Ο Γάλλος συγγραφέας Έντουαρ Λουί είναι γνωστός για τον τρόπο με τον οποίο απεικονίζεται στα έργα του η καθημερινή ταπείνωση της εργατικής τάξης.

Σε αυτή την συνέντευξη, εξηγεί με ποιο τρόπο οι κυρίαρχοι μας αποφεύγουν τις ευθύνες των πράξεων τους, ενώ την ίδια στιγμή μας κατηγορούν για το πως ανταποκρινόμαστε στις συνέπειες τους.

Με τα έργα του να έχουν πουλήσει εκατοντάδες χιλιάδες αντίτυπα σε 30 γλώσσες, θα μπορούσε να υποθέσει κανείς πως ο Έντουαρ Λουί ρισκάρει να χάσει την επαφή του με την πραγματικότητα. Ωστόσο συναντώντας τον 29χρονο συγγραφέα, βρίσκουμε την ταπεινότητα του και την ειλικρίνεια του, να είναι σχεδόν αφοπλιστικές.

Η ριζοσπαστικότητα των λέξεων του, όταν υπερασπίζεται την τάξη του, την εργατική τάξη, έρχεται σε άμεση αντίθεση με τον ήρεμο τόνο της φωνής του όταν την εκφράζει. Ναι, ο Έντουαρ Λουί είναι οργισμένος. Αλλά αυτή η οργή μπορεί να είναι όμορφη όταν εμφανίζεται σε μια φιναρισμένη πρόζα.

Για τον Έντουαρ Λουί, ένας πολιτικά προσανατολισμένος συγγραφέας πρέπει να πατά στο έδαφος, να είναι κοινωνικά γειωμένος.

Αναμείχθηκε από νωρίς στην ηλικία του, στο εθνικό συμβούλιο για τους μαθητές, στην ηλικία των 16 ετών. Το 2018 συμμετείχε στον αγώνα των εργαζομένων στους σιδηροδρόμους ενάντια στην ιδιωτικοποίηση των γραμμών στην Γαλλία και από εκεί στις κινητοποιήσεις ενάντια στις αλλαγές των συντάξεων του Εμμανουελ Μακρόν.

Και αν αυτός ο νεαρός συγγραφέας, συνεχώς καλείται να δώσει το παρόν σε διάφορους κοσμικούς κύκλους της μπουρζουαζίας, δεν φοβάται μήπως και «ενσωματωθεί»:

«Έγραψα το βιβλίο μου, στην δική μου, μικρή, ιδιαίτερη πατρίδα. Και ξαφνικά μια μέρα, έστειλα το πρώτο μου βιβλίο δια αλληλογραφίας. Είχα πάει να το εκτυπώσω σε ένα μαγαζί με φωτοτυπίες. Δανείστηκα 30 ευρώ από φίλους για να τυπώσω 4 αντίτυπα. Το έστειλα στους εκδότες και το προχώρησαν. Δεν οφείλω τίποτα στην μπουρζουαζία».

Σε μια συνέντευξη που δημοσιεύτηκε στα γαλλικά από την Solidaire, ο Τζόναθαν Λεφεβρ μιλάει με τον Έντουαρ Λουί για την πολιτική του συγκρότηση και την δύναμη του ταξικού μίσους σήμερα.

ΤΛ| Ποια ήταν η πρώτη σου επαφή με την πολιτική;

ΕΛ| Από την παιδική μου ηλικία, ήδη γνώριζα πως η πολιτική είναι κάτι σημαντικό.

Στην αρχή είχα κάποιες προσωπικές αναμνήσεις γύρω από την πολιτική περισσότερο και όχι κάποιες αναμνήσεις γύρω από κάποια πολιτική τοποθέτηση.

Θυμάμαι πως υπήρχαν κάποιες αναδιαρθρώσεις στην Γαλλία, όπου επέβαλλαν όρια στο σύστημα πρόνοιας, όποτε και έπρεπε να δείξεις πως εργάζεσαι και πως πράγματι αξίζεις, ακόμα και αυτά τα λίγα που σου παρείχε το κράτος.

Ξαφνικά, η δημόσια διοίκηση ξεκίνησε να τηλεφωνεί και να στέλνει γράμματα στον πατέρα μου: «Πρέπει να μας αποδείξεις πως ψάχνεις για δουλειά, αν θες να συνεχίσεις να λαμβάνεις πρόνοια. Πρέπει να μας δείξεις ότι δεν κάθεσαι απλώς στο σπίτι».

Εκείνη την περίοδο δεν ήξερα τι σημαίνει κόμμα, τι ήταν μια αλλαγή στην νομοθεσία, μια μεταρρύθμιση κλπ, ωστόσο μπορούσα να δω με τα μάτια μου, πως κάποιος έλαβε μια πολιτική απόφαση και ξαφνικά, αυτό είχε μια άμεση επίπτωση στην σάρκα και στο σώμα του πατέρα μου. Κάτι άλλαξε.

Οπότε, από πολύ νωρίς, είχα κάποιου είδους πολιτική συνείδηση, η οποία μεγάλωνε με τον καιρό.

Όταν πήγα στο Λύκειο – ήμουν ο πρώτος από την οικογένεια μου που θα συνέχιζε τις σπουδές του πέρα από την βασική εκπαίδευση- ξαφνικά βρέθηκα αντιμέτωπος με κάποια πιο προνομιούχα περιβάλλοντα, βγαλμένα από την αστική τάξη. Και εκεί ήταν που παρατήρησα το κενό μεταξύ του κόσμου της παιδικής μου ηλικίας και αυτού του νέου κόσμου. Εκεί ήταν που συνειδητοποίησα τι σημαίνει κοινωνική, θεσμική βία και ανισότητα.

Carolyn Olson

ΤΛ| Είδες πως η πολιτική δεν άφηνε σημάδια στα σώματα τους, όπως άφηνε σημάδια στα σώματα των εργατών

ΕΛ| Τα προνόμια σε προστατεύουν από την πολιτική. Τα πτυχία σε προστατεύουν από την πολιτική.

Τα λεφτά σε προστατεύουν από την πολιτική. Σήμερα, αν έχω λεφτά και δεν είμαι ικανοποιημένος με αυτά που κάνει η κυβέρνηση στην Γαλλία, μπορώ να πάω να ζήσω κάπου αλλού. Αυτό δεν ισχύει για τον πατέρα μου και την μητέρα μου. Και, βασικά, όσο περισσότερο είσαι κομμάτι της άρχουσας τάξης, τόσο πιο προστατευμένος είσαι από την πολιτική.

Αλλά οι άρχουσες τάξεις ταυτόχρονα δουλεύουν σκληρά ώστε οι υποτελείς τάξεις να μένουν υποτελείς.

Μερικοί λένε πως κανείς δεν μιλάει για την εργατική τάξη. Δεν νομίζω πως ισχύει αυτό. Ίσα ίσα, ανάμεσα στις άρχουσες τάξεις, υπάρχει ένα είδος εμμονής με τον λόγο που αρθρώνεται στις εργατικές τάξεις – που όμως χρησιμοποιείται μόνο για να τους προσβάλλει και να τους μειώσει.

Αυτό το έχω από τον Εμμάνουελ Μακρόν τελευταία.

Λέει συνεχώς για τον «πάτο της τάξης», τους «τεμπέληδες», «εκείνους που στέκονται ενάντια στις μεταρρυθμίσεις», «εκείνους που δεν επιθυμούν να εργαστούν» κλπ.

ΤΛ| Το έχεις εξηγήσει αυτό σε ένα παλιότερο άρθρο «Κάθε άνθρωπος που προσβάλλει τα Κίτρινα Γιλέκα, προσβάλλει τον πατέρα μου». Εκείνη την περίοδο, ήσουν από τους πρώτους που πήραν δημόσια θέση υπέρ.

ΕΛ| Είδα τις πρώτες κινητοποιήσεις των Κίτρινων Γιλέκων. Μου φάνηκε σημαντικό όταν είδα επιτέλους κόσμο που δεν είχε ποτέ πρόσβαση στον δημόσιο χώρο, να την αποκτά. Στεναχωρήθηκα γιατί είδα κόσμο που υπέφερε. Και ήμουν οργισμένος γιατί με που εμφανίστηκαν αυτά τα σώματα στο δημόσιο χώρο, υπήρχε κόσμος που προσπάθησε να τους σιγάσει.

«Είναι βίαιοι, είναι εκείνο, είναι το άλλο, κλπ» Το συναίσθημα, η λύπη και η οργή μου δημιούργησαν την ανάγκη να πω κάτι δημόσια.

Ένιωσα πως αυτοί ήταν οι άνθρωποι για τους οποίους προσπαθούσα να μιλήσω στα βιβλία μου. Και για πρώτη φορά, μπορούσες να ακούσεις τις φωνές τους. Για πρώτη φορά μπορούσες να δεις τα σώματα τους. Επιτέλους, ακούγαμε για κάτι πραγματικό, για κάτι υλικό στην πολιτική και όχι για τις μεγάλες αφαιρέσεις του «κοινωνικού συμβολαίου» και την «Δημοκρατία». Οι άνθρωποι έλεγαν «δεν μπορούμε να βάλουμε φαγητό στο τραπέζι, δεν μπορούμε να πληρώσουμε το νοίκι». Η παρέμβαση αυτή ήταν σημαντική. Αισθανόμουν πως αυτούς τους ανθρώπους δεν τους υπερασπιζόταν κανείς.

ΤΛ| Έχεις πει πως «τα Κίτρινα Γιλέκα έφεραν την μπουρζουαζία αντιμέτωπη με την πραγματικότητα»

ΕΛ| Με την εμφάνιση των Κίτρινων Γιλέκων, η πραγματικότητα βγήκε στην επιφάνεια με έναν τρόπο όπου τα ΜΜΕ δεν είχαν συνηθίσει. Γιατί η πραγματικότητα είχε γίνει αόρατη. Όταν βλέπουμε πολιτικούς στην τηλεόραση, δεν ακούμε ποτέ έναν ταμία να λέει «Τα χέρια μου πονάνε επειδή όλη μέρα μετακινούσα εμπόρευμα από δω και από εκεί». Και αυτό είναι πραγματικό. Για μένα, ένα μεγάλο πολιτικό κίνημα συνοψίζεται στη στιγμή που η πραγματικότητα επιτέλους αναδύεται.

ΤΛ| Με το να μιλάμε για την πραγματικότητα με αυτό τον τρόπο, μπορούμε να πολεμήσουμε και την ακροδεξιά;

ΕΛ| Ακριβώς. Γιατί έτσι, μπορούμε να διασφαλίσουμε πως οι υποτελείς, εκείνοι που υποφέρουν, μπορούν να δουν τον εαυτό τους σε αυτά που λέει η Αριστερά και τα κινήματα. Οι άνθρωποι θέλουν να πουν «Υποφέρω» γιατί πραγματικά βρίσκονται σε μια κατάσταση όπου υποφέρουν. Αυτό με τη σειρά του δεν σημαίνει όμως ότι είναι τόσο απλά τα πράγματα. Κανείς δεν θέλει να είναι απλώς ένα θύμα. Λέμε «υποφέρω λόγο της ταξικής καταπίεσης και ενός συστήματος που δημιουργεί και συντηρεί κάστες» ή λέμε «υποφέρω εξαιτίας των μεταναστών, των γυναικών και των ομοφυλοφίλων»;

Και αν η ακροδεξιά, είναι το μόνο περιβάλλον που παρέχει τον χώρο στους ανθρώπους που λένε πως υποφέρουν, για να εκφράσουν αυτό το συναίσθημα, αν είναι ο μόνος χώρος που τους ακούει, τότε προς τα εκεί θα κατευθυνθούν. Γιατί όλοι ψάχνουμε τρόπους να βρούμε για να εκφράσουμε αυτό που ζούμε, αυτό που νιώθουμε και αυτό που είμαστε.

ΤΛ| Στο βιβλίο σου Ποιος σκότωσε τον πατέρα μου, κατονομάζεις τον ένοχο. Γιατί το κάνεις αυτό;

ΕΛ| Γιατί υπάρχουν αυτοί οι άνθρωποι που λαμβάνουν αυτές τις αποφάσεις, εκείνοι που είναι υπεύθυνοι για όλα αυτά. Ήταν περίεργο, όντως, για μένα, να μιλήσω για τον Σιράκ, τον Σαρκοζύ και τον Μακρόν σε ένα λογοτεχνικό έργο.

Αλλά είναι περιέργο γιατί δεν το έχουμε συνηθίσει. Κυρίως επειδή πολλοί συγγραφείς προέρχονται από τις ανώτερες τάξεις και ποτέ δεν είχαν αυτή την εμπειρία για την πολιτική, μια βιωματική, εσωτερική εμπειρία, μια εμπειρία ζωής και θανάτου. Γράφουν για ζωές χωρίς πολιτική, επειδή οι ζωές τους δεν έχουν πολιτική μέσα τους, ενώ η ζωή του πατέρα μου ήταν γεμάτη πολιτική.

Κυρίως, υπάρχει αυτή η συνεχής άρνηση ευθύνης εκείνων που λαμβάνουν πολιτικές αποφάσεις στο ανώτερο επίπεδο.

Όταν ένας εργάτης πεθαίνει, το καταπίνουμε ως ατύχημα στον χώρο εργασίας και η κουβέντα τελειώνει εκεί. Όμως όχι – δεν είναι έτσι. Υπάρχουν ανθρώπινες ευθύνες. Είναι περίεργο, γιατί όταν πρωτοδημοσίευσα τα βιβλία μου, στα οποία μιλούσα πολύ για την ομοφοβία και τον ρατσισμό στο παιδικό μου περιβάλλον, πολλοί δημοσιογράφοι, δημοσιογράφοι της αστικής τάξης, μου έλεγαν πως «Όταν αποκαλείς κάποιον αδερφή ή αράπη, είσαι υπεύθυνος. Δεν υπάρχει άφεση γύρω από την ατομική ευθύνη». Και όταν εξέδωσα το Ποιος σκότωσε τον Πατέρα μου, όπου κατέγραψα τις μνήμες μου γύρω από τις αποφάσεις του Μακρόν ή του Σαρκοζύ, που επηρέασαν τη ζωή του πατέρα μου, που συνέθλιψαν την πλάτη του πατέρα μου, οι ίδιοι μου έλεγαν «Μα όχι, είναι ένα ολόκληρο σύστημα, δεν υπάρχει κάποιος που να λαμβάνει αυτές τις αποφάσεις». Ζούμε σε μια κοινωνία όπου υπάρχει ένα καθεστώς κοινωνιολογικών δικαιολογιών μόνο για τους κυρίαρχους. Ο Μακρόν μπορεί να αλλάξει την ζωή του πατέρα μου, όμως ο πατέρας μου δεν μπορεί να αλλάξει την ζωή του Μακρόν. Υπάρχει κάποιος που έχει εξουσία πάνω σε κάποιον άλλο, και εκείνοι που έχουν την περισσότερη εξουσία θα πρέπει να έχουν και την περισσότερη ευθύνη. Στην αρχή, θεωρούσα πως οι κυρίαρχοι ήταν ενάντια στις κοινωνιολογικές δικαιολογίες. Πως ήταν πάντα με την ευθύνη, γύρω από το άτομο. Στην πραγματικότητα, το μόνο που θέλουν είναι να κάνουν τους υποτελείς να πιστεύουν πως είναι ατομικά υπεύθυνοι για αυτά που τους συμβαίνουν.

ΤΛ| Στο τελευταίο σου βιβλίο, Αγώνες και μεταμορφώσεις μιας γυναίκας, εξηγείς πως η διαδικασία της απελευθέρωσης για την μητέρα σου, ήταν να ντύνεται ωραία και να βάζει μεικ απ, σύμφωνα με τις κυρίαρχες νόρμες. Αυτή η άποψη αντηχεί στις συζητήσεις που γίνονται γύρω από τις διαταγές στο πως θα πρέπει να ντύνονται οι γυναίκες;

ΕΛ| Ακριβώς. Η ιδέα μιας διαταγής πρέπει να είναι μια ιδέα, ενάντια στην οποία θα πρέπει να πολεμάει η Αριστερά. Δεν μπορούμε να υπαγορεύουμε στους ανθρώπους το πραγματικό νόημα της αξιοπρέπειας, του είναι, του τι θα μπορούσε ή τι δεν θα μπορούσε να κάνει ο καθένας. Ιδίως, γιατί, για πολλές γυναίκες το να φοράνε ένα φόρεμα ή ένα κραγιόν είναι προσταγή, είναι διαταγή. Αυτό ήταν που είχαν πει και στην Μέριλυν Μονρό «Βάλε ένα φόρεμα, βάλε κραγιόν, ή σήκω φύγε».

Για πολλές φίλες που γεννήθηκαν μέσα στις ανώτερες τάξεις, αυτή η προσταγή είναι πολύ ισχυρή. Ενώ για την μητέρα μου, που γεννήθηκε μέσα σε ένα περιβάλλον όπου είχε έναν σκληρό σύζυγο σαν τον πατέρα μου, που δεν της επέτρεπε να φορά μεικ απ, που την ήθελε να μένει στο σπίτι, που την ήθελε ανίσχυρη, για αυτήν, το να έβαζε λιπστικ και να γινόταν «όμορφη», με την πιο παραδοσιακή έννοια, αυτό ήταν για εκείνη απελευθερωτικό. Κάτι που είναι καταπιεστικό για έναν άνθρωπο, για έναν άλλο μπορεί να είναι απελευθερωτικό. Και γι’αυτό, στην πολιτική, δεν πιστέυω ότι πρέπει να δημιουργούμε προστακτικές, πράγματα που είναι μονολιθικά και ακίνητα. Είναι σημαντικό για την Αριστερά, να κρατά την γλώσσα της και το πως επικοινωνεί ανοιχτά στην κοινωνία.

ΤΛ| Έχεις κατηγορηθεί για “προλεταροφοβία” δηλαδή το να αδικείς την εργατική τάξη απεικονίζοντας την με αρνητικό τρόπο. Αλλά από την άλλη κάποιος μπορεί να βρει στα βιβλία σου, πραγματικές αναπαραστάσεις της εργατικής τάξης, με τα αρνητικά τους, ως μια κίνηση σεβασμού προς αυτούς.

Άρα, είσαι με την εργατική τάξη ή εναντίον της;

ΕΛ| Είμαι με την εργατική τάξη. Δεν θέλω να την στιγματίσω, αλλά να δείξω την πολυπλοκότητα της. Στην ουσία, οι πραγματικοί «προλεταροφοβικοί» είναι εκείνοι οι άνθρωποι που μας αποτρέπουν από το να μιλήσουμε για αυτό το πράγμα. Γιατί όταν αυτοί λένε «εργατική τάξη» θέλουν να μιλήσουν μόνο για τον λευκό άνδρα, τον «παραδοσιακό» εργάτη, τον ρατσιστή, αλκοολικό. Εγώ δεν θέλω να δημιουργώ μυθολογίες. Θέλω να σκέφτομαι για την πραγματικότητα. Στα βιβλία μου υπάρχουν διαφορετικοί άνθρωποι. Γνώρισα πολλούς και διαφορετικούς χαρακτήρες μέσα στην παιδική και την εφηβική μου ηλικία.

Εκείνοι οι άνθρωποι που με κατηγορούν, για την «προλεταροφοβία», που με κατηγορούν πως μιλάω για ρατσισμό στην εργατική τάξη, για σεξισμό στην εργατική τάξη, λένε πως πρέπει να δείχνουμε την εργατική τάξη ως αμόλυντη, καθαρή, ώστε να μπορούμε να την υπερασπιστούμε και να παλέψουμε γι’αυτήν. Πως δηλαδή η εργατική τάξη θα πρέπει να αξίζει την υποστήριξή μας. Αλλά αυτή είναι μια δεξιά αντίληψη. Εγώ παλεύω για τους ανθρώπους ασχέτως του αν είναι καλοί ή όχι, ευγενικοί ή δυσσάρεστοι. Και έτσι μπορώ να δείξω ταυτόχρονα το φαινόμενο του ρατσισμού μέσα σε μια κοινότητα και την ίδια στιγμή, τον αγώνα για επιβίωση που διεξάγουν οι άνθρωποι. Και κυρίως για να φανεί και από το που προέρχεται ο ρατσισμός, για να φανεί πως έρχεται από μια κατάσταση αποκλεισμού, κυριαρχίας και έλλειψης πρόσβασης σε συγκεκριμένα φίλτρα και συγκεκριμένους τρόπους σκέψης.

ΤΛ| Πως εξηγείς αυτές τις επιθέσεις;

ΕΛ| Αυτό που παρατήρησα ήταν πως οι άνθρωποι που με κατηγορούσαν για «προλεταροφοβία» ήταν άνθρωποι πάντα των ανώτερων τάξεων, ενώ την ίδια στιγμή οι περισσότεροι που καταλάβαιναν τι ήθελα να πω, είχαν την ίδια καταγωγή με μένα.

Εδώ επιστρέφουμε πίσω στα Κίτρινα Γιλέκα, που δέχθηκαν τόνους λάσπης.

Όταν μίλησα, οι άνθρωποι ήταν «Σκάσε! Τους αποκαλείς ομοφοβικούς, ρατσιστές, τους κάνεις κακό». Ωστόσο όποτε η εργατική τάξη σηκώνει το κεφάλι της, οι ίδιοι άνθρωποι τους λένε «Σκάστε, είστε ρατσιστές και ομοφοβικοί». Νομίζω πως το τελευταίο πράγμα που θέλουν είναι να ξεκινήσει να κινητοποιείται η εργατική τάξη και να διεκδικεί. Η μπουρζουαζία είναι ένα σύστημα μόνιμης αντίφασης και τελικά, κάποια στιγμή, κάποιος πρέπει να τους πει «Σκάστε πια».

Η συνέντευξη δημοσιεύθηκε στη 1 Δεκέμβρη του 2021, για το Solidaire

https://www.solidaire.org/articles/edouard-louis-plus-vous-etes-dominant-moins-vous-etes-responsable

Ο Έντουαρ Λουί, είναι Γάλλος συγγραφέας μυθιστορημάτων με πολιτικό περιεχόμενο, πολλά από τα οποία έχουν μεταφερθεί και στο θέατρο.

Έχει γράψει 4 βιβλία. Το “Να τελειώνουμε με τον Έντυ Μπελγκελ”, “Ιστορία της βίας”, “Ποιος σκότωσε τον Πατέρα μου” και το τελευταίο “Αγώνες και μεταμορφώσεις μιας γυναίκας”.

Τα βιβλία του κυκλοφορούν στα ελληνικά από τις εκδόσεις Αντίποδες.

Την συνέντευξη συνοδεύουν πίνακες της εικαστικού Carolyn Olson.

Η μετάφραση έγινε από μέλη της Ταξικής Αντεπίθεσης και της “Εφόδου στον Ουρανό”.