1. Αποικιοκρατία και Καπιταλισμός

Η μετάβαση από τη φεουδαρχία στον καπιταλισμό σφραγίζεται από την εκπλήρωση δύο βασικών -και σε πλήρη συνάρτηση μεταξύ τους- όρων. Ο πρώτος ήταν η ιδιοποίηση του συνόλου των μέσων παραγωγής της κοινωνίας από μια μειοψηφία ιδιωτών και ο δεύτερος η δημιουργία ενός εργατικού πληθυσμού, που μην έχοντας άλλο μέσο βιοπορισμού θα είναι αναγκασμένος να πουλά την εργατική του δύναμη στους ιδιοκτήτες των μέσων παραγωγής. Σε αντίθεση με την προκάτοχο του, τη φεουδαρχία, που αρκούνταν στην ιδιοποίηση του προϊόντος της παραγωγής, ο καπιταλισμός στόχευε πολύ μακρύτερα: θα υποτάξει, μετατρέποντας την σε εμπόρευμα, τη βασική παραγωγική δύναμη, την ανθρώπινη εργασία. Τη δύναμη δηλαδή εκείνη που αποσπά τα υλικά από τη φύση, που τα μετασχηματίζει και τα κάνει προϊόντα, τη δύναμη που τους δίνει αξία, τη δύναμη που δίνει ζωή στα μέσα παραγωγής. Η μετατροπή της εργατικής δύναμης σε εμπόρευμα, αποτελεί και το ειδοποιό γνώρισμα του καπιταλισμού, το γνώρισμα που τον διαφοροποιεί από τα προηγούμενα εκμεταλλευτικά συστήματα. Όπως γράφει ο Κ. Μαρξ στον δεύτερο τόμο του «Κεφαλαίου»: «Η κεφαλαιοκρατική παραγωγή είναι η εμπορευματική παραγωγή σαν γενική μορφή της παραγωγής, είναι όμως τέτοια, και στην εξέλιξή της γίνεται ολοένα και περισσότερο τέτοια, μόνο επειδή σ’ αυτήν η ίδια η εργασία εμφανίζεται σαν εμπόρευμα».

Την ιστορική διαδικασία χωρισμού των παραγωγών από τα μέσα παραγωγής τους, ο Μαρξ θα την ονομάσει «πρωταρχική συσσώρευση κεφαλαίου» και αναφερόμενος στις μεθόδους που χρησιμοποιήθηκαν για την υλοποίηση της σημειώνει ότι αυτές «συνοψίζονται στο αποικιακό σύστημα, στο σύστημα δημοσίων χρεών, στο σύγχρονο φορολογικό σύστημα και στο προστατευτικό σύστημα. Οι μέθοδες αυτές στηρίζονται εν μέρει στην πιο ωμή βία, όπως λ.χ. είναι το αποικιακό σύστημα. Όλες όμως χρησιμοποιούν την κρατική εξουσία, τη συγκεντρωμένη και οργανωμένη βία της κοινωνίας, για να επιταχύνουν σαν σε θερμοκήπιο το προτσές της μετατροπής του φεουδαρχικού τρόπου παραγωγής σε κεφαλαιοκρατικό». Και στη συνέχεια, θέλοντας να προσδώσει έμφαση στον ρόλο που διαδραμάτισε το αποικιακό σύστημα για την επικράτηση του καπιταλισμού θα φθάσει να το χαρακτηρίσει ως τον «ξένο θεό, που ανέτρεψε με μια σπρωξιά όλα τα παλιά είδωλα της Ευρώπης, ανακηρύσσοντας το κυνήγι του κέρδους, ύστατο και μοναδικό σκοπό της ανθρωπότητας».

Για τον σημαντικότερο αναλυτή του καπιταλισμού, λοιπόν, βασική (πλάι σε άλλες) προϋπόθεση για την επικράτηση των νέων παραγωγικών σχέσεων υπήρξε η εγκαθίδρυση του αποικιακού συστήματος. Χάρη στο «θησαυρό που ληστευόταν έξω από την Ευρώπη άμεσα με λεηλασίες, υποδουλώσεις, φόνους και ο οποίος έρεε στη μητρόπολη για να μετατραπεί σε κεφάλαιο» θεμελιώνεται, κατά τον Μαρξ, η βάση του νέου κοινωνικού συστήματος. Διαμορφώνονται, δηλαδή, οι όροι εκείνοι που κάνουν εφικτή την απαλλοτρίωση των παραγωγών από τα μέσα παραγωγής τους και τη μετατροπή της εργατικής δύναμης σε «εμπόρευμα». Με αυτόν τον τρόπο γεννιέται το κεφάλαιο και η μισθωτή εργασία και εμφανίζεται στο ιστορικό προσκήνιο η αστική και η εργατική τάξη.

Μια τέτοια γενετική διαδικασία σφράγισε όπως ήταν επόμενο ανεξίτηλα τη φυσιογνωμία αλλά και την κατοπινή εξέλιξη του νέου συστήματος. Εν τη γενέσει του ο καπιταλισμός θα λέγαμε ότι εθίζεται στο να λειτουργεί με ευνοϊκούς εξωτερικούς όρους. Στο να διαθέτει μια ανεξάντλητη πηγή άντλησης φθηνών (έως δωρεάν) εργατικών χεριών και πρώτων υλών, η οποία του πρόσφερε ένα γιγάντιο πλεόνασμα κερδών. Στοιχείο καθοριστικό για την συγκρότηση του, καθώς πάνω σε αυτήν ακριβώς την «εξωτερική» βάση συσσώρευσης κατόρθωσε να εδραιώσει την κυριαρχία του στον καθεαυτό μητροπολιτικό χώρο, γενικεύοντας εκεί τις εμπορευματικές-χρηματικές σχέσεις και δημιουργώντας την ενιαία εσωτερική καπιταλιστική αγορά. Εξέλιξη που υπήρξε με τη σειρά της καταλυτική για την ολοκλήρωση, σε πρώτο χρόνο, των σχέσεων εδαφικής, γλωσσικής, οικονομικής και πολιτιστικής κοινότητας που προϋπήρχαν σε πληθυσμούς της μητρόπολης, και για την συγκρότηση σε δεύτερο, μιας νέας ιστορικής κατηγορίας, του έθνους και του έθνους κράτους ως έκφραση της κυριαρχίας της αστικής τάξης σε αυτό.

Συμπερασματικά, λοιπόν, σε ό,τι αφορά τη σχέση ανάμεσα στον καπιταλισμό και την αποικιοκρατία μπορούμε να πούμε καταρχάς τα εξής: Η αποικιοκρατία αποτελεί εγγενές χαρακτηριστικό του καπιταλιστικού συστήματος. Ως τέτοιο δεν είναι κάτι που έρχεται σε αυτό απ’ έξω, ένα εξωτερικό- και για αυτό πιθανά εφήμερο- γνώρισμα του, αντίθετα γεννιέται από το ίδιο το σύστημα με βάση τη φύση, τα χαρακτηριστικά και τη λειτουργία του. Ως εκ τούτου ο καπιταλισμός δεν μπορεί να διαχωριστεί από την αποικιοκρατία, δεν μπορεί να λειτουργήσει ούτε μπορεί να ζήσει χωρίς αυτήν. Συστηματοποιώντας και διευρύνοντας την δε μέσα στους αιώνες, τα έθνη κράτη που υπήρξαν οι σκαπανείς της θα φθάσουν να τη θεωρούν δεδομένη, και την εξασφάλιση των ευνοϊκών όρων που αυτή τους πρόσφερε απαράγραπτο δικαίωμα τους. Μέσα από αυτές τις εξελίξεις η Δύση (όπως έμελλε να ονομαστούν σχηματικά οι αποικιοκρατικές δυνάμεις στο σύνολο τους) θα εμπεδώσει μια αίσθηση ιδιοκτησίας του κόσμου, πιστή αντανάκλαση της οποίας υπήρξαν οι ρατσιστικές θεωρίες περί εκλεκτών εθνών και ανωτερότητας της λευκής φυλής και του δυτικού-χριστιανικού πολιτισμού.

Αν και από την εποχή της αποικιοκρατίας έχει διανυθεί έως σήμερα μια πολύ μεγάλη ιστορική απόσταση η οποία μετέβαλε ριζικά την μορφή της, η ουσία ωστόσο των σχέσεων που συνδέουν τη μητρόπολη με την περιφέρεια παρέμεινε βασικά αναλλοίωτη. Βάση τους αποτελεί πάντα η σχέση επικυριαρχίας που γεννήθηκε με στρατιωτικά και οικονομικά μέσα και αντικείμενο τους εξακολουθούν να είναι η κυριαρχία και η εκμετάλλευση, η διασφάλιση φθηνών πρώτων υλών και ενέργειας, εργατικού δυναμικού, αγορών. Θα λέγαμε μάλιστα ότι στο σύγχρονο ιμπεριαλιστικό πλαίσιο, η πολιτική της «λεηλασίας, του σκλαβώματος και του φονικού» για την οποία μιλά ο Μαρξ εντείνεται και αναβαθμίζεται.

2. Από τον προμονοπωλιακό Καπιταλισμό στον Μονοπωλιακό Καπιταλισμό –Ιμπεριαλισμό

«Ο ιμπεριαλισμός είναι ο καπιταλισμός στο στάδιο εκείνο της ανάπτυξης, στο οποίο έχει διαμορφωθεί η κυριαρχία των μονοπωλίων και του χρηματιστικού κεφαλαίου, έχει αποκτήσει εξαιρετική σημασία η εξαγωγή κεφαλαίου, έχει αρχίσει το μοίρασμα του κόσμου από τα διεθνή τραστ και έχει τελειώσει το μοίρασμα όλων των εδαφών της γης από τις μεγαλύτερες καπιταλιστικές χώρες» (Λένιν)

Το μονοπώλιο αναπτύχθηκε πάνω στη βάση των γενικών νόμων κίνησης του καπιταλιστικού τρόπου παραγωγής. Ο καπιταλισμός χαρακτηρίζεται από τις διαδικασίες συγκέντρωσης και συγκεντροποίησης της παραγωγής και του κεφαλαίου. Μιλώντας για συγκέντρωση και συγκεντροποίηση, να σημειώσουμε ότι η πρώτη συνίσταται στο πέρασμα στα χέρια μεγάλων επιχειρήσεων ενός όλο και μεγαλύτερου μέρους μέσων παραγωγής και εργατικής δύναμης, ενώ η δεύτερη συντελείται είτε μέσα από την εξαγορά επιχειρήσεων από άλλες είτε από την ενοποίηση καπιταλιστικών επιχειρήσεων. Κατά τη φάση του προμονοπωλιακού καπιταλισμού, η διαδικασία της συγκέντρωσης και της συγκεντροποίησης της παραγωγής και του κεφαλαίου πραγματοποιείται με εντατικούς ρυθμούς συνδυαζόμενη με το μοίρασμα, ανάμεσα στις μεγάλες δυνάμεις της εποχής, των ελεύθερων ακόμα αγορών. Ωστόσο το μονοπώλιο δεν έχει κάνει ακόμα την εμφάνιση του. Κάτι τέτοιο συντελείται στα τέλη του 19ου και στις αρχές του 20ου αιώνα σε σειρά αναπτυγμένων καπιταλιστικών χωρών (Αγγλία, Γαλλία, Γερμανία, Αμερική) όταν η συγκέντρωση και η συγκεντροποίηση της παραγωγής και του κεφαλαίου φτάνει σε μια βαθμίδα «ιδιαιτέρως υψηλή», «πελώρια».

«Η μισή σχεδόν παραγωγή όλων των επιχειρήσεων της χώρας (ΗΠΑ, 1907) βρίσκεται στα χέρια του ενός εκατοστού του συνολικού αριθμού των επιχειρήσεων! Κι αυτές οι τρεις χιλιάδες επιχειρήσεις-γίγαντες αγκαλιάζουν 258 κλάδους βιομηχανίας. Από δω φαίνεται ότι η συγκέντρωση σε ορισμένη βαθμίδα της ανάπτυξής της οδηγεί από μόνη της, μπορεί να πει κανείς, άμεσα στο μονοπώλιο(…) Αυτή η μετατροπή του συναγωνισμού σε μονοπώλιο αποτελεί ένα από τα σπουδαιότερα φαινόμενα-αν όχι το σπουδαιότερο- της οικονομίας του νεότατου καπιταλισμού[…] Δεν έχουμε πια μπροστά μας την πάλη του συναγωνισμού των μικρών και των μεγάλων, των τεχνικά καθυστερημένων και των τεχνικά προοδευμένων επιχειρήσεων. Έχουμε μπροστά μας το πνίξιμο από τους μονοπωλητές εκείνων που δεν υποτάσσονται στα μονοπώλια, στο ζυγό τους στην αυθαιρεσία τους».

Η επικράτηση των μονοπωλίων στην παραγωγή και την οικονομία αποτελεί το βασικό στοιχείο περάσματος του καπιταλισμού στο ιμπεριαλιστικό του στάδιο. Γι αυτό και ο Λένιν προσδιόρισε τον ιμπεριαλισμό ως τον «μονοπωλιακό καπιταλισμό».

Αναιρώντας ολοκληρωτικά τον ελεύθερο συναγωνισμό και δημιουργώντας νέες συνδυασμένες επιχειρήσεις μέσα από τη συνένωση διαφορετικών κλάδων της παραγωγής, τα μονοπώλια κατακτούν το έλεγχο των πρώτων υλών, των αγορών, των εδαφών, της εργασίας μιας χώρας και εν τέλει ολόκληρου του πλανήτη, ο οποίος μετατρέπεται σε πεδίο ανταγωνισμού και σύγκρουσης μιας χούφτας μονοπωλίων και κρατών.

3. Ο νέος ρόλος των τραπεζών, η συγχώνευση του τραπεζικού με το βιομηχανικό κεφάλαιο, η δημιουργία του χρηματιστικού κεφαλαίου

Μια τέτοια υψηλή βαθμίδα συγκέντρωσης της παραγωγής και του κεφαλαίου θα τοποθετήσει σε νέα επίπεδα τη λειτουργία του τραπεζικού συστήματος στην καπιταλιστική οικονομία. Τα χρηματικά κεφάλαια που απαιτούνται στις αντίστοιχες βαθμίδες συγκέντρωσης, μετατρέπουν σταδιακά τις τράπεζες από «μετριόφρονες μεσολαβητές των πληρωμών» που συγκεντρώνουν σκόρπια μικρομεσαία κεφάλαια και αποταμιεύσεις, σε πανίσχυρους μονοπωλητές που διαθέτουν πολύ μεγάλο μέρος του χρηματικού κεφαλαίου των επιχειρήσεων και των νοικοκυριών. Πλέον, και σε αντίθεση με ότι συνέβαινε στο προμονοπωλιακό στάδιο, οι τράπεζες παύουν να δρουν ως απλοί δανειστές που αρκούνται στην είσπραξη των τόκων των κεφαλαίων που προκατέβαλαν και αναμειγνύονται άμεσα στη δραστηριότητα του βιομηχανικού κεφαλαίου.

Την ίδια στιγμή, λοιπόν, όπου τα μονοπώλια προχωρούν στη συνένωση διαφορετικών κλάδων της οικονομίας, επιβάλλοντας τιμές και κατακτώντας τις πηγές πρώτων υλών στη χώρα τους και στον κόσμο, η αλληλένδετη διαδικασία της γιγάντωσης του ρόλου των τραπεζών, διαμορφώνει τους όρους για τη συγχώνευση των τέως διακριτών βιομηχανικού και τραπεζικού κεφαλαίου, και τη δημιουργία μιας νέας ποιοτικά μορφής, του χρηματιστικού κεφαλαίου.

Αναπτύσσοντας τους ήδη υπάρχοντες και προωθώντας τους δικούς του ιδιαίτερους τρόπους δράσης και κερδοφορίας το χρηματιστικό κεφάλαιο βγάζει τεράστια και διαρκώς αυξανόμενα κέρδη, – μέσα από την ίδρυση πολυεθνικών εταιρειών, την έκδοση χρεογράφων από κρατικά δάνεια κ.α- , κυριαρχώντας σε όλες τις πτυχές της καπιταλιστικής οικονομίας. Το χρηματιστικό κεφάλαιο γίνεται «η αποφασιστική δύναμη σε όλες τις οικονομικές και διεθνείς σχέσεις, που είναι σε θέση να υποτάξει και υποτάσσει πραγματικά ακόμα και κράτη που τυπικά απολαμβάνουν την πιο πλήρη πολιτική ανεξαρτησία τους».

4. Η εξαγωγή κεφαλαίου

Σε αυτό ακριβώς το πλαίσιο της δημιουργίας των μονοπωλίων και της ανάπτυξης του χρηματιστικού κεφαλαίου, η εξαγωγή κεφαλαίων, σε αντίθεση με την εξαγωγή εμπορευμάτων που ήταν χαρακτηριστική της προηγούμενης περιόδου, αποκτά κυρίαρχο ρόλο.

Ένα μέρος από το τεράστιο απόθεμα κεφαλαίου που συσσωρεύτηκε στις αναπτυγμένες καπιταλιστικές μητροπόλεις, αδυνατώντας να βρει σφαίρες επικερδούς τοποθέτησης στο καθεαυτό εθνικό πεδίο, θα αναζητήσει δρόμους κερδοφορίας στο εξωτερικό. Και συγκεκριμένα εκεί οπού το κέρδος είναι κατά κανόνα πολύ μεγαλύτερο, είτε λόγω έλλειψης κεφαλαίων, είτε επειδή η τιμή της γης, της εργατικής δύναμης και των πρώτων υλών είναι χαμηλή. Είναι λοιπόν η ανισομετρία στην ανάπτυξη του καπιταλισμού που διαμορφώνει τους όρους για την εξαγωγή του κεφαλαίου, γεγονός που με τη σειρά του επισφραγίζει και εντείνει ακόμα περισσότερο τους δεσμούς οικονομικής και πολιτικής εξάρτησης των χωρών που το εισάγουν, δημιουργώντας «ποικίλες μορφές εξαρτημένων χωρών, που πολιτικά είναι τυπικά ανεξάρτητες, στην πράξη όμως είναι μπλεγμένες στα δίχτυα της χρηματιστικής και διπλωματικής εξάρτησης». Οι σχέσεις που περιγράφει ο Λένιν είναι σχέσεις εξουσίας και υποταγής, που διαφέρουν από χώρα σε χώρα ως προς τη μορφή και την ένταση της εξάρτησης.

Μια από τις πιο χαρακτηριστικές μορφές εξαγωγής κεφαλαίου είναι τα δάνεια και οι κάθε είδους οικονομικές βοήθειες. Εκτός από τους ληστρικούς τόκους και τις προμήθειες των τραπεζών – οι οποίες βαθαίνουν το καθεστώς εξάρτησης μέσω του χρέους- τα δάνεια αυτά, κατά κανόνα συνοδεύονται και από συμφωνίες διαφόρων παραχωρήσεων προς τους δανειστές, όπως ανάληψη δημοσίων έργων και εμπορικές παραγγελίες που με τη σειρά τους δίνουν ώθηση και στην εξαγωγή εμπορευμάτων από τις τελευταίες, εξασφαλίζοντας πρόσθετα κέρδη γι’ αυτές. Χαρακτηριστική είναι κι εδώ η αποστροφή του Λένιν : «Ο κόσμος χωρίστηκε σε μια χούφτα κράτη – τοκογλύφους και σε μια τεράστια πλειοψηφία κράτη – οφειλέτες».

5. Οι διεθνείς μονοπωλιακές ενώσεις και το μοίρασμα και το ξαναμοίρασμα των αγορών και των σφαιρών επιρροής

«Οι μονοπωλιακές ενώσεις των καπιταλιστών, τα καρτέλ και τα τραστ μοιράζουν πρώτα απ’ όλα μεταξύ τους την εσωτερική αγορά κατακτώντας λιγότερο ή περισσότερο ολοκληρωμένα την παραγωγή της δοσμένης χώρας. Στις συνθήκες όμως του καπιταλισμού η εσωτερική αγορά συνδέεται αναπόφευκτα με την εξωτερική, μια και ο καπιταλισμός έχει ήδη δημιουργήσει την παγκόσμια αγορά. Και στο μέτρο που αναπτύσσονταν η εξαγωγή κεφαλαίων και επεκτεινόταν οι εξωτερικές και αποικιακές σχέσεις και οι “σφαίρες επιρροής” των μεγάλων μονοπωλιακών ενώσεων τα πράγματα οδηγήθηκαν στη δημιουργία διεθνών καρτέλ μέσα από μια συνεννόηση ανάμεσα τους» (Λένιν)

Διεθνείς ενώσεις των μονοπωλίων εννοούμε τις ενώσεις ανάμεσα σε δύο ή περισσότερα μονοπώλια, από διάφορες χώρες, που στοχεύουν στην εξασφάλιση πλεονεκτημάτων στην αντιμετώπιση του αδυσώπητου διεθνούς μονοπωλιακού ανταγωνισμού. Με αυτές τις διεθνείς συμφωνίες τα μονοπώλια επιτυγχάνουν τον έλεγχο της παραγωγής, τις αγορές διάθεσης των προϊόντων τους, τις πηγές πρώτων υλών και ενέργειας, ακόμη και τις επενδύσεις κεφαλαίων στις διάφορες χώρες στις οποίες δρουν. Έτσι η κάθε μονοπωλιακή ένωση διαμορφώνει και το δικό της τομέα κυριαρχίας, τη δική της σφαίρα επιρροής πάνω στις χώρες στις οποίες δραστηριοποιείται. Μ’ αυτή τη διαδικασία οι διεθνείς μονοπωλιακές ενώσεις πραγματοποιούν το οικονομικό μοίρασμα του κόσμου. Έμενε πλέον ανοιχτό το ζήτημα του ξαναμοιράσματος μιας και η «αναζήτηση νέων αγορών» δεν επρόκειτο να σταματήσει με την διανομή των ήδη διαθέσιμων αγορών, εδαφών και σφαιρών επιρροής. Αντίθετα, η συνεχής προσπάθεια αναδιανομής, η διαρκής πάλη κι ο ανελέητος ανταγωνισμός για την απόκτηση των αγορών του αντιπάλου, αποτελεί την βάση του ιμπεριαλιστικού ανταγωνισμού.

Η πάλη για τη μονοπωλιακή κατοχή των πρώτων υλών και των σφαιρών τοποθέτησης κεφαλαίων οξύνει στο έπακρο τη γενική ανισομετρία της καπιταλιστικής ανάπτυξης, οδηγώντας σε μια ποιοτικά νέα φάση σύγκρουσης τα ιμπεριαλιστικά κράτη (τη «χούφτα των μεγάλων Δυνάμεων), που αναπόφευκτα καταλήγει σε ένοπλες συγκρούσεις και παγκόσμιους πολέμους, που σε ένταση και καταστρεπτικότητα ξεπερνούν κάθε προηγούμενο στην ιστορία.

Οι ιμπεριαλιστικοί πόλεμοι, με την κορύφωση των εγγενών αντιθέσεων του καπιταλισμού που σηματοδοτούν, επιβεβαιώνουν με τον πιο εμβληματικό τρόπο τη θέση ότι ο ιμπεριαλισμός είναι ο «καπιταλισμός που σαπίζει», «το τελευταίο στάδιο του καπιταλισμού» και γι αυτό η «παραμονή των προλεταριακών επαναστάσεων».

Βιβλιογραφία

Κ. Μαρξ, «Το Κεφάλαιο», τόμος 1, Κεφάλαιο 24: «Η Πρωταρχική Συσσώρευση του Κεφαλαίου», τόμος 2, Κεφάλαιο 4: Τα τρία σχήματα του προτσές κύκλησης», εκδ. Σύγχρονη Εποχή.

Β.Ι. Λένιν, «Ο ιμπεριαλισμός, ανώτατο στάδιο του καπιταλισμού», εκδ. Σύγχρονη Εποχή.

Βασίλης Σαμαράς, Για την ιμπεριαλιστική διάσταση του καπιταλιστικού συστήματος, Περιοδικό Αντίθεση, τεύχος 11, Δεκέμβριος 2013, εκδ. «Εκτός των Τειχών».