η πρώτη δημοσίευση του “Guevara” στο έντυπο του Ρήγα Φεραίου



«Δεν μπορείς να ζεις στην εποχή σου και να μένεις πίσω. Τι πα να πει αν γράφεις για τη θάλασσα. Όλα έχουν κοινωνικό υπόβαθρο». (Νίκος Καββαδίας, συνέντευξη στο φοιτητικό περιοδικό Πανσπουδαστική, Μάρτιος 1967)

Ο Νίκος Καββαδίας είναι ευρύτερα γνωστός ως ποιητής της Θάλασσας, «των μακρυσμένων ταξιδιών και των γαλάζιων πόντων». Ελάχιστα γνωστή είναι η πολιτική του συμπόρευση με την Αριστερά, αλλά και η συμμετοχή του στο ΕΑΜ στη διάρκεια της Κατοχής. Ο ίδιος υπήρξε ολιγόλογος και κλειστός σε σχέση με την πολιτική του δραστηριότητα, κι έτσι δεν έχουμε αρκετές πληροφορίες σχετικά με τη διαδικασία ένταξής του στην Αριστερά, μετά την επιστροφή του με τα πόδια από το Αλβανικό μέτωπο. Γνωρίζουμε με βεβαιότητα πως κατά τη διάρκεια της Κατοχής, όταν έμενε στο σπίτι της αδερφής του Τζένιας στην οδό Αγίου Μελετίου 10 στην Κυψέλη, εντάχθηκε στο ΕΑΜ, ενώ συμπαθούσε πολιτικά το ΚΚΕ. Παρότι δεν έχει εξακριβωθεί αν ήταν μέλος του ΚΚΕ, τόσο η Τζένια Καββαδία όσο και ο δικηγόρος και υπεύθυνος τους ΕΑΜ Εύβοιας Σταμάτης Καββαδίας υποστήριξαν με βεβαιότητας πως ο ποιητής δεν ήταν απλά “συνοδοιπόρος”, αλλά είχε ενταχθεί και κομματικά στο ΚΚΕ. Άλλοι μελετητές της ζωής του ποιητή αμφισβητούν την πληροφορία αυτή. Παρά το θολό αυτό σημείο, αυτό που γνωρίζουμε με βεβαιότητα είναι πως ο Νίκος Καββαδίας συμμετείχε αρχικά στο ΕΑΜ Ναυτικών και στη συνέχεια στο ΕΑΜ Λογοτεχνών–Ποιητών, στο οποίο έφτασε στη θέση του γραμματέα μετά τη φυλάκιση του Θέμου Κορνάρου κατά τη διάρκεια της «λευκής τρομοκρατίας», με αφορμή την έκδοση του βιβλίου “Αγύρτες και Κλέφτες στην εξουσία”, όπου κατήγγειλε πως ο μητροπολίτης Μεσολογγίου ήταν συνεργάτης των κατακτητών . Λίγους μήνες μετά, τον Οκτώβριο του 1945, ο Καββαδίας θα μπαρκάρει ως δόκιμος ασυρματιστής στο επιβατικό “Κορινθία” και θα αντικατασταθεί από έναν άλλο μεγάλο ποιητή, τον Νικηφόρο Βρεττάκο.

Παρ’ ότι ο Νίκος Καββαδίας άνηκε στο χώρο της εαμικής αριστεράς η θεματολογία της ποίησής του δεν ευθυγραμμίζονταν με τον συντηρητισμό της ελληνικής κοινωνίας (που διαπότιζε σε μεγάλο βαθμό και την αριστερά). Ίσως ο στίχος που συμπυκνώνει το σύνολο της ποίησης του Καββαδία προέρχεται από ένα “αδέσποτο” ποίημα που έγραψε σε ηλικία 19 χρονών: «Αγαπάω σε τούτον τον κόσμο -ό,τι κλαίει /γιατί μοιάζει μ’ εμένα». Αυτός που διέκρινε το χαρακτηριστικό αυτό του Καββαδία και έσπευσε να υπερασπιστεί την ποίησή του, μεσούσης της κατοχής, ήταν ο εμβληματικός κομμουνιστής ποιητής Κώστας Βάρναλης. Μέσα από τις σελίδες της εφημερίδας Πρωία το 1943, ο Βάρναλης παρουσίαζε θετικά τον Καββαδία ως τον πρώτο στην Ελλάδα “καταραμένο ποιητή”, μέσα από τους στίχους του οποίου ξεπετάγονταν το ιδανικό μέσα από τη λάσπη της πραγματικότητας: «Κι όμως τα φοβερά αμαρτήματα των… άλλων και τα δικά του (της φαντασίας του) εξαγνίζονται από τον ανθρώπινο έλεο. Όλες οι “πτώσεις” του είναι αγγελικές. Δεν έχουνε τίποτα από τον κυνισμό των χαλασμένων συνειδήσεων. Γιατί πάντα σχεδόν από την λάσπη του ξεπεσμού πετιέται ο πόθος των αγνών πραγμάτων, ο καημός του ιδανικού». Κλείνοντας το άρθρο του ο Βάρναλης εκφράζει την επιθυμία του για επανέκδοση του “Μαραμπού”, της παρθενικής ποιητικής συλλογής του Καββαδία που κυκλοφόρησε το 1933: «Θα ρωτήσετε: Και που θα τα βρούμε τα ποιήματα του; Πουθενά. Η συλλογή του έχει χρόνια πού εξαντλήθηκε, θα πρεπε ο ποιητής να την ξανατυπώσει – και μαζί όλα του τα καινούργια. Ας γίνει επί τέλους… γνωστός!».

Το 1947 ο Καββαδίας δημοσίευσε τη δεύτερη ποιητική του συλλογή, το “Πούσι”, αφιερώνοντας την “Αρμίδα” στον Κώστα Βάρναλη. Ο Βάρναλης έσπευσε πάλι να εκθειάσει τον Καββαδία μέσα από τις σελίδες του Ρίζου της Δευτέρας: «με το καινούργιο έργο ο ποιητής έχει κάνει τεράστιο άλμα εις ύψος. Η ποιητική του συνείδηση κι η τεχνική του σοφία έχουνε φτάσει σε ασυνήθιστη πληρότητα». Και φυσικά, ως διεισδυτικός κριτικός ο Βάρναλης διέκρινε το κοινωνικό μήνυμα της ποίησης του Καββαδία. Έγραφε σχετικά με το ποίημα Federico Garcia Lorca: «ο ποιητής παίρνει φανερά και συνειδητά στάση υπέρ εκείνων (σ’ όποια γης!) πολεμάνε για τη λευτεριά, υπέρ των τίμιων αγωνιστών του Λαού, που τους σκοτώνουν οι φασιστικές τρομοκρατίες (όποιας χώρας!). Και σ’ αυτήν την περίσταση δε φαίνεται απίθανο να συνεχίσει ο ποιητής των ηρωικό αυτό δρόμο.

Αλλά το ποίημα του Ισπανοτσιγγάνου Λόρκα αποτελεί και το κλειδί για να βρούμε το βαθύτερο κοινωνικό περιεχόμενο των άλλων του ποιημάτων. Η συμπάθειά του για τους ναυαγούς της θάλασσας και της ζωής (όλοι και ζωντανοί και πνιγμένοι είναι ναυαγοί) φανερώνει ποιος είναι ο Αίτιος πίσω από το πούσι που τον κρύβει. Ο Αίτιος και ο Υπεύθυνος για το σκοτωμό των ανθρώπων του Λαού είτε με τον πόλεμο είτε με την πείνα και για το πνευματικό και το ηθικό τους σκοτάδι, είναι ο ίδιος διεθνικός Μινώταυρος, ο καπιταλισμός, που στην ακμή του εκφυλισμού του και στην ώρα της πτώσης του γίνεται χίλιες φορές αιμοβορότερο θηρίο».

Τον Μάρτιο του 1947 ο Γιώργος Κοτζιούλας, ιδρυτής της “Λαϊκής Σκηνής” του ΕΛΑΣ και σύντροφος του Άρη Βελουχιώτη, έγραφε στο 4ο τεύχος του περιοδικού “Νέοι Σταθμοί” για τον Καββαδία: «Καλά όλ’ αυτά (μπορεί να με διακόψει κανένας), αλλά εμάς τι μας νοιάζει; Τι σχέση έχει ο ποιητής σου, ο εξωτικός και ταξιδιώτης, με τον τόπον μας που σήμερα τον ποδοπατούν και τον ματοκυλάν ξένοι δυνάστες και ντόπια όργανα τους; Προσφέρει τίποτε για την άμεση λύτρωση μας; Η απάντηση μου σ’ αυτό θα είναι πλάγια. Ο λαός μας δεν θ’ αργήσει με τους πολιτικούς του αγώνες ν’ αποχτήσει τη ζωτική του λευτεριά. Κι αφού χορτάσει από ψωμί, θ΄ αναζητήσει και τον πνευματικό του άρτο. Τότε θα χρειαστεί διαλεχτή, καθάρια τροφή. Κι η ποίηση θα γίνει αναγκαίο στοιχείο της ζωής του. Ακόμη και η δύσκολη, η υψηλή τέχνη θα του μεταδοθεί μέσω κατάλληλων ερμηνευτών. Για τον ευτυχισμένο εκείνο καιρό, για το λαοκρατούμενο αύριο γράφουν οι καλύτεροι τεχνίτες μας, γράφει και ο ίδιος ο Καββαδίας. Ποιητής που τραγούδησε άλλοτε τόσο γοητευτικά ένα απλό θαλασσινό, το “Νορβηγό πιλότο” Νάγκελ Χάρμπορ, ποιητής που μοιρολογάει τώρα με τέτοια συγκίνηση τον Ισπανό τροβαδούρο Φεντερίκο Λόρκα, το δολοφονημένο απ΄ το Φράνκο, ένας τέτοιος ποιητής, λέω, ανήκει ολόψυχα στον κεφάτο πολεμιστή, στο λαό μας». Να σημειώσουμε πως ο Κοτζιούλας γνώριζε το έργο του Καββαδία από το 1933, καθώς έγραψε σχετικό άρθρο στο τρίτο τεύχος του περιοδικού “Ρυθμός” (Νοέμβριος του 1933).

Αναφορά στην αντιστασιακή ποίηση του Καββαδία έκανε και ο μαρξιστής ιστορικός Γιάνης Κορδάτος στο βιβλίο του “Ιστορία της Νεοελληνικής λογοτεχνίας”. Συγκεκριμένα, στο κεφάλαιο “Τα Θούρια της Εθνικής Αντίστασης”, ο Κορδάτος γράφει πως ο Νίκος Καββαδίας στην περίοδο της Κατοχής επιστρατεύει τη μούσα του, ξεχνώντας «τα παλιά μεράκια του, τη θάλασσα, τους ναυτικούς, τα λιμάνια και τις πόλεις του Ατλαντικού και κηρύχνει με ρωμαλέους στίχους τον πόλεμο ενάντια στο φασισμό».

χειρόγραφη αφιέρωση του Νίκου Καββαδία πάνω στο βιβλίο του “Βάρδια” που δώρισε στον ποιητή Κώστα Βάρναλη

Ο Νίκος Καββαδίας έγραψε συνολικά έξι πολιτικά ποιήματα, από τα οποία μόλις τα δύο δημοσιεύθηκαν σε συλλογές του. Το πρώτο του αντιστασιακό ποίημα (“Αθήνα 1943”) δημοσιεύθηκε τον Δεκέμβριο του 1943 στο παράνομο περιοδικό “Πρωτοπόροι”, μηνιαίο φιλολογικό όργανο των λογοτεχνών του ΕΑΜ, με το ψευδώνυμο Α. Ταπεινός. Στην κατάληξη του ποιήματος ο Καββαδίας τραγουδά τον πόθο της απελευθέρωσης από τον ζυγό του ναζί κατακτητή:

Μήνα το μήνα και πληθαίνουν οι πιστοί,
ώρα την ώρα και φουντώνει το μελίσσι
ως τη στιγμή που μες στους δρόμους θ’ ακουστεί
η μουσική που κάθε στόμα θα λαλήσει.

Γνωστότερο έμελλε να γίνει το ποίημα για τον αντιφασίστα ποιητή Φεντερίκο Γκαρθία Λόρκα που εκτελέστηκε από τους φρανκιστές. Ο Καββαδίας δημοσίευσε το ποίημα στις 19 Μαΐου του 1945 στο αριστερό περιοδικό “Ελεύθερα Γράμματα”, κατά τη διάρκεια της περιόδου της “λευκής τρομοκρατίας”. Με αφορμή τη δολοφονία του Λόρκα, τον ισπανικό εμφύλιο, την καταστροφή της Γκερνίκα κλπ, ο Καββαδίας βρίσκει την ευκαιρία να μιλήσει και για την Ελλάδα της Κατοχής, για τους διακόσιους εκτελεσμένους κομμουνιστές στο σκοπευτήριο της Καισαριανής την πρωτομαγιά του 1944 και τη ναζιστική θηριωδία στο Δίστομο στις 10 Ιουνίου του 1944. Το ποίημα, όπως αναφέρθηκε πιο πάνω, εντάχθηκε το 1947 στη συλλογή “Πούσι”.

Το τρίτο πολιτικό του ποίημα το δημοσίευσε ο Καββαδίας στο 51ο τεύχος της επονίτικης “Νέα Γενιάς”, στις Ιουνίου του 1945:

Στον τάφο του Επονίτη

Επέταξα τη σάκα μου και τρέχω με τουφέκια
Μικρούλης φαίνομαι Αδερφέ, το μάτι δεν με πιάνει
Στη μάχη όμως κουβάλησα χιλιάδες τα φουσέκια
κι ακόμα μ’ είδαν Γερμανούς να στρώνω στο ρουμάνι.
Στη γειτονιά με ξέχασε το τόπι, το ξυλίκι.
Και μοναχά που πέρναγα με το χωνί στο στόμα.
Παιδί! Μα με λογάριασαν οι λυσσασμένοι λύκοι.
Τεράστιο το κουράγιο μου. Και πού να δεις ακόμα.
Μια μέρα μας μπλοκάρανε. Δυο εμείς και αυτοί σαράντα,
Σφαίρα τη βρήκε την καρδιά που’μοιαζε με γρανίτη.
Σε μια γωνιά με θάψανε χωρίς ανθούς, μα πάντα
Σα ρόδο θα μοσκοβολάει ο τάφος του Επονίτη.

Η “Αντίσταση”, το τέταρτο πολιτικό ποίημα του Καββαδία, δημοσιεύθηκε στο 14ο φύλλο του περιοδικού “Ελεύθερα Γράμματα” στις 10 Αυγούστου του 1945 και αφιερώθηκε στην κομμουνίστρια Μέλπω Αξιώτη. Το ποίημα εντάχθηκε από την ΕΑΜίτισσα συγγραφέα Φούλα Χατζηδάκη στην ανθολογία “Τραγούδια της Αντίστασης”, η οποία εκδόθηκε τον Οκτώβρη του 1951. Στην “Αντίσταση”, ο Καββαδίας κάνει για μια ακόμα φορά αναφορά στον Λόρκα και τον αντιφασιστικό αγώνα της Ισπανίας. Επιπλέον, αναφέρεται και στην Πασιονάρια Ντολόρες Ιμπάρουρι, επικεφαλής του Ισπανικού Κομμουνιστικού Κόμματος από το 1942 έως το 1960. Οι τελευταίες δύο στροφές του ποιήματος κάνουν αναφορά στη γερμανική κατοχή και τη μάχη του Δεκέμβρη, ενώ εξισώνουν τον Άρη Βελουχιώτη (που είχε σκοτωθεί λίγους μήνες πριν καταδιωκόμενος από τους μοναρχοφασίστες και αποκηρυγμένος από το κόμμα του) με τον Διάκο και τον Κολοκοτρώνη:

Κύμα θανάτου ξαπολυούνται οι Γερμανοί.
Τ’ άρματα ζώνεσαι μ’ αρχαία κραυγή πολέμου.
Κυνήγι παίζουνε μαχαίρι και σκοινί,
οι κρεμασμένοι στα δεντρά, μπαίγνιο του ανέμου.

Κι’ απέ Δεκέμβρη στην Αθήνα και Φωτιά.
Τούτο της Γης το θαλασσόδαρτο αγκωνάρι.
Λικνίζει κάτου από το Δρύ και την Ιτιά
το Διάκο, τον Κολοκοτρώνη και τον Άρη.

Λίγες ημέρες πριν τη δημοσίευση της “Αντίστασης” τον Ιούνιο του 1945, ο Νίκος Καββαδίας συνυπέγραψε κείμενο διαμαρτυρίας, ζητώντας την «προστασία της ελευθερίας της σκέψης και των δημοκρατικών ελευθεριών του ελληνικού λαού». Μαζί με τον Καββαδία το κείμενο συνυπογράψανε σπουδαίες μορφές των ελληνικών γραμμάτων, όπως ο Καζαντζάκης, ο Σικελιανός, ο Βάρναλης, ο Ρίτσος, ο Κόντογλου, ο Τάσσος και η Αλεξίου. Αφορμή στάθηκε το πογκρόμ που εξαπέλυσαν παρακρατικοί κατά αριστερών εφημερίδων και καλλιτεχνών  Ένα χρόνο μετά, τον Ιούνιο του 1946, η κυβέρνηση Τσαλδάρη προώθησε το τρομερό Γ’ Ψήφισμα, βάσει του οποίου χιλιάδες κομμουνιστές βρέθηκαν στο στόχαστρο του νέου «αντικομμουνιστικού κράτους των εθνικοφρόνων», γεμίζοντας τις φυλακές, τους τόπους εξορίας και τα εκτελεστικά αποσπάσματα. Τότε, πλήθος Ελλήνων λογοτεχνών υπέγραψε κείμενο διαμαρτυρίας εναντίον του ψηφίσματος: Σικελιανός, Βάρναλης, Θεοτοκάς, Βενέζης, Ρίτσος, Κορδάτος, Βρεττάκος, Λουντέμης, Χαντζής, Αξιώτη. Ανάμεσά τους και ο Νίκος Καββαδίας. Κάποιοι εκ των υπογραφόντων, όπως ο Βενέζης και ο Θεοτοκάς, λίγο καιρό αργότερα ευθυγραμμίστηκαν πλήρως με τον κρατικό αντικομμουνισμό…

Παρά τη στήριξη του Βάρναλη, ο Καββαδίας αντιμετωπίστηκε με επιφυλακτικότητα από κάποιους κύκλους της αριστερής διανόησης. Η τέχνη του δεν ήταν αρκούντως στρατευμένη και ο ίδιος ήταν εξαιρετικά φειδωλός ως προς την πολιτική του τοποθέτηση. Χρειάστηκαν να περάσουν πολλά χρόνια για να κάνει επίσημη επανεμφάνιση, δίνοντας μια σύντομη συνέντευξη στην πατρινή αριστερή εφημερίδα «Δημοκρατική πορεία», στις 20 Φεβρουαρίου του 1966. Σύμφωνα με τον Γεράσιμο Ρηγάτο, η συνέντευξη αυτή, παρότι δεν είχε κανένα πολιτικό περιεχόμενο, δημιούργησε κλίμα εμπιστοσύνης, ώστε να δοθεί τον Μάρτιο του 1967 συνέντευξη στο φίλα προσκείμενο στη Δημοκρατική Νεολαία Λαμπράκη έντυπο «Πανσπουδαστική».

Σε ερώτηση πώς εξηγεί την αγάπη που έδειξαν για την ποίησή του τα πλατύτερα στρώματα, απάντησε: «Είναι γιατί κι εγώ αγαπάω αυτά τα πλατύτερα στρώματα. Ζω μαζί τους. Κι αυτά που γράφω είναι ο δικός τους μόχθος –κι ο δικός μου». Στη συνέχεια, σαν μια κατάφαση στο φοιτητικό κίνημα που αναπτύχθηκε με ραγδαίους ρυθμούς στη δεκαετία του ’60, ο Καββαδίας εκδηλώνει το θαυμασμό του για τους φοιτητές: «Τους εθάυμασα στην Κατοχή, όταν περιφρονούσαν καθημερινά τους επιδρομείς, Ιταλούς και Γερμανούς. Και τους χαίρομαι ακόμα, όταν αψηφούν σε κάθε κρίσιμη ώρα τις αρνητικές δυνάμεις». Στο τέλος, ο ποιητής εκφράζει την έντονη δυσφορία του για τη μεταστροφή του Αμερικάνου συγγραφέα Τζον Στάινμπεκ και τη στήριξη που προσέφερε στον βρώμικο πόλεμο των ΗΠΑ στο Βιετνάμ: «Για εμένα έχει πέσει πια τελείως. Όχι από προκατάληψη. Από σιχαμάρα πια. Γιατί εκείνα τα ωραία πράγματα που έγραψε, υποτίθεται ότι είναι ψεύτικα. Τους έδωσε μια και τα πέταξε με το πόδι του, όταν κάθισε και είπε εκείνα τα βρωμερά για τους ανθρώπους που σφάζονται, αποκαλώντας τους γιους πουτάνας». Όπως συχνά έλεγε ο Καββαδίας στους φίλους του: «Θα προτιμούσα να έχω στο κεφάλι μου, αντί για το μυαλό του Στάινμπεκ, τα σκατά ενός μικρού Βιετναμέζου».

Στο τεύχος αυτό της Πανσπουδαστικής, αφιέρωσε ο Καββαδίας το πέμπτο πολιτικό του ποίημα:

Σπουδαστές

Σας είδα κάτου από την πύρινη βροχή

Με τα πλακάτ και τα σκουτιά τα ματωμένα

Εσάς που κάματε τη δύσκολη αρχή

Κείνα τα χρόνια τα βαριά τα κολασμένα

Σήμερα βλέπω τα δικά σας τα παιδιά

Σμάρι πηχτό μες στου πελάγου τη σπιλιάδα

Πάντα καταντίκρα στην κάθε αναποδιά

Και σ’ όσους πάνε να σταυρώσουν την Ελλάδα.

Κατά τη διάρκεια της χούντας, ο Καββαδίας δεν πήρε ενεργό μέρος στην αντιδικτατορική πάλη, αλλά σύμφωνα με αναφορές βοήθησε ως σύνδεσμος ανάμεσα σε αντιστασιακές οργανώσεις στο εσωτερικό και το εξωτερικό και ανέλαβε την προστασία των Ελλήνων αριστερών που διέφευγαν από την Ελλάδα με πλαστά διαβατήρια. Ένιωθε τύψεις που δεν συμμετείχε στην εξέγερση του Πολυτεχνείου, αλλά αρνήθηκε με πείσμα να ενσωματωθεί στο νέο καθεστώς. Όπως ο ίδιος διηγήθηκε στον Μήτσο Κασόλα: «Άσε με, πέρασα άσκημα εκείνες τις μέρες. Είχα προβλήματα, όπως και πολλοί μας, με τη συνείδησή μου. Τώρα θα σου πω κάτι άλλο. Μια μέρα, η ώρα δύο τη νύχτα, χτυπάει το τηλέφωνο. Ήταν ένας γιατρός, φίλος μου. Μου λέει: “Νίκο, σε θέλω, να έρθεις σπίτι μου, τώρα”. Σηκώνομαι, ντύνομαι. “Τέτοια ώρα;” μου λέει η αδερφή μου. “Τέτοια, φίλος μου είναι. Πώς εγώ όποια ώρα τον φωνάζω και έρχεται;” Όταν φτάνω κοντά στο σπίτι του γιατρού, βλέπω τζιπ, μοτοσικλέτες, αστυνομία. Ρωτάω: “Τι συμβαίνει;” “Στο σπίτι του κ. καθηγητού είναι ο κ. Παπαδόπουλος”. Κόβω δρόμο και ακόμα φεύγω. Με ήθελε ο φίλος να με γνωρίσει στον Παπαδόπουλο. Θα του μίλησε για μένα. Ο Παπαδόπουλος θα μου έκανε φιλοφρονήσεις. Κι άμα σε παινεύουν, διάβολε, αν δεν μιλάς, χαμογελάς. Σκέψου τώρα να χαμογελάσω στον Παπαδόπουλο. Θα μούντζωνα τον εαυτό μου για όλη μου τη ζωή».

Μεσούσης της χούντας, το 1972, ο Καββαδίας έγραψε το έκτο και τελευταίο πολιτικό του ποίημα, το “Guevara”, αφιερωμένο στο θάνατο του Αργεντίνου κομμουνιστή. Το ποίημα δημοσιεύθηκε για πρώτη φορά στο παράνομο έντυπο “Θούριος” της οργάνωσης Ρήγας Φεραίος. Στο ποίημα γίνεται για μια ακόμα φορά αναφορά στον Λόρκα, αλλά και στους ηγέτες του Λατινοαμερικάνικου εθνικοαπελευθερωτικού κινήματος Σιμόν Μπολιβάρ και Χοσέ Μαρτί.

Τελευταία πολιτική πράξη του Νίκου Καββαδία ήταν η συμμετοχή του στην καμπάνια για αντιμοναρχική ψήφο στο δημοψήφισμα του Δεκεμβρίου του 1974 για τη μορφή του πολιτεύματος μετά την κατάρρευση της χούντας. Λίγες ημέρες μετά, στις 10 Φεβρουαρίου του 1975, ο μεγάλος ποιητής άφησε την τελευταία του πνοή μετά από εγκεφαλικό επεισόδιο. Πέθανε στην στεριά και όχι στη θάλασσα, όπως επιθυμούσε, κι έτσι είχε «μια κηδεία, σαν των πολλών ανθρώπων τις κηδείες».

Όπως έλεγε ο ίδιος σε συνέντευξή του: «Το πιο δύσκολο είναι να ζεις στην πολιτεία, όχι στη θάλασσα. Φοβάμαι τη στεριά, το χώμα. Ο βυθός ανοιχτά είναι καθαρός (…) Ζαλίζομαι στη στεριά. Το πιο δύσκολο ταξίδι, το πιο επικίνδυνο, το ’καμα στην άσφαλτο, από το Σύνταγμα στην Ομόνοια. Εσείς οι στεριανοί μας λυπάστε γιατί δεν έχουμε σπίτι, γιατί περπατάμε με ανοιχτά πόδια, γιατί φοράμε τσαλακωμένα πουκάμισα κι ασιδέρωτα ρούχα στο πόρτο. Εγώ σας χαίρομαι. Σίγουρο κρεβάτι, ήρεμος ύπνος. Καφέ στο κομοδίνο κι εφημερίδες. Εκδρομή το σαββατοκύριακο με κεφτέδες. Όμως δεν αλλάζω τη δουλειά μου με τη δική σας, ούτε για μια μέρα».

Πολύκαρπος Γ.

Δημοσιευμένο στο 20ο τεύχος του Ζερμινάλ: https://ipposd.org/2025/03/11/politikos-kavvadias/