Την Τετάρτη 10 Ιούλη σε μια συντονισμένη επιχείρηση η “αντι” τρομοκρατική υπηρεσία με εντολή του εισαγγελέα εφετών εισέβαλε στις οικίες μας, ερεύνησε τα προσωπικά μας οχήματα και μετά από πολύωρες έρευνες κατέσχεσε προσωπικά αντικείμενα και ηλεκτρονικές συσκευές ενώ προσήγαγε δύο από εμάς στην ΓΑΔΑ στα ανακριτικά δωμάτια της “αντι”τρομοκρατικής υπηρεσίας και μας κατέσχεσαν τα κινητά μας τηλέφωνα. Την ίδια ημέρα και ώρα διαμορφώνοντας καθεστώς τρομοκρατίας στη γειτονιά των Εξαρχείων , δυνάμεις των “ΟΠΚΕ” και της “Δράση” έκλεισαν την οδό Καλλιδρομίου στο ύψος του πολιτικού χώρου της συλλογικότητας “Ταξική Αντεπίθεση” που βρίσκεται στον αριθμό 49 ωστέ ανεμπόδιστα οι άνδρες της “αντι”τρομοκρατικής να εισβάλλουν για να ερευνήσουν τον χώρο. Τα ευρήματα που κατασχέθηκαν (υλικό περιφρούρησης της συλλογικότητας στις διαδηλώσεις) είναι προφανές οτι δεν αποτελούν τεκμήριο κάποιας “τρομοκρατικής” δραστηριότητας αλλά αξιοποιήσιμο υλικό (dna) για τις αρχές προκειμένου να εμπλουτίσουν -πάντα σε καθεστώς παρατυπίας ακόμα και σύμφωνα με τους ίδιους τους νόμους τους – τα τεράστια λογισμικά φακελώματος αγωνιστών και αγωνιστριών.

Στην περίπτωση του ενός συντρόφου η εισβολή πραγματοποιήθηκε στην οικία του εν ώρα εργασίας με αποτέλεσμα να διακοπεί το μάθημα, που διεξαγόταν. Η κατασταλτική κίνηση εναντίον του συντρόφου σχεδιάστηκε εν ώρα εργασίας με απώτερο σκοπό να διαταράξει την επαγγελματική του δραστηριότητα. Μια κίνηση που τελικά έφερε τα αντίθετα αποτελέσματα αφού κατάφερε να προκαλέσει αντανακλαστική κινητοποίηση από κόσμο της γειτονιάς που με την παρουσία του απέτρεψε μια ενδεχόμενη προσαγωγή του στην ΓΑΔΑ.

Στα γραφεία της “αντι” τρομοκρατικής στην περίπτωση της προσαχθείσας συντρόφισσας οι ανακριτές επιχείρησαν με απειλές ψυχολογικής πίεσης να αποσπάσουν πληροφορίες για την σχέση της με τον άλλον προσαχθέντα ρωτώντας επίμονα λεπτομέρειες για την γνωριμία τους και τον λόγο της πραγματοποίησης μιας μεσημεριανής συνάντησης αναμεταξύ τους κάποιες ημέρες πρίν στην πλατεία των Άνω Πετραλώνων.

Στον άλλο προσαχθέντα πραγματοποιήθηκε ανάκριση με την παρουσία, μεταξύ άλλων, του αρχηγού της “αντι” τρομοκρατικής υπηρεσίας Ελευθέριου Χαρδαλιά. Κατά τη διάρκεια της ανάκρισης οι αστυνομικοί επιχείρησαν με κάθε τρόπο να καταδείξουν στον σύντροφο οτι βρίσκεται στο στόχαστρο της υπηρεσίας τους γνωστοποιώντας του οτι γνωρίζουν την εμπλοκή του σε “τρομοκρατικές” όπως τις αποκάλεσαν δραστηριότητες, προειδοποιώντας τον οτι σε περίπτωση που συμβεί οτιδήποτε που εκτιμούν ότι εμπλέκεται θα τον “ξανασηκώσουν” με την πρώτη ευκαιρία. Εμμέσως του κοινοποίησαν ακόμα το προφανές , οτι από αυτή την έρευνα οι πιθανότητες να προκύψει το οτιδήποτε είναι απειροελάχιστες, δηλώνοντας εμμέσως, ότι η έρευνα αυτή εκπονήθηκε για την περαιτέρω στοχοποίηση του και την νομιμοποίηση εισβολών σε σπίτια και πολιτικούς χώρους όπως και για την αρπαγή προσωπικών αντικειμένων. Ενώ δε δίστασαν να του επισημάνουν οτι η κατασταλτική επιχείρηση οργανώθηκε σε άκρα μυστικότητα με εντολή των ίδιων στα “ανεξάρτητα” ΜΜΕ και πως η οποιαδήποτε διαρροή εκ μέρους του ή δημοσιοποίηση καταγγελτικού χαρακτήρα θα επιφέρει την αντίδραση τους.

Αντιλαμβανόμαστε την κατασταλτική επιχείρηση εναντίον μας ως τμήμα μιας ευρύτερης σε έκταση και περιεχόμενα επίθεσης εναντίον της κοινωνικής πλειοψηφίας και πιο ειδικά εναντίον των αγωνιζόμενων τμημάτων της. Μιας εκστρατείας που σε κάθε εποχή λαμβάνει τα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά που διαμορφώνονται μέσα από την εκάστοτε πολιτική συγκυρία. Όμως, επειδή κάθε κατασταλτική επιχείρηση παρότι εντάσσεται σε συνολικούς στρατηγικούς σχεδιασμούς , φέρει και το ξεχωριστό της αποτύπωμα, θα ήταν ελλειπές να μην αναφερθούμε στις καινοτομίες και στα ειδικά χαρακτηριστικά της επίθεσης εναντίον τόσο ημών των ιδίων όσο και του πολιτικού χώρου της Τ.Α, αξιολογώντας την “έρευνα για τρομοκρατία” ως ακόμα μια κατασταλτική κίνηση του Κράτους.

Από την πρώτη στιγμή γίνεται σαφές ότι για την “υπόθεση” μας δεν έχει σχηματοποιηθεί η οποιαδήποτε δίωξη ή δικογραφία. Αντιμετωπιζόμαστε ως ύποπτοι για τρομοκρατία χωρίς να μας κοινοποιούν ούτε ένα έγγραφο που να αναφέρεται – έστω προσχηματικά – σε κάποια υπόθεση. Η έρευνα για τρομοκρατία , εμπνευσμένη απο το αστυνομικό δικαστικό σύμπλεγμα εξουσίας , χωρίς την ύπαρξη στοιχείων αλλά και του οποιουδήποτε τετελεσμένου αποτελεί την πλέον αναβαθμισμένη κίνηση εναντίον μας. Μια επινοημένη, αφηρημένη και αόριστη εκδοχή του πολέμου ενάντια στην “τρομοκρατία” απλώς και μόνο για να μας καταστήσει ομήρους του αστικού κράτους με την στάμπα των υπόπτων για “τρομοκρατική δράση”. Η κατασκευασμένη από την “αντι” τρομοκρατική υπηρεσία έρευνα, όπως και η επινόηση της, ενορχηστρώθηκε με εντολή του υπουργού προστασίας του πολίτη Μ.Χρυσοχοΐδη (ειδικευμένου σε σκευωρίες, παράτυπες παρακολουθήσεις, προβοκάτσιες, κατασκευασμένα κατηγορητήρια, επιχειρήσεις εξόντωσης κοινωνικών αγωνιστών/στριών) προκειμένου οι εισαγγελείς να δώσουν το απαραίτητο πράσινο φως μπροστά στον κίνδυνο “τρομοκρατικής” απειλής.

Σε αυτή την κατάσταση ομηρίας που το καθεστώς μας εχει μαντρωσει επιχειρείται η σιωπηλή και αδιαμαρτύρητη αποδοχή της κατάστασης που μας έχουν επιβάλλει μέσω της ποινικοποίησης, σύμφωνα με τα λόγια των ανακριτών μας, ακόμα και της δημοσιοποίησης των γεγονότων που έλαβαν χώρα την Τετάρτη 10 Ιούλη. Επιχειρείται η νομιμοποίηση των εισβολών της “αντι” τρομοκρατικής υπηρεσίας σε σπίτια αγωνιστ(ρι)ών και σε πολιτικούς χώρους χωρίς την σύνταξη καν δικογραφίας, αυτή την φορά όχι με την έκκληση της προσβολής της ιδιοκτησίας (εισβολή σε καταλήψεις) και με την κρατική ασφάλεια μπροστάρισσα, αλλά με την εμπλοκή της “αντι”τρομοκρατικής υπηρεσίας που εισβάλλει στον πολιτικό χώρο της Ταξικής Αντεπίθεσης εφαρμόζοντας πρακτικές συλλογικής ευθύνης, αφορμώμενη από το σπουδαίο τεκμήριο μιας ύποπτης (sic) συνάντησης στο φώς της μέρας σε μια πλατεία μεταξύ δύο ανθρώπων.

Έπρεπε όμως οι διώκτες μας να πραγματοποιήσουν εκτός απο το λογικό άλμα της ύποπτης συνάντησης ένα ακόμα ωστε να εμφανίσουν στους εισαγγελείς το περιεχόμενο της συνάντησης μας ως defacto ποινικοποιημένο ,παρακάμπτοντας την ανίερη και σχολαστική διαδικασία της εύρεσης στοιχείων που να αιτιολογούν τον “τρομοκρατικό χαρακτήρα” της συνάντησης μας σε μια πλατεία. Ακόμα η απόπειρα εμπλοκής μιας πολιτικής συλλογικότητας στην έρευνα που διεξάγεται επιχειρεί να διαμορφώσει συνθήκες ομηρίας για τα μέλη της καθιστώντας τα εν δυνάμει ύποπτα για τρομοκρατική δράση. Μια προσπάθεια που επιχειρείται συστηματικά εναντίον της Ταξικής Αντεπίθεσης εντελώς τυχαία κάθε φορά που ο Μ.Χρυσοχοΐδης βρίσκεται υπουργός προστασίας του πολίτη.

Όσον αφορά το ερώτημα γιατί εμάς τους 3 συγκεκριμένα παρότι θεωρούμε ότι αυτή η ερώτηση θα πρέπει να απαντηθεί από τους διώκτες μας θα αρκεστούμε να δηλώσουμε οτι η συνάντηση ενός γνώριμου, τα τελευταία 20 χρόνια , στις αρχές συντρόφου, ενός συντρόφου που η “αντι”τρομοκρατική υπηρεσία επιτηρεί ακόμα και τον ίσκιο του, με μια συντρόφισσα νεότερης ηλικίας χωρίς εμπλοκές με την δικαιοσύνη ερέθισε την φαντασία των διωκτών που αναπτύσσουν εμμονές και κατασκευάζουν ιδεοληπτικά σενάρια στοχοποίησης αγωνιστ(ρι)ών. Στη συγκεκριμένη περίπτωση επινοήθηκε ένα τέτοιο σενάριο όπως αυτά που δεκαετίες τώρα η “αντι”τρομοκρατική διαρρέει στους αστυνομικούς ρεπόρτερ της στα καθεστωτικά ΜΜΕ. “Η αναζήτηση καθαρών προσώπων για συνέχιση της τρομοκρατικής δραστηριότητας”, “η σύνδεση της παλαιάς γενιάς τρομοκρατών με την νέα”, οι χαρτογραφημένοι από τους μηχανισμούς “βετεράνοι τρομοκράτες” που εκπαιδεύουν νέους αντάρτες πόλης και άλλες φαντασιόπληκτες φανφάρες, που επιστρατεύονται κάθε φορά που το καθεστώς προετοιμάζει την επίθεση εναντίον αγωνιζομένων, υποδηλώνουν την αποτυχία των κατασταλτικών μηχανισμών να εξουδετερώσουν την επαναστατική δράση και προοπτική στην Ελλάδα ενώ ταυτόχρονα μέσα από τις κατασταλτικές επιθέσεις αυτές φανερώνεται και ο απόλυτος ξεπεσμός του χειραγωγούμενου από την πολιτική εξουσία δικαστικού συστήματος, που δεν διστάζει να διατάσσει εισβολές σε σπίτια και έρευνες χωρίς να αναζητά τεκμήρια και να απαιτεί στοιχεία.

Αυτή η μανία ξεκινάει και τελειώνει από τον φόβο τους να γνωριζόμαστε, να συμπορευόμαστε, να ενώνουμε τις αρνήσεις μας , τις επιθυμίες μας και τα προτάγματα μας στο πεδίο της κοινωνικής και ταξικής διαμάχης. Μια προσπάθεια μάταιη τελείως, καθώς την αξιοπρέπεια του να αντιστεκόμαστε, να στεκόμαστε ο ένας δίπλα στην άλλη και να παλεύουμε δεν υπάρχει κάποιος ή κάτι που να μπορεί να μας την αφαιρέσει.

Δεν αντιλαμβανόμαστε την “έρευνα για τρομοκρατία” σε βάρος μας ως ακόμα ένα φορτίο που το κίνημα καλείται να υποστηρίξει στις ομολογουμένως δυνατές αλλά και λαβωμένες από την καταστολή πλάτες του. Εκτιμούμε οτι η ενασχόληση με την καταστολή είναι αναγκαίο κακό και υποχρέωση ειδικά για ένα κίνημα που γεννά κοινωνικούς/ες αγωνιστές/ριες – πολιτικούς κρατούμενους/ες. Όμως η καλύτερη απάντηση στις διώξεις και στην καταστολή είναι η σύγκρουση με το καθεστώς του κρατικού ολοκληρωτισμού, του πολέμου και της ταξικής υποτίμησης απέναντι στην ολομέτωπη επίθεση που δεχόμαστε ως κομμάτι των απανταχού καταπιεσμένων σε κάθε κρίσιμο και ζωτικό κόμβο της ύπαρξης μας (υγεία, εργασία, στέγαση, παιδεία, ελευθερία, δικαιοσύνη, ειρήνη). Μόνο μέσα σε αυτό το ιστορικό πλαίσιο μπορεί να γίνει αντιληπτή η κρατική μεθόδευση εναντίον μας και μόνο η “αξιοποίηση” της ως καύσιμη ύλη για την ανασυγκρότηση επαναστατικού κινήματος με κοινωνικά και ταξικά σημεία αναφοράς θεωρούμε οτι της προσδίδει πραγματικά πολιτικές αξιώσεις.

Η κοινή μας διαπίστωση ότι: ο κόσμος που γνωρίζαμε αλλάζει, ο κόσμος που αντέχαμε τελειώνει μας υποχρεώνει, απέναντι στο αξιοσημείωτο κενό της πολιτικής αμφισβήτησης, το προσεχές διάστημα να κάνουμε τις απαραίτητες υπερβάσεις που θα επιτρέψουν την κινηματική ανασύνταξη των δυνάμεων σε κεντρικές πολιτικές κατευθύνσεις πάλης. Ενός κινήματος που θα επιχειρήσει να αποτελέσει το αντίπαλο πολιτικό δέος απέναντι στο χρεοκοπημένο καθεστώς της εξαθλίωσης και του πολέμου. Ενός κινήματος που οφείλει να προετοιμάζεται θεωρητικά και οργανωτικά, αν ενδιαφέρεται να αποτελέσει ιστορικό καταλύτη στις εξελίξεις, ώστε να παλέψει για την υπεράσπιση των σύγχρονων κοινωνικών αναγκών, διαμορφώνοντας την στρατηγική και τους όρους για μια σύγχρονη κοινωνική επανάσταση των καταπιεσμένων.

Γιατί, η αναντίστοιχη της κοινωνικής άμπωτης, κλιμάκωση της κατασταλτικής επίθεσης σε βάρος των αγωνιζομένων, υποδηλώνει μέσα σε συνθήκες βαθέματος της καπιταλιστικής κρίσης την υπαρξιακή αναγκαιότητα του συστήματος να ξεμπερδεύει με τις μαχητικές αντιστάσεις. Υποδηλώνει την επικίνδυνη κλιμάκωση του στρατηγικού σχεδιασμού της προληπτικής αντιεξέγερσης που εκπονήθηκε μετά την εξέγερση του 2008 με αφορμή την κρατική δολοφονία του αναρχικού μαθητή Αλέξανδρου Γρηγορόπουλου και την κοινωνική εξέγερση που επακολούθησε και κορυφώνεται διόλου τυχαία μέσα σε συνθήκες βαθέματος της εμπλοκής του ελληνικού κράτους στους πολέμους και τις γενοκτονίες.

ΥΓ : Διόλου αμελητέα δεν θεωρούμε την στοχοποίησή μας, όπως και καμία στοχοποίηση-δίωξη συντρόφων/ισσων από τους μηχανισμούς του κράτους. Μπορεί η έρευνα εις βάρος μας να μην απέδωσε καρπούς, δεν παύει όμως να μας θέτει σε μία κατάσταση ομηρίας στα χέρια της “αντι”τρομοκρατικης υπηρεσίας. Παρά τις συνεχιζόμενες αιτήσεις των συνηγόρων υπεράσπισης μας στην “αντι” τρομοκρατική υπηρεσία για εμφάνιση της υπόθεσης για την οποία ερευνούμαστε, οι απαντήσεις τους επιμένουν μέσω της αοριστίας και του ροκανίσματος χρόνου να υποδηλώνουν τις πραγματικές προθέσεις του συστήματος απέναντι μας που δεν είναι άλλες από την χρόνια υπαγωγή μας σε καθεστώς πολιτικής και προσωπικής ομηρίας ως υπόπτους για “τρομοκρατία”. Πάγια τακτική του κράτους η απόπειρα αδρανοποίησης αναρχικών και συνολικά αγωνιστών/στριών, μέσω ερευνών και διώξεων. Τα αμάξια παρακολούθησης κάτω από τα σπίτια μας και οι “συνοδείες” όμως δεν μας τρομοκρατούν, μας οργίζουν.

Απαιτούμε την άμεση παύση των ερευνών (και οποιωνδήποτε άλλων ενεργειών) εις βάρος μας!

Αλληλεγγύη σε όσους/ες συνεχίζουν να αντιστέκονται

ΤΡΟΜΟΚΡΑΤΕΣ ΚΑΙ ΛΗΣΤΕΣ ΕΙΝΑΙ ΤΑ ΚΡΑΤΗ ΚΑΙ ΟΙ ΚΑΠΙΤΑΛΙΣΤΕΣ

Με την Παλαιστίνη ως την λευτεριά