Άνοιγμα της εκδήλωσης για τα 80 χρόνια από τον Δεκέμβρη του 1944 : Για την επέμβαση του βρετανικού ιμπεριαλισμού τον Δεκέμβρη του 1944 και την ενσωμάτωση των ταγμάτων ασφαλείας στο αστικό κράτος (του συντρόφου Ιάσονα Π.)
“Η ακτινοβολία του Δεκέμβρη φώτισε το στίβο της πάλης των λαών εναντίον των υπολειμμάτων του φασισμού για τη Λευτεριά και τη Δημοκρατία. Τους έκαμε πιο προσεκτικούς, τους έμαθε να φυλάνε ζηλότυπα τις κατακτήσεις τους, τους προετοίμασε για τους σκληρούς αγώνες που τους περιμένουν μέχρι τη τελική νίκη” (6η Αχτίδα Ανατολικών Συνοικιών της Κ.Ο. Αθήνας του ΚΚΕ, 1945)
Η Δεκεμβριανή σύγκρουση του 1944, δύο μόλις μήνες μετά από την απελευθέρωση από τη ναζιστική κατοχή και ενώ ο Δεύτερος Παγκόσμιος Πόλεμος βρισκόταν ακόμα σε εξέλιξη, δε μπορεί ασφαλώς να ερμηνευθεί ως ένα αυτοτελές επεισόδιο. Για τον βρετανικό ιμπεριαλισμό όπως και για την ελληνική αστική τάξη και το πολιτικό της προσωπικό ήταν από πολύ νωρίς σαφές ότι η διασφάλιση των συμφερόντων τους στη μεταπολεμική Ελλάδα [1] προϋπέθετε την καθυπόταξη του ΚΚΕ και του ΕΑΜ, το πολιτικό πρόγραμμα [2] και η πολιτική, κοινωνική και στρατιωτική δυναμική των οποίων [3] απειλούσαν την εγχώρια αστική εξουσία και την καταστατική συνθήκη της, την εξάρτηση δηλαδή της χώρας από τη Μεγάλη Βρετανία, και ως εκ τούτου τα συμφέροντα της τελευταίας στην κρίσιμη γεωστρατηγικά ζώνη των Βαλκανίων και της Ανατολικής Μεσογείου. Υπό αυτήν την έννοια, η ένοπλη σύγκρουση μεταξύ των δυνάμεων του ΕΑΜ- ΕΛΑΣ και του λαού της Αθήνας εναντίον του βρετανικού στρατού και του αστικού κράτους και των φασιστικών παρακρατικών σχηματισμών του ήταν προδιαγεγραμμένη, όπως ωστόσο και εξαρχής υπονομευμένη, ακριβώς γιατί η περίοδος που ανοιγόταν μετά την απελευθέρωση της 12 Οκτωβρίου, είχε για το εαμικό και συνολικά το επαναστατικό κομμουνιστικό κίνημα εν πολλοίς καθοριστεί από τις συμφωνίες του Λιβάνου και της Καζέρτας. Συμφωνίες στις οποίες οι ηγεσίες του ΕΑΜ και του ΚΚΕ σύρθηκαν πίσω από τις επιδιώξεις των Άγγλων και του αστικού πολιτικού κόσμου, εγκαταλείποντας έναν βασικό όρο της λαϊκομετωπικής αντιφασιστικής στρατηγικής τους – εκείνης που τους είχε εξασφαλίσει την κοινωνική και πολιτική ηγεμονία στα χρόνια της Κατοχής – την πολιτική και οργανωτική δηλαδή αυτοτέλεια τους εντός των μετώπων (και άρα και την ταξική τους ανεξαρτησία).
Χαρακτηριστικό ως προς αυτό είναι το περιβόητο “Εθνικό Συμβόλαιο” της συμφωνίας του Λιβάνου, τον Μάιο του 1944, από όπου προέκυπτε η αναγνώριση του δικαιώματος των Άγγλων να επεμβαίνουν σε κάθε εσωτερική ελληνική υπόθεση ακόμα και μετά την Απελευθέρωση, η καταδίκη του αντιφασιστικού κινήματος της Μέσης Ανατολής, η δημιουργία ενός πολιτικά ουδέτερου εθνικού στρατού και ο σχηματισμός κυβέρνησης εθνικής ενότητας με -δυσανάλογα μικρή- συμμετοχή του ΕΑΜ, η έμμεση αλλά σαφής καταδίκη του ΕΛΑΣ., [4] η αθώωση ουσιαστικά των Ταγμάτων Ασφαλείας (και ως εκ τούτου και των κατοχικών κυβερνήσεων) τα οποία νοούνται ως απάντηση στην «κομμουνιστική βία».
Θα λέγαμε λοιπόν ότι η διασύνδεση των αρμών της αστικής εξουσίας, της εξόριστης κυβέρνησης, της κατοχικής κυβέρνησης Ράλλη, των δωσιλογικών οργανώσεων και των Άγγλων, η οποία θα ξεδιπλωθεί ορμητικά μετά την Απελευθέρωση με αποκορύφωμα το Δεκέμβρη, έχει εκεί ακριβώς τη ρίζα της. Αντίθετα από ότι εμφανίζεται στην αστική ιστοριογραφία, η δημιουργία των Ταγμάτων Ασφαλείας δεν ήταν κάποιου είδους παρεκτροπή ενός τμήματος του εγχώριου αστισμού, αλλά σάρκα από τη σάρκα του, με εμπνευστές βασικές μορφές του προπολεμικού παλαιοκομματισμού, όπως ο Ράλλης που υπήρξε για χρόνια εκλεγμένος βουλευτής του Λαϊκού Κόμματος, και ο οποίος ξεπερνώντας την ενδοαστική διαμάχη του εθνικού διχασμού επανέφερε βενιζελικούς αξιωματικούς οι οποίοι πρωτοστάτησαν στην οργάνωση των ταγμάτων. [5]
Ενδεικτική ως προς τα παραπάνω ήταν και η απόφαση για την ανάληψη της πρωθυπουργίας από τον Παπανδρέου που βρισκόταν στη κατεχόμενη Ελλάδα μέχρι τον Απρίλιο του 1944, απόφαση η οποία ήρθε ύστερα από έκθεση του Παπανδρέου προς την εξόριστη Κυβέρνηση για την κατάσταση στην Ελλάδα. Στην έκθεση αυτή – η οποία δημοσιοποιήθηκε μετά το Δεκέμβρη- ο Παπανδρέου αναφέρει ως βασικό ζήτημα το «πώς και πότε θα σωθεί ο ελληνικός λαός από τα εγκλήματα και την κατατυράννησιν των δυναμικών οργανώσεων του ΕΑΜ, σπονδυλική στήλη των οποίων, ηγετική δύναμις είναι το Κ.Κ», προτείνοντας μάλιστα αυτό που στη συνέχεια επικυρώθηκε στο πέμπτο κεφάλαιο του Εθνικού Συμβολαίου, «να αναλάβουν (οι Σύμμαχοι) αποφασιστικώς οι ίδιοι την προστασία του Ελληνικού Λαού». Τα παραπάνω επιβεβαιώνουν ότι το κύριο μέλημα των αστικών δυνάμεων και των Άγγλων πατρώνων τους σε αυτό το τελευταίο στάδιο της κατοχής, δεν ήταν βέβαια η ενίσχυση της αντικατοχικής δράσης αλλά η διαφύλαξη της μεταπολεμικής εξουσίας. Παραθέτουμε εδώ, ένα ακόμα άκρως αποκαλυπτικό στοιχείο της συνέργειας μεταξύ της κατοχικής κυβέρνησης, της εξόριστης κυβέρνησης και των Άγγλων: Την κατάθεση του μέλους της διοικούσας επιτροπής του ΕΔΕΣ Ροδοκανάκη, στη δίκη των δωσίλογων, στην οποία αναφέρει πως σε αποστολή όπλων από τη Μέση Ανατολή τον Αύγουστο ή τον Σεπτέμβριο στη Ραφήνα, ο Ράλλης είχε στείλει «όργανα της κυβέρνησης (δηλ. ταγματασφαλίτες) δια να υποβοηθήσουν την παραλαβήν…», ενώ σε άλλη αποστολή τον Οκτώβριο, παραμονές της απελευθέρωσης, η παραλαβή οπλισμού γίνεται εξ ολοκλήρου από άνδρες και αξιωματικούς της δωσιλογικής ομάδας Χ. Συνεπώς, δεν προκαλεί καμία έκπληξη η απάντηση του Ράλλη σε ερώτηση του Παπανδρέου κατά τη διάρκεια της δίκης πως «άνδρες των Ταγμάτων Ασφαλείας είχον λάβει όπλα προ του Κινήματος του Δεκεμβρίου και ανέλαβον υπηρεσίαν και εμάχοντο. Και μάλιστα αξιωματικός των Ταγμάτων Ασφαλείας προήχθη υπό της Κυβερνήσεως σας.”
Ενώ όσον αφορά τη στάση των Άγγλων απέναντι στα Τάγματα Ασφαλείας, είναι γνωστό ότι αυτοί ήδη από τον Οκτώβριο του 1943 θα συνυπογράψουν μέσω του απεσταλμένου τους αξιωματικού του βρετανικού στρατού, του Νεοζηλανδού Ν. Σκοτ, σύμφωνο με τον Κ. Βεντήρη και τον Γ. Γρίβα (αρχηγό της Οργάνωσης Χ) για κοινή αντικομμουνιστική δράση στη μετακατοχική περίοδο. Χαρακτηριστική δε των διαθέσεών τους απέναντι στα Τάγματα Ασφαλείας είναι η θέση που διατύπωσε τον Απρίλιο του 1944 ο συνταγματάρχης Μπαρνς, στενός συνεργάτης του επικεφαλής των αγγλικών δυνάμεων στην Ελλάδα Κ. Γουντχάους: «Είμαι σίγουρος ότι θα ταχθούν ολόψυχα στο πλευρό οποιασδήποτε συμμαχικής δύναμης που θα εισβάλει στην Ελλάδα. Συνεπώς, μολονότι αποδεδειγμένα εργάζονται για τους Γερμανούς, πιστεύω ότι θα έπρεπε να αποφύγουμε να τους καταδικάσουμε δημοσίως με τρόπο που να κλείνει αμετάκλητα το δρόμο για μελλοντική συμφιλίωση». [6]
Αν κάτι μαρτυρά η προπαρασκευή της βρετανικής στρατιωτικής επέμβασης, είναι η πολυεπίπεδη στρατηγική των Άγγλων και των αστικών δυνάμεων και βέβαια το αναβαθμισμένο ταξικό κριτήριο της αστικής τάξης που επέβαλε τη συστράτευση ακόμα και παραδοσιακών αντιπάλων στο εσωτερικό της απέναντι στο ευρύ μέτωπο της λαϊκής αντίστασης. Όπως το έθεσε ο Λευτέρης Αποστόλου, ο πρώτος γραμματέας του ΕΑΜ και αδερφός της μαρτυρικής κομμουνίστριας Ηλέκτρας Αποστόλου: «Μαζί με τους κατακτητές και τους Κουϊσλινγκ, πρωτοστατεί στη ίδρυση και την ενίσχυση των ταγμάτων, και η πολυκέφαλη ντόπια αντίδραση, με τους πολιτικούς και στρατιωτικούς της ηγέτες. Ότι ακόμα, όσο πλησιάζουμε στη απελευθέρωση, τα τάγματα αρχίζουν να ενισχύονται και με όπλα ακόμα, απ’ τον πρωθυπουργό στο εξωτερικό, της Α.Μ. του Γλύξμπουργκ, το Γ. Παπανδρέου, για να μπορέσουν έτσι να πολεμήσουν, ακόμα πιο αποτελεσματικά, το λαϊκό κίνημα της Αντίστασης. Τέλος, ότι συνεργαζόμενος με το Ράλλη και τα τάγματα, για τη καταπολέμηση του Λαϊκού Κινήματος της Αντίστασης, ο Παπανδρέου, πρωθυπουργός της εμπιστοσύνης του Γλύξμπουργκ, ζητάει σύγχρονα την ενίσχυση του Τσώρτσιλ και των Αγγλικών στρατιωτικών δυνάμεων, για να εξυπηρετηθούν οι βαθύτατες αυτές αντεθνικές και αντισυμμαχικές επιδιώξεις αυτού και του ηγεμόνα του».
Πενήντα ημέρες λοιπόν μετά την Απελευθέρωση, η φαινομενική ταξική εκεχειρία που εξέφραζε η κυβέρνηση εθνικής ενότητας υπό τον Γ. Παπανδρέου με τη συμμετοχή του ΕΑΜ, που είχε την ευθύνη της οικονομικής και εργατικής πολιτικής, θα τερματιστεί με σαφή πρωτοβουλία των αστικών δυνάμεων, που επιτίθενται δολοφονικά σε εαμική διαδήλωση εκατοντάδων χιλιάδων λαού στην Πλατεία Συντάγματος στις 3 Δεκέμβρη του 1944. Η ολοκληρωτική σύγκρουση του Δεκέμβρη, άρχιζε: Η στρατιωτική επέμβαση του βρετανικού ιμπεριαλισμού, οι δολοφονίες από την κατοχική αστυνομία του Έβερτ, η έλλειψη επαναστατικής στρατηγικής του ΚΚΕ και του ΕΑΜ θα καθορίσουν την έκβαση.
Η ηρωική μάχη που δώσε ο ΕΛΑΣ στην Αθήνα επί 33 μέρες κόντρα στη αγγλική υπεροπλία «σαν γάτα που την έχουν κλείσει σε αδιέξοδο» όπως τη περιέγραψε ο καπετάνιος του ΕΛΑΣ Ορέστης Μακρής, δεν απέβη -ούτε μπορούσε να είναι- νικηφόρα. Ο λαός των Αθηνών κάτω από το σύνθημα της “Λαοκρατίας” και του “ Όλοι στα όπλα, όλοι στα οδοφράγματα, ”, έδωσε μια συγκλονιστική μάχη για να διαφυλάξει –και να διευρύνει- τις κατακτήσεις τεσσάρων χρόνων σθεναρής και αιματηρής αντίστασης, η οποία δεν συμβιβαζόταν με την επάνοδο της αστικής εξουσίας, των Άγγλων επικυρίαρχων και του Γλύξμπουργκ. Το μεγαλείο της πάλης αυτής, μια διαχρονική υπόμνηση της ιστορικής δυνατότητας «να θεριεύει ο γίγαντας λαός και να σπάει δεσμά κι αλυσίδες», αποτελεί ανεξάντλητη παρακαταθήκη και πηγή έμπνευσης για όλες τις επόμενες γενιές που στάθηκαν ή θα σταθούν απέναντι στα πολυβόλα και τα τανκς της αστικής τάξης και του ιμπεριαλισμού με την πέτρα, τη μολότοφ, το όπλο, το δυναμίτη στο χέρι. Ο παλλαϊκός χαρακτήρα της αντίστασης, όπως αποτυπώνεται στις περιγραφές των μαχών του Δεκέμβρη συγκλονίζει :
“Το θαύμα έχει γίνει. Η λογική και οι στρατιωτικοί κανόνες πήγαν περίπατο κι’ αναμετρήθηκαν σε μια γιγαντιαία μάχη ο λαός με τους εχθρούς του. Εκείνο το ιστορικό βράδυ και τις μέρες που ακολούθησαν κάθε άντρας, γέρος, γριά, παιδάκι ήτανε ελασίτης. Όσοι είχαν ντουφέκι πολέμησαν μ’ εκείνο. Όσοι δεν είχαν πολέμησαν με τα νύχια, με τις πέτρες, με τα τραγούδια. Και να πως έγινε το θαύμα”.
Κλείνοντας, η επαναφορά της Ελλάδας στην κατάσταση της προπολεμικής κανονικότητας της αστικής εξουσίας, του φασισμού και της αγγλικής επικυριαρχίας, κατέστη δυνατή λόγω της συνεργασίας του δωσιλογικού κρατικού μηχανισμού, της αστικής τάξης και των Άγγλων.
Σε μια αποκαλυπτική της φυσιογνωμίας της άρχουσας τάξης της, η Ελλάδα υπήρξε μια από τις ελάχιστες χώρες που όχι μόνο δεν διώχθηκαν και εκτελέστηκαν οι δωσίλογοι αλλά παρέμειναν στο κρατικό μηχανισμό. Γεγονός με σαφείς πολιτικές σημάνσεις και κυρίως μια ηχηρή καταδίκη από πλευράς κράτους του μαζικού αντιφασιστικού κινήματος της Εθνικής Αντίστασης, που με τις εκατόμβες νεκρών του χάραξε τον δρόμο για την απελευθέρωση.
Η ήττα του κόκκινου Δεκέμβρη και λίγο αργότερα η εξέλιξη που η ήττα αυτή δρομολόγησε, η συμφωνία-ταξική συνθηκολόγηση της Βάρκιζας διαμόρφωνε συνθήκες στρατηγική ήττας για το επαναστατικό κίνημα: Όπως έγραφε ο Γ. Σιδέρης :
“Όλα τελείωσαν
και το αίμα πάγωσε
δίπλα στα κορμιά μας,
Τελείωσαν οι σφαίρες
τέλεψαν οι επίδεσμοι
κι η φωνή μας παγωμένη
έμεινε μες τα χωνιά”
Ακόμα όμως και μέσα σε αυτή τη παγωνιά της ήττας, το κίνημα βρήκε το σθένος και τη δύναμη να σηκωθεί για να απαντήσει ξανά «Όπλα» αντί για «αλυσίδες» μπροστά στην τυραννία που εδραίωνε η μεταβαρκιαζιανή συνθήκη. Έτσι λίγους μήνες μετά, η νέα φάση της ταξικής σύγκρουσης που θα ξεσπάσει θα κατορθώσει την περίοδο 1946-1949 να ανατρέψει την κληρονομιά της ήττας, θέτοντας με σαφήνεια πια τη σύνδεση ανάμεσα στον πολιτικό ορίζοντα του εθνικοαπελευθερωτικού αγώνα και της πάλης για τη λαϊκή εξουσία.
Σημειώσεις- Παραπομπές
[1] Η προετοιμασία της αγγλικής επέμβασης συζητιόταν στους κόλπους του διεθνούς ιμπεριαλισμού ήδη από το 1943. Σύμφωνα με όσα αναφέρει ο Τσόρτσιλ στα Απομνημονεύματά του, κατά τη διάρκεια επαφών του με τον Αμερικάνο πρόεδρο Ρούσβελτ στο Κεμπέκ του Καναδά το καλοκαίρι του 1943 είχαν από κοινού διαπιστώσει ότι, εξαιτίας της αυξανόμενης επιρροής του ΚΚΕ και του ΕΑΜ στα ελληνικά πολιτικά πράγματα, «ήταν υποχρεωμένοι να παρέμβουν στις εσωτερικές υποθέσεις της Ελλάδας τη στιγμή της Απελευθέρωσης».
[2] Οι στρατηγικοί στόχοι του ΚΚΕ, όπως αυτοί επαναδιατυπώθηκαν το 1942 καθόριζαν σαφώς ότι «Η πραγματοποίηση του άμεσου πολιτικού σκοπού του κόμματός μας –εθνική απελευθέρωση και λαοκρατική λύση του εσωτερικού προβλήματος– αποτελεί στη συγκεκριμένη στιγμή τη μοναδική επαναστατική θέση. Μόνον αυτή ανοίγει πλατιά το δρόμο για την πραγματοποίηση των παραπέρα στρατηγικών σκοπών του κόμματός μας, την εγκαθίδρυση της Λαϊκής Δημοκρατίας και την αποτίναξη της ιμπεριαλιστικής- αγγλικής –εξάρτησης». Βλ. Απόφαση της Πανελλαδικής Συνδιάσκεψης του ΚΚΕ, Δεκέμβρης 1942», στο «Το ΚΚΕ. Επίσημα κείμενα, τόμ. 5, εκδ. Σύγχρονη Εποχή, Αθήνα, 1981.
[3] Το πολιτικό μέτωπο που κατόπιν πρωτοβουλίας του ΚΚΕ είχε συγκροτηθεί, το Εθνικό Απελευθερωτικό Μέτωπο (ΕΑΜ), είχε κατορθώσει να ενσωματώσει στις τάξεις του σχεδόν 1.500.000 αγωνιστές και αγωνίστριες, ενώ πάνω από 600.000 νέοι και νέες είχαν ενταχθεί στην Ενιαία Πανελλαδική Οργάνωση Νέων (ΕΠΟΝ). Το δε στρατιωτικό σκέλος του ΕΑΜ, ο θρυλικός Ελληνικός Λαϊκός Απελευθερωτικός Στρατός (ΕΛΑΣ), έφτασε να αριθμεί λίγο πριν από την Απελευθέρωση περί τους 140.000 μαχητές και μαχήτριες και είχε καταφέρει από την άνοιξη του 1944 να κρατά υπό τον έλεγχό του σχεδόν τα τρία πέμπτα της χώρας, οργανώνοντας υπό τη σκέπη της Πολιτικής Επιτροπής Εθνικής Απελευθέρωσης (ΠΕΕΑ), που συγκροτήθηκε τον Μάρτιο του 1944, μορφές επαναστατικής λαϊκής εξουσίας όπως η Λαϊκή Αυτοδιοίκηση, η Λαϊκή Δικαιοσύνη, η Λαϊκή Πολιτοφυλακή κ.ά
[4] Ο Παπανδρέου αναφέρει στον εναρκτήριο λόγο του: “Κόλασις είναι σήμερον η καταστάσις της Πατρίδας μας. Σφαζουν οι Γερμανοί. Σφάζουν τα Τάγματα Ασφαλείας. Σφάζουν οι αντάρται. Σφάζουν και καίουν…
Με την τρομοκρατικην αυτήν δράσιν του ΕΑΜ-ΕΛΑΣ, εδημιουργηθη, δυστυχώς, το ψυχολογικον κλίμα το οποίον επέτρεψε να επιτύχουν εις το τρίτον έτος της δουλείας ότι, δεν είχαν κατορθώσει κατά τα δύο πρώτα έτη-την κατασκευή των Ταγμάτων Ασφαλείας, προορισμός των οποίων είναι ο εμφύλιος πόλεμος…”
[5] Στη μετέπειτα κατάθεση του Θεμιστοκλή Σοφούλη, αρχηγού των Φιλελευθέρων, στη δική των δωσίλογων ομολογείται ακριβώς αυτό, αναφέρει ο Σοφούλης: “Ολοι οι αξιωματικοί των Ταγμάτων Ασφαλείας είναι εξαίρετοι […] Αυτό το γνωρίζω. Συμμετεσχον πολλοί διακεκριμένοι του Κόμματος μου αξιωματικοί εις τα Τάγματα Ασφαλείας”
[6] J. L. Hondros, «Η Μ. Βρετανία και τα Τάγματα Ασφαλείας», στο Η Ελλάδα 1936-44, Πρακτικά του (ομώνυμου) Διεθνούς Ιστορικού Συνεδρίου, Μορφωτικό Ινστιτούτο ΑΤΕ, Αθήνα, 1989, σελ. 262-276.
- Η εκδήλωση πραγματοποιήθηκε το Σάββατο 7 Δεκεμβρίου στον πολιτικό χώρο της Ταξικής Αντεπίθεσης Καλλιδρομίου 49, Εξάρχεια. Μίλησαν οι ιστορικοί Προκόπης Παπαστράτης και Μιχάλης Λυμπεράτος.