Ταξική Αντεπίθεση | ΣΚΕΨΕΙΣ ΓΥΡΩ ΑΠΟ ΤΟ ΜΕΝΑΤΑΝΑΣΤΕΥΤΙΚΟ «ΖΗΤΗΜΑ» ΚΑΙ ΤΗΝ ΚΡΑΤΙΚΗ ΔΙΑΧΕΙΡΙΣΗ ΤΟΥ ΜΕΤΑΝΑΣΤΕΥΤΙΚΟΥ ΥΠΟΚΕΙΜΕΝΟΥ
αντί εισαγωγής
Το τελευταίο διάστημα επιχειρείται να μονοπωληθεί στο δημόσιο διάλογο, είτε μέσα από τα social media και τα μέσα μαζικής ενημέρωσης, είτε δια στομάτων κυβερνητικών στελεχών και φορέων της τοπικής αυτοδιοίκησης, μία – όχι και τόσο καινούρια, θα έλεγε κανείς – συζήτηση γύρω από το μεταναστευτικό. Με αφορμή την πρόσφατη αύξηση των προσφυγικών και μεταναστευτικών ροών, από την Λιβύη και διαμέσου της Μεσογείου προς την νότια Ευρώπη και ιδίως την Ελλάδα και την Ιταλία, φαίνεται να διεισδύει στη δημόσια σφαίρα όλο και πιο έντονα ένας νέος σκληρός, θεσμικός και μη, ρατσιστικός και αντιμεταναστευτικός Λόγος. Από δήθεν πιο ‘ορθολογιστικές’ θέσεις περί περιχαράκωσης των συνόρων της Ελλάδας και της μετατροπής της Ευρώπης σε μια ‘δημοκρατική’ Ευρώπη φρούριο, εώς και πιο συνωμοσιολογικά αφηγήματα για μια κάποια προσπάθεια – από μυστικά κέντρα εξουσίας – αντικατάστασης του λευκού ευρωπαϊκού πληθυσμούς από σκουρόχρωμους άντρες ισλαμιστές, γίνεται εύκολα σαφές πως επιδιώκεται εκ νέου ο αποπροσανατολισμός της κοινής γνώμης από ένα σωρό κοινωνικών προβημάτων που την αφορούν άμεσα, καθώς και η διασπορά ενός καινούριου, ή πιο σωστά ανανεωμένου, ηθικού πανικού εντός των συνόρων.
Οι κατάπτυστες δηλώσεις του νέου υπουργού Μετανάστευσης και Ασύλου, του γνωστού φασίστα Θάνου Πλέυρη, η αύξηση της ρατσιστικής κινητικότητας από κομμάτι του ντόπιου πληθυσμού στις περιοχές προσέλευσης των μεταναστ(ρι)ών, κι εν προκειμένω στην Κρήτη, μέσα από συστάσεις επιτροπών και διαμαρτυρίες αλλά και ο συνεχής πολιτικός λόγος για λήψη έκτακτων μέτρων αντιμετώπισης του ζητήματος – με ό,τι μπορεί να συνεπάγεται αυτό – δεν πρέπει να μας εγκλωβίζουν στο δόγμα του σοκ, ως κάτι το νέο. Η ταξική μνήμη και το προόσφατο ιστορικό παρελθόν (Ειδομένη 2015, Μυτιλήνη 2019, Έβρος 2020, Πύλος 2023) οφείλουν να μας κατευθύνουν προς την πραγματική ουσία του προβλήματος, δηλαδή την αδυφάγα φύση του καπιταλισμού και του ιμπεριαλισμού αλλά και τις συνεκδηλώσεις τους στον κοινωνικό βίο.
η γέννηση και η σκιαγράφηση του μεταναστευτικού υποκειμένου
Ας ξεκινήσουμε, όμως, από τα βασικά. Οι πρόσφυγες και οι μετανάστες δεν είναι εισβολείς – όπως επιχειρείται να παρουσιάζονται – οι οποίοι έρχονται αφηρημένα από έναν μη τόπο στις δυτικές χώρες ώστε να διαταράξουν την εύρυθμη (;) κανονικότητα στο εσωτερικό τους. Η σκιαγράφηση του μεταναστευτικού υποκειμένου ως ένα ξενιστή, έναν εξωτερικό εχθρό, έναν Άλλο, του οποίου τα χαρακτηριστικά δεν μπορούν να είναι πλήρως κατανοητά και του οποίου ο ερχομός είναι ικανός να διαταράξει μια ουσιαστικά ανύπαρκτη συνοχή και να προκαλέσει ένα αίσθημα άγχους, αποτελεί ένα από τα πιο αποτελεσματικά εργαλεία στα χέρια των καπιταλιστικών κρατών, ωστέ να διασφαλίσουν εντός τους εθνική συνοχή και ως εκ τούτου και ταξική συμφιλίωση. Μια καθ’ αυτόν τον τρόπο διαμεσολαβημένη και πλήρως ιδεολογικοποιημένη προσπάθεια συγκρότησης μιας υποκειμενικότητας, επιχειρεί να αποπροσανατολίσει σε σημαντικό βαθμό τα κατώτερα κοινωνικά στρώματα και το προλεταριάτο από τα πραγματικά προβλήματα τους, αλλά και από τους πραγματικούς αγώνες που πρέπει να δώσουν ͘τον καπιταλισμό και την ταξική εκμετάλλευση από τη μία και την ταξική πάλη από την άλλη. Αντίθετα με το κυρίαρχο αφήγημα, λοιπόν, μια υλιστική προσέγγιση του ζητήματος, η οποία αποτελεί και καθήκον κάθε ριζοσπαστικού κινήματος, αναδεικνύει κάτι εντελώς διαφορετικό.
Οι μετανάστ(ρι)ες και οι πρόσφυγες, σάρκα από τη σάρκα της εργατικής τάξης και του προλεταριάτου, αποτελούν το υποκείμενο το οποίο συγκροτείται ακριβώς από την μη ύπαρξη συνοχής εντός του καπιταλιστικού συστήματος. Γεννιούνται ακριβώς πάνω στα όρια του. Ο ιμπεριαλισμός, ως ιστορική συνέχεια της αποικιοκρατίας, και οι πόλεμοι που δημιουργεί, η αφαίμαξη της περιφέρειας από τα ιμπεριαλιστικά κέντρα και οι συνεχείς καπιταλιστικές κρίσεις – ρωγμές, μέσω των οποίων το κεφάλαιο επιχειρεί εντεινόμενα και με τους πιο βίαιους τρόπους να αυτο-αναπαραχθεί, ώστε να επιβιώσει, συνιστούν τους μόνους λόγους που γεννούν τις μεταναστευτικές και προσφυγικές ροές προς την Δύση. Έτσι, άνθρωποι της τάξης μας, χωρίς να υποκινούνται φυσικά από αόρατα κέντρα εξουσίας, εξαναγκάζονται μπροστά στην αναζήτηση μιας καλύτερης – αν όχι απλά – ζωής να ξεριζωθούν και να εγκαταλείψουν τον τόπο, την καθημερινότητα, τις συνήθειες, τις οικογένειες και τους ανθρώπους τους, θέτοντας εαυτόν αντιμέτωπο με νέους εχθρούς. Αφού γλυτώσουν, λοιπόν, από τις ‘δημοκρατικές βόμβες’ των ισχυρών, στην άλλη μεριά του χάρτη άλλοι νέοι κίνδυνοι τους περιμένουν: Frontex, λιμενικό, εργασιακή υποτίμηση, επισφάλεια, αντιμεταναστευτικές πολιτικές, ρατσιστικοί όχλοι.
η διαχρονική διαχείριση του μεταναστευτικού από τα κράτη και το παράδειγμα της Ελλάδας
Ο καπιταλισμός, τώρα, δεν αποτελεί ένα σύστημα το οποίο εξετάζει τα επιμέρους κοινωνικά ζητήματα αξιολογικά μέσα από έναν ηθικίστικο φακό – είτε αυτός είναι καλός, είτε απλά κακός, ανάλογα από την μεριά από την οποία αυτός βλέπεται – όπως συχνά εξυπηρετεί να φαίνεται. Ο καπιταλισμός δεν είναι ένα σύστημα ηθικής. Αντίθετα, το καπιταλιστικό σύστημα, ως ένα σύστημα εμπορευματικών συναλλαγών και δημιουργίας αξίας, στην πραγματικότητα ενδιαφέρεται και εστιάζει, ανεξάρτητα από τα μέσα τα οποία θα χρησιμοποιήσει κάθε φορά και τη φύση τους, στην συνεχή αναπαραγωγή του κεφαλαίου και την κερδοφορία. Έτσι, λοιπόν, κάνει και με το μεταναστευτικό. Τα κράτη ως συστατικά στοιχεία του καπιταλιστικού συστήματος και συχνά ως διαχειριστές του, εκτίθονται διαρκώς μπροστά στις εγγενείς αντιφάσεις του.
Εστιάζοντας συγκεκριμένα στις διαχρονικές πολιτικές του ελληνικού κράτους μπορούμε εύκολα να παρατηρήσουμε πως οι κατευθύνσεις του γύρω από το μεταναστευτικό ζήτημα διαφοροποιούνται διαρκώς και προσαρμόζονται πάντα σε μια σειρά από διαφορετικές ανάγκες. Η ανάγκη του ελληνικού κεφαλαίου για φθηνό και υποτιμημένο εργατικό δυναμικό, η ανάγκη για εθνική συνοχή σε περιόδους ταξικών αναταραχών, η ανάγκη για όξυνση του εθνικού φρονήματος, η ανάγκη για πολιτική σταθερότητα και για ανάκτηση της εμπιστοσύνης από το λαό προς το ελληνικό κράτος, αλλά κυρίως η δυναμική σχέση μεταξύ τους είναι αυτή που εν τέλει θα χαράξει και τις ανάλογες πολιτικές συγκρότησης και διαχείρισης, εν τέλει , του μεταναστευτικού υποκειμένου.
Έτσι, μέσα σε ένα πολύ μικρό χρονικό διάστημα, το να βλέπουμε από την ακροδεξιά νεοφιλελεύθερη κυβέρνηση της Νέας Δημοκρατίας από τη μία να επικυρώνει μέσω του νομοσχεδίου Καιρίδη την εισαγωγή εργατικού δυναμικού για τις ανάγκες του ελληνικού κεφαλαίου και την παραχώρηση αδειών παραμονής σε χιλιάδες μετανάστες, μέσα από συμφωνίες με άλλα κράτη όπως του Πακιστάν και της Ινδίας, και από την άλλη το να ακούμε τις δηλώσεις του Θάνου Πλεύρη και του Κυριάκου Μητσοτάκη για υποβάθμιση και μείωση των γευμάτων στα κέντρα κράτησης καθώς και για δραστικές αλλαγές ως προς την διαφύλαξη των ελληνικών συνόρων από τους «εισβολείς» μετανάστες, καθόλου εντύπωση δεν πρέπει να μας κάνει. Κοινός παρανομαστής όλων αυτών των φαινομενικά διαφορετικών πολιτικών παραμένει η μεγιστοποίηση του κέρδους για τους καπιταλιστές, η προσπάθεια για διασφάλιση της ταξικής ειρήνης και η ολοκληρωτική υποβάθμιση των ζωών των μεταναστ(ρι)ών.
Το ελληνικό κράτος θα συνεχίσει να κάνει αυτά που έκανε διαχρονικά. Μέσα από την αντιμεταναστευτική ατζέντα του θα εξακολουθεί να στηρίζει τους ντόπιους κεφαλαιοκράτες, δημιουργώντας πρώτα και παρέχοντας τους το απλόχερα έπειτα, το κατεξοχίν απαξιωμένο εργατικό δυναμικό. Άλλοτε θα εξασφαλίζει ευρωπαϊκά κονδύλια για την δημιουργία «δομών», μέρος των οποίων θα διοχετεύει προς την κοινωνική βάση σε μια προσπάθεια ταξικής ανακωχής, παριστάνοντας έτσι τον διαχειριστή του «μεταναστευτικού προβλήματος», ενώ άλλοτε θα προσποιείται τον συνοριοφύλακα της «ταλαιπωρημένης Ευρώπης» καταδιώκοντας, πνίγοντας και δολοφονώντας μετανάστ(ρι)ες και πρόσφυγες στα σύνορα του. Το ελληνικό κράτος, όπως και κάθε άλλο κράτος βέβαια, δεν θα πάψει να χρησιμοποιεί τους μετανάστες ως μοχλό πίεσης για τους ανταγωνισμούς του με τα άλλα κράτη. Η λεγόμενη «κρίση του Έβρου» και αυτή της Ειδομένης, άλλωστε, με τις συνεκδηλώσεις τους δεν είναι πολύ μακριά. Ακόμα και στην προκειμένη περίοδο, αυτή η ξαφνική ανάδειξη μιας νέας μεταναστευτικής κρίσης, δεν γίνεται σε «νεκρή» φάση. Μόλις λίγος καιρός πέρασε από την επαναφορά του ζητήματος του Τουρκολιβυκού μνημονίου για τη δημιουργία ΑΟΖ στην Μεσόγειο Θάλασσα.