Αν θέλαμε να δώσουμε μια επιγραμματική απάντηση στο «τι ήταν το Πολυτεχνείο του 1973», θα λέγαμε ότι ήταν η αντιιμπεριαλιστική αντιφασιστική εξέγερση που άνοιξε το δρόμο για την κατάρρευση της στρατιωτικής δικτατορίας της 21ης Απριλίου 1967. Τα πολιτικά σημαινόμενα από μια τέτοια θέση είναι σαφή: Η πτώση της Χούντας δεν αποτέλεσε προϊόν ενδοαστικών διεργασιών ή αποτέλεσμα ενός νέου προσανατολισμού των αμερικανικών επιδιώξεων για την Ελλάδα. Αντίθετα, το κεφαλαιώδες ιστορικό γεγονός της ήττας της πανίσχυρης Χούντας και της απελευθέρωσης της χώρας από τη στυγνή τυραννία που αυτή είχε επιβάλλει, φέρει ανεξίτηλο το αποτύπωμα του εργατικού- λαϊκού- φοιτητικού κινήματος και των συγκεκριμένων πολιτικών και ιδεολογικών κατευθύνσεων τις οποίες αυτό ακολούθησε. Για να κατανοήσουμε τι σημαίνει κάτι τέτοιο, όπως βέβαια για να κατανοήσουμε γιατί μια τέτοια θέση πολεμούν με όλες τους τις δυνάμεις οι πάσης φύσεως αστικές αφηγήσεις για το Πολυτεχνείο, αρκεί να κάνουμε μια ιστορική υπόθεση. Ποια θα ήταν η εξέλιξη της ταξικής πάλης στη χώρα αν δεν είχε υπάρξει το Πολυτεχνείο; Αν δεν υπήρχε δηλαδή εκείνη η κορύφωση (πολιτική, ιδεολογική, οργανωτική) των διεργασιών του αντιδικτατορικού κινήματος, η οποία οδήγησε στην Εξέγερση του Νοέμβρη του 1973. Μια απάντηση στο παραπάνω ερώτημα προϋποθέτει, ωστόσο, μια απάντηση στο πρωταρχικό ερώτημα «γιατί έγινε η Δικτατορία στην Ελλάδα;», γιατί δηλαδή στην εγχώρια και διεθνή συγκυρία του 1967, ο αμερικάνικος ιμπεριαλισμός και η ελληνική άρχουσα τάξη επέλεξαν μια ανοιχτά δικτατορική λύση για την διαχείριση της πολιτικής, οικονομικής και κοινωνικής κατάστασης στη χώρα.

Για την απάντηση θα χρειαστεί να κάνουμε μια σύντομη ιστορική επισκόπηση της προδικτατορικής περιόδου. Η στρατιωτική ήττα του επαναστατικού κινήματος στην χώρα τον Αύγουστο του 1949 δεν σήμανε και την πολιτική του ήττα. Αντίθετα είναι η δύναμη της παρακαταθήκης που αφήνει η εποποιία ολόκληρης της δεκαετίας του 1940, όσο και η δημιουργική αναπαραγωγή πλευρών της, που εξασφαλίζουν στο αποδεκατισμένο κίνημα των πρώτων χρόνων της δεκαετίας του 1950 τη δυνατότητα να ανασυνταχθεί άμεσα για να θέσει ξανά στο ιστορικό προσκήνιο τη στρατηγική του. Στα μέσα της δεκαετίας του 1960, και παρά τις ριζικές αλλαγές που έχουν επέλθει στο εσωτερικό του ελληνικού επαναστατικού κινήματος, το λαϊκό κίνημα, με την καθοριστική συμβολή χιλιάδων πρωτοπόρων αγωνιστών και αγωνιστριών εγγράφει ήδη με το αίμα του τις παρακαταθήκες για την «καινούργια γέννα»: οι μαχητικές αντιβρετανικές διαδηλώσεις για το Κυπριακό, οι αντιιμπεριαλιστικές κινητοποιήσεις ενάντια στην «αμερικανοκρατία», οι αγώνες για την Παιδεία, οι μεγάλοι ταξικοί αγώνες με κορυφαία την απεργία των οικοδόμων το 1960 και βέβαια, τα Ιουλιανά το 1965, αποτελούν κάποιες από τις πιο χαρακτηριστικές εκφράσεις μιας νέας επαναστατικής δυναμικής, μιας δυναμικής που απειλεί να μετατρέψει τάχιστα τη σοβούσα κρίση του συστήματος σε κρίση πολιτική, σε κρίση που θα θέσει ξανά στο επίκεντρο το αίτημα της επαναστατικής ρήξης και της ανατροπής.

Ο ελληνικός καπιταλιστικός σχηματισμός, το προγεφύρωμα, σύμφωνα με το Δόγμα Τρούμαν, της Δύσης στα Βαλκάνια και τη Μέση Ανατολή δεν μπορεί να αντέξει νέους κλονισμούς. Με τον αμερικανικό ιμπεριαλισμό να αντιμετωπίζει μείζονα προβλήματα από την ανάπτυξη ισχυρών αντιιμπεριαλιστικών εθνικοαπελευθερωτικών κινημάτων, τόσο στην γειτονιά μας, όσο και διεθνώς, και με την ελληνική αστική τάξη να επιδιώκει διακαώς την ανάταξη της κερδοφορίας της ύστερα από την αποτυχία όλων των οικονομικών μεταρρυθμίσεων των προηγουμένων ετών που έφεραν τη χώρα σε κατάσταση χρεοκοπίας -την ώρα μάλιστα που το εγχώριο πολιτικό σύστημα βυθίζεται στην ανυποληψία-, η τελική λύση για την Ελλάδα έχει πλέον ληφθεί. Μόνο μια στρατιωτική φασιστική δικτατορία μπορεί να βγάλει τον ελληνικό καπιταλισμό από το αδιέξοδο: να επιβάλλει, συντρίβοντας το λαϊκό κίνημα, ένα απαλλαγμένο από τα δημοκρατικά φτιασίδια καθεστώς εργασιακής και κοινωνικής πειθάρχησις που θα εξασφαλίσει μια νέα αφετηρία για το ελληνικό κεφάλαιο και παράλληλα, να διαφυλάξει αλλά και να επεκτείνει τα δικαιώματα κυριότητας των ΗΠΑ στη χώρα. Ιμπεριαλιστική εξάρτηση και φασισμός τα δύο βάθρα της αστικής εξουσίας στη χώρα, τα δύο βάθρα που την κράτησαν όρθια από τον Μεσοπόλεμο ως τον Εμφύλιο, γίνονται ξανά οι όροι της επιβίωσης της.

Λίγους μόνο μήνες μετά την 21η Απριλίου 1967, και ενώ η προδικτατορική στοίχιση της επίσημης Αριστεράς πίσω από το Κέντρο ρίχνει βαριά τη σκιά της τόσο στην προετοιμασία του λαϊκού κινήματος απέναντι στο ενδεχόμενο της δικτατορίας όσο και βέβαια στην άμεση ανάπτυξη ενός μαχητικού αντιδικτατορικού κινήματος, μια στρατηγική συντριβής του λαϊκού κινήματος και εδραίωσης παράλληλα κοινωνικών και πολιτικών συσχετισμών που θα καθιστούσαν αδύνατη τη μελλοντική επανεμφάνισή του, βρίσκεται σε τροχιά ταχύτατης υλοποίησης.

Φραγμό σε αυτή την πορεία υποχώρησης του λαϊκού κινήματος θα βάλουν οι πρώτοι μαχητικοί πυρήνες του κομμουνιστικού και αντιιμπεριαλιστικού κινήματος που αποστοιχίζονται από την πνιγηρή κηδεμονία της ρεφορμιστικής Αριστεράς, διεκδικώντας μια νέα σύνδεση με την επαναστατική εμπειρία των παλαιότερων γενεών, και ανανεώνοντας παράλληλα την τακτική και τη στρατηγική του επικοινωνώντας με τις σύγχρονες τάσεις του διεθνούς επαναστατικού κινήματος στη Λατινική Αμερική, την Ασία, την Ευρώπη. Λίγο πριν η καταστολή δημιουργήσει μη αντιστρέψιμα τετελεσμένα στο κίνημα, η επαναστατική τάση που ενυπήρχε στο εσωτερικό του θα κάνει ως «ώριμο τέκνο της ανάγκης» την εμφάνισή της, στρέφοντας την πορεία του προς άλλη κατεύθυνση, που ως επόμενο σταθμό θα έχει, μέσα από μια αναπόφευκτα αντιφατική πορεία διεργασιών, την ανάπτυξη και τη μαζικοποίηση ενός πολύμορφου αντιδικτατορικού κινήματος. Ενός κινήματος που σπάει το φόβο, ξαναβγαίνει στο δρόμο, αντιμετωπίζει δυναμικά την τρομοκρατία, «κρατάει γερά» στα βασανιστήρια και τις εξορίες, παράγει πολιτισμό και τραγουδάει ποίηση, ενός κινήματος που δίνει πολιτική υπόσταση και μορφή στην πηγαία λαϊκή αγανάκτηση ενάντια στη Χούντα και τους πάτρωνες της. Ενός κινήματος με άλλα λόγια γνησία λαϊκού, που ως τέτοιο θα προβάλει και θα προτάξει ως συνθήματα εκείνους ακριβώς τους στόχους που επικοινωνούν με τις πραγματικές υλικές ανάγκες της πλατιάς λαϊκής βάσης, η οποία ασφυκτιά υπό το καθεστώς της φτώχειας, της ταξικής υποτίμησης, του φασισμού και της ωμής ιμπεριαλιστικής εξάρτησης: «Ψωμί Παιδεία Ελευθερία», « Κάτω η Χούντα» και «Έξω οι ΗΠΑ και το ΝΑΤΟ». Συνθήματα που ακριβώς επειδή συγκρούονται με τον πυρήνα της αστικής και ιμπεριαλιστικής πολιτικής, ξεκλειδώνουν την επαναστατική στρατηγική, γειώνοντας την στον πραγματικό χώρο και χρόνο, θέτοντας έτσι την πάλη για την επαναστατική ρήξη και την ανατροπή ως άμεσο, ρεαλιστικό πολιτικό επίδικο.

Ως κορύφωση μιας τέτοιας διεργασίας, η εξέγερση του Πολυτεχνείου του 1973, θα καταφέρει να ενσωματώσει, όχι μόνο σε επίπεδο άμεσης μαζικής παρουσίας στην ίδια την Εξέγερση, αλλά και σε επίπεδο υποστήριξης -είτε ενεργητικής είτε και παθητικής-, την μεγάλη κοινωνική πλειοψηφία. Το Πολυτεχνείο γίνεται έτσι η αιχμή ενός μεγάλου κοινωνικού συνασπισμού, ενός νέου «ιστορικού μπλοκ» που συγκροτεί ευδιάκριτα μια ριζικά διαφορετικά στρατηγική για τη χώρα σε απόλυτη ρήξη με την αστική τάξη και τον ιμπεριαλισμό. Η εικόνα της νύχτας της 17ης Νοέμβρη θα κάνει την οριοθέτηση μεταξύ των δύο αυτών στρατηγικών πιο εύγλωττη από ποτέ. Από τη μια, το κατειλημμένο Πολυτεχνείο να εκφράζει κάτω από τα συνθήματα που έχει ως προμετωπίδα («Ψωμί Παιδεία Ελευθερία», «Έξω οι ΗΠΑ και το ΝΑΤΟ», «Επανάσταση Λαέ», «Απόψε πεθαίνει ο φασισμός», «Λαέ Πάλεψε», «Λαέ Χτύπα», «Λαοκρατία», «Κάτω το Κεφάλαιο», «Κάτω η Εξουσία») τις δυνάμεις της μεγάλης κοινωνικής πλειοψηφίας και από την άλλη, η αστική εξουσία και ο ιμπεριαλισμός να προσωποποιούνται στις δυνάμεις του Στρατού, στα άρματα μάχης και τα πολυβόλα που βρίσκονται απ’ έξω. Η καταστολή της εξέγερσης με την εισβολή του τανκ στο Πολυτεχνείο και τους δεκάδες νεκρούς και τραυματίες από πυροβολισμούς θα έρθει να αναδείξει εμφατικά τη ριζική διαφορά περιεχομένου ανάμεσα στις δύο στρατηγικές. Από τη μια χιλιάδες λαού να μην οπισθοχωρούν ακόμα και όταν ο θάνατος βρίσκεται κυριολεκτικά προ των πυλών και από την άλλη μια πάνοπλη εξουσία που δεν διστάζει να πραγματοποιεί δημόσια μαζικές δολοφονίες.

Μια τέτοια ριζική διαφορά παραδειγμάτων, μια τέτοιας έντασης κοινωνική και πολιτική ρήξη στο εσωτερικό της ελληνικής κοινωνίας, μια τέτοια με άλλα λόγια Εξέγερση, γιατί ακριβώς μόνο μια κοινωνική εξέγερση μπορεί να πραγματοποιήσει αντίστοιχης έκτασης αποτελέσματα, είναι προφανές ότι προδιαγράφει εξελίξεις που ανοίγουν δρόμους επαναστατικούς. Η αιματηρή καταστολή της Εξέγερσης και η περεταίρω σκλήρυνση του καθεστώτος μετά την ανάληψη των ηνίων της Χούντας από τον Ιωαννίδη, σηματοδοτεί την υπαρξιακή πλέον ανάγκη της αστικής εξουσίας να επιβιώσει από μια εξεγερτική επαναστατική δυναμική που απειλεί ευθέως όχι μόνο τη Χούντα αλλά την ίδια την αστική εξουσία και τους Αμερικανούς που την στηρίζουν. Πτώση της Χούντας στη δεδομένη φάση σήμανε αυτόματα και δομικό κλονισμό της ίδιας της αστικής εξουσίας στη χώρα. Και για να αποφευχθεί κάτι τέτοια η αιμοσταγής Τάξη που άρχει τη χώρα θα θέσει σε εφαρμογή τις πλέον επιθετικές στρατηγικές της. Παράλληλα λοιπόν με την ένταση της τρομοκρατίας σε βάρος του κινήματος και την εφαρμογή πολιτικών ακραίας λιτότητας, θα επιχειρήσει τη φυγή προς τα εμπρός, βλέποντας ίσως ως μοναδική οδό διάσωσης της, την εκπλήρωση των μεγαλοϊδεατικών της βλέψεων στην Α. Μεσόγειο. Τις οποίες και δεν θα διστάσει να υλοποιήσει τον Ιούλιο του 1974 μέσω της πραξικοπηματικής ανατροπής της κυβέρνησης Μακάριου στην Κύπρο και της εγκαθίδρυσης ενός καθεστώτος μαριονέτα που θα υποτίθεται θα ένωνε την Κύπρο με την Ελλάδα.

Η αδυσώπητη πραγματικότητα ωστόσο των ιμπεριαλιστικών σχεδιασμών και των γεωπολιτικών συσχετισμών, και βέβαια η συγκεκριμένη θέση της Ελλάδας στην ιμπεριαλιστική αλυσίδα θα σφραγίσει την τύχη και αυτού του τυχοδιωκτισμού του ελληνικού κράτους, που προηγουμένως είχε φροντίσει να υποδαυλίσει την ένταση και τις επιθέσεις σε άμαχους πληθυσμούς ελληνοκυπρίων και τουρκοκυπρίων. Αντίστοιχα όπως στην Μικρασιατική Εκστρατεία, η κατάληξη θα είναι καταστρεπτική για το λαό. Η καραδοκούσα φασιστική Τουρκία θα εισβάλλει στην Κύπρο κατακτώντας στρατιωτικά το 40% των της εδαφών την ώρα που οι δυνάμεις της Χούντας τρέπονται σε φυγή, αφήνοντας στο έλεος του τουρκικού στρατού και των τουρκικών παρακρατικών ομάδων χιλιάδες ελληνοκύπριους. Για ακόμα μια φορά στην ελληνική ιστορία το δίπολο ιμπεριαλιστική εξάρτηση και εθνικισμός, αυτό το εγγενές χαρακτηριστικό του ελληνικού καπιταλιστικού σχηματισμού, έδινε τα απτά αποτελέσματα του.

Η πτώση της Χούντας ως αποτέλεσμα της κατάρρευσης της τυχοδιωκτικής της πολιτικής στην Κύπρο έρχεται να αναδείξει ακόμα περισσότερο τη φυσιογνωμία της ελληνικής αστικής τάξης όσο και το χαρακτήρα της μετάβασης από τη Χούντα στην αστική δημοκρατία. Η λεγόμενη «προδοσία της Κύπρου» αποτελεί ένα ακόμα έγκλημα της ελληνικής αστικής τάξης, η δε μετάβαση προς την -έστω ανάπηρη- αστική δημοκρατία του Καραμανλή είναι η αναγκαστική υποχώρηση του αστικού καθεστώτος απέναντι στην γενικευμένη λαϊκή αγανάκτηση, που λίγο απείχε από το να μετατραπεί σε εξεγερτικό επαναστατικό χείμαρρο. Εκφεύγει των προθέσεων του παρόντος κειμένου μια αναλυτική θέση, σχετικά με το γιατί στην δεδομένη φάση το λαϊκό κίνημα δεν μπόρεσε να μετατρέψει την πτώση της Χούντας σε εφαλτήριο μιας επαναστατικής αναμέτρησης με το αστικό καθεστώς συνολικά. Συνοπτικά μόνο θα λέγαμε ότι παρά την αποστοίχιση ενός κρίσιμου δυναμικού από τις τάξεις της ρεφορμιστικής Αριστεράς, η τελευταία -που ας μην ξεχνάμε λίγο πριν το Πολυτεχνείο καλλιεργούσε αυταπάτες για πολιτική εξομάλυνση μέσω μιας αναίμακτης μετάβασης από τη Χούντα στην αστική Δημοκρατία- διέθετε ακόμα ισχυρή επιρροή σε μεγάλα τμήματα του κινήματος, οι δε δυνάμεις που βρέθηκαν στην πρωτοπορία της επαναστατικής σύγκρουσης στη Χούντα δεν ήταν ακόμα ώριμες τόσο πολιτικά όσο και οργανωτικά για να αναπτύξουν ένα ολοκληρωμένο σχέδιο επαναστατικής στρατηγικής.

Σε κάθε πάντως περίπτωση η αστική εξουσία βγαίνει από τη Δικτατορία βαριά τραυματισμένη: ο βασικός στόχος της Δικτατορίας, η συντριβή του λαϊκού κινήματος, όχι μόνο δεν επιτυγχάνεται, αντιθέτως το κίνημα βγαίνει κατά πολύ ισχυρότερο από ότι ήταν πριν τη δικτατορία, έχοντας ως παρακαταθήκη μια εξέγερση που άνοιξε το δρόμο για την ανατροπή μια πανίσχυρης τυραννίας. Ο κοινωνικός και πολιτικός ριζοσπαστισμός βρίσκεται σε ιστορικά υψηλά, η αυτοπεποίθηση του κινήματος είναι τεράστια, τα αντιιμπεριαλιστικά και αντικαπιταλιστικά συνθήματα αγκαλιάζουν ολοένα και μεγαλύτερα τμήματα της κοινωνίας, την ώρα που ο εγχώριος αστισμός -όσο και το πολιτικό του προσωπικό- βαριά τραυματισμένος από την στήριξη του στη Χούντα και την εξέλιξη στην Κύπρο, είναι αναγκασμένος, για να προλάβει τα χειρότερα, να προβεί σε σοβαρές υποχωρήσεις σε όλα τα πεδία του κοινωνικού και ταξικού ανταγωνισμού. (Αποτελεί άλλης τάξης ερώτημα το γιατί ή κάτω από ποιους όρους δεν έγινε εφικτή στα πρώτα μεταπολιτευτικά χρόνια η μετουσίωση αυτού του επαναστατικού ρεύματος σε οργανωμένη επαναστατική αναμέτρησης με το καθεστώς Καραμανλή. Όπως και για την αμέσως μετά το Πολυτεχνείο περίοδο, αν πολύ επιγραμματικά πρέπει κάτι να αναφέρουμε είναι η αδυναμία μιας βαθύτερης πολιτικής προγραμματικής συγκρότησης των πιο μαχητικών τμημάτων του κινήματος, μια αδυναμία που δυστυχώς σφράγισε όλες τις μετέπειτα μεγάλες ανατάσεις της λαϊκής πάλης, με πλέον χαρακτηριστική εκείνη της μνημονιακής περιόδου 2010-2015)

Γυρνώντας στο αρχικό μας ερώτημα, γίνεται, λοιπόν, σαφές γιατί το Πολυτεχνείο υπήρξε μια ιστορική τομή για τη χώρα. Χωρίς αυτό, χωρίς δηλαδή την αποφασιστική παρέμβαση του εργατικού λαϊκού νεολαιίστικου παράγοντα στην εξέλιξη της ταξικής πάλης, όχι απλά η Χούντα θα μπορούσε να συνεχίσει για πολλά ακόμα χρόνια να υπάρχει, αλλά το κυριότερο, η ομαλή μετάβαση της σε μια ελεγχόμενη αστική δημοκρατία θα γινόταν με όρους απόλυτης αστικής ηγεμόνευσης, με όρους που θα εξασφάλιζαν πιθανότατα ακόμα και την ατιμωρησία της ηγεσίας της Χούντας, αλλά κυρίως με όρους που θα απέκρυπταν την αστική φύση της Χούντας και την αμερικανική στήριξη σε αυτή, με όρους σε τελική ανάλυση, που θα έκαναν την ελληνική αστική τάξη να εμφανίζεται ως ο βασικός παράγοντας της πτώσης της Χούντας και ως ο βασικός εγγυητής της Δημοκρατίας και των «δίκαιων του λαού». Μπορούμε εύκολα ασφαλώς να φανταστούμε τι κολοσσιαίων ήττα θα ήταν κάτι τέτοιο για το εργατικό λαϊκό κίνημα της χώρας. Στην πραγματικότητα θα ήταν η πλήρης ευόδωση του στρατηγικού πλάνου που τέθηκε με την επιβολή της Χούντας το 1967: η συντριβή δηλαδή του επαναστατικού λαϊκού κινήματος της χώρας. Για να το πούμε διαφορετικά, χωρίς το Πολυτεχνείο, χωρίς δηλαδή την έμπρακτη νίκη του λαϊκού παράγοντα επί της Δικτατορίας, δεν θα μπορούσε να υπάρξει μελλοντικά επαναστατικό κίνημα στη χώρα. Υπό αυτό το πρίσμα οι δεκάδες αγωνιστές και οι αγωνίστριες που σκοτώθηκαν στο Πολυτεχνείο, οι χιλιάδες που μαρτύρησαν στα βασανιστήρια, τις φυλακές και τις εξορίες πέτυχαν με τον αγώνα τους κάτι πολύ χειροπιαστό, κάτι χωρίς υπερβολή ανεκτίμητο και ανυπέρβλητο. Με τη θυσία τους κατέδειξαν την οργανική σχέση της Δικτατορίας με την αστική τάξη και τις ΗΠΑ και έκαναν αποκλειστικά κτήμα του λαού την ανατροπή της.

Τούτων δοθέντων, η ταξική, η επαναστατική ματιά στην ιστορική σημασία και την παρακαταθήκη του Πολυτεχνείου, εκκινώντας από τη θέση ότι το Πολυτεχνείο ήταν μια κοινωνική λαϊκή εξέγερση, δεν μπορεί παρά να οδηγείται στην εμβληματική θέση του Μαρξ για τις επαναστάσεις και τις εξεγέρσεις, ως «ατμομηχανές της Ιστορίας». Παρότι στρατηγικά δεν νίκησε, το Πολυτεχνείο, επιτάχυνε την ιστορική κίνηση, δίνοντας συγκεκριμένη υλική υπόσταση και μορφή στο ίδιο το στρατηγικό επίδικο της ταξικής αναμέτρησης, που δεν είναι άλλο από την έλευση μίας κοινωνίας χωρίς εκμετάλλευση και καταπίεση ανθρώπου από άνθρωπο.

Μέσα από τις πολλαπλές διαδρομές της ταξικής πάλης των επομένων δεκαετιών- στις οποίες οι αγωνιστικοί εορτασμοί του Πολυτεχνείου αποτέλεσαν συχνά βασική τους αιχμή, όπως το Πολυτεχνείο του 1980, του 1985, του 1995 και τόσα άλλα – σήμερα 49 Νοέμβρηδες μετά, το επαναστατικό κίνημα εγγράφοντας νίκες και ήττες, προωθήσεις όσο και πισωγυρίσματα, παραμένει δυναμικά στο προσκήνιο, καλούμενο να αναμετρηθεί με τα νέα ερωτήματα που η δομική κρίση του εγχώριου και διεθνούς καπιταλιστικού συστήματος προβάλλει. Με τη γενικευμένη φτώχεια και τον ιμπεριαλιστικό πόλεμο, με την κλιμάκωση του κρατικού ολοκληρωτισμού και την επέλαση του κοινωνικού εκφασισμού. Σε αυτό ακριβώς το φόντο η γνώση της ιστορίας του αντιδικτατορικού κινήματος, πόσο μάλλον της κορυφαίας του στιγμής, αυτής του Πολυτεχνείου, αποτελεί πολύτιμο εφόδιο για την επεξεργασία και τη διαμόρφωση των νέων θέσεων μάχης του. Όχι βέβαια ως μια απόπειρα προσαρμογής των χαρακτηριστικών του στις σημερινές συνθήκες, ούτε ως μια μουσειακού τύπου μνήμη αποκομμένη από τη σύγχρονη πραγματικότητα, αλλά ως ζώσα ιστορία, ως οργανικό μέρος της «κίνησης που καταργεί την υπάρχουσα τάξη πραγμάτων».

Η βαθιά ρωγμή που προκάλεσε στον ιστορικό χωροχρόνο της Ελλάδας το Πολυτεχνείο, διάνοιξε μονοπάτια που ακόμη τα διανύουμε, ορίζοντες ενός νέου κόσμου, της κοινωνικής και ταξικής απελευθέρωσης.

49 χρόνια μετά συνεχίζουμε αταλάντευτα τον δρόμο του Νοέμβρη

τον δρόμο της Εξέγερσης και της κοινωνικής Επανάστασης!

Πηγή:https://www.facebook.com/efodos.net.fb/