Πλάνα από την κηδεία και μελοποιημένα ποιήματα του «ποιητή της εργατιάς» Κώστα Βάρναλη που πέθανε σαν σήμερα το 1974, έχοντας αποτυπώσει με μοναδικό τρόπο τα βάσανα, τους αγώνες αλλά και τα όνειρα του λαού μας, των λαών όλου του κόσμου στους οποίους συνεχίζει να υπενθυμίζει πως «όταν πεθαίνει βασιλιάς, μη χαίρεσαι λαουτζίκο. Μη λες πως θάν’ καλύτερος ο νυν από τον τέως, Πως θάναι το λυκόπουλο καλύτερο απ’ τον λύκο, Τότε μονάχα να χαρείς: αν θάναι ο τελευταίος».
Δημιουργός και εκφραστής των προσφύγων, των αγροτών, των εργαζομένων, των θυμάτων των πολέμων, έκανε την τέχνη, αυτό που πρέπει να είναι, ένα ακόμα εργαλείο χειραφέτησης των ταπεινών αυτής της γης, μία τέχνη που «νὰ μὴ γελιέται καὶ νὰ μὴ γελάει,
νὰ μὴ στολίζει μὰ νὰ ξεγυμνώνει».
Με τα έργα «Φως που καίει», «Σκλάβοι πολιορκημένοι», «Η αληθινή απολογία του Σωκράτη», «Ελεύθερος κόσμος», «Οργή Λαού», ο Βάρναλης γίνεται ο ποιητικός οργανωτής των διαθέσεων της εργατικής τάξης για «την κοινωνική της χειραφέτηση». «Προσπαθούμε να αισθητοποιήσουμε το “αύριο” του κόσμου. Κι αυτό το “αύριο”, με το να μην είναι ουτοπία μα ιστορική αναγκαιότητα, αποτελεί τη μεγαλύτερη πηγή της έμπνευσής μας και τη μεγαλύτερη ζωντάνια και δύναμη της τέχνης μας…».
«Όχι με λόγια, μ’ έργα τ’ Άδικο πολέμα!
Κι όχι μονάχος! Με τα πλήθη συνταιριάσου!
Τ’ άδικο μ’ αίμα θρέφεται! Πνίξε το με αίμα.
Κι άμα θα σπάσουν οι αλυσίδες τ’ αδερφού,η λευτεριά η δικιά του θα ’ναι λευτεριά σου,
κι ανάγκη πια δε θα ’χεις κανενός Θεού».