Ταξική Αντεπίθεση | Για τη σιωνιστική τρομοκρατική επίθεση στο πλοίο Conscience του Στόλου Ελευθερίας στη Μάλτα & τη σχέση Ισραήλ –ΕΕ (και Ελλάδας)
[Στις 6 Μαΐου πραγματοποιήθηκε στον πολιτικό χώρο της Ταξικής Αντεπίθεσης (Καλλιδρομίου 49), συζήτηση μέσω skype με το σύντροφο και μέλος του Στόλου Ελευθερίας Τάκη Πολίτη σχετικά με την πρόσφατη τρομοκρατική επίθεση του Ισραήλ σε αποστολή αλληλεγγύης στη Γάζα στα ανοιχτά της Μάλτας. Ήταν μια πολύ ενδιαφέρουσα εκδήλωση, στην οποία ο Τ. Πολίτης αφού εξιστόρησε το χρονικό της επίθεσης στο πλοίο και την προετοιμασία της αποστολής, ανέπτυξε τις σκέψεις του για σειρά ζητημάτων που αφορούν το παλαιστινιακό ζήτημα και το κίνημα αλληλεγγύης στην Παλαιστίνη, ενώ απάντησε στη συνέχεια σε ερωτήσεις συντρόφων. Το παρακάτω κείμενο, βασίστηκε μεταξύ άλλων και σε σκέψεις που δημιουργήθηκαν ύστερα από αυτήν την εκδήλωση]
Για την τρομοκρατική επίθεση του σιωνιστικού κράτους στο πλοίο «Conscience» του Στόλου Ελευθερίας στη Μάλτα και τη σχέση ΕΕ Ισραήλ (και Ελλάδας)
Ο ανυπόταχτος και μαχόμενος παλαιστινιακός λαός αντιμετωπίζει μια συνεχιζόμενη γενοκτονική επίθεση από το σιωνιστικό κράτος του Ισραήλ, υπό την αιγίδα του ευρωατλαντικού άξονα ΗΠΑ-ΕΕ. Η Γάζα, μετά από μήνες πολιορκίας, βιώνει μια ανθρωπιστική καταστροφή: αποκλεισμός της ανθρωπιστικής βοήθειας, εκτεταμένος υποσιτισμός, καταστροφή υποδομών και μαζικές δολοφονίες αμάχων. Η πρόσφατη τρομοκρατική επίθεση με drones στο πλοίο «Conscience» του Στόλου της Ελευθερίας, που μετέφερε ανθρωπιστική βοήθεια στον αποκλεισμένο λαό της Γάζας, αποτελεί μία ακόμη κραυγαλέα απόδειξη της βαρβαρότητας και του φασιστικού χαρακτήρα του σιωνιστικού καθεστώτος. Το πλοίο, που έπλεε σε διεθνή ύδατα στα ανοικτά της Μάλτας, δέχθηκε στοχευμένη επίθεση, προκαλώντας πυρκαγιά και σοβαρές ζημιές, σε μια προφανή απόπειρα εκφοβισμού και παραδειγματισμού.
Ο Στόλος της Ελευθερίας αποτελεί μια αποστολή αλληλεγγύης και εναντίωσης στο διεθνές καθεστώς συγκάλυψης της σιωνιστικής γενοκτονίας, ένα μήνυμα ελπίδας και αξιοπρέπειας από λαούς και κινήματα που εμπνεόμενοι από τον αγώνα του παλαιστινιακού λαού αρνούνται να αποδεχθούν τον αποκλεισμό της Γάζας ως την νέα επιβαλόμενη “κανονικότητα”. Το πλήγμα εναντίον του στόλου συνιστά μια ακόμα απροκάλυπτη δήλωση των σιωνιστών ότι δεν θεωρούν καν ότι ο παλαιστινιακός λαός δικαιούται να επιβιώνει, να αντιστέκεται, να ελπίζει. Πρόκειται για μια επίδειξη κυριαρχίας και ατιμωρησίας, ένα ξεκάθαρο μήνυμα προς κάθε φωνή αλληλεγγύης, πως κανένας δεν μπορεί να παρεμβάλει ούτε μια χειρονομία ανθρωπιάς στη σιωνιστική στρατηγική του αργού αφανισμού του παλαιστινιακού λαού. Με αυτή την ενέργεια, το σιωνιστικό κράτος του Ισραήλ επιχειρεί να εμπεδώσει και να επισημοποιήσει μια νέα φάση του εποικιστικού του σχεδίου. Δεν αρκείται πλέον στην περιθωριοποίηση, την εκτόπιση ή την απομόνωση του παλαιστινιακού λαού, ο τελικός του στόχος είναι ο πλήρης αφανισμός του
–Η «ανθρωπιστική» εκεχειρία του Ιανουαρίου στη Γάζα
Η σιωνιστική στρατηγική εξόντωσης αναδιαμορφώθηκε τους τελευταίους μήνες, ύστερα από τη στρατιωτική και πολιτική αποτυχία του IDF και της κυβέρνησης του Νετανιάχου να καταστείλει την παλαιστινιακή αντίσταση, παρά την πολύμηνη πολιορκία και τα χτυπήματα κατά της Γάζας. Το πείσμα, η αντοχή και η μαχητικότητα του παλαιστινιακού λαού υποχρέωσαν τη σιωνιστική ηγεσία σε αναδίπλωση και επαναχάραξη σχεδιασμού.
Σε πλήρη συντονισμό με τις ιμπεριαλιστικές δυνάμεις του ευρωατλαντικού άξονα, το Ισραήλ προχώρησε στη συμφωνία μιας υποτιθέμενης «ανθρωπιστικής εκεχειρίας», μια πρωτοβουλία που εξυπηρετούσε ποικίλες σκοπιμότητες για όλους τους βασικούς δυτικούς παίχτες. Για το ίδιο το σιωνιστικό καθεστώς, αποτέλεσε έναν απαραίτητο τακτικό ελιγμό αναδίπλωσης και ανασύνταξης, σε μια περίοδο που είχε υποστεί σοβαρά πλήγματα από την παλαιστινιακή και την λιβανέζικη αντίσταση. Για τον Τραμπ πρόσφερε μια διπλή ευκαιρία μιας και από τη μία μπόρεσε να παρουσιαστεί επικοινωνιακά ως ο μόνος που «μέσα σε μια βδομάδα» πέτυχε αυτό που δεν μπόρεσαν οι Δημοκρατικοί -ένα ναρκισσιστικό αφήγημα αυταρέσκειας με απολυταρχικά υπονοούμενα, απολύτως συμβατό με τον χαρακτήρα της διοίκησής του-, και από την άλλη, να συνεχίσει τη στροφή της αμερικανικής εξωτερικής πολιτικής προς τον πραγματικό, αναδυόμενο στρατηγικό αντίπαλο των ΗΠΑ την Κίνα. Στο πλαίσιο αυτής της γεωπολιτικής αναδιάταξης, η Ουάσινγκτον επιδιώκει μεθοδικά μια σχετική απεμπλοκή από τη διαρκή στρατιωτική παρουσία στη Μέση Ανατολή, αναβαθμίζοντας έτσι τον ρόλο του ισραηλινού τοποτηρητή σε έναν ακόμα πιο άμεσο διαχειριστή των δυτικών συμφερόντων στην περιοχή, με πλήρη ελευθερία κινήσεων.
Για τις ευρωπαϊκές κυβερνήσεις παράλληλα, η εκεχειρία άνοιγε έναν χώρο για να φορέσουν ένα υποκριτικό «ανθρωπιστικό προσωπείο» και να απομακρύνουν προσωρινά την πολιτική και ηθική τους ευθύνη για τη συνενοχή τους στο συνεχιζόμενο έγκλημα. Την ίδια στιγμή, το Ισραήλ αξιοποιούσε τη «νεκρή ζώνη» της εκεχειρίας για να οργανώσει την επόμενη φάση της γενοκτονικής του επίθεσης, να ενισχύσει τη θέση του ως παρεμβατική δύναμη στην περιοχή και να προετοιμάσει το έδαφος για τη στρατηγική του παρουσία στην επικείμενη μετα-Άσαντ εποχή στη Συρία.
Δεν επρόκειτο, λοιπόν, για μια κίνηση ειρήνευσης, αλλά για μια συνειδητή στρατηγική αλλαγή στις τακτικές και τις μεθόδους που φιλοδοξεί να φέρει την οριστική εξόντωση. Η στρατιωτική μηχανή του IDF, αφού απέτυχε να κάμψει την αντίσταση επί του πεδίου, επανέρχεται με όπλα την πείνα, την έλλειψη ιατροφαρμακευτικής περίθαλψης και την πλήρη απομόνωση. Η σιωνιστική εξουσία έχει πλέον καταστήσει σαφές ότι για την ίδια, η μοναδική τελική λύση στο παλαιστινιακό είναι η φυσική εξόντωση ενός λαού που τολμά να αντιστέκεται. Και αυτό αποτελεί μια δομική θέση της σιωνιστικής επικυριαρχίας στην περιοχή που άρχισε να καλλιεργείται ήδη από την ίδρυση του και με το πέρασμα των χρόνων και την εδραίωση της ηγεμονίας του ξεπρόβαλε όλο και περισσότερο το ολοκληρωτικό αποικιοκρατικό του πλαίσιο.
–Ο ιστορικός ρόλος του σιωνιστικού κράτους ως οπλισμένο χέρι των ευρωατλαντικού ιμπεριαλισμού στη Μέση Ανατολή
Το σιωνιστικό κράτος, κατασκεύασμα του ευρωατλανικού ιμπεριαλιστικού μπλοκ, δεν έπεσε απλώς ως “από μηχανής θεός” το 1948 στην καρδιά της Μέσης Ανατολής· επιβλήθηκε με φωτιά και σίδερο. Περικυκλωμένο από λαούς που εξαρχής το αντιμετώπισαν ως εχθρό και εισβολέα, επιχείρησε και ως ένα βαθμό πέτυχε να εδραιώσει την ανιστόρητη αφήγηση υπεροχής του ως ένα “πολιτισμικά ανώτερο” και “νομιμοποιημένο εκ φύσεως και θεϊκής εντολής” στην περιοχή μέσα από μια στρατηγική μηδενικής ανοχής στην παραμικρή αμφισβήτηση, οικοδομώντας ένα καθεστώς διαρκούς πολέμου, μαζικής καταστολής και συστηματικής εξόντωσης κάθε μορφής αντίστασης. Η στρατιωτική και τεχνολογική του υπεροπλία —καρπός της διαρκούς οικονομικής, πολιτικής και εξοπλιστικής στήριξης από τις ΗΠΑ και τους ευρωατλαντικούς συμμάχους— αποτέλεσε τον κρίσιμο παράγοντα για την επιβολή του σε μια περιοχή που ποτέ δεν το αποδέχτηκε.
Η επιβίωσή του είναι άρρηκτα δεμένη με την ικανότητά του να παραμένει το «τρελό σκυλί» του ιμπεριαλισμού στη Μέση Ανατολή — ο απρόβλεπτος αλλά απαραίτητος εντολοδόχος, έτοιμος να δαγκώσει όποιον θεωρηθεί απειλή. Ένα μόρφωμα που, αν υποστεί σοβαρή ήττα ή αμφισβήτηση της κυριαρχίας του, κινδυνεύει όχι απλώς να χάσει έδαφος, αλλά να απογυμνωθεί από τη μυθολογία του “ανίκητου” και να καταρρεύσει. Γι’ αυτό και η επιβίωσή του απαιτεί συνεχή κτηνωδία, γιατί το ίδιο έχει οικοδομηθεί πάνω σε αυτήν και έτσι ακριβώς δεν μπορεί να επιτρέψει καμία ύπαρξη που να του υπενθυμίζει ότι δεν είναι ανίκητος, κανέναν λαό που να αρνείται να υποταχθεί, καμία αμφισβήτηση της υποτιθέμενης υπεροχής του, καμία παρουσία που να θυμίζει ότι ο εποικισμός δεν είναι ειρήνη, γιατί ακριβώς κάτι τέτοιο θέτει υπό αμφισβήτηση τα ίδια τα θεμέλια της ύπαρξης του. Και όσο ο παλαιστινιακός λαός συνεχίζει να υπάρχει, να στέκεται όρθιος και να αγωνίζεται, τόσο το σχέδιο επικυριαρχίας τους στην περιοχή θα αποσταθεροποιείται και δεν θα μπορεί να ολοκληρωθεί.
–Για τη συμμαχία Ελλάδας Ισραήλ
Στο πλαίσιο αυτό, το ελληνικό κράτος και οι κυρίαρχες μερίδες του ελληνικού κεφαλαίου έχουν ευθυγραμμιστεί πλήρως με τις στρατηγικές κατευθύνσεις του ευρωατλαντικού ιμπεριαλισμού, επιδιώκοντας να αναβαθμίσουν τη γεωπολιτική τους θέση μέσω της στενής συνεργασίας με το σιωνιστικό καθεστώς. Το ελληνικό κράτος ακολουθεί μια εξωτερική και οικονομική πολιτική που επιδιώκει να το καταστήσει σε έναν οργανικό σύμμαχο του Ισραήλ στην νοτιοανατολική Μεσόγειο, προσφέροντας όχι μόνο πολιτική κάλυψη και στρατιωτικές υποδομές —όπως οι αμερικανονατοϊκές βάσεις— αλλά και ενεργή συμμετοχή σε εμπορικές, εξοπλιστικές και ενεργειακές συμφωνίες. Παράλληλα, παράγοντες του σιωνιστικού κεφαλαίου βρίσκουν πρόσφορο έδαφος κερδοσκοπίας και πλουτισμού στην ελληνική οικονομία, επενδύοντας στρατηγικά σε τομείς όπως ο τουρισμός, το real estate, η τεχνολογία και η ενέργεια, αξιοποιώντας τις δομικές εξαρτήσεις μιας ως επί το πλείστον παρασιτικής καπιταλιστικής οικονομίας σε κρίση.
Ιδιαίτερο βάρος φέρει η διαρκής και εντεινόμενη σύμπραξη στον τομέα της ενέργειας, όπου οι ελληνικοί εφοπλιστικοί και ενεργειακοί όμιλοι βρίσκουν στο Ισραήλ έναν πρόθυμο εταίρο για την εκμετάλλευση των υποθαλάσσιων πηγών φυσικού αερίου και την προώθηση νέων ενεργειακών αξόνων στην Ανατολική Μεσόγειο. Τα παραπάνω ενεργειακά εγχειρήματα δεν έχουν απλώς τεράστια οικονομικά και καπιταλιστικά συμφέροντα, αλλά αποτελούν μια στρατηγικής σημασία προσπάθεια του ελληνικού καπιταλιστικού σχηματισμού να ενισχύσει τον ρόλο ως εν δυνάμει σημαντικός παίκτης στον έλεγχο των ενεργειακών ροών της κρίσιμης αυτής περιοχής. Μια φιλόδοξη στόχευση που αποκτά προοπτικές υπόστασης μόνο με βάση το απαραίτητο αντάλλαγμα του ξεπλύματος του γενοκτονικού καθεστώτος του Ισραήλ, προσφέροντάς του πρόσθετη νομιμοποίηση και επιχειρησιακή στήριξη.
Η σιωπή της ελληνικής κυβέρνησης μετά την επίθεση στο πλοίο «Conscience», παρ’ όλη την παρουσία έλληνα συντρόφου στο πλήρωμα, δεν ήταν ούτε τυχαία ούτε αμήχανη. Αντιθέτως, την ίδια στιγμή που διεθνώς καταγράφονταν αντιδράσεις, το ελληνικό κράτος προχωρούσε στην διεξαγωγή σε σχολεία του Πειραιά «Διήμερης Εκδήλωσης Αλληλεπίδρασης Ελληνικών και Ισραηλινών παραδόσεων και πολιτισμών». Ενώ παράλληλα λάμβανε χώρα η συνάντηση του υπουργού εξωτερικών Δένδια με τον Πρόεδρο της Κυπριακής Δημοκρατίας, Νίκο Χριστοδουλίδη στην έκθεση DEFEA μόλις λίγες ημέρες μετά την επίσκεψη του τελευταίου στο Ισραήλ και τις δηλώσεις του Νιετανιάχου για επικείμενη τριμερή σύνοδο με Ισραήλ και Ελλάδα με φόντο τις ενεργειακές εξελίξεις. Όλα τα παραπάνω δεν αφήνουν κανένα περιθώριο παρερμηνείας, η γενοκτονία στην Παλαιστίνη αντιμετωπίζεται ως “παράπλευρο κόστος” μπροστά στη στρατηγική στόχευση της ενεργειακής σύμπραξης και της γεωπολιτικής αναβάθμισης.
–Η σχέση Ισραήλ ΕΕ
Όμως η στάση του ελληνικού κράτους αποτελεί μόνο ένα παράδειγμα της συνολικότερης στάσης της Ε.Ε. απέναντι στην σιωνιστική επίθεση στο πλοίο «Conscience» που και αυτή με την σειρά της επικυρώνει για μια ακόμα φορά τη βαθιά συνενοχή της στη γενοκτονία της Παλαιστίνης. Στην ουσία, η Ε.Ε. επέλεξε να στηρίξει πολιτικά τους σιωνιστές, αποσιωπώντας και μη καταδικάζοντας την απροκάλυπτη τρομοκρατική ενέργεια του Ισραήλ εναντίον πολιτικής αποστολής αλληλεγγύης σε διεθνή ύδατα —παραβίαση κάθε έννοιας διεθνούς δικαίου και κυριαρχίας. Μια φυσική επιλογή αν αναλογιστεί κανείς πως τόσο η Ε.Ε. όσο και το σιωνιστικό κράτος του Ισραήλ, δημιουργήθηκαν για να αποτελέσουν δυο δομικά αλληλένδετα μετα-αποικιακά εργαλεία της ανασύνταξης του ευρωατλαντικού ιμπεριαλισμού μετά τον Β΄ παγκόσμιο πόλεμο.
Πιο συγκεκριμένα, η συγκρότηση της ΕΟΚ —με τις ευλογίες και τα κεφάλαια των Ηνωμένων Πολιτειών— από τις ευρωπαϊκές ελίτ των παλιών αποικιοκρατικών δυνάμεων, ανάμεσα στις οποίες συγκαταλέγονταν και πρόσωπα που είχαν διαδραματίσει ενεργό ρόλο τόσο στα αποικιοκρατικά όσο και στα φασιστικά και ναζιστικά καθεστώτα, υπήρξε κομβικό εργαλείο της καπιταλιστικής και γεωπολιτικής ανασυγκρότησης της Δυτικής Ευρώπης. Η διαδικασία αυτή αποτέλεσε αναγκαία συνθήκη για την επιβίωση και τη συνολική καπιταλιστική ολοκλήρωση του ευρωατλαντικού άξονα, ενισχύοντας το δυτικό μπλοκ τόσο απέναντι στην απειλή του σοβιετικού πόλου όσο και στο εσωτερικό του, απέναντι στην άνοδο της εργατικής τάξης. Η ανασυγκρότηση αυτή βασίστηκε στην άγρια εκμετάλλευση της ευρωπαϊκής εργατικής τάξης, που θα πυροδοτήσουν τα επόμενα χρόνια μεγάλους κοινωνικούς και ταξικούς αγώνες, αλλά και στην επαναδιαμόρφωση της σχέσης με τις πρώην αποικίες, ιδίως στην Αφρική όχι πλέον ως άμεσα διοικητικά εξαρτημένα εδάφη —κάτι που η αμερικανική ηγεμονία εντός του ιμπεριαλιστικού άξονα δεν επέτρεπε— αλλά ως περιοχές υπεργολαβικής εκμετάλλευσης πρώτων υλών, φθηνής εργασίας και γεωπολιτικής επιρροής. Τα ευρωπαϊκά κράτη ανέλαβαν ρόλο εγγυητή αυτής της σχέσης, καταστέλλοντας εθνικοαπελευθερωτικά κινήματα και στηρίζοντας αυταρχικά καθεστώτα, συνθέτοντας έτσι τον ευρωπαϊκό πυλώνα της μεταπολεμικής ιμπεριαλιστικής τάξης.
Αντίστοιχα, η ίδρυση του κράτους του Ισραήλ το 1948 αποτέλεσε την απάντηση του ευρωατλαντικού ιμπεριαλισμού στην ανάγκη ελέγχου της γεωστρατηγικά κρίσιμης ζώνης της Μέσης Ανατολής, μετά την κατάρρευση των άμεσων αποικιοκρατικών δομών. Το Ισραήλ, πατώντας στο προϋπάρχον σιωνιστικό εποικιστικό σχέδιο υπό τη βρετανική αιγίδα, εγκαθιδρύθηκε ως στρατιωτικά οργανωμένος και ιδεολογικά ενταγμένος κρατικός τοποτηρητής του ιμπεριαλιστικού μπλοκ. Ο ρόλος του δεν περιορίστηκε ποτέ σε έναν τοπικό πόλεμο με τους Παλαιστίνιους· ήδη από τις πρώτες δεκαετίες της ύπαρξής του, το Ισραήλ υπήρξε βασικός μοχλός άμεσων στρατιωτικών επεμβάσεων, δολιοφθορών και καταστολής σε ολόκληρη τη Μέση Ανατολή.
Έτσι, πρώτα η ΕΟΚ και μετέπειτα η ΕΕ και το Ισραήλ αποτέλεσαν τις δύο αλληλοσυμπληρούμενες όψεις του ευρωατλαντικού ιμπεριαλισμού στην ευρύτερη περιοχή. Με την πρώτη να αποτελεί έναν μηχανισμό καπιταλιστικής ενοποίησης και μετα-αποικιακής επιβολής και το δεύτερο, στρατιωτικός πυλώνας και γεωπολιτική σταθερά για τον ιμπεριαλισμό στη Μέση Ανατολή. Από τα ορυχεία και τις πρώτες ύλες της Αφρικής, μέχρι τα πετρέλαια της Αραβικής Χερσονήσου, οι δύο αυτοί μηχανισμοί λειτούργησαν και συνεχίζουν να λειτουργούν από κοινού για τη διατήρηση του ελέγχου, την καταστολή και της ροής πλούτου από τους λαούς της Αφρικής και της Μέσης Ανατολής προς τα ιμπεριαλιστικά κέντρα.
Από τη συγκρότηση αυτών των μετα-αποικιακών ιμπεριαλιστικών μηχανισμών μέχρι το σήμερα, έχει μεσολαβήσει μια βαθιά καπιταλιστική κρίση που έχει δημιουργήσει βαθιά ρήγματα στο εσωτερικό της δυτικής κυριαρχίας. Η αποδιάρθρωση της παραγωγικής βάσης, η σχετική παρακμή της ευρωπαϊκής καπιταλιστικής ισχύος και η ένταση των ιμπεριαλιστικών ανταγωνισμών —τόσο με αναδυόμενες δυνάμεις όσο και εντός του ευρωατλαντικού μπλοκ— έχουν οδηγήσει σε μια περίοδο πολιτικής αποσταθεροποίησης και έντονου κοινωνικού αναβρασμού. Σε αυτό το πλαίσιο όπου καταρρέει η δυνατότητα της δύσης να ηγεμονεύει παγκόσμια με όρους “δημοκρατίας” και “δικαιωμάτων”, ο φασισμός και ο ρατσισμός επανέρχονται ως βασικοί μηχανισμοί διατήρησης της ιμπεριαλιστικής τάξης, όχι ως “εκτροπή”, αλλά ως εγγυητές της βίαιης ανασυγκρότησης του καπιταλισμού μέσα από την τρομοκράτηση των λαών και την επιβολή της πιο βάρβαρης κανονικότητας.
Η Ε.Ε. και το σιωνιστικό κράτος του Ισραήλ, ως οι δύο βασικοί ιμπεριαλιστικοί πυλώνες της Μεσογείου, εισέρχονται σε αυτή τη νέα φάση στην πιο ξεδιάντροπη και βίαιη εκδοχή τους. Κυβερνώνται από ακροδεξιές, αυταρχικές ηγεσίες που επενδύουν πολιτικά στον αποκλεισμό, τη θανατοπολιτική και τον ολοκληρωτισμό. Από τη μαζική εξόντωση των Παλαιστινίων και τον ρατσιστικό εποικισμό, μέχρι τις πολιτικές μαζικής απέλασης, πνιγμού και εγκλεισμού των μεταναστών. Η Μεσόγειος μετατρέπεται σε πεδίο υλοποίησης αυτών των πολιτικών, μια θαλάσσια συνοριακή ζώνη, όπου οι ζωές των λαών της περιοχής παύουν να έχουν αξία και μετατρέπονται σε εμπόδιο προς εκκαθάριση. Σ’ αυτή τη νέα φάση, οι μηχανισμοί της ΕΕ και του σιωνιστικού κράτους λειτουργούν ως συγκοινωνούντα δοχεία: προωθούν από κοινού τον φασισμό ως πολιτική στρατηγική, τον ρατσισμό ως ενοποιητική αφήγηση και την εξόντωση ως θεμέλιο επιβολής. Το αποτέλεσμα είναι η μετατροπή της Μεσογείου σε μια τεράστια θάλασσα εγκλημάτων του ιμπεριαλισμού, μια λεκάνη που κρύβει τις δολοφονίες, τους αποκλεισμούς και τις στρατηγικές εξόντωσης που παράγουν, συγκαλύπτουν και αναπαράγουν οι ίδιοι.
Η πρόσφατη επίθεση στον Στόλο της Ελευθερίας δεν είναι ένα μεμονωμένο επεισόδιο της σιωνιστικής κρατικής τρομοκρατίας, αλλά είναι η παραστατική συμπύκνωση της βαθύτερης μεταβολής που έχει επέλθει στην περιοχή της Μεσογείου και στους παγκόσμιους καπιταλιστικούς συσχετισμούς εξουσίας. Σε αυτήν την επίθεση συναντώνται η εξοικείωση της Δύσης με την κανονικοποίηση του θανάτου, η πολιτική της γενοκτονίας ως εργαλείο στρατηγικής επιβολής, και η πλήρης μετάβαση από τη “μεταπολεμική τάξη” σε έναν νέο, ωμό ιμπεριαλιστικό ολοκληρωτισμό. Είναι το σημείο στο οποίο ο σιωνιστικός αποικιοκρατικός μηχανισμός παύει να δρα εντός συνόρων και αναλαμβάνει επιθετικά τον ρόλο του διεθνούς χωροφύλακα, υλοποιώντας επιθέσεις σε διεθνή ύδατα με την πλήρη ανοχή και κάλυψη των ιμπεριαλιστικών του συμμάχων.
Εντός αυτής της συγκυρίας, το ελάχιστο καθήκον μας απέναντι στη μετάβαση προς έναν ολοκληρωτικό ιμπεριαλισμό —που προδιαγράφει ένα μέλλον γεμάτο πολέμους, γενοκτονίες και φασισμό για τους λαούς— είναι να σταθούμε στο πλευρό των λαών της Μέσης Ανατολής, που αγωνίζονται με πείσμα απέναντι σε ένα από τα μεγαλύτερα τερατουργήματα που γέννησε ποτέ η ευρωπαϊκή αποικιοκρατία και εξέθρεψε ο ευρωατλαντικός άξονας. Ένα κατασκεύασμα που, όσο οι δομές του άξονα κλυδωνίζονται, μαίνεται όλο και πιο ανεξέλεγκτο.
Ο αγώνας αυτών των λαών, πέρα από το δίκαιο εθνικοαπελευθερωτικό του περιεχόμενο, αποτελεί την πιο ζωντανή και συγκλονιστική υπενθύμιση πως η επαναστατική ελπίδα μπορεί να επιβιώσει ακόμη και μέσα στη βαθύτερη βαρβαρότητα. Σε μια εποχή όπου το σκοτάδι του καπιταλισμού επιδιώκει να σκεπάσει τα πάντα, είναι το ήθος, η επιμονή και η ευρηματικότητα όσων αρνούνται να παραιτηθούν από το δικαίωμά τους στη ζωή, στην αξιοπρέπεια και στην αυτοδιάθεση, που αποδεικνύουν με τον πιο παραστατικό τρόπο πως ούτε η ιστορία έχει τελειώσει, ούτε οι λαοί είναι καταδικασμένοι να παραμένουν υποτελείς. Αντιθέτως, όταν το θελήσουν, μπορούν να πάρουν τις τύχες τους στα χέρια τους, να γίνουν οι ίδιοι πρωταγωνιστές της ιστορίας και να αμφισβητήσουν την ηγεμονία των ιμπεριαλιστών και των καπιταλιστικών τους δυνάστων. Και είναι ακριβώς αυτή η αντίσταση που αποτελεί πηγή έμπνευσης και γεννά τους υλικούς και πολιτικούς όρους για την αμφισβήτηση της καπιταλιστικής κυριαρχίας και της παγκόσμιας ιμπεριαλιστικής τάξης.και ακριβώς γι’ αυτό πληρώνει τόσο βαρύ τίμημα.
Ορμώμενοι και εμπνεόμενοι από αυτούς τους αγώνες οφείλουμε με την σειρά μας να αγωνιστούμε για να προσπαθήσουμε να οικοδομήσουμε ένα πραγματικό μαχητικό αντιμπεριαλιστικό και αντικαπιταλιστικό κίνημα που θα επιδιώξει την οριστική ρήξη με τις αλυσίδες εξάρτησης αυτού του τόπου από τους πολεμικούς, οικονομικούς και πολιτικούς μηχανισμούς του ευρωατλαντικού άξονα του ΝΑΤΟ και ΕΕ καθώς και από τους ντόπιους συμμάχους τους δηλαδή του ελληνικού κράτους και κεφαλαίου.