναμία μιας βαθύτερης πολιτικής προγραμματικής συγκρότησης των πιο μαχητικών τμημάτων του κινήματος, μια αδυναμία που δυστυχώς σφράγισε όλες τις μετέπειτα μεγάλες ανατάσεις της λαϊκής πάλης, με πλέον χαρακτηριστική εκείνη της μνημονιακής περιόδου 2010-2015)

Γυρνώντας στο αρχικό μας ερώτημα, γίνεται, λοιπόν, σαφές γιατί το Πολυτεχνείο υπήρξε μια ιστορική τομή για τη χώρα. Χωρίς αυτό, χωρίς δηλαδή την αποφασιστική παρέμβαση του εργατικού λαϊκού νεολαιίστικου παράγοντα στην εξέλιξη της ταξικής πάλης, όχι απλά η Χούντα θα μπορούσε να συνεχίσει για πολλά ακόμα χρόνια να υπάρχει, αλλά το κυριότερο, η ομαλή μετάβαση της σε μια ελεγχόμενη αστική δημοκρατία θα γινόταν με όρους απόλυτης αστικής ηγεμόνευσης, με όρους που θα εξασφάλιζαν πιθανότατα ακόμα και την ατιμωρησία της ηγεσίας της Χούντας, αλλά κυρίως με όρους που θα απέκρυπταν την αστική φύση της Χούντας και την αμερικανική στήριξη σε αυτή, με όρους σε τελική ανάλυση, που θα έκαναν την ελληνική αστική τάξη να εμφανίζεται ως ο βασικός παράγοντας της πτώσης της Χούντας και ως ο βασικός εγγυητής της Δημοκρατίας και των «δίκαιων του λαού». Μπορούμε εύκολα ασφαλώς να φανταστούμε τι κολοσσιαίων ήττα θα ήταν κάτι τέτοιο για το εργατικό λαϊκό κίνημα της χώρας. Στην πραγματικότητα θα ήταν η πλήρης ευόδωση του στρατηγικού πλάνου που τέθηκε με την επιβολή της Χούντας το 1967: η συντριβή δηλαδή του επαναστατικού λαϊκού κινήματος της χώρας. Για να το πούμε διαφορετικά, χωρίς το Πολυτεχνείο, χωρίς δηλαδή την έμπρακτη νίκη του λαϊκού παράγοντα επί της Δικτατορίας, δεν θα μπορούσε να υπάρξει μελλοντικά επαναστατικό κίνημα στη χώρα. Υπό αυτό το πρίσμα οι δεκάδες αγωνιστές και οι αγωνίστριες που σκοτώθηκαν στο Πολυτεχνείο, οι χιλιάδες που μαρτύρησαν στα βασανιστήρια, τις φυλακές και τις εξορίες πέτυχαν με τον αγώνα τους κάτι πολύ χειροπιαστό, κάτι χωρίς υπερβολή ανεκτίμητο και ανυπέρβλητο. Με τη θυσία τους κατέδειξαν την οργανική σχέση της Δικτατορίας με την αστική τάξη και τις ΗΠΑ και έκαναν αποκλειστικά κτήμα του λαού την ανατροπή της.