[25 Απριλίου 1945] 80 χρόνια μετά την Απελευθέρωση της Ιταλίας, η αντίσταση συνεχίζεται! (Κείμενο του συντρόφου Em.)

Στις 25 Απριλίου 2025 συμπληρώνονται ογδόντα χρόνια από την Απελευθέρωση της Ιταλίας από τον Ναζισμό. Ογδόντα χρόνια μετά από εκείνη τη λαμπρή άνοιξη του 1945, βρισκόμαστε με πολύ λίγα να έχουν μείνει να γιορτάσουμε από τότε και με μια ιστορική και πολιτική κληρονομιά που βαραίνει και εξακολουθεί να διχάζει, και η οποία αποτελεί πεδίο αντιπαράθεσης. Πρέπει να μπούμε σε αυτή τη σύγκρουση και να προσπαθήσουμε να βρούμε μια κατεύθυνση από αυτήν.

Αυτό που σίγουρα εκδηλώθηκε ως ένοπλη εξέγερση του λαού και το οποίο πήρε στην ουσία το σύνολο των προεκτάσεων και επιπτώσεων ενός εμφύλιου πολέμου μεταξύ φασιστών και των αντιστασιακών δυνάμεων, βρίσκεται όλο και περισσότερο με το πέρασμα των χρόνων να αξιοποιείται τόσο από νεοφασιστικούς όσο και από φιλελεύθερους κύκλους, οι οποίοι φροντίζουν επιμελώς να το απονοηματοδοτούν από το βαθύτερο πολιτικό του περιεχόμενο. Η επαναστατική κληρονομιά που έμεινε στις ελπίδες και τις επιθυμίες πολλών νέων μέσα στις ταξιαρχίες των παρτιζάνων, που πολέμησαν όχι μόνο κατά της κατοχής αλλά και για μια ριζική αλλαγή στο παρόν και το μέλλον, συχνά μένει ανείπωτη. Ο κεντρικός ρόλος του Κομμουνιστικού Κόμματος στη συγκρότηση και οργάνωση παρτιζάνικων ταξιαρχιών αποσιωπάται οικειοθελώς. Μια ρητή απόπειρα ιστορικού ρεβιζιονισμού με αντικομμουνιστική κατεύθυνση, η οποία ήταν πάντα παρούσα στην Ιταλία, αλλά η οποία γίνεται ολοένα και πιο σαφής και εσωτερική στη θεσμική αφήγηση τις τελευταίες δύο δεκαετίες (που δεν αφορά μόνο την αντίσταση αλλά κυρίως τη μετέπειτα περίοδο) επιδιώκοντας να υποβιβάσει τον αγώνα ενάντια στη ναζιστική-φασιστική κατοχή σε ιστορική παρένθεση δευτερεύουσας σημασίας, στο περιθώριο της κυρίαρχης αφήγησης της ιταλικής ιστορίας, με στόχο την εξύψωση των ιερών αρχών της δυτικής δημοκρατίας.

Για να συνειδητοποιήσει κανείς πόσο σοβαρό είναι το πρόβλημα στην Ιταλία ως προς την αντιπαράθεση με το φασιστικό παρελθόν της χώρας, αρκεί, στην πραγματικότητα, να διαπιστώσει ότι βρισκόμαστε να τιμούμε την Απελευθέρωση με μια κυβέρνηση στην οποία συμμετέχει ένα κόμμα που αποτελεί την ιστορική εξέλιξη του M.S.I. (Ιταλικό Κοινωνικό Κίνημα), το οποίο ιδρύθηκε το 1946 από επιζώντες της Δημοκρατίας του Σαλό και πρώην στελέχη του φασιστικού καθεστώτος.
Εκ των υστέρων — αν ποτέ υπήρξε πραγματικά ανάγκη να περάσουν όλα αυτά τα χρόνια — δεν μπορούμε παρά να αναγνωρίσουμε το δίκιο των συντρόφων και των συντροφισσών που το ’45 δεν είδαν με καλό μάτι την ιδέα της παράδοσης των όπλων. Εκείνων που ένιωσαν προδομένοι και, στην τελική, ηττημένοι. Εκείνων που επιχείρησαν να πάνε μέχρι τέλους την ιδέα και την πράξη της Απελευθέρωσης. Όπως συνέβη στο Μιλάνο, όπου η Volante Rossa “Martiri Partigiani”, μια αντιφασιστική οργάνωση αποτελούμενη από κομμουνιστές αντάρτες και εργάτες, συνέχισε να κυνηγά εκείνους τους φασίστες που, την επομένη της 25ης Απριλίου, ξαναφόρεσαν τα πολιτικά τους ρούχα και συνέχισαν να ζουν εντός της ιταλικής κοινωνίας σαν να μη συνέβη ποτέ τίποτα. Οργάνωση που διαλύθηκε το 1949 από εκείνη τη “δικαιοσύνη” της αστικής τάξης, η οποία αποκάλυψε από πολύ νωρίς τον βαθιά αντιδραστικό χαρακτήρα της νεοσύστατης Ιταλικής Δημοκρατίας.
Η φύση της οποίας θα εκφραστεί κατά τις επόμενες δεκαετίες μέσα από μια αιματηρή και μεθοδική καταστολή σε βάρος εκείνου που υπήρξε μία από τις ισχυρότερες απόπειρες «εφόδου στον ουρανό» που κινήθηκε από την εργατική τάξη στην Ευρώπη της μεταπολεμικής περιόδου. Δεν είναι τυχαίο ότι ο δεσμός ανάμεσα στις ένοπλες κομμουνιστικές οργανώσεις που πρωταγωνίστησαν σε εκείνη τη μεγαλειώδη εποχή αγώνων και στους αντάρτες της Αντίστασης, δεν περιοριζόταν απλώς στη σφαίρα της ιδεολογικής κληρονομιάς. Σε πολλές περιπτώσεις, οι σύντροφοι που πολέμησαν στις ένοπλες οργανώσεις της δεκαετίας του ’70 και του ’80 είχαν μεγαλώσει σε οικογένειες αντιστασιακών ή είχαν, ήδη σε πολύ νεαρή ηλικία, συμμετάσχει ενεργά στην Αντίσταση. Δεν λείπουν οι μαρτυρίες που διηγούνται ιστορίες για όπλα, κρυμμένα στα βουνά μετά τη λήξη του πολέμου, τα οποία επέστρεψαν στα χέρια αυτών των συντρόφων για να χρησιμοποιήσουν ξανά.

Η μνήμη της Ιταλικής Αντίστασης είναι οτιδήποτε άλλο εκτός από ουδέτερη· το να την κρατάμε ζωντανή στο παρόν σημαίνει, πρώτα απ’ όλα, να την αναγνωρίζουμε ως ένα κρίσιμο και σύνθετο βήμα στην ιστορία της τάξης μας και του επαναστατικού κινήματος. Σημαίνει να κρατήσουμε ζωντανή την παρακαταθήκη της και να τη μεταφέρουμε στους σημερινούς αγώνες. Δεν είναι τυχαίο ότι όσοι επιδιώκουν να ξαναδιηγηθούν εκείνα τα γεγονότα μέσα από έναν «συμφιλιωτικό» λόγο είναι, στις περισσότερες περιπτώσεις, αυτοί που σήμερα στέκονται ξεκάθαρα απέναντί μας. Ανάμεσά τους και ένα ευρύ φάσμα της ρεφορμιστικής και φιλελεύθερης αριστεράς, η οποία διαπερνά και τμήματα του ιταλικού κινήματος, και η οποία σήμερα πρωτοστατεί στην ευθυγράμμιση με την ιμπεριαλιστική πολεμική προπαγάνδα.

Αν η Ιταλική Αντίσταση μας μεταδίδει τη δύναμη ενός λαού που σήκωσε τα όπλα ενάντια στον καταπιεστή, τότε είναι η Παλαιστινιακή Αντίσταση που σήμερα μάς δείχνει — με θάρρος και αξιοπρέπεια — το δρόμο που οφείλουμε να στηρίξουμε και να ακολουθήσουμε στο παρόν. Η υποστήριξή της και η ανάδειξή της μέσα και στους δικούς μας τόπους ως μορφή αντίστασης ενάντια στις καπιταλιστικές και ιμπεριαλιστικές δυνάμεις της Δύσης οφείλει να αποτελέσει σήμερα επιτακτικό μας καθήκον.
Σε μια ιστορική συγκυρία όπου οι πολεμικές ιαχές αντηχούν όλο και πιο έντονα στις πύλες της Ευρώπης, η οικοδόμηση μιας αντίστασης ενάντια σε αυτή την κατεύθυνση, σε κάθε τόπο όπου ζούμε και δρούμε, ώστε να σαμποτάρουμε τους μηχανισμούς της πολεμικής βιομηχανίας και να υπονομεύσουμε το ιδεολογικό και υλικοτεχνικό υπόβαθρο του δυτικού ιμπεριαλισμού, αναδεικνύεται ως ένα καθοριστικό καθήκον. Και αυτό, φυσικά, όχι μόνο ως έμπρακτη αλληλεγγύη στον παλαιστινιακό αγώνα, αλλά και ως μέτωπο σύγκρουσης απέναντι στους δικούς μας ταξικούς εχθρούς — σε εκείνους που καθημερινά απομυζούν μέχρι τελευταίας ρανίδας αίματος τις ζωές μας, για τη συσσώρευση κέρδους.
Έτσι, η ενεργή υποστήριξη στον παλαιστινιακό αγώνα περνά μέσα από την αλληλεγγύη σε όλους τους λαούς και σε όλους τους εκμεταλλευόμενους που, όπου κι αν βρίσκονται, ζουν υπό όλο και πιο ασφυκτικές συνθήκες φτώχειας και καταπίεσης — ακριβώς ως αποτέλεσμα της πολεμικής κλιμάκωσης που βιώνουμε σε παγκόσμιο επίπεδο. Η ανασυγκρότηση σχέσεων και συνδέσεων μέσα στην κοινωνική βάση, στις χώρες μας, στις πόλεις και στις γειτονιές μας — στόχος δύσκολος και, δυστυχώς, συχνά παραμελημένος — αποτελεί ένα ακόμη κρίσιμο κομμάτι· ένα από εκείνα τα σημεία καμπής που η ιστορία των αντιστάσεων μάς υπενθυμίζει πως είναι θεμελιώδη.
Να επιτεθουμε στην μιλιταριστική προπαγάνδα που εξαπλώνεται όλο και πιο έντονα μέσα στην κοινωνία — από τα καθεστωτικά μέσα ενημέρωσης μέχρι τις ίδιες τις αίθουσες των σχολείων και των πανεπιστημίων μας. Να αντιπαλέψουμε την ανελέητη εκμετάλλευση στους χώρους δουλειάς και την κούρσα επανεξοπλισμού, που αποτελούν τον πυρήνα της διαρκούς εξαθλίωσης της τάξης μας. Να σταθούμε απέναντι στη συστηματική πειθάρχηση του πολιτικού λόγου και στην αγριότητα της καταστολής που πλήττει κάθε μορφή κοινωνικής σύγκρουσης. Με το παράδειγμα των αντιστάσεων του χθες και του σήμερα, να ανανεώσουμε τη δύναμη και το θάρρος για να αγωνιστούμε για την κοινωνική επανάσταση.

Τιμή για πάντα στους παρτιζάνους μάρτυρες κάθε εποχής!

Θάνατος στο φασισμό! Θάνατος στον ιμπεριαλισμό!

Με την Παλαιστίνη ως την νίκη!