Στις 9 Απριλίου του 2021, μόλις δύο μέρες αφότου ο Άγιος Βικέντιος και οι Γρεναδίνες έλαβαν το πρώτο φορτίο με τα εμβόλια για τον COVID-19, σημειώθηκε ηφαιστειακή έκρηξη μεγάλης κλίμακας στην περιοχή. Σύννεφα καπνού και στάχτης κάλυψαν το κύριο κομμάτι του νησιού, με αποτέλεσμα να χρειαστεί άμμεση εκκένωση των κατοίκων στις γειτονικές χώρες. Ωστόσο, όπως εξήγησε ο πρωθυπουργός της χώρας Ραλφ Γκονσάλβες, σε ένα αρκετά “συναισθηματικό” διάγγελμα, μόνο οι εμβολιασμένοι κάτοικοι θα μπορούσαν να εκκενώσουν την χώρα. Τα καράβια που θα χρησιμοποιούνταν για την μετακίνηση, καθώς και τα ίδια τα νησιά που θα μετακινούνταν οι κάτοικοι, είχαν περιορισμό στις μετακινήσεις λόγω του ιού. Αυτό σήμαινε, πως μόνο οι κάτοικοι που είχαν προλάβει, λόγω των προνομίων τους να εμβολιαστούν, δηλαδή 10.805 κάτοικοι από τους 111.000 στο σύνολο, θα μπορούσαν να εκκενώσουν τα νησιά.
Η σχέση μεταξύ της κατάστασης της υγείας και της ελευθερίας μετακίνησης δεν είναι κάτι ιδιαίτερα νέο. Έναν χρόνο νωρίτερα, τον Μάρτιο του 2020, ενώ ο COVID-19 σημείωνε έκρηξη κρουσμάτων ανά τον κόσμο, οι παγκόσμιοι ηγέτες αποφάσισαν να προστατέψουν τους υπηκόους τους, κλείνοντας τα σύνορα. “ Ο υγειονομικός νατιβισμός”, προειδοποιούσαμε τότε, ήταν κάτι παραπάνω από υγειονομικά μέτρα. Ήταν μια παράλογη προσπάθεια να “ κρατηθεί απ’έξω αυτό που βρισκόταν ήδη μέσα, να βάλει σύνορα γύρω από ένα πρόβλημα που δεν γνωρίζει σύνορα και να συγκροτήσει μια ψευδαίσθηση ασφάλειας, προβάλλοντας την ρίζα του προβλήματος ως κάτι εξωτερικό, που βρίσκεται Αλλού” Δεν ήταν επομένως έκπληξη όταν ο (τότε) πρόεδρος Τραμπ αποφάσισε να απαντήσει στην υγειονομική κρίση προμοτάροντας το χτίσιμο καινούργιων τείχων και κάνοντας επιθέσεις στην Κίνα στο Τουίτερ.
Ο Τραμπ, όπως και άλλοι ηγέτες πριν από αυτόν, έγερνε έντονα, γύρω από μια εθνικιστική σχέση μεταξύ ασθένειας και εξωτερικού εχθρού.
Ο “COVID-19 είναι ο μεγάλος μας πόλεμος” είχε διακηρύξει τον Μάρτιο του 2020. “ Είναι ένας ιατρικός πόλεμος. Και πρέπει να τον κερδίσουμε αυτό τον πόλεμο”
Τότε, θεωρούσαμε πως μια παγκόσμια απάντηση στον ιό ήταν ακόμη δυνατή. Οι επιστήμονες μόλις ξεκινούσαν να μαθαίνουν γι αυτόν. Υπήρχε ακόμα χρόνος για την παγκόσμια κοινότητα να συγκροτήσει ένα συλλογικό πλάνο. Τους επόμενους μήνες, υπήρξε μια τεράστια προσπάθεια να παραχθούν αποτελεσματικά εμβόλια. Αλλά, παρά το γεγονός πως παρήχθησαν αποτελεσματικά εμβόλια, ο υγειονομικός νατιβισμός περιχαρράκωσε την κατάσταση παραπάνω.
Το πρόβλημα δεν ήταν η ακροδεξιά ξενοφοβία, αλλά η σκόπιμη “επιστημονική” απάντηση των πλουσιώτερων κρατών στον κόσμο, απέναντι σε μια παγκόσμια απειλή.
Οι πολιτικές γύρω από την προσβασιμότητα των εμβολίων και τα κλειστά σύνορα, ντύθηκαν με τον μανδύα των υγειονομικών πρωτοβουλιών, αλλά στην πραγματικότητα, στήριζαν ακριβώς τις ίδιες εθνικιστιές ατζέντες.
Η διεθνής συνεργασία που χρειαζόταν για να τελείωσει αυτή η πανδημία – και παράλληλα να προετοιμαστούμε για κάποια επόμενη- πλέον μοιάζει τόσο μακριά όσο ποτέ άλλωτε.
Όταν ο Τζο Μπάϊντεν εκλέχθηκε Πρόεδρος, μια από τις πρώτες αποφάσεις του, ήταν να αναστείλει τον περιορισμό ταξιδιών σε πολίτες από μουσουλμανικές και Αφρικανικές χώρες.
Την δεύτερη του μέρα στον Λευκό Οίκο ο Μπάϊντεν, υπέγραψε μια υπουργική απόφαση, που έλεγε ότι “ο περιορισμός αυτός, διακινδύνευσε το διεθνές δίκτυο συμμαχιών και συνεργασιών μας” και “επηρρέασε με αρνητικό τρόπο την ισχύ της χώρας μας”.
Βέβαια, φάνηκε πως αυτό δεν ίσχυε για τους υπόλοιπους περιορισμούς που είχε επιβάλλει ο Τραμπ.
Κατά την περίοδο του Μπάϊντεν, τα σύνορα της χώρας με τον Καναδά και το Μεξικό παρέμειναν κλειστά ( πέρα από τις αναγκαίες μετακινήσεις).
Η διοίκηση επίσης, επέκτεινε τους περιορισμούς του Τραμπ, σε ταξιδιώτες από το Ηνωμένο Βασίλειο, την Ιρλανδία, την Βραζιλία και 26 διαφορετικές χώρες από την συνθήκη Σένγκεν στην Ευρώπη.
Η Νότια Αφρική προστέθηκε στις απαγορευμένες χώρες. Μέχρι το τέλος του Απρίλη, με αφορμή την μετάλλαξη Δέλτα, επιβλήθηκαν περιορισμοί και στην Ινδία.
Ο Μπάϊντεν, χρησιμοποίησε μια επιστημονική γλώσσα, ώστε να ξεχωρίσει, κατά τον ίδιο, τους λόγους επιβολής περιορισμών στα ταξίδια, από τους λόγους του προκατόχου του, οι οποίοι, πάλι κατά τον ίδιο ήταν ξενοφοβικοί και ρατσιστικοί.
Ωστόσο, στην πραγματικότητα, το κλείσιμο των συνόρων, σπανίως λειτουργεί για να εμποδιστεί η επέλαση μιας ασθένειας. Οι περιορισμοί των ταξιδιών, θα μπορούσαν, στην θεωρία, να κρατήσουν τον ιό έξω, εάν ήταν συγκροτημένοι και επιβεβλημένοι καθολικά.
Όμως δεν συνέβη αυτό. Αντ’αυτού, οι πολιτικές γύρω από τα σύνορα, επιβλήθηκαν πρόχειρα, σύμφωνα με τις επιταγές της αγοράς και όχι τις επιταγές της δημόσιας υγείας.
Ένα μεγάλο ποσοστό της αρχικής διάδοσης του ιού, στις αρχές του 2020, ήταν επειδή οι άνθρωποι πάλευαν και συνοστίζονταν στα αεροδρόμια, πρωτού οι πολιτικές γύρω από τα ταξίδια να εφαρμοστούν.
Έκτοτε, τα εσωτερικά κρούσματα, έχουν εκτοξευθεί στις πλούσιες χώρες, ακόμα και όταν οι κυβερνήσεις απαγόρευαν τις μετακινήσεις από και προς χώρες που θεωρούσαν “μολυσμένες” και “επικίνδυνες”.
Η πρόσφατη ανακάλυψη της μετάλλαξης Όμικρον από επιστήμονες στην Νότια Αφρική, μας έφερε θεατές ξανά στο ίδιο έργο. Οι χώρες του Παγκόσμιου Βορρά, απαγόρευσαν τις μετακινήσεις από την Αφρική, λες και η νέα αυτή μορφή του ιού, μπορεί να εμποδιστεί μόνο με το κλείσιμο των συνόρων.
Όταν τελικά, αυτοί οι περιορισμοί αρθούν, δεν θα είναι επειδή ο ιός θα έχει εξαλειφθεί ή θα αντιμετωπίζεται πλέον αποτελεσματικά. Θα είναι επειδή, θα το επιβάλλουν οι επιχειρήσεις, ο τουρισμός και τα εμπορικά συμφέροντα. Έχουμε ήδη δει αρκετές χώρες που χαλάρωσαν τους περιορισμούς των ταξιδιών, μέσα στις γιορτές, σε μια καταφανή αποδοχή της κυριαρχίας της οικονομίας και των συμφερόντων πάνω στην δημόσια υγεία.
Η πρόχειρη εφαρμογή των κλειστών συνόρων έχει συμβάλλει σημαντικά σε ένα ευρείας κλίμακας “θέατρου υγιεινισμού” – έναν όρο που χρησιμοποίησε ο Ντέρεκ Τόμσον από το ηλεκτρονικό έντυπο Ατλάντικ, στην προσπάθεια του να περιγράψει την λανθασμένη αίσθηση ασφάλειας που παρέχεται από ανεπαρκή μέτρα, όπως η μέτρηση της θερμοκρασίας του σώματος και τα χωρίσματα από πλέξιγκλας. Αυτή η λανθασμένη ασφάλεια, φυσικά είναι τρομερά κερδοφόρα.
Οι ταξιδιώτες στον Καναδά και το Ηνωμένο Βασίλειο, απαιτείται κατά την είσοδο τους, να πληρώσουν μεταξύ 200 και 400 δολλαρίων για μοριακά τεστ, που φυσικά παρέχονται από ιδιωτικές εταιρείες. Αν το κυρίαρχο ζήτημα για αυτές τις κυβερνήσεις ήταν πράγματι η δημόσια υγεία, τα τεστ θα παρέχονταν δωρεάν. Τα ίδια τα τεστ, κοστίζουν μόνο μερικά δολλάρια για να κατασκευαστούν. Αντιθέτως, τα πρωτόκολλα του COVID έχουν γεμίσει τις τσέπες των ιδιωτικών εταιρειών, κάνοντας τα ταξίδια, ακόμα πιο ακριβά απ’όσο ήδη είναι.
Οι περιορισμοί γύρω από τα ταξίδια και τον COVID 19, περιστρέφονται γύρω από την ιδέα πως είμαστε ασφαλείς.
Για πολλούς ανθρώπους ανά τον κόσμο όμως, η ζωή έχει γίνει αρκετά πιο επικίνδυνη, λόγω των περιορισμών στις μετακινήσεις.
Κατά το πρώτο κύμα της πανδημίας, οι διάφορες υπηρεσίες Ασύλου στην Ευρώπη είχαν κλείσει, αφήνοντας πρόσφυγες και μετανάστες σε ένα καθεστώς “ναυαγού”.
Τα κέντρα κράτησης που διοικούνταν επίσης από τις ΜΚΟ έκλεισαν και οι γεμάτες πρόσφυγες βάρκες που κατέφταναν έμεναν να επιπλέον έξω από λιμάνια, σε ένα καθεστώς ντε φάκτο κράτησης.
Οι πρόσφυγες που προσπάθησαν να πάνε στην Αυστραλία, κρατούνταν επ’αόριστον, σε υπερπλήρη κέντρα κράτησης, με συνθήκες που ευνοούσαν την διάδοση του ιού.
Η αποσύνδεση μεταξύ των περιορισμών στα ταξίδια και την δημόσια υγεία, ήταν επίσης πιο εμφανής στα σύνορα Η.Π.Α – Μεξικού, το περασμένο φθινόπωρο.
Μετά την εκλογή του, ο Μπάϊντεν, σχεδόν αθόρυβα, επέκτεινε τον Τίτλο 42, του Τραμπ, μια απόφαση που σπανίως εφαρμόζεται ( από ένα νομοσχέδιο για την δημόσια υγεία του 1944) που επιτρέπει στους διοικητικούς και αρμόδιους στο Υπουργείο Μετανάστευσης, να διώξουν μετανάστες με την υπόνοια πως μπορεί να μεταδώσουν κάποια μολυσματική ασθένεια.
Σε αντίθεση με τα όσα έλεγαν οι επιστήμονες και οι γιατροί, συμπεριλαμβανομένου και του Άντονι Φάουτσι, ο οποίος σημείωνε πως “ η εκδίωξη μεταναστών δεν είναι η λύση στην πανδημία”, ο Μπάϊντεν, χρησιμοποίησε αυτήν την απόφαση για να εκδιώξει χιλιάδες Αϊτινούς, οι οποίοι εγκατέλειψαν την χώρα τους, λόγω ενός πολύ φονικού σεισμού.
Οι φρικιαστικές εικόνες της Συνοριοφυλακής να χτυπάνε και εκδιώχνουν μετανάστες στο Ντελ Ρίο συμβολαιοποιούσαν κάτι παραπάνω από απλώς την τυπική Αμερικάνικη ψυχρότητα.
Ήταν η επιτομή της αυθάδειας ενός κράτους που προσπαθούσε να κατηγορήσει τους μετανάστες για μια πανδημία, που η ίδια δημιούργησε.
Όχι μόνο οι Η.Π.Α. δεν κατάφεραν να υποστηρίξουν ένα παγκόσμιο εμβολιαστικό πρόγραμμα που θα μπορούσε να είχε ελαχιστοποιήσει τις μολύνσεις από τα πιο επικίνδυνα στέλεχη όπως η Δέλτα και η Όμικρον, αλλά δεν είχε υπογραμμίσει και αρκούντως την ανάγκη εμβολιασμού ανάμεσα στους ίδιους τους πολίτες της, συμπεριλαμβανομένης και της Συνοριοφυλακής που ήταν υποτίθεται επιφορτισμένη με το να κρατάει έξω τους μετανάστες, για το καλό της δημόσιας υγείας.
Οι στοχευμένοι περιορισμοί μετακινήσεων στα σύνορα είναι χειρονομίες εξουσίας κατά τη διάρκεια μιας κρίσης και συχνά, επιταχύνουν τις αντι-μεταναστευτικές πολιτικές που ήταν σε ισχύ πολύ πριν την πανδημία.
Τα εμβόλια, από την άλλη, είναι εργαλεία δημόσιας υγείας που μπορούν να σταματήσουν την επέλαση θανάσιμων ασθενειών, όπως έχει δείξει η ιστορία για την ανεμοβλογιά και την πολυομελίτιδα. Μια παγκόσμια διάθεση εμβολίων θα είχε υπονομεύσει την ανάγκη να υψωθούν εθνικά σύνορα προκειμένου να τελειώσει η πανδημία.
Αντ’αυτού,η λιτότητα στα εμβόλια έχει κάνει τον υγειονομικό νατιβισμό ακόμη πιο εμφανή.
Επειδή οι μεγάλες φαρμακευτικές εταιρείες όπως η Φάιζερ και η Μοντέρνα, προσπαθούν να “προστατέψουν” τα εμβόλια τους ( σε αντίθεση με τους δημιουργούς των εμβολίων στα μέσα του 20ου αιώνα για την πολυομυελίτιδα) και έτσι η διάθεση των εμβολίων είναι σε εξαιρετικά χαμηλά ποσοστά.
Οι πλούσιες χώρες, απλώς πλήρωσαν παραπάνω, προκειμένου να αποκτήσουν προνομιακή πρόσβαση σε έναν ήδη μικρό αριθμό εμβολίων, αφήνοντας τον μεγαλύτερο πληθυσμό του πλανήτη, ανεμβολίαστο.
Αυτή η άνιση κατανομή, έχει αποδειχθεί καταστροφική. Η εξαιρετικά μεταδοτική μετάλλαξη Δέλτα, εμφανίστηκε στην Ινδία, σε μια περίοδο πολύ χαμηλής εμβολιαστικής κάλυψης.
Το ίδιο συνέβη και με την μετάλλαξη Όμικρον.
Κι όμως, οι ηγέτες των πλουσιότερων κρατών υποστήριξαν τις πατέντες και το πνευματικό δίκαιο των εταιρειών, που δημιούργησαν εξαρχής αυτή την καταστροφή.
Η Μοντέρνα, που έλαβε τεράστιες ποσότητες κρατικών επιχορηγήσεων, έχει σχεδόν μονοπωλιακά προσφέρει εμβόλια μόνο στις πλουσιότερες χώρες του κόσμου.
Η ίδια εταιρεία, έχει δεχθεί ελάχιστη κριτική γι’αυτό και έχει επανειλημμένα αρνηθεί, όταν της ζητήθηκε από τα Ηνωμένα Έθνη να αυξήσει την προσβασιμότητα στα εμβόλια.
Η παγκόσμια συνεργασία με το όνομα COVAX, που επιχειρεί να παρέχει εμβόλια στον κόσμο, σε σχέση με τις ανάγκες του, ισοπεδώθηκε από τα πλούσια κράτη προκειμένου αυτά να λάβουν μεγαλύτερες ποσότητες εμβολίων για τα ίδια.
Γεννημένη από την ιδέα, πως η πρόσβαση στην υγεία είναι καθολικό δικαίωμα και πως η παγκόσμια αλληλεγγύη μπορούσε να πραγματωθεί, η πρωτοβουλία COVAX, έχει επανειλημμένα “κρεμαστεί” από τα κράτη που προσπαθούν συνεχώς να εξασφαλίσουν περισσότερες δόσεις και από τις εταιρείες που αναζητούν συνεχώς τις υψηλότερες τιμές πώλησης.
Ερευνητές από όλο τον κόσμο, κάνουν μια κούρσα ενάντια στον ίδιο τον χρόνο, προκειμένου να δημιουργήσουν τα εμβόλια, ώστε αυτά να καταλήξουν τελικά, στα χέρια πλούσιων κρατών, όπου η ελεύθερη αγορά και οι μεγάλες εταιρείες, καθορίζουν το που θα πάει τι.
Ο Μπάϊντεν προσπάθησε, συμβολικά τουλάχιστον, να μετριάσει την εμφάνιση του υγειονομικού νατιβισμού με δημόσιες βαρύγδουπες δηλώσεις για την διάθεση εμβολίων στις πιο φτωχές χώρες, πράγμα που ακόμη δεν έχει πραγματοποιηθεί.
Μια αρκετά πιο αποτελεσματική προσέγγιση θα ήταν να απαιτήσει από τις φαρμακευτικές να δώσουν πρόσβαση στην τεχνολογία και τεχνογνωσία τους ώστε να ξεκινήσει και η παραγωγή σε άλλες χώρες.
Ενώ θεωρητικά, είναι στο συμφέρον των Η.Π.Α. να να στηρίξουν μια πιο ευρεία διάθεση εμβολίων, άλλωστε ένας μεγαλύτερος παγκόσμιος μέσος όρος εμβολιασμού θα απέτρεπε την εμφάνιση νέων μεταλλάξεων, η διοίκηση του Μπάϊντεν, φαίνεται να είναι πρόθυμη να μείνει στην “καλή μεριά” των φαρμακευτικών προκειμένου να εξασφαλίσει προνομιακή διάθεση νέων εμβολίων στις Η.Π.Α.
Δεν είναι δύσκολο φυσικά να μαντέψει κανείς το γιατί.
Οι Η.Π.Α. έχουν επιλέξει να κοιτάξουν μόνο το συμφέρον τους, συμπεριλαμβανομένης και της παροχής των ενισχυτικών δόσεων, ενώ την ίδια στιγμή μεγάλο κομμάτι του πλανήτη περιμένει ακόμα την πρώτη δόση του εμβολίου.
Η προστασία των πνευματικών δικαιωμάτων των φαρμακευτικών εταιρειών, έχει δημιουργήσει τις τέλειες συνθήκες προκειμένου να ευδοκιμήσει ο υγειονομικός νατιβισμός.
Η κάλυψη των μέσων μαζικής ενημέρωσης του ζητήματος των εμβολίων, όπου δημοσιευόταν εβδομαδιαίες κατατάξεις και επικεφαλίδες για το ποια χώρα κερδίζει την εμβολιαστική κούρσα, έχει δημιουργήσει ένα πλαίσιο, σχεδόν ολυμπιακού αθλήματος για το ποια χώρα θα ολοκληρώσει πρώτη το πρόγραμμα των εμβολιασμών.
Ολόκληρη αυτή η κατάσταση είναι τρομερά μυωπική και φυσικά ακριβή και έχει οδηγήσει σε περισσότερους θανάτους παγκοσμίως, απ’όσο χρειάζεται.
Σύμφωνα με το Oxfam International, το προβλεπόμενο κόστος παροχής εμβολίων σε κάθε έναν κάτοικο αυτού του πλανήτη θα κόστιζε μόλις 1% από αυτά που έχουν δοθεί συνολικά από τις πλούσιες χώρες στις φαρμακευτικές.
Φυσικά, αυτά τα νούμερα, ωχρυούν μπροστά σε μια ακόμη στατιστική, αυτή των παγκοσμίων θανάτων από τον ιό, που τον Νοέμβρη του 2021 υπολογίστηκε σε 5.1 εκατομμύρια θανάτους.
Ο παγκόσμιος πληθυσμός τώρα έχει χωριστεί ανάμεσα σε εμβολιασμένους και ανεμβολίαστους.
Στις Η.Π.Α. που κυριολεκτικά κάθονται πάνω σε εκατοντάδες εκατομμύρια δόσεις, το εμβολιαστικό πάσο απαιτείται για μη πολίτες προκειμένου να εισέλθουν στην χώρα, ενώ την ίδια στιγμή αυτό δεν ισχύει για τους μόνιμους κατοίκους.
Τα εμβολιαστικά πάσο, θεωρητικά πρέπει να προωθούν την δημόσια υγεία.
Ενθαρρύνουν τους ανθρώπους να εμβολιαστούν, στερόντας τους το προνόμιο των ταξιδιών και κρατώντας τους δημόσιους χώρους πιο ασφαλείς, επιβραδύνοντας τον ρυθμό μετάδοσης, μέχρι να εμβολιαστούν όλοι.
Για την πλειοψηφία του πλανήτη όμως, ο εμβολιασμός δεν υπάρχει σαν επιλογή.
Και με αυτό τον τρόπο, δημιουργήθηκε ακόμη μια μορφή υγειονομικού νατιβισμού.
Το σκεπτικό από πίσω, είναι κατανοητό. Οι πλούσιες κοινωνίες, έχουν το άγχος να ξανα – ανοίξουν και οι ανεμβολίαστοι άνθρωποι έχουν υψηλότερο ρίσκο μόλυνσης και μετάδοσης.
Παρόλα αυτά, οι περιορισμοί των μετακινήσεων, που βασίζονται σε ένα αγαθό,το οποίο για το μεγαλύτερο μέρος του πλανήτη παραμένει μη – προσβάσιμο, στις Η.Π.Α. έχουν κάνει το ζήτημα της εισόδου στην χώρα, ένα ζήτημα που αφορά αποκλειστικά την χώρα καταγωγής κάποιου.
Με την απουσία σοβαρών προσπαθειών να αυξηθεί η προσβασιμότητα στο εμβόλιο παγκοσμίων, αυτή η προσέγγιση θα αυξήσει τις ήδη υπάρχουσες ανισότητες.
Το 1965 ο Φραντζ Φανόν έγραφε πως “ η απο-πολιτικοποιημένη επιστήμη, δηλαδή η επιστήμη στην υπηρεσία του ανθρώπου, δεν υπάρχει στις αποικίες”
Αναφερόταν στις πολιτικές απαγόρευσης μετακινήσεων της Γαλλίας για την Αλγερία και την εισαγωγή του τέτανου, κατά τη διάρκεια του πολέμου για την απελεύθερωση της Αλγερίας από τον Γαλλικό ζυγό.
Ενώ οι πλούσιες χώρες πλέον, δεν έχουν ακριβώς απαγορεύσει την εξαγωγή των εμβολίων, ο Παγκόσμιος Βορράς έχει αποδείξει με τις δράσεις του ( η καλύτερα με την έλλειψη δράσεων του) πως είναι ακόμα δυνατή η άρνηση παροχής φαρμάκων που θα σώσουν ζωές στον Παγκόσμιο Νότο, όταν συρρικνώνονται σημαντικά, οι δυνατότητες των φτωχότερων χωρών να δημιουργήσουν οι ίδιες εμβόλια και φάρμακα.
Όταν αναγνώρισαν την ανάδυση ενός γνωστού μοτίβου – την παροχή δωρεών, απρόβλεπτων και μικρών βέβαια, από τα πλούσια σε εμβόλια δυτικά κράτη, οι επιστήμονες στην Νότια Αφρική, που είχαν την υποστήριξη του Π.Ο.Υ., δούλευαν όπως ο Προμηθέας ώστε να δημιοργήσουν δικά τους mRNA εμβόλια και να σπάσουν τις αλυσίδες της πνευματικής ιδοκτησίας για τις χώρες της Αφρικής. Χρησιμοποιώντας τα ελάχιστα δημόσια δεδομένα, οι επιστήμονες προσπαθούν να αναδιανείμουν την εξουσία που έχουν συγκεντρώσει οι φαρμακευτικές. Ελπίζουμε να πετύχουν. Όμως είναι ντροπή, ότι χάθηκε πολύτιμος χρόνος όταν θα μπορούσε να είχε αξιοποιηθεί κάνοντα τα εμβόλια που ήδη έχουμε. Ο χρόνος αυτός χάνεται, διότι οι επιστήμονες πρέπει από μόνοι τους να δημιουργήσουν κάτι που ήδη υπάρχει αλλά στο οποίο δεν υπάρχει πρόσβαση.
Τα τελευταία 2 χρόνια έχουν δώσει πολύ μικρά δείγματα βεβαιότητας στο ότι τα ισχυρά κράτη μπορούν να δουλέψουν από κοινού για να αλλάξουν την κατάσταση της πανδημίας.
Και στις Η.Π.Α. δεν υπάρχει ο Τραμπ πλέον ώστε να μπορούμε να τον κατηγορίσουμε. Παρόλο που βρέθηκαν αντιμέτωποι με την χειρότερη υγειονομική κρίση της σύγχρονης εποχής, ο Μπάϊντεν και άλλοι παγκόσμιοι ηγέτες, έχουν αποδείξει πως προτιμούν να στηρίξουν τα συμφέροντα, λίγων, τρομακτικά πλούσιων εταιρειών, παρά τα συμφέροντα του κόσμου.
Οι ίδιοι άνθρωποι που φωναχτά αποκήρρυταν τον Τραμπ, όταν αυτός έκανε λόγο για τον “κινέζικο Ιό” έχουν τώρα αγκαλιάσει την δικιά τους ιδέα, περί υγειονομικού νατιβισμού, δείχνοντας το τρομερό τους προνόμιο, ενώ ταυτόχρονα λένε πως δρουν στο όνομα της δημόσιας υγείας.
Όλα αυτά, θα έπρεπε να αποτελούν ένα γιγάντιο σκάνδαλο. Αλλά δεν είναι έτσι.
Συνήθως, οι άνθρωποι στις πλούσιες χώρες, έχουν ανακουφιστεί με ότι αυτοί και οι οικογένειες τους, έχουν εμβολιαστεί, μετά από μήνες περιορισμών και μέτρων.
Οι υπόλοιπες χώρες παραμένουν κάτι μακρινό στη σκέψη τους.
Χρόνια τζινγκοϊστικής πολιτικής ( δηλαδή εθνικιστικής επιθετικής πολιτικής προς άλλες χώρες ) από την κυβέρνηση του Τραμπ και άλλους νατιβιστές ηγέτες, έχουν δημιουργήσει προφανώς μια απαισιοδοξία για την παγκόσμια αλληλεγγύη.
Ο στόχος που έχουμε μπροστά μας, είναι να οικοδομήσουμε αυτή την συνεργασία.
Το COVAX ήταν ένας πρώιμος σπόρος για ένα όραμα διεθνούς αλληλεγγύης και ένα σύστημα απελευθερωμένο από εσωτερικές ατζένες, αλλά κατέρρευσε όταν οι πλουσιότερες χώρες το υπονόμευσαν προκειμένου να πετύχουν τους δικούς τους στόχους. Αυτή τη στιγμή υπάρχουν διαδικασίες για την δημιουργία μιας “ παγκόσμιας συμφωνίας” για την αντιμετώπιση του ιού, που θα μπορούσε ίσως να σώσει κάτι από αυτή την κατάσταση. Αυτή η συμφωνία θα μπορούσε να οδηγήσει σε διεθνείς συνεργασίας για διευρυμένη διάθεση των εμβολίων ( κυρίως στον Παγκόσμιο Νότο), διανομή πληροφοριών και συστήματα πρόβλεψης επόμενων πανδημιών.
Βέβαια, όπως και με τις υπόλοιπες συμφωνίες, όπως για την κλιματική αλλαγή ή την υγεία, θα είναι δύσκολο να ψηφιστεί και να εφαρμοστεί.
Ήδη, αρκετά μέλη του Π.Ο.Ε., συμπεριλαμβανομένης και της Ε.Ε. ( Παγκόσμιου Οργανισμού Εμπορίου) έχουν ήδη διαφωνήσει για τα πνευματικά δικαιώματα και τις πατέντες.
Μπορούμε να περιμένουμε πως οι πλουσιότερες χώρες, θα θυσιάσουν, την προνομιακή πρόσβαση τους στα εμβόλια, για το κοινό καλό και την παγκόσμια αντιμετώπιση της πανδημίας;
Αν όλα όσα προηγούνται αποτελούν ένα είδος προλόγου, τότε η παγκόσμια συνεργασία θα συνεχίσει να μας διαφεύγει.
Το άρθρο δημοσιεύτηκε στην ιστοσελίδα www.dissentmagazine.org
στη 1 Δεκέμβρη του 2021.
Συγγραφείς είναι η Stephanie DeGooyer, καθηγήτρια Αγγλικής Φιλολογίας στο Πανεπιστήμιο της Βόρειας Καρολίνας.
Έχει γράψει και συμμετάσχει στο βιβλίο The Right to Have Rights ( εκδόσεις Verso).
Το καινούργιο της βιβλίο με τίτλο Acts of Naturalization : Law, Literature and the Making of the Paranational Subject, θα κυκλοφορήσει από τις εκδόσεις John Hopkins University Press.
Ο Srinivas Murthy, είναι καθηγητής κλινικής παιδιατρικής στο Πανεπιστήμιο British Columbia