Λίβανος, ο φάρος της αντιιμπεριαλιστικής πάλης: Μια επίκαιρη ιστορική αναδρομή στον νικηφόρο ανταρτοπόλεμο του 2006
“Η οριστική αποχώρηση του Ισραήλ από τον Λίβανο είναι πρελούδιο της καταστροφής του και της απελευθέρωσης της τιμημένης Ιερουσαλήμ από τα νύχια της κατοχής” – Χεζμπολάχ
Εν όψει τις 18ης Φεβρουαρίου και την ανανεωμένη προθεσμία αποχώρησης των ισραηλινών δυνάμεων από τις περιοχές του Νοτίου Λιβάνου, μια αναδρομή στις προηγούμενες επιχειρήσεις του Ισραήλ στον Λίβανο φαντάζει επίκαιρη. Η αντίσταση στον Λίβανο, κυρίαρχη οργάνωση της οποίας είναι η Χεζμπολάχ, έχει βρεθεί πολλές φορές στο παρελθόν σε δεινή πολιτική και στρατιωτική κατάσταση είτε ως αποτέλεσμα εσωτερικών πιέσεων είτε λόγω της Ισραηλινής επιθετικότητας. Όμως, σε κάθε φαινομενικό αδιέξοδο η αντίσταση μέσα στα χρόνια όχι μόνο δεν αποδυναμώθηκε αλλά κατάφερε και ισχυροποιήθηκε, ποιοτικά και ποσοτικά. Η ανάπτυξη των δυνάμεων της αντίστασης μέσα σε ένα ευρύτερο γεωπολιτικό πλαίσιο ιδιαίτερα δυσμενή οφείλεται στο ιστορικό δίκαιο των διεκδικήσεων της. Ο αγώνας της αντίστασης είναι αγώνας για την εθνική ανεξαρτησία έναντι στον δυτικό ιμπεριαλισμό, αρωγό του σιωνιστικού επεκτατισμού στη Μέση Ανατολή. Η κορυφαία στιγμή του αντάρτικου στον Λίβανο αποτέλεσε ο πόλεμος του 2006, αφήνοντας ένα νικηφόρο προηγούμενου και αποτελώντας εφαλτήριο για το παρόν και το μέλλον.
Ο πόλεμος του Λιβάνου του 2006 ξέσπασε έπειτα από ενέδρα της Χεζμπολάχ κατά ισραηλινών δυνάμεων στις 12 Ιουλίου, οδηγώντας στον θάνατο 3 στρατιωτών και την αιχμαλώτιση άλλων δύο. Η επιχείρηση αυτή θεωρήθηκε από το Ισραήλ ως κήρυξη πολέμου, με το Ισραήλ να πραγματοποιεί χερσαία εισβολή του Λιβάνου λίγες μέρες αργότερα. Ο πόλεμος έληξε στις 13 Αυγούστου έπειτα από διαμεσολάβηση του ΟΗΕ. Οι καταστροφές για τον Λίβανο υπήρξαν τεράστιες αφήνοντας μεγάλες υλικές ζημιές σε κτίρια και υποδομές αλλά και 1.191 νεκρούς. Όμως, ο πόλεμος του 2006 κατάφερε να πλήξει το γόητρο του Ισραήλ καθώς ύστερα από πολλά χρόνια ο σιωνιστικός στρατός υπέστη ήττες στα πεδία των μαχών οδηγώντας σε απώλειες 119 στρατιωτών. Οι στρατιωτικές δυνατότητες της Χεζμπολάχ, μιας οργάνωσης που δρούσε σε μέχρι πρότινος κατεχόμενο έδαφος, εξέπληξαν τους Ισραηλινούς. Η Χεζμπολάχ των 10.000 μαχητών και των απαρχαιωμένων “Κατιούσα” προέβαλε σθεναρή και νικηφόρα αντίσταση.
Η προϊστορία της σύγκρουσης
Η στρατιωτική κατοχή του Νότιου Λιβάνου από το Ισραήλ έληξε μόλις το 2000, με την υποχώρηση του ισραηλινού στρατού. Ένα τμήμα του Λιβάνου συνεχίζει να τελεί υπό Ισραηλινή κατοχή, η περιοχή της Shebaa Farms, την οποία το Ισραήλ θεωρεί έδαφος του. Η ανολοκλήρωτη αποχώρηση του Ισραήλ από τον Λίβανο υπήρξε και διαρκής διεκδίκηση από τη Χεζμπολάχ ολόκληρη την περίοδο μεταξύ 2000-2006 και την τρίτη χερσαία εισβολή του Λιβάνου. Η ενέδρα που στήθηκε το καλοκαίρι του 2006, η οποία πυροδότησε τον πόλεμο, έγινε στα πλαίσια του αγώνα της Χεζμπολάχ για την απελευθέρωση ολόκληρου του Λιβάνου.
Η Χεζμπολάχ δημιουργήθηκε σε συνθήκες Ισραηλινής κατοχής του Λιβάνου το 1982, στις περιοχές του Νότιου Λιβάνου όπου πλειοψηφούν οι Σιίτες, οι οποίοι επλήγησαν περισσότερο από την εισβολή. Το 1982 ήταν το έτος της δεύτερης εισβολής του Λιβάνου με αποκορύφωμα την πολιορκία και το σφυροκόπημα της Βηρυτού από τον Ισραηλινό στρατό, οδηγώντας τελικά στην αποχώρηση της PLO από τον Λίβανο. Όμως, παρά την ικανοποίηση του Ισραηλινού αιτήματος της αποχώρηση της PLO από τα εδάφη του Λιβάνου, τα οποία αποτελούσαν και εφαλτήριο επιδρομών κατα του Ισραήλ, η κατοχή του Νότιο τμήματος μέχρι το ύψος του ποταμό Λιτάνι συνεχίστηκε. Το Ισραήλ μέσω και της συγκρότησης της πολιτοφυλακής του SLA(South Lebanese Army) διατήρησε τον έλεγχο της περιοχής και μετά την αποχώρηση από τον κεντρικό Λίβανο το 1985.
Η λήξη της παράλληλης εμφύλιας σύγκρουσης στον Λίβανο το 1989 οδήγησε στο σύμφωνο του Ta’if το 1989 και τον αφοπλισμό όλων των ενόπλων παρατάξεων πλην της Χεζμπολάχ. Σε ένα διάστημα μετά την αποχώρηση της PLO από τον Λίβανο και μιάς συνολικότερης ύφεσης του παλαιστινιακού αγώνα, η μόνη συνεχιζόμενη αντίσταση κατά της σιωνιστικής οντότητας υπήρξε η Χεζμπολάχ. Ειδικότερα μετά τον συμβιβασμό της συνθήκης του Όσλο το 1994, την μετατροπή της PLO σε μια ψευτοκρατική οντότητα ,τη Παλαιστινιακή Αρχή, και την ουσιαστική εγκατάλειψη της διεκδίκησης επαναπατρισμού εκατομμυρίων Παλαιστινίων ο αγώνας έδειχνε να σβήνει. Αργότερα, ο μετέπειτα πρωθυπουργός του Ισραήλ Σιμόν Πέρες δήλωσε ειλικρινά και κυνικά σχετικά με την συνθήκη του Όσλο και της αναγνώρισης του Ισραήλ από τη PLO πως: “Δεν αλλάξαμε εμείς, η PLO άλλαξε”.
Το διεθνές πλαίσιο όπως είχε διαμορφωθεί την δεκαετία του 1990 με την κατάρρευση της ΕΣΣΔ και την παντοδυναμία του ευρωατλαντικού μπλόκ ευνόησε φυσικά και σε περιφερειακό επίπεδο τους συσχετισμούς υπερ του Ισραήλ. Η επίτευξη του Όσλο, η παύση της ένοπλης δράσης της μεγαλύτερης παλαιστινιακής οργάνωσης και η αναγνώριση από πλευράς της του Ισραήλ έδωσε τις εντυπώσεις πως το λεγόμενο “παλαιστινιακό” ζήτημα είχε λήξει. Η πορεία της κανονικοποίησης των σχέσεων του Ισραήλ με τις γειτονικές χώρες ήταν επιτέλους μια ρεαλιστική και ανοικτή προοπτική. Η εγκατάλειψη του αγώνα της επιστροφής των Παλαιστινίων πρωτίστως από την ίδια την PLO και δευτερευόντως από τα υπόλοιπα αραβικά κράτη είναι που καθιστά τη στάση της Χεζμπολάχ αξιοσημείωτη. Η ιδρυτική διακήρυξη της Χεζμπολάχ ορίζει ως έναν από τους βασικούς της στόχους την απελευθέρωση της κατεχόμενης Παλαιστίνης από την σιωνιστική οντότητα. Τόσο κατα την διάρκεια της κατοχής όσο και μετά, η Χεζμπολάχ πραγματοποίησε πολλά πλήγματα κατά του Ισραήλ και των ΗΠΑ με διάφορους τρόπους και σε διάφορα μέρη. Ένα από τα πιο ηχηρά χτυπήματα της οργάνωσης αποτελεί τον βομβαρδισμό του στρατοπέδου της Βηρυτού, όπου στεγαζόταν η Πολυεθνική Δύναμη αποτελούμενη από Γάλλους και Αμερικανούς στρατιώτες, στις 23 Οκτωβρίου 1983. Η επίθεση ,η οποία πραγματοποιήθηκε με δύο φορτηγά φορτωμένα με εκρηκτικά, οδήγησε στο θάνατο 241 Αμερικανών πεζοναυτών και 58 Γάλλων αλεξιπτωτιστών. Ο εγκέφαλος πίσω από αυτή την πολύνεκρη επίθεση θεωρείται πως ήταν ο πρόσφατα δολοφονημένος από το Ισραήλ, Φουάντ Σουκρ. Η Χεζμπολάχ επέδειξε επίσης τις δυνατότητες της στον ανταρτοπόλεμο εκδηλώνοντας πυκνές επιθέσεις κατά θέσεων του IDF και του SLA σε όλο τον Νότιο Λίβανο. Η επίθεση που πραγματοποίησε στις 25 Ιουλίου 1993 εναντίον περιπολίας του IDF οδήγησε στον θάνατο 7 Ισραηλινών στρατιωτών. Η απάντηση του Ισραήλ υπήρξε σφοδρή με ισχυρούς βομβαρδισμούς κατά δημόσιων υποδομών και θέσεων της Χεζμπολάχ επί μία εβδομάδα. Ο δηλωμένος στόχος του Ισραήλ ήταν να καταφέρει να ασκήσει πίεση στη Λιβανέζικη κυβέρνηση ώστε να περιορίσει την δράση της οργάνωσης κατά του Ισραήλ, όμως τελικά συμβιβάστηκε σε μια κατάπαυση πυρός με τη Χεζμπολάχ. Η αδυναμία του Ισραήλ να πετύχει την αποδυνάμωση της Χεζμπολάχ είναι αποκαλυπτικό της δυναμικής που είχε αναπτύξει. Η οργάνωση είχε πλέον συγκροτηθεί ως πολιτικό κόμμα, κύριο εκπρόσωπο του Σιιτικού πληθυσμού και κεντρικό παίκτη στο πολιτικό στερέωμα του Λιβάνου.
Η απόφαση της αποχώρησης του Ισραήλ από τον Λίβανο έλαβε χώρα σε ένα πλαίσιο που η συνέχιση της στρατιωτικής κατοχής ήταν κοστοβόρα και κατά την οποία ο SLA είχε εξουθενωθεί από τα πλήγματα της Χεζμπολάχ. Τα κατορθώματα του αντάρτικου σε αυτό το διάστημα της κατοχής να αντιταχθεί έναντι του υπερσύγχρονου οπλοστασίου του Ισραήλ και να το νικήσει, θεμελιώθηκε πάνω στην εντοπιότητα των μαχητών, την στήριξη του τοπικό πληθυσμού και την στρατηγική εφευρετικότητα. Το αντάρτικο τα χρόνια της πάλης του εναντίον της κατοχής (mukawamah) κινήθηκε “σαν ψάρι μες το νερό”, ένα παράδειγμα ξεπεράσματος της υπεροπλίας του εχθρού ήταν ο τρόπος με τον οποίο οι αντάρτες αχρήστευαν τις συσκευές νυχτερινής όρασης που βασίζοταν σε θερμικούς αισθητήρες, φορώντας βρεγμένες στολές κατάδυσης. Επίσης, η Χεζμπολάχ κατάφερε να σχηματίσει μια πέμπτη φάλαγγα μέσα στον στρατό των μισθοφόρων του Ισραήλ ,τον SLA, και να αποσπά πληροφορίες από τους Βεδουίνους ιχνηλάτες του IDF. Όλα αυτά συντέλεσαν στο να διαμορφωθεί ένα κλίμα ασφυκτικό για τις κατοχικές δυνάμεις. Η επιτυχία του αντάρτικου αποδεικνύεται από τη χαοτική αποχώρηση του IDF από τον Λίβανο, επτά εβδομάδες μπροστά από την ανακοινωμένη για τις 7 Ιουνίου του 2000 ημερομηνία. Στο επακόλουθο της ισραηλινής αποχώρησης ο SLA κατέρρευσε και η Χεζμπολάχ κατέλαβε όλες τις θέσεις των κατοχικών δυνάμεων.
Η περίοδος μετά την απελευθέρωση του Νότιου Λιβάνου και μέχρι τον πόλεμο του 2006, ήταν περίοδος όπου οι επιχειρήσεις κατά του Ισραήλ συνεχίζονταν για την απελευθέρωση και της περιοχής της Sheeba Farms. Ο στρατηγικός στόχος των δύο Ισραηλινών εισβολών, η εκκαθάριση της αντίστασης από τα σύνορα του Ισραήλ, απέτυχε δυναμώνοντας την Χεζμπολάχ. Έτσι, σε μια εποχή παγκόσμιας ύφεσης των αντιιμπεριαλιστικών κινημάτων ευρύτερα και υποχώρησης του παλαιστινιακού αγώνα ειδικότερα, η Χεζμπολάχ παρέμενε δυναμικά στο προσκήνιο.
Ο Πόλεμος του 2006
Η αλληλουχία γεγονότων που οδήγησε τελικά στην τρίτη ισραηλινή εισβολή του Λιβάνου ξεκινάει με την απαγωγή τριών ισραηλινών στρατιωτών τον Οκτώβριο του 2000 απο τη Sheeba Farms. Δέκα μέρες αργότερα ακολούθησε η σύλληψη στον Λίβανο από τη Χεζμπολάχ ενός εν αποστρατεία ισραηλινού αξιωματικού. Οι διαπραγματεύσεις για την ανταλλαγή κρατούμενων διήρκησε μέχρι το 2004 όποτε συμφωνήθηκε η απελευθέρωση εκατοντάδων Παλαιστινίων και Λιβανέζων. Το Ισραήλ όμως αθέτησε τους όρους της συμφωνίας αρνούμενο να παραδώσει τους τελευταίους τρεις κρατούμενους, μεταξύ των οποίων και ο εμβληματικός αγωνιστής της παλαιστινιακής υπόθεσης ο Δρούζος Λιβανέζος Σαμίρ Κουντάρ. Ο Σαμίρ Κουντάρ είχε λάβει μέρος σε επιχείρηση επιδρομής στη Ναχρίγια του Ισραήλ, εκτελώντας δυο αστυνομικούς πριν τη σύλληψη του. Η επιχείρηση της Χεζμπολάχ το 2006 αποσκοπούσε στο να πιέσει το Ισραήλ να τηρήσει τη συμφωνία ανταλλαγής. Η ενέδρα που έστησε η Χεζμπολάχ κατά της ισραηλινής περιπολίας πραγματοποιήθηκε για πρώτη φορά σε άλλη περιοχή του Ισραήλ και όχι της Sheeba Farms. Η επιχείρηση ήταν αναβαθμισμένη σε σχέση με τις προηγούμενες καθώς συνοδεύτηκε και από τα πυρά των “Κατιούσα”. Το Ισραήλ ,την ίδια στιγμή που η Χεζμπολάχ ανακοίνωνε την προθυμία της για διαπραγματεύσεις, πραγματοποίησε περιορισμένη στρατιωτική επιχείρηση κατα του Λιβάνου. Αυτή η μικρής κλίμακας επιχείρηση οδήγησε στο θάνατο πέντε στρατιωτών στις 13 Ιουλίου, ύστερα από τους οποίους το Ισραήλ προχώρησε σε γενικευμένη εισβολή του Λιβάνου. Η σιωνιστική επιθετικότητα για ακόμη μια φορά δεν περιορίστηκε κατά της Χεζμπολάχ, ούτε και μόνο κατά της λαϊκής βάσης της οργάνωσης άλλα κατά του συνόλου του Λιβάνου και του λαού του. Η αδιάκριτη επιθετικότητα και η αρχή της συλλογικής τιμωρίας αποτελούν δόγματα της σιωνιστικής πολιτικής. Έτσι, βομβαρδίστηκαν υποδομές της Βηρυτού καθώς και γειτονιές οι οποίες εχθρεύονταν στη Χεζμπολάχ. Ο πόλεμος του Ισραήλ ήταν και παραμένει πόλεμος κατά του ίδιου του λαού, όπως και η ηρωική πάλη της Χεζμπολάχ παραμένει πάλη για ολόκληρο τον Λίβανο και τον λαό του.
Η απρόσμενα καταιγιστική αντίδραση του Ισραήλ, το οποίο ενεπλάκη σε μία αδιέξοδη πολεμική κλιμάκωση, υποδήλωνε και την πραγματική αδυναμία του. Ο στόχος της εισβολής για ακόμη μια φορά στα χρονικά αποτελούσε την αποδυνάμωση της Χεζμπολάχ και την απελευθέρωση των κρατούμενων ισραηλινών στρατιωτών. Η τυφλή εκδικητικότητα του Ισραήλ εκφράστηκε από τα χείλη του τότε Υπουργού Άμυνας του Ισραήλ, Αμίρ Πέρετζ, λέγοντας αναφερόμενος στον Νασράλα πως “θα την πάθει τόσο άσχημα που ποτέ δεν θα ξεχάσει το όνομα Αμίρ Πέρετζ”. Ο Αμίρ Πέρετζ μετά τον πόλεμο έχασε την ηγεσία του κόμματος του, στην οποία τον διαδέχτηκε ο πρώην πρωθυπουργός των Εργατικών Εχούντ Μπάρακ ο οποίος είχε αποχωρήσει από τον Λίβανο. Το Ισραήλ έθεσε σε εφαρμογή το δόγμα “Νταχίγια” όπως χαρακτηρίστηκε από τη σιιτική γειτονιά της Βηρυτού που εδρεύει η Χεζμπολάχ. Το δόγμα υπαγόρευε την συλλογική τιμωρία ολόκληρου του λιβανέζικου λαού αδιακρίτως, προκαλώντας το αίσθημα της ανασφάλειας και της ηττοπάθειας. Στο στόχαστρο των καταιγιστικών βομβαρδισμών μπήκανε διάφορες περιοχές με Σουνίτες και Χριστιανούς, αλλά περισσότερο από κάθε άλλη περιοχή βομβαρδίστηκε η “Νταχίγια”.
Στο πεδίο των μαχών ο αντάρτικος στρατός της Χεζμπολάχ, έδειξε για ακόμη μια φορά την ισχύ του. Ο Ισραηλινός στρατός κατά μαρτυρία των στρατιωτών του αισθανόταν σαν να πολεμούσε φαντάσματα στον Λίβανο. Η Χεζμπολάχ με τις θρυλικές της Κατιούσα βομβάρδισε τις ισραηλινές θέσεις, ενώ ο ισραηλινός στρατός πάρα την κυριαρχία του στον αέρα δεν σημείωσε καμία ουσιαστική προέλαση στα ενδότερα του Λιβάνου. Η μάχη του Bint Jbeil είναι χαρακτηριστική την αναποτελεσματικότητας της ισραηλινής υπεροπλίας κόντρα στα αντάρτικα σχήματα. Το Bint Jbeil μια συνοριακή σιιτική κωμόπολη έγινε πεδίο μερικών από των σφοδρότερων μαχών του πολέμου, με πολλές παρατεταμένες προσπάθειες κατάληψης του. Τα ισραηλινά άρματα, οι βομβαρδισμοί και επιδρομές από χιλιάδες στρατιώτες πέσανε πάνω στη πεισμωμένη αντίσταση μερικών δεκάδων μαχητών της Χεζμπολάχ. Η μάχη αποτελεί περίτρανη απόδειξη πως οι συμβατικοί στρατοί δεν μπορούν να εξαλείψουν το αντάρτικο. Ο Νασράλα μετά την λήξη του πολέμου σε συγκέντρωση δεκάδων χιλιάδων στη κωμόπολη δήλωσε πως:
“Σας το λέω: Το Ισραήλ που κατέχει πυρηνικά όπλα και διαθέτει την ισχυρότερη αεροπορία στη περιοχή είναι πιο αδύναμο από έναν ιστό μιάς αράχνης”
Η αποτυχία της ισραηλινής εισβολής στο Λίβανο συνδυαστικά με τις στρατιωτικές απώλειες ,αλλά και τις απώλειες ισραηλινών αμάχων ως αποτέλεσμα των βομβαρδισμών της Χεζμπολάχ, πυροδότησαν πολιτική κρίση στο εσωτερικό του. Ο πόλεμος του 2006 υπήρξε η πρώτη φορά μετά από πολλά χρόνια που η εξαγώμενη βία του Ισραήλ επέστρεψε σε δικο του έδαφος. Οι βομβαρδισμοι διαφόρων σημείων του Ισραήλ με αποτέλεσμα τη εκκένωση του βορείου τμήματος της χώρας και τη παρακώλυση της ομαλής λειτουργίας της οικονομίας του, όπως του λιμανιού της Χάιφα, σόκαραν την Ισραηλινή κοινωνία. Οι πολιτικές και οικονομικές επιπτώσεις του πολέμου οδήγησαν σε ανακατατάξεις στην ηγεσία των ενόπλων και πολιτικές πιέσεις στη κυβέρνηση, οι οποίες κλιμακώθηκαν σε πορείες δεκάδων χιλιάδων με αίτημα την παραίτηση της.
Η έκβαση του πολέμου είχε ξεκάθαρους νικητές και ηττημένους, η Χεζμπολάχ σε συνέχεια της επίμονης και μακροχρόνιας πάλης της ενάντια στην ισραηλινή κατοχή κατάφερε να δείξει πως ο Λίβανος μπορεί να αντισταθεί. Η επικράτηση της στο πεδίο της μάχης και η αποτρεπτική ισχύ των όπλων της σηματοδότησαν τη νέα ισορροπία δυνάμεων στην περιοχή, η οποία δεν επιτρέπει το μονοπώλιο της βίας στον δυτικό ιμπεριαλισμό και τους συμμάχους του. Ο Λίβανος απο κατεχόμενο έδαφος μέσα σε διάστημα λίγων χρόνων μετατράπηκε στον ισχυρότερο σύμμαχο των Παλαιστινίων και ορμητήριο έναντι του Ισραήλ. Η Χεζμπολάχ ισχυροποιήθηκε αψηφώντας όλους τους τοπικούς συμμάχους του ιμπεριαλισμού που επιθυμούσαν να δουν τη συντριβή της, ανοίγοντας τον δρόμο για τη κανονικοποίηση των σχέσεων του Ισραήλ με τα αραβικά κράτη. Ο νικηφόρος πόλεμος του 2006 επανεδραίωσε τη Χεζμπολάχ στο πολιτικό προσκήνιο καθιστώντας τις πιέσεις για την υποχώρηση και τον αφοπλισμό της ατελέσφορες. Έτσι, το ψήφισμα του ΟΗΕ 1701 (8/9/2006) που όριζε την υποχώρηση των δυνάμεων της Χεζμπολάχ και τον αφοπλισμό της έπεσαν στο κενό, καθώς οι ξεδιάντροπες παραβιάσεις του διεθνούς δικαίου από το Ισραήλ και η ασύστολη επιθετικότητα του καθιστούν την ένοπλη αντίσταση αναγκαιότητα και καθήκον. Η ένοπλη αναμέτρηση με τη σιωνιστική αποτέλεσε και αποτελεί μονόδρομο για την αναχαίτιση του επεκτατισμού της και τελικώς την απελευθέρωση από την κατοχή.
Συμπεράσματα
Η παρακαταθήκη των προηγούμενων συγκρούσεων με το Ισραήλ είναι απόλυτα δεικτική για την τωρινή συνθήκη που διανύουμε. Το Ισραήλ έχει εισβάλλει στον Λίβανο τέσσερις φορές 1978,1982-2000,2006 και 2024, καθεμία ισραηλινή επέλαση έχει απαντηθεί με σθεναρή λαϊκή και ένοπλη αντίσταση. Η κατοχή του Λιβάνου πλέον έπειτα από τις διαδοχικές νίκες των δυνάμεων της αντίστασης αποτελεί έναν αδιανόητο συμβιβασμό. Το πείσμα και η δύναμη του Λιβανέζικου λαού και των ενόπλων τμημάτων του αποδεικνύουν ξανά και ξανά με βαρύ φόρο αίματος τη δίψα τους για ελευθερία αλλά και την έμπρακτη αλληλεγγύη τους στον αδελφό παλαιστινιακό λαό. Ο πρόσφατος εν εξελίξει πόλεμος ίσως να μην έφτασε το μεγαλείο των κατορθωμάτων του προηγούμενου, όμως και πάλι απέδειξε τη δύναμη και την ικανότητα της Χεζμπολάχ και των υπόλοιπων ενόπλων ομάδων να υπερασπιστούν τα σύνορα και τον λαό του Λιβάνου αλλά και να χτυπήσουν μέσα σε ισραηλινό έδαφος. Η αναμέτρηση ενός ισχυρού συμβατικού στρατού ενάντια σε έναν αντάρτικο στρατό, όταν δεν οδηγεί στη εξάλειψη του ανταρτικού σημαίνει ήττα του συμβατικού στρατού. Η Χεζμπολάχ με την επιχειρησιακή της ικανότητα επιβεβαιώνει την οργανωτική της συγκρότηση και την στρατιωτική της επάρκεια. Αντίθετα, η ισραηλινή ανικανότητα αναδεικνύεται στην αδυναμία της εδαφικής προέλασης και περιορίζεται σε αδιάκριτους βομβαρδισμούς και θρασύδειλες επιθέσεις.
Η δολοφονία του Νασράλα και άλλων ηγετών της αντίστασης μετά την 7η Οκτωβρίου αλλά και κατα το παρελθόν δεν δύναται να νοηθούν σαν ήττες. Η αντίσταση μέσα από αντίξοες συνθήκες καταφέρνει να ανανεώνει τις δυνάμεις της και να περνάει στην αντεπίθεση. Η αναδίπλωση ακόμα και η υποχώρηση δεν σηματοδοτούν παρά μια πρόσκαιρη συνθήκη, καθώς τα κεκτημένα της ένοπλης πάλης είναι πολλά. Αλλιώς, η αντίσταση θα είχε σταματήσει με τη δολοφονία του Αμπού Αλί Μουσταφά το 2001 ή του Αχμέντ Γιασίν το 2004 ή ακόμα του Χανιγιε. Η ιστορία δείχνει πως κάθε φορά, με κάθε σύγκρουση κάθε πόλεμο η αντίσταση δυναμώνει. Η αντίσταση καλείται να εξοντώσει το σιωνιστικό τέρας τμηματικά με βαρύ φόρο αίματος, και θα το καταφέρει. Ο Μάο σε συνάντηση με τη PLO το 1965 είχε δηλώσει για το νικηφόρο αγώνα των Κινέζων κομμουνιστών πως το πέτυχαν επειδή
“Χρησιμοποιήσαμε τρία δάχτυλα για να δαγκώσουμε τα πέντε δάχτυλα. Ήμασταν μια μειονότητα, οπότε πως μπορέσαμε να τους φάμε; Το κάναμε τμηματικά. Το αποτέλεσμα ήταν να τους καταβροχθίσουμε.”