Ιωάννης Μεταξάς : “H Ελλάς είναι ζωτικό τμήμα της αγγλικής αυτοκρατορικής αμύνης” | Για το αστικό “όχι” της 28ης Οκτωβρίου
Πληθαίνουν τα τελευταία χρόνια οι φωνές στο αστικό στρατόπεδο που αξιώνουν στο έδαφος της συνολικής ιστορικής παραχάραξης που προωθείται για τη δεκαετία του 1940, την προβολή του φασίστα δικτάτορα Ιωάννη Μεταξά ως ένα είδος “έντιμου και θαρραλέου” πολιτικού που με τη στάση του άφησε “ανεξιτηλο το θετικό του στίγμα” στην ελληνική ιστορία.
Αποσιωπώντας βέβαια τους λόγους για τους οποίους προέβη ο πολιτικός εκπρόσωπος της ελληνικής αστικής τάξης τότε στην άρνηση στις 28/10/1940 του ιταλικού τελεσίγραφου για συνθηκολόγηση της Ελλάδας. Και οι λόγοι βέβαια δεν είναι άλλοι από τη φράση που βρίσκεται στον τίτλο του σημειώματος, και στην οποία συμπυκνώνεται όλη η ουσία της ελληνικής αστικής πολιτικής, οι ακαταλυτοι δηλαδή δεσμοί ιμπεριαλιστικής εξάρτησης από την Αγγλία, ήδη από την εποχή της συγκρότησης του ελληνικού κράτους.
Άλλωστε και το ίδιο το καθεστώς Μεταξά αποτελούσε έκφραση της συνολικότερης εξωτερικής αγγλικής πολιτικής. Στη δεδομένη φάση των διεθνών σχέσεων το 1936, ο αγγλικός παράγοντας ευνοούσε την εγκαθίδρυση ενός φιλοναζιστικου καθεστώτος στην Ελλάδα, στα πλαίσια της γενικότερης στρατηγικής του για τη διατήρηση καλών επαφών με τον Άξονα, προκειμένου να αποτραπεί ένας μεταξύ τους πόλεμος και ο Άξονας να στραφεί εναντίον της Σοβιετικής Ένωσης. Αυτό ήταν στην ουσία το περιεχόμενο της λεγόμενης πολιτικής κατευνασμού της Αγγλίας (αλλά και της Γαλλίας) απέναντι στον Χίτλερ. Μιας πολιτικής που εκφράστηκε με την ανοχή στη στρατιωτική βοήθεια που πρόσφερε ο Άξονας στον Φράνκο για τη συντριβή της Ισπανικής Επανάστασης, με την αναγνώριση της προσάρτησης της Αυστρίας στο Γ΄ Ράιχ τον Μάρτιο του 1938 και βέβαια με τη Συμφωνία του Μονάχου τον Σεπτέμβριο του 1938.
Υπό αυτήν την έννοια η έλευση (4 Αυγούστου 1936) και η σταθεροποίηση της μεταξικής δικτατορίας δεν θα μπορούσαν ποτέ ανατρέψουν τα δεδομένα σε ό,τι αφορά σε ποια σφαίρα επιρροής ανήκει η Ελλάδα, παρότι η δικτατορία θα ενισχύσει τους δεσμούς εξάρτησης με το γερμανικό κεφάλαιο, λόγω των κοινών, ιδεολογικών εθνικοσοσιαλιστικών καταβολών. (Αξιοσημείωτη επίσης ήταν και η εισβολή του αμερικανικού κεφαλαίου στη χώρα, με την υπογραφή αποικιοκρατικών συμβάσεων για την εκμετάλλευση των εγχώριων πλουτοπαραγωγικών πηγών, όπως ήταν αυτή με την εταιρεία Πάουερ για τα νερά του ποταμού Αχελώου).
Βέβαια, οι παραδοσιακοί δεσμοί εξάρτησης της ελληνικής οικονομίας από τον αγγλικό ιμπεριαλισμό θα εξακολουθούν να κυριαρχούν. Τα «δικαιώματα» της Αγγλίας στη χώρα ήταν απαράγραπτα και δεν αμφισβητούνταν. Δεν θα ήταν υπερβολή αν ισχυριζόμασταν ότι η οικονομική υπόσταση της ελληνικής αστικής τάξης ήταν υποθηκευμένη στο αγγλικό κεφάλαιο. Οι αριθμοί μιλούν από μόνοι τους: το 67% του εξωτερικού χρέους της Ελλάδας ανήκε σε αγγλικά κεφάλαια, ενώ μόνο το 1,7% σε γερμανικά και το 1,65 σε ιταλικά. Το υπόλοιπο ποσοστό κατανεμόταν σε ΗΠΑ (σχεδόν 10%) και Γαλλία (7,5%).
Ο ίδιος ο Μεταξάς, άλλωστε, δεν έκρυβε τις προθέσεις του, μιλώντας ξεκάθαρα για τον προνομιακό ρόλο του αγγλικού κεφαλαίου στη χώρα και προβαίνοντας σε σειρά απροκάλυπτα ευνοϊκών προς αυτό μέτρων. Όπως θα τονίζει συχνά σε ομιλίες και συνεντεύξεις του «το δόγμα της Ελλάδας ήταν ότι δεν μπορούσε να βρεθεί σε αντίθετο στρατόπεδο εκτός εκείνου της Αγγλίας», ενώ λίγους μήνες μόνο πριν από την ελληνοϊταλική σύγκρουση, τον Μάιο του 1940, μιλώντας με Βρετανό δημοσιογράφο τόνιζε: «Είμεθα ουδέτεροι εφ’ όσον χρόνον η Αγγλία θέλει να είμεθα ουδέτεροι. Τίποτε δεν κάνομε χωρίς συνεννόησιν με την Αγγλία και, τις περισσότερες φορές, ό,τι κάνομε γίνεται κατά σύστασιν ή παράκλησιν της Αγγλίας. Η Ελλάς είναι ζωτικό τμήμα της αγγλικής αυτοκρατορικής αμύνης».
Με την οικονομική υπόσταση της ελληνικής αστικής τάξης σε μεγάλο βαθμό υποθηκευμένη στο αγγλικό κεφάλαιο, το ερώτημα «με ποιους θα πάει η Ελλάδα στον πόλεμο» δεν θα κρινόταν ασφαλώς από κάποιου υποκειμενικού ή ιδεολογικού τύπου προτίμηση αλλά από την αντικειμενική-οικονομική πραγματικότητα. Και υπό αυτή την έννοια η απάντηση ήταν προκαθορισμένη.
Λίγους μήνες αργότερα, η επιλογή της ελληνικής αστικής τάξης και του κράτους της απέναντι στις απαιτήσεις της Ιταλίας και κατ’ επέκταση του Άξονα τον Οκτώβριο του 1940, θα επιβεβαιώσει πανηγυρικά τα παραπάνω.
Διαβάζοντας καλά τον αντίπαλο του και διατηρώντας έστω και οριακά την οργανωτική του συγκρότηση το επαναστατικό κομμουνιστικό κίνημα της εποχής θα κατορθώσει να διατυπώσει ακριβώς εκείνη τη στιγμή τη στρατηγική του, ένα τριπλό λαϊκό όχι εναντια στον φασισμό, την ιμπεριαλιστική εξαρτηση και τον ελληνικό καπιταλισμό, το οποίο θα το καταστήσει στη συνέχεια πρωταγωνιστή της εποποιίας της δεκαετίας του 1940, την ώρα που το ελληνικό κεφάλαιο είτε θα κρύβεται στο εξωτερικό είτε θα συνεργάζεται με το φασισμό.