Το «γιατί έγινε η Δικτατορία στην Ελλάδα;», το γιατί με άλλα λόγια στην εγχώρια και διεθνή συγκυρία του Απριλίου του 1967, ο αμερικάνικος ιμπεριαλισμός και η ελληνική άρχουσα τάξη επέλεξαν μια ανοιχτά δικτατορική λύση για την διαχείριση της πολιτικής, οικονομικής και κοινωνικής κατάστασης στη χώρα, αποτελεί ένα κρίσιμο ιστορικό και πολιτικό ερώτημα
Μια επιγραμματική απάντηση θα μπορούσε να είναι η ακόλουθη:
Η στρατιωτική ήττα του ελληνικού επαναστατικού κινήματος τον Αύγουστο του 1949 δεν σήμανε και την πολιτική του ήττα. Αντίθετα είναι η δύναμη της παρακαταθήκης που αφήνει η εποποιία ολόκληρης της δεκαετίας του 1940, όσο και η δημιουργική ανανέωση πλευρών της, που εξασφαλίζουν στο αποδεκατισμένο κίνημα των πρώτων χρόνων της δεκαετίας του 1950 τη δυνατότητα να ανασυνταχθεί άμεσα για να θέσει ξανά στο ιστορικό προσκήνιο τη στρατηγική του. Στα μέσα της δεκαετίας του 1960, και παρά τις ριζικές αλλαγές που έχουν επέλθει στο εσωτερικό του ΚΚΕ και συνολικά της Αριστεράς, το λαϊκό κίνημα, με την καθοριστική συμβολή χιλιάδων πρωτοπόρων κομμουνιστών και κομμουνιστριών εγγράφει ήδη με το αίμα του τις παρακαταθήκες για την «καινούργια γέννα»: οι μαχητικές αντιβρετανικές διαδηλώσεις για το Κυπριακό, οι αντιιμπεριαλιστικές κινητοποιήσεις ενάντια στην «αμερικανοκρατία», οι αγώνες για την Παιδεία, οι μεγάλοι ταξικοί αγώνες με κορυφαία την απεργία των οικοδόμων το 1960 και βέβαια, τα Ιουλιανά το 1965, αποτελούν κάποιες από τις πιο χαρακτηριστικές εκφράσεις μιας νέας επαναστατικής δυναμικής, μιας δυναμικής που απειλεί να μετατρέψει τάχιστα τη σοβούσα κρίση του συστήματος σε κρίση πολιτική, σε κρίση που θα θέσει ξανά στο επίκεντρο το αίτημα της επαναστατικής ρήξης και της ανατροπής.
Ο ελληνικός καπιταλιστικός σχηματισμός, το προγεφύρωμα, σύμφωνα με το Δόγμα Τρούμαν, της Δύσης στα Βαλκάνια και τη Μέση Ανατολή δεν μπορεί να αντέξει νέους κλονισμούς. Με τον αμερικανικό ιμπεριαλισμό να αντιμετωπίζει μείζονα προβλήματα από την ανάπτυξη ισχυρών αντιιμπεριαλιστικών εθνικοαπελευθερωτικών κινημάτων, τόσο στην γειτονιά μας, όσο και διεθνώς, και με την ελληνική αστική τάξη να επιδιώκει διακαώς την ανάταξη της κερδοφορίας της ύστερα από την αποτυχία όλων των οικονομικών μεταρρυθμίσεων των προηγουμένων ετών που έφεραν τη χώρα σε κατάσταση χρεοκοπίας -την ώρα μάλιστα που το εγχώριο πολιτικό σύστημα βυθίζεται στην ανυποληψία-, η τελική λύση για την Ελλάδα έχει πλέον ληφθεί. Μόνο μια στρατιωτική φασιστική δικτατορία μπορεί να βγάλει τον ελληνικό καπιταλισμό από το αδιέξοδο: να επιβάλλει, συντρίβοντας το λαϊκό κίνημα, ένα απαλλαγμένο από τα δημοκρατικά φτιασίδια καθεστώς εργασιακής και κοινωνικής πειθάρχησης που θα εξασφαλίσει μια νέα αφετηρία για το ελληνικό κεφάλαιο και παράλληλα, να διαφυλάξει αλλά και να επεκτείνει τα δικαιώματα κυριότητας των ΗΠΑ στη χώρα. Ιμπεριαλιστική εξάρτηση και φασισμός τα δύο βάθρα της αστικής εξουσίας στη χώρα, τα δύο βάθρα που την κράτησαν όρθια από τον Μεσοπόλεμο ως τον Εμφύλιο, γίνονται ξανά οι όροι της επιβίωσης της.
Λίγους μόνο μήνες μετά την 21η Απριλίου 1967, και ενώ η προδικτατορική στοίχιση της επίσημης Αριστεράς πίσω από το Κέντρο ρίχνει βαριά τη σκιά της τόσο στην προετοιμασία του λαϊκού κινήματος απέναντι στο ενδεχόμενο της δικτατορίας – είναι χαρακτηριστικό ότι η επίσημη φωνή της Αριστεράς, η Αυγή, επιχειρηματολογούσε παραμονές της δικτατορίας σχετικά με το «Γιατί δεν θα γίνει δικτατορία» -, μια στρατηγική συντριβής του λαϊκού κινήματος και εδραίωσης παράλληλα κοινωνικών και πολιτικών συσχετισμών που θα καθιστούσαν αδύνατη τη μελλοντική επανεμφάνισή του, βρίσκεται σε τροχιά ταχύτατης υλοποίησης.
Φραγμό σε αυτή την πορεία υποχώρησης του λαϊκού κινήματος θα βάλουν οι πρώτοι μαχητικοί πυρήνες του κομμουνιστικού και αντιιμπεριαλιστικού κινήματος που αποστοιχίζονται από την πνιγηρή κηδεμονία της ρεφορμιστικής Αριστεράς, διεκδικώντας μια νέα σύνδεση με την επαναστατική εμπειρία των παλαιότερων γενεών, και ανανεώνοντας παράλληλα την τακτική και τη στρατηγική του επικοινωνώντας με τις σύγχρονες τάσεις του διεθνούς επαναστατικού κινήματος στη Λατινική Αμερική, την Ασία, την Ευρώπη. Λίγο πριν η καταστολή δημιουργήσει μη αντιστρέψιμα τετελεσμένα στο κίνημα, η επαναστατική τάση που ενυπήρχε στο εσωτερικό του θα κάνει ως «ώριμο τέκνο της ανάγκης» την εμφάνισή της, στρέφοντας την πορεία του προς άλλη κατεύθυνση, που ως επόμενο σταθμό θα έχει, μέσα από μια αναπόφευκτα αντιφατική πορεία διεργασιών, την ανάπτυξη και τη μαζικοποίηση ενός πολύμορφου αντιδικτατορικού κινήματος. Ενός κινήματος που σπάει το φόβο, ξαναβγαίνει στο δρόμο, αντιμετωπίζει δυναμικά την τρομοκρατία, «κρατάει γερά» στα βασανιστήρια και τις εξορίες, παράγει πολιτισμό και τραγουδάει ποίηση, ενός κινήματος που δίνει πολιτική υπόσταση και μορφή στην πηγαία λαϊκή αγανάκτηση ενάντια στη Χούντα και τους πάτρωνες της. Ενός κινήματος με άλλα λόγια γνήσια λαϊκού, που ως τέτοιο θα προβάλει και θα προτάξει ως συνθήματα εκείνους ακριβώς τους στόχους που επικοινωνούν με τις πραγματικές υλικές ανάγκες της πλατιάς λαϊκής βάσης, η οποία ασφυκτιά υπό το καθεστώς της φτώχειας, της ταξικής υποτίμησης, του φασισμού και της ωμής ιμπεριαλιστικής εξάρτησης: «Ψωμί Παιδεία Ελευθερία», « Κάτω η Χούντα» και «Έξω οι ΗΠΑ και το ΝΑΤΟ». Συνθήματα που ακριβώς επειδή συγκρούονται με τον πυρήνα της αστικής και ιμπεριαλιστικής πολιτικής, ξεκλειδώνουν την επαναστατική στρατηγική, γειώνοντας την στον πραγματικό χώρο και χρόνο, θέτοντας έτσι -όπως θα δείξει μερικά χρόνια αργότερα η Εξέγερση του Πολυτεχνείου- την πάλη για την επαναστατική ρήξη και την ανατροπή ως άμεσο, ρεαλιστικό πολιτικό επίδικο.