Ταξική Αντεπίθεση | Για το φασιστικό κατασταλτικό χτύπημα της διαδήλωσης μνήμης για τον αναρχικό κοινωνικό επαναστάτη Κυριάκο Ξυμητήρη



Την Παρασκευή 31 Οκτωβρίου 2025 πραγματοποιήθηκε στην Αθήνα, στο πλαίσιο του τριήμερου εκδηλώσεων που καλούσε η Συνέλευση Αλληλεγγύης στους φυλακισμένους και διωκόμενους αγωνιστές/τριες, μια συγκροτημένη, μαχητική διαδήλωση μνήμης και αγώνα για τον ένα χρόνο από το θάνατο του αναρχικού συντρόφου Κυριάκου Ξυμητήρη και αλληλεγγύης στους συντρόφους/σσες που διώκονται για την υπόθεση των Αμπελοκήπων, στην οποία συμμετείχαν μαζικά εκατοντάδες αγωνιστές και αγωνίστριες από όλη τη χώρα καθώς και η οικογένεια του Κυριάκου.
Η πορεία με αφετηρία τα Προπύλαια κινήθηκε στο κέντρο της Αθήνας, περνώντας από το Σύνταγμα και στη συνέχεια κατευθύνθηκε προς τα Εξάρχεια, όπου ήταν κι ο τελικός της προορισμός. Η διαδήλωση είχε δυνατό συντροφικό πνεύμα και έντονο παλμό, με συνθηματολογία για το νεκρό σύντροφο, τους διωκόμενους της υπόθεσης, τη μνήμη νεκρών αγωνιστών του παρελθόντος, καθώς και για τα Τέμπη, την Πύλο, την Παλαιστίνη. Σε όλη της τη διάρκεια ήταν ζωσμένη με διμοιρίες των ΜΑΤ, που πολλές φορές προκαλούσαν με εκφράσεις προσβλητικές για το νεκρό μας σύντροφο.
Αφού η διαδήλωση πέρασε τα Προπύλαια και συνέχισε προς τα Εξάρχεια — και συγκεκριμένα τη στιγμή που έστριψε στην οδό Μπενάκη — οι δυνάμεις καταστολής εξαπέλυσαν μια συντονισμένη κατασταλτική επίθεση φασιστικού τύπου: φραγμός, κρότου λάμψης και χημικά, αλλεπάλληλα χτυπήματα σε κεφάλια και σώματα με κλομπιές, κλωτσιές και γροθιές, καταδίωξη χωρίς καμιά δυνατότητα διαφυγής, άγριο ξύλο μέσα στα Εξάρχεια, χωρίς καμία έστω υποτυπώδη αφορμή. Παρ’ όλα αυτά, η περιφρούρηση της πορείας στάθηκε στο ύψος των περιστάσεων, απορροφώντας μεγάλο μέρος της κατασταλτικής επίθεσης. Δεκάδες υπήρξαν οι τραυματισμένοι σύντροφοι και συντρόφισσες — με ανοιγμένα κεφάλια και σπασμένα χέρια, μεταξύ των οποίων και μέλη της ομάδας μας — ενώ υπήρξαν πολλές προσαγωγές και συλλήψεις, με την κράτηση για κάποιες απο αυτές να φτάνει τις τέσσερις μέρες. Αξίζει ακόμα να σημειώσουμε την παρουσία ασφαλιτών στα νοσοκομεία, προκειμένου να εξακριβωθούν τα στοιχειά των σύντροφων/σσων που προσέτρεξαν σε αυτά για νοσηλεία.
Δεν επρόκειτο ασφαλώς για μια αστυνομική «αντίδραση της στιγμής». Το χτύπημα στη διαδήλωση με αυτήν την ένταση ήταν συνειδητή πολιτική κυβερνητική επιλογή: η πορεία αυτή έπρεπε να χτυπηθεί παραδειγματικά για αυτό ακριβώς που εξέφραζε : τη μνήμη του συντρόφου και τη συνέχεια του αγώνα. Και βέβαια δεν έπρεπε να εισέλθει στα Εξάρχεια της καπιταλιστικής ανάπλασης ∙ δεν έπρεπε να μπει στα Εξάρχεια που επιχειρούν να διαμορφώσουν το κράτος και το κεφάλαιο προκειμένου να μετατρέψουν μια γειτονιά με ζωντανή ιστορία και παρακαταθήκη δυναμικών κοινωνικών αγώνων σε μια μητροπολιτική ζώνη κοινωνικά πειθαρχημένη από την ασφυκτική παρουσία της καταστολής και ταξικά υποτιμημένη από τις στρατηγικές της ληστρικής κερδοφορίας του real-estate, του τουριστικού κεφαλαίου, του «εξευγενισμού» και της επισιτιστικής οικονομίας.
Ασφαλώς η επίθεση αυτή δεν είναι ένα γεγονός αποκομμένο από την πραγματικότητα της περιόδου. Είναι ένας ακόμη κρίκος σε μια αλυσίδα εξελίξεων που αποτυπώνουν την δυσμενή μετατόπιση των ταξικών συσχετισμών. Από την άγρια καταστολή της πορείας της 7ης Οκτώβρη και την απαγόρευση διαδηλώσεων μπροστά στον Άγνωστο Στρατιώτη, έως τα χτυπήματα σε μαθητές και γονείς που διεκδικούν στοιχειώδεις όρους για τα σχολεία τους. Παράλληλα, φοιτητές στοχοποιούνται και καταδικάζονται ακόμα και για ένα σύνθημα αλληλεγγύης στην Παλαιστίνη, ενώ συνδικαλιστές διώκονται —χαρακτηριστικά η δίωξη του προέδρου του Εργατικού Κέντρου Πειραιά και εργαζομένων της COSCO για την κινητοποίηση ενάντια στη φόρτωση πολεμικού υλικού προς τη Γάζα— επειδή τόλμησαν να υπερασπιστούν τη ζωή και την αλληλεγγύη των λαών και καθηγητές απολύονται επειδή αρνούνται το νέο πειθαρχικό δίκαιο.
Τίποτα από αυτά δεν είναι τυχαίο ή μεμονωμένο. Αποτελούν εκφάνσεις μιας συνολικής στρατηγικής. Της στρατηγικής του « Όλα για το κεφάλαιο», του «Όλα για τις ΗΠΑ ,το Ισραήλ, την Ευρωπαϊκή μας πορεία», μιας στρατηγικής που πάει χέρι χέρι με τη φασιστικοποίηση, την ποινικοποίηση της αντίστασης και την σκληρή καταστολή κάθε μορφής κοινωνικής διεκδίκησης, ως τον μόνο τρόπο να διασφαλίσει το σύστημα την αναπαραγωγή και τη σταθερότητά του.
Η σχετική υποχώρηση των λαϊκών αγώνων και των ταξικών αντιστάσεων της τελευταίας δεκαετίας –παρά τις επιμέρους εξάρσεις και τις κορυφώσεις τους- δίνει ώθηση στο κεφάλαιο για να εντείνει την επίθεση του. Σε συνθήκες βαθιάς καπιταλιστικής κρίσης, με την κερδοφορία να πιέζεται και την αστική τάξη να αρνείται κάθε ουσιαστική παραχώρηση, η αστική δημοκρατία βρίσκει το βαθύτερο της «είναι», στο πρόσωπο ενός αυταρχικού και φασίζοντος μηχανισμού καταστολής και επιβολής της ταξικής αφαίμαξης και της κοινωνικής συναίνεσης, που προλειαίνουν το έδαφος για μορφές θεσμικού και κοινωνικού εκφασισμού.
Ειδικότερα, η ακροδεξιά νεοφιλελεύθερη διακυβέρνηση της Νέας Δημοκρατίας επιδιώκει να εδραιωθεί ως ο μοναδικός διαχειριστής της αστικής εξουσίας, μέσα σε μια βαθιά αντιφατική πολιτική συνθήκη για την ίδια, που είναι αποτέλεσμα της γενικότερης κρίσης πολιτικής αναπαραγωγής. Από τη μια, η απουσία ουσιαστικά κοινοβουλευτικής αντιπολίτευσης επιτρέπει στην κυβέρνηση μια αλαζονική βεβαιότητα ότι μπορεί να κυβερνά χωρίς αντίπαλο∙ μια στάση που οδηγεί στην απαξίωση ακόμα και αυτού του τυπικού αστικοδημοκρατικού πλαισίου καθώς το κυβερνητικό και πολιτικό προσωπικό λειτουργεί χωρίς λογοδοσία, αντιμετωπίζοντας τον κρατικό μηχανισμό σαν προσωπική του ιδιοκτησία.
Από την άλλη, η συσσωρευμένη φθορά από σκάνδαλα, η καθημερινή ταξική φτωχοποίηση, η μεγάλη κοινωνική δυναμική που γεννήθηκε μετά τα Τέμπη και οι διαρροές προς την ακροδεξιά —ως αποτέλεσμα της ίδιας της πολιτικής αντιδραστικοποίησης που υιοθέτησαν το πολιτικό σύστημα και η αστική τάξη— αποκαλύπτουν τα όρια αυτής της κυριαρχίας.
Παρά την αλαζονική αυτοπεποίθηση και τον κυνισμό με τον οποίο τα κυβερνητικά στελέχη εμφανίζονται δημόσια, η κυβέρνηση και το αστικό και μπλοκ που τη στηρίζει γνωρίζει πως βρίσκεται με την πλάτη στον τοίχο: δεν φοβάται την ανύπαρκτη κοινοβουλευτική αντιπολίτευση, αλλά την περαιτέρω πολιτική της διάβρωση και το ενδεχόμενο μιας πραγματικής κοινωνικής έκρηξης, τα προλεγόμενα της οποίας τα ένιωσε άλλωστε πολύ καλά πριν λίγους μήνες με το μεγάλο κίνημα των Τεμπών. Γι’ αυτό έχει ήδη εισέλθει σε μια άτυπη, παρατεταμένη προεκλογική περίοδο, επιχειρώντας να συσπειρώσει τη δεξιά και ακροδεξιά της βάση μέσω του αυταρχισμού, της εθνικιστικής ρητορικής και της γενίκευσης της καταστολής, μετατρέποντας έτσι τον εκφασισμό σε βασικό εργαλείο της πολιτικής της. Δεν επιτίθεται επειδή είναι ισχυρή ∙ επιτίθεται επειδή τρίζει — και όσο βαθαίνει η κρίση κοινωνικής αντιπροσώπευσης, τόσο πιο λυσσαλέα θα χτυπά.
Και αυτή η βία δεν ασκείται τυφλά, αλλά με ξεκάθαρη ταξική στόχευση. Το κράτος χτυπά πρώτα και πιο επιθετικά εκεί όπου διαβλέπει τον σπόρο της πραγματικής πολιτικής αμφισβήτησης: σε εκείνα ακριβώς τα κομμάτια της κοινωνίας που αρνούνται να δεχτούν μοιρολατρικά και παθητικά την ταξική αφαίμαξη και καταπίεση, προτάσσοντας τη συλλογική και ταξική αξιοπρέπεια μέσα από τους αγώνες και την αντίσταση. Έτσι λοιπόν στο στόχαστρο της καταστολής βρίσκονται οι αγωνιστές/τριες του ανταγωνιστικού κινήματος, οι αναρχικοί/ες και οι κομμουνιστές/τριες, το φοιτητικό/μαθητικό κίνημα, οι εργαζόμενοι που διεκδικούν, οι οικογένειες και η νεολαία που δεν αποδέχονται την απαξίωση των δομών που εξυπηρετούν τις βασικές κοινωνικές μας ανάγκες.
Απέναντι σε αυτή την συνθήκη της ολομέτωπης επίθεσης, η μόνη πραγματική απάντηση βρίσκεται στην ταξική και πολιτική οργάνωση, στην καθημερινή συμμετοχή στους αγώνες, στη συλλογική αυτοπεποίθηση στην δυνατότητα μας να αλλάξουμε τους ταξικούς συσχετισμούς. Οφείλουμε να κάνουμε τις υπερβάσεις που απαιτεί η εποχή: να ξεπεράσουμε τον κατακερματισμό, να σταθούμε ο ένας δίπλα στη άλλη, να χτίσουμε δομές, σχέσεις και μορφές αγώνα που να αντέχουν στο χρόνο και στην πίεση και να προετοιμαστούμε σε όλα τα επίπεδα για τις μεγάλες ταξικές και κοινωνικές εξεγέρσεις που ωριμάζουν.


