Πεζογράφος και ποιητής, συγγραφέας πολλών και πολυδιαβασμένων βιβλίων, που διώχτηκε σκληρά για τις ιδέες του, φυλακίστηκε, εξορίστηκε για χρόνια και γνώρισε την αναγκαστική πολιτική προσφυγιά, ο Μενέλαος Λουντέμης γεννήθηκε, σαν σήμερα, στις 14 του Γενάρη 1912 σ’ ένα χωριό της Μικράς Ασίας και έφυγε από τη ζωή στις 22 του Γενάρη 1977.
Το πραγματικό του όνομα ήταν Δημήτρης Βαλασιάδης και ήρθε με την εύπορη οικογένειά του στην Ελλάδα μετά τη μικρασιατική καταστροφή. Η οικογένειά του πτώχευσε και ο ίδιος αναγκάστηκε από μικρή ηλικία να βγει στη βιοπάλη. Κατά τη διάρκεια του πολέμου εντάχθηκε στην Αντίσταση και μετά την απελευθέρωση υπήρξε γραμματέας της οργάνωσης διανοουμένων του ΕΑΜ και εξορίστηκε στη Μακρόνησο και τον Αη Στράτη.
Το 1956 δικάστηκε για το βιβλίο του «Βουρκωμένες μέρες» στο οποίο περιγράφει τα βάσανα των εξορίστων. Το 1958 κατέφυγε στη Ρουμανία απ’ όπου επέστρεψε μετά την πτώση της χούντας των συνταγματαρχών, η οποία 1968 του αφαίρεσε την ελληνική ιθαγένεια.
Επιφανείς πνευματικές προσωπικότητες έσπευσαν να τον υπερασπιστούν (Άγις Θέρος, Γιώργος Θεοτοκάς, Κώστας Βάρναλης, Στράτης Δούκας, Ασημάκης Πανσέληνος, Κώστας Κοτζιάς), υποστηρίζοντας ότι το βιβλίο του «είναι ένα εξαιρετικό έργο, γεμάτο αγάπη για τον άνθρωπο και πίστη στην πορεία του προς το μέλλον». Κατά τη διάρκεια της απολογίας του, ο Λουντέμης δέχτηκε παρέμβαση του προέδρου, ο οποίος του είπε πως «αν πράγματι νιώθεις στοργή για το παιδί και τη γυναίκα σου, θα ‘πρεπε να ‘χεις κάνει δήλωση αποκήρυξης του ΚΚΕ». Η απάντησή του ήταν: «Χρειάστηκαν εκατομμύρια χρόνια για να γίνουν τα τέσσερα πόδια δύο. Δεν θα τα κάνω πάλι τέσσερα εγώ».
Ο Μενέλαος Λουντέμης βρέθηκε στην εξορία δίπλα σε άλλους σημαντικούς ανθρώπους των γραμμάτων και των τεχνών, όπως οι ποιητές Γιάννης Ρίτσος και Τάσος Λειβαδίτης, οι εικαστικοί Χρίστος Δαγκλής και Γιώργος Φαρσακίδης, οι άνθρωποι του θεάτρου Τζαβαλάς Καρούσος και Μάνος Κατράκης κ.ά.
Ακολουθεί το ποίημα του Μενέλαου Λουντέμη με τίτλο «Ό,τι αγαπήσαμε».
Τον αγαπήσαμε, πολύ τον αγαπήσαμε
αυτόν τον απαίσιο – αυτόν τον θεσπέσιο –
κόσμο μας.
Τον αγαπήσαμε κι ας τον βλέπαμε
πίσω απ’ τα σίδερα.
Αγαπήσαμε τις χειροπέδες μας
πιο πολύ κι απ’ τα βραχιόλια
που θα βάζαμε στα χέρια της αγαπημένης
κι ας ζύγιζαν πολύ πιο βαριά
(είκοσι καράτια δάκρυα!)
Μα αν δε λέγαμε «όχι» τότε
αν δε λέγαμε τότε «ποτέ»
οι αλυσίδες που αρνηθήκαμε
θα δένανε τα χέρια των παιδιών μας.
Και τα βιβλία μας, αυτά που γράψαμε
για τον έφηβο του «Τώρα» και του «Αύριο»
για τον έφηβο του σημερινού
και για τον έφηβο του αυριανού – Αιώνα
αν δεν λέγαμε τα «όχι» και τα «ποτέ»
τότε τα βιβλία μας
θα ‘πεφταν απ’ τα χέρια τους ντροπιασμένα.
Όσο για σένα, ωραίε ψαλμωδέ του Στίχου,
αν δεν έχεις τη δύναμη,
αν δεν έχεις την τόλμη –
να δείξεις ένα δρόμο…
Κόψε καλύτερα το χέρι σου!
Μη δείχνεις το γκρεμό!