Στα σύνορα των ιμπεριαλιστικών πολέμων και της γενοκτονίας, οι γυναίκες μάχονται για ζωή, ελευθερία, δικαιοσύνη και αξιοπρέπεια.

Ο ιμπεριαλιστικός πόλεμος και η νεοαποικιοκρατία δεν εκδηλώνονται μόνο ως γεωπολιτικές στρατηγικές· συγκροτούν καθεστώτα βίας που διαπερνούν την κοινωνική ζωή στο σύνολό της. Στο Κονγκό, στο Σουδάν, στην Παλαιστίνη και σε πόσα ακόμη μέρη του κόσμου, στις ζώνες της κατοχής, του πολέμου και της γενοκτονίας, οι γυναίκες έρχονται αντιμέτωπες με τους βομβαρδισμούς και τον εκτοπισμό, τη σεξουαλική βία και τις επιπτώσεις που επιφέρει η κατάρρευση των δομών υγείας. Εκεί, η έμφυλη βία δεν αποτελεί απλά μια ακόμη έκφραση του πολέμου, αλλά εργαλείο επιβολής και ταπείνωσης, μηχανισμός πολιτισμικής πειθάρχησης, εξόντωσης και διάλυσης της κοινωνικής συνοχής.

Σε αυτές τις συνθήκες της πολύπλευρης, ωμής βίας, οι γυναίκες βρίσκουν τη δύναμη και το θάρρος να αντιστέκονται, αγωνιζόμενες για ζωή και ελευθερία απέναντι στην ιμπεριαλιστική βαρβαρότητα και τη διαιώνιση των πατριαρχικών δεσμών.

Τέτοιο είναι το παράδειγμα του Κονγκό, όπου τα μακρόχρονα εγκλήματα της δυτικής αποικιοκρατίας και των ιμπεριαλιστών έχουν βυθίσει τη χώρα σε έναν εμφύλιο σπαραγμό δίχως τέλος. Ιδιαίτερα στο ανατολικό τμήμα της χώρας, η σύγκρουση συνδέεται άμεσα με τον εκμετάλλευση και τον έλεγχο των φυσικών πόρων που τροφοδοτούν την παγκόσμια βιομηχανία τεχνολογίας και τα κέρδη πολυεθνικών εταιρειών. Η εξορυκτική δραστηριότητα λειτουργεί ως πεδίο εξουσίας και αιματηρής εκμετάλλευσης, συνδέοντας τη βία του πολέμου με την καθημερινή βία εις βάρος των γυναικών. Η σεξουαλική κακοποίηση γίνεται εργαλείο επιβολής και εκτοπισμού, ενώ εκατοντάδες χιλιάδες γυναίκες και παιδιά ζουν χωρίς καμία μορφή προστασίας. Σε πόλεις όπως η Γκόμα, ένοπλες ομάδες και κρατικοί στρατιώτες χρησιμοποιούν την έμφυλη βία ως όπλο για να διαλύσουν κοινότητες και να ελέγξουν ζωτικούς πόρους, με τις οργανώσεις του ΟΗΕ να καταγράφουν για το 2024 περισσότερες από 10.000 περιπτώσεις σεξουαλικής βίας συνδεδεμένες άμεσα με τη σύγκρουση.

Μέσα σε αυτές τις συνθήκες διάχυτης βαρβαρότητας, οι Κονγκολέζες γυναίκες στέκονται περήφανες: οργανώνονται σε τοπικά δίκτυα αλληλεγγύης και συλλογικότητες επιζωσών, προσφέροντας φροντίδα, ψυχολογική και νομική στήριξη, αλλά και καταγράφοντας τα εγκλήματα πολέμου. Γυναικείες συνεταιριστικές πρωτοβουλίες σε αγροτικές περιοχές δημιουργούν κοινότητες εργασίας και αλληλοϋποστήριξης, ανασυγκροτώντας κοινωνικούς δεσμούς μέσα στα ερείπια του πολέμου.

Δεν μπορούμε να μην μιλήσουμε για το Σουδάν, όπου η βία κατά των γυναικών λειτουργεί ως εργαλείο εξουσίας σε έναν εμφύλιο που τρέφεται από τις μετααποικιακές στρατιωτικές δομές, την καταλήστευση φυσικών πόρων και τις παρεμβάσεις περιφερειακών και ιμπεριαλιστικών δυνάμεων. Από τον Απρίλιο του 2023, η αντιπαράθεση ανάμεσα στις παραστρατιωτικές Δυνάμεις Ταχείας Υποστήριξης (RSF), οι οποίες στηρίζονται ανοιχτά από τα Ηνωμένα Αραβικά Εμιράτα, και τον Σουδανικό Στρατό (SAF), έχει μετατρέψει περιοχές όπως το Αλ Φάσερ στο Νταρφούρ σε ζώνες μαζικών σφαγών και πρακτικών γενοκτονίας. Πρόσφατες δορυφορικές εικόνες αποτύπωσαν λίμνες αίματος, ορατές από το διάστημα, αποκαλύπτοντας την έκταση της σφαγής που διαπράχθηκε στα τέλη Οκτωβρίου.

Σε αυτές τις περιοχές, γυναίκες έχουν καταγγείλει δημόσιους ομαδικούς βιασμούς, απαγωγές και κράτηση σε συνθήκες σεξουαλικής δουλείας, με τη σεξουαλική βία να λειτουργεί ως εργαλείο εθνοτικής εκκαθάρισης, πολιτικού ελέγχου και διάλυσης ολόκληρων κοινοτήτων. Η βία πατάει πάνω σε δεκαετίες κρατικής πατριαρχικής νομοθεσίας και θεσμικής καταστολής: ήδη από τη δεκαετία του ’90, η ενσωμάτωση της Σαρία στο οικογενειακό και ποινικό δίκαιο νομιμοποίησε την ανισότητα, επιβάλλοντας γάμους ανήλικων κοριτσιών, κηδεμονία από άνδρες συγγενείς, πολυγαμία και ποινές ραβδισμού ή θανάτου για γυναίκες που θεωρούνται ότι “παρεκκλίνουν” από τα κρατικά ηθικά πρότυπα. Αντίστοιχα, ο Ποινικός Κώδικας αντιμετώπισε τη μοιχεία και τον βιασμό μέσα από το ίδιο νομικό πρίσμα, απαιτώντας μαρτυρίες τεσσάρων ανδρών για την απόδειξη σεξουαλικής επίθεσης, καταδικάζοντας ουσιαστικά τις επιζώσες και μετατρέποντας τους βιασμούς σε κρατικά εγγυημένο μηχανισμό πειθάρχησης.
Κι όμως, μέσα σε αυτή την πολύπλευρη βαρβαρότητα, οι Σουδανές αντιστέκονται: σε συνοικιακές επιτροπές, σε παράνομα ιατρεία, σε υπόγεια αρχεία καταγραφής βιασμών.

Κατά την εξέγερση του 2018–2019 απέναντι στο καθεστώς Μπασίρ, οι γυναίκες βρέθηκαν στην πρώτη γραμμή των Επιτροπών Αντίστασης —δικτύων γειτονιάς που οργάνωσαν κινητοποιήσεις, περιφρούρηση, διάχυση πληροφοριών και αποκάλυψη κρατικών κατασταλτικών μηχανισμών, ακόμη και όταν το κράτος έκλεισε το διαδίκτυο και τα πανεπιστήμια. Γυναικείες συλλογικότητες στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης λειτουργούσαν ως δίκτυα στρατηγικής οργάνωσης, συντονίζοντας διαδηλώσεις και εντοπίζοντας πράκτορες της NISS, των RSF και παρακρατικών πολιτοφυλακών. Η εξέγερση κορυφώθηκε στη σφαγή της 3ης Ιουνίου 2019, όταν οι RSF δολοφόνησαν δεκάδες διαδηλωτές, πέταξαν σώματα στον Νείλο, εισέβαλαν σε νοσοκομεία και προέβησαν σε μαζικούς βιασμούς ως εργαλείο πολιτικής τιμωρίας και τρομοκράτησης. Παρά την ανατροπή του Μπασίρ, ο στρατός και οι πολιτοφυλακές παρέμειναν στον πυρήνα της εξουσίας, η γη συνεχίζει να παραδίδεται σε ξένα συμφέροντα και οι γυναίκες ζουν σε καθεστώς διαρκούς ελέγχου, εκτοπισμού και στρατοπεδικής διαβίωσης, αποδεικνύοντας πως η «μετάβαση» δεν σήμανε ρήξη αλλά αναδιάταξη της ίδιας εξουσίας.

                          *

Στο φόντο του πρόσφατου γενοκτονικού πολέμου, σε αυτό το κείμενο θα σταθούμε πιο πολύ στην Παλαιστίνη, μια εμβληματική έκφραση αυτής της πραγματικότητας, όπου η βία απέναντι στις γυναίκες διασταυρώνεται με τα δεινά της νεοαποικοκρατίας και του σιωνισμού.

Από τη Νάκμπα μέχρι σήμερα, οι Παλαιστίνιες έχουν υποστεί τη βίαιη αποκοπή από τη γη και την κοινότητά τους. Εκτοπισμοί, βιασμοί, κατεδαφίσεις σπιτιών, τιμωρητικά μπλόκα, αποκλεισμένη πρόσβαση σε φροντίδα υγείας και μητρότητας. Παράλληλα, ο αποκλεισμός ανθρωπιστικής βοήθειας, η καταστροφή σχολείων, νοσοκομείων και υποδομών ύδρευσης, καθώς και η συστηματική καταστροφή μέσων διατροφής έχουν μετατρέψει την επιβίωση σε διαρκή μάχη, με τις γυναίκες να επωμίζονται το βάρος της φροντίδας, της σίτισης και της προστασίας παιδιών και ηλικιωμένων.

Μετά το 2023, αυτή η βία πήρε ανοιχτά γενοκτονικές διαστάσεις: πάνω από 20.000 παιδιά έχουν σκοτωθεί στη Γάζα, ενώ γυναίκες γεννούν μέσα σε καταφύγια, χωρίς ρεύμα, αναισθησία ή ιατρική περίθαλψη. Η στοχοποίηση νοσηλευτριών, γιατρών, μαιών και εργαζομένων στην περίθαλψη —πολλές από τις οποίες σκοτώθηκαν ενώ περιέθαλπαν τραυματίες— αποδεικνύει ότι η αποικιοκρατική βία ιδιαίτερα τις γυναίκες ως φορείς κοινωνικής αναπαραγωγής και επιβίωσης. Το καθεστώς της βίας συνεχίζεται μέσα στις ισραηλινές φυλακές, όπου δεκάδες Παλαιστίνιες γυναίκες κρατούνται, πολλές εξ αυτών χωρίς κατηγορία ή δίκη. Η διοικητική κράτηση, οι αναφορές για σεξουαλική παρενόχληση, εξευτελισμό, στέρηση πρόσβασης σε δικηγόρους, αλλά και για βιασμούς, αποτελούν μέρος μιας αποικιοκρατικής πολιτικής πειθάρχησης, που χτυπά τις γυναίκες για να κάμψει έναν ολόκληρο λαό. Σε αυτό το πλαίσιο, η έμφυλη βία δεν λειτουργεί ως «παράπλευρη συνέπεια του πολέμου», αλλά ως μηχανισμός τρομοκράτησης, κοινωνικής διάλυσης και καταστολής της συλλογικής βούλησης για αντίσταση.

Στη Δυτική Όχθη, οι επιθέσεις εποίκων και IDF έχουν πολλαπλασιαστεί: εισβολές στα σπίτια, συλλήψεις μητέρων μπροστά στα παιδιά τους, ξυλοδαρμοί, δημόσιοι εξευτελισμοί. Επιπλέον, γυναίκες δημοσιογράφοι, διασώστριες και εργαζόμενες σε ανθρωπιστικές αποστολές στοχοποιούνται συστηματικά — όχι μόνο ως πολίτες, αλλά ως εκείνες που διατηρούν ζωντανά τα δίκτυα περίθαλψης, πληροφόρησης και αντίστασης.
Ερχόμενες αντιμέτωπες με βαθιά ριζωμένες πατριαρχικές δομές, οι Παλαιστίνιες γυναίκες έχουν διαδραματίσει επί δεκαετίες έναν αναπόσπαστο ρόλο στην Αντίσταση. Από τη Νάκμπα και τις πρώτες κοινότητες της προσφυγιάς έως τις σύγχρονες εξεγέρσεις, αποτέλεσαν τον αθέατο αλλά θεμέλιο άξονα της επιβίωσης και της συλλογικής οργάνωσης. Στα στρατόπεδα κράτησαν ζωντανή τη μνήμη της εκδίωξης, μετέφεραν μηνύματα, έκρυβαν αγωνιστές, οργάνωναν την καθημερινότητα υπό κατοχή και συγκρότησαν τα πρώτα δίκτυα κοινωνικής αλληλεγγύης — συχνά εκεί όπου οι πολιτικές δομές είχαν διαλυθεί.

Αυτή η παράδοση αντίστασης έχει ακόμη πιο βαθιές ρίζες. Πριν ακόμη από τη Νάκμπα, η οργάνωση Άνθη του Χρυσάνθεμου (Zahrat al-Uqhawan), ιδρυμένη στη Γιάφα από τις αδελφές Μοχίμπα και Αραμπίγια Χουρσίτ, ξεκίνησε ως κοινωνικό/εκπαιδευτικό δίκτυο τη δεκαετία του ’30 και, μέσα από την κλιμάκωση της βρετανικής και σιωνιστικής βίας, μετατράπηκε σε ένοπλη συλλογικότητα. Τα μέλη της μετέφεραν όπλα και πληροφορίες, παρείχαν περίθαλψη και συμμετείχαν σε επιχειρήσεις υπεράσπισης γειτονιών της Γιάφα. Με την πτώση της πόλης το 1948, διασκορπίστηκαν ως πρόσφυγες — αλλά η μνήμη της δράσης τους λειτούργησε ως ιστορικό υπόβαθρο για τις επόμενες γενιές γυναικών αγωνιστριών.

Μετά το 1967, με τη σκληρή κλιμάκωση της κατοχής και την ανάπτυξη των ένοπλων οργανώσεων, ο ρόλος των γυναικών γίνεται πιο δημόσιος. Στο PFLP γυναίκες όπως η Λέιλα Χάλεντ, η Σάντια Αμπού Γκαζάλεχ και η Αμίνα Νταχμπούρ ανέλαβαν επιχειρησιακούς ρόλους, αμφισβητώντας τις πατριαρχικές νόρμες και εντάσσοντας το γυναικείο ζήτημα στο ίδιο το εθνικοαπελευθερωτικό εγχείρημα. Αν και αριθμητικά μειοψηφικές, η παρουσία τους έθεσε ήδη από τα τέλη των ’60s το ερώτημα: ποια είναι η θέση των γυναικών στην απελευθέρωση και τι σημαίνει να αγωνίζεσαι ενάντια σε δύο εξουσίες — την αποικιοκρατία και την πατριαρχία;

Τομή στη μαζική γυναικεία οργάνωση αποτέλεσε το 1978 η ίδρυση της Επιτροπής Γυναικείας Εργασίας (WWC), που συγκρότησε χιλιάδες γυναίκες από χωριά, στρατόπεδα και εργατικές γειτονιές της Δυτικής Όχθης και της Γάζας. Επηρεασμένη από τις διεθνείς φεμινιστικές ζυμώσεις και την αυξανόμενη συμμετοχή των Παλαιστίνιων γυναικών στην εργασία και την εκπαίδευση, η WWC διεύρυνε την κοινωνική και ταξική βάση του αγώνα — και γι’ αυτό χτυπήθηκε από το Ισραήλ με κλεισίματα γραφείων, κατασχέσεις υλικών, ανακρίσεις και απειλές απέναντι σε μέλη της. Η δράση της αποτέλεσε το έδαφος πάνω στο οποίο θα ανθίσει η γυναικεία συμμετοχή στην Πρώτη Ιντιφάντα.

Στην Πρώτη Ιντιφάντα (1987–1993) οι γυναίκες κατέλαβαν ιστορική θέση. Συμμετείχαν σε διαδηλώσεις, συγκρούσεις, αντιπολιτευτικές επιτροπές γειτονιάς, δίκτυα περίθαλψης, σχολεία που λειτουργούσαν παράνομα, δομές αλληλοϋποστήριξης κρατουμένων. Δημιούργησαν μαζικές γυναικείες οργανώσεις που συνέδεσαν για πρώτη φορά τόσο καθαρά τον εθνικοαπελευθερωτικό αγώνα με τη φεμινιστική διεκδίκηση. Παράλληλα, αρκετές γυναίκες εντάχθηκαν στον ένοπλο αγώνα, διεκδικώντας ενεργό χώρο σε μια περίοδο που η αποικιακή βία κορυφωνόταν. Η Ιντιφάντα αποτέλεσε σχολείο πολιτικοποίησης και χειραφέτησης, που ανέτρεψε εδραιωμένες αντιλήψεις για τη θέση των γυναικών. Αν και η θεσμοποίηση του κινήματος και η άνοδος συντηρητικών πιέσεων ανέκοψαν μέρος της δυναμικής, η παρακαταθήκη της παρέμεινε καθοριστική: από εκεί και πέρα, το γυναικείο υποκείμενο ήταν αδύνατο να αγνοηθεί.

Από τη Δεύτερη Ιντιφάντα έως τους πολέμους στη Γάζα και τη σημερινή γενοκτονία, οι Παλαιστίνιες συνεχίζουν να αποτελούν τη ραχοκοκαλιά της κοινωνικής επιβίωσης και της αντίστασης. Στη Γάζα οργανώνουν δίκτυα φροντίδας μέσα στους βομβαρδισμούς — αυτοσχέδια ιατρεία, συλλογική μαγειρική, ομάδες διάσωσης και υποστήριξης παιδιών. Στη Δυτική Όχθη στηρίζουν οικογένειες κρατουμένων, μεταφέρουν μηνύματα μέσα από τα checkpoints, συμμετέχουν σε διαδηλώσεις και αντιστασιακές δομές. Μέσα στις φυλακές, οι πολιτικές κρατούμενες αντιμετωπίζουν βασανιστήρια, σεξουαλική βία, διοικητική κράτηση χωρίς δίκη και εξευτελισμούς — αλλά οργανώνουν απεργίες πείνας και συλλογικές αρνήσεις συνεργασίας, υπερασπιζόμενες την αξιοπρέπειά τους.
Παρά την προσπάθεια να παρουσιαστούν ως «απλές μητέρες» ή «θύματα», η ιστορική εμπειρία δείχνει ότι οι Παλαιστίνιες υπήρξαν σε κάθε φάση όχι μόνο φορείς της επιβίωσης, αλλά και διαμορφωτές της αντίστασης — στη γη, στους δρόμους, στα υπόγεια δίκτυα, στις φυλακές, στην κοινότητα. Η συμμετοχή τους είναι η καρδιά της παλαιστινιακής αντοχής και η απόδειξη ότι ο αγώνας για απελευθέρωση είναι αδιαχώριστος από τον αγώνα ενάντια στην πατριαρχία και τη νεοαποικιοκρατική βία.

                          *

Στις ζώνες της γενοκτονίας και του ιμπεριαλιστικού πολέμου, η έμφυλη βία εκδηλώνεται λοιπόν ως στρατηγικό εργαλείο⸱ ως ένα μέσο εξόντωσης, πειθάρχησης και συνολικής κοινωνικής αποδόμησης. Όμως ακριβώς εκεί όπου η κυριαρχία είναι ολοκληρωτική και η βία διαπερνά κάθε πτυχής της ζωής, οι γυναίκες δεν υπομένουν απλά: επιβιώνουν και αντιστέκονται. Ο πολύμορφος αγώνας τους για ζωή, ελευθερία και αξιοπρέπεια, δεν προσβλέπει σε καμιά σωτηρία από διεθνείς θεσμούς, δυτικές κυβερνήσεις και φιλελεύθερους φεμινισμούς, και σίγουρα όχι από τους κάθε μορφής δυνάστες τους.

Με το βλέμμα στραμμένο σε αυτές, για εμάς η διεθνιστική γυναικεία αλληλεγγύη δεν μπορεί παρά να είναι το ζωντανό νήμα που ενώνει τους αγώνες τους, με τους δικούς μας εδώ στην καπιταλιστική Δύση, φωτίζοντας τις ρίζες της βίας και τους όρους της χειραφέτησης. Δεν μπορεί παρά να είναι ο συλλογικός αγώνας απελευθέρωσης απέναντι στις δομές που γεννούν τη βία: την πατριαρχία, τον καπιταλισμό, τον ιμπεριαλισμό.

Ταξική Αντεπίθεση (Ομάδα Αναρχικών και Κομμουνιστ(ρι)ών)