[…] Η Συμφωνία τη Βάρκιζας δεν ήταν απλώς ένα σοβαρό λάθος, από αυτά που μπορούν να συμβούν στο καμίνι της επαναστατικής σύγκρουσης, αλλά συνέπεια μιας σκληρής αντιπαράθεσης μέσα στο ίδιο το κίνημα, που εξέφραζε, σε τελική ανάλυση, την επικράτηση του οπορτουνισμού στις γραμμές του. Αντιλαμβανόμενοι, λοιπόν, τη Συμφωνία της Βάρκιζας όχι ως μια στιγμή αλλά ως ένα κόμβο σε μια μακρά διαδρομή ταξικής σύγκρουσης, αντίστοιχα και την ανατροπή της δεν θα μπορούσαμεπαρά να τη θεωρήσουμε ως ζήτημα μιας επίμονης όσο και επίπονης διαδικασίας ταξικής πάλης, πρώτα και κύρια στο εσωτερικό του λαϊκού κινήματος και στον βασικό πυλώνα αυτού, το ΚΚΕ […]
Αν θέλαμε να δώσουμε μια επιγραμματική απάντηση στο ερώτημα «τι ήταν η Συμφωνία της Βάρκιζας» θα λέγαμε ότι ήταν μια απαράδεκτη άνευ όρων συνθηκολόγηση του ΚΚΕ και του ΕΑΜ με τον ταξικό εχθρό, μια συνθηκολόγηση η οποία άνοιγε το δρόμο για να υλοποιηθεί η βασική στόχευση της άρχουσας τάξης και του αγγλικού ιμπεριαλισμού, η συντριβή δηλαδή του ΚΚΕ και της επαναστατικής προοπτικής που αυτό κυοφορούσε από το ιστορικό προσκήνιο της χώρας.
Παρά τη στρατιωτική ήττα του ΕΛΑΣ τον Δεκέμβρη του 1944, το ΕΑΜ και το ΚΚΕ είχαν τη δυνατότητα να πετύχουν έναν παραδεκτό συμβιβασμό που θα επέτρεπε στο λαϊκό κίνημα να ανασυνταχθεί∙ άλλωστε, οι στρατιωτικοί συσχετισμοί ήταν πλεονεκτικοί για τον ΕΛΑΣ, που κυριαρχούσε στο μεγαλύτερο μέρος της χώρας. Ένας τέτοιος συμβιβασμός μπορούσε να περιλαμβάνει – όπως θα τονίσει το ίδιο το ΚΚΕ στον πολιτικό απολογισμό της δεκαετίας του 1940 που θα κάνει στην 3η Συνδιάσκεψη του, το Μάη του 1950- τη γενική και δίχως κανένα περιορισμό αμνηστία για τον Δεκέμβρη, τη διατήρηση του ατομικού οπλισμού των μαχητών του ΕΛΑΣ, την αναγνώριση της Εαμικής Εθνικής Αντίστασης, την αποχώρηση των αγγλικών δυνάμεων από τη χώρα, τον ορισμό συγκεκριμένης ημερομηνίας για εκλογές σε σύντομο χρονικό διάστημα, που θα τις διενεργούσε κυβέρνηση στην οποία θα συμμετείχε και το ΕΑΜ. Ωστόσο, τίποτα από όλα αυτά δεν διεκδικήθηκε από την ηγεσία του ΚΚΕ και του ΕΑΜ (Σιάντος -Παρτσαλίδης από πλευράς ΚΚΕ, Τσιριμώκος – Σαράφης από πλευράς ΕΑΜ), που ουσιαστικά υπέγραψε τον πολιτικό και στρατιωτικό αφοπλισμό του επαναστατικού κινήματος. Συγκεκριμένα, η Συμφωνία δεν έθιγε καν το ζήτημα της παρουσίας των βρετανικών στρατευμάτων στη χώρα και της αναγνώρισης της Εαμικής Εθνικής Αντίστασης, ενώ ειδικά με τους όρους του γενικού αφοπλισμού του ΕΛΑΣ και της μη χορήγησης γενικής άνευ όρων αμνηστίας άφηνε έκθετο το εαμικό κίνημα στα χτυπήματα του εχθρού.
Δεμένο χειροπόδαρα από τη Συμφωνία της Βάρκιζας, το πανίσχυρο εαμικό κίνημα, που με καθοδηγητή και αιμοδότη το ΚΚΕ είχε κατορθώσει να κυριαρχήσει στη χώρα κατά τη διάρκεια της Κατοχής, οδηγείται πλέον στο καθεστώς του ανελέητου διωγμού, της λευκής τρομοκρατίας και του μονόπλευρου εμφυλίου πολέμου. Μέχρι το καλοκαίρι του ίδιου χρόνου θα έχουν επανακάμψει στις «κόκκινες» συνοικίες της Αθήνας και του Πειραιά τα μπλόκα της Κατοχής, ενώ στην ύπαιθρο μια εξουσία αποτελούμενη από φασιστικούς δωσιλογικούς σχηματισμούς, που λειτουργεί παρά την επίσημη κρατική εξουσία –σε σύνδεση, ωστόσο, και διαπλοκή μαζί της–, γιγαντώνεται, για να γίνει η βασική εγγυήτρια του «νόμου και της τάξης».
Με το λαϊκό κίνημα, πολιτικά και στρατιωτικά αφοπλισμένο, να εξοντώνεται χωρίς να προβάλλει αντίσταση (μέχρι το τέλος του 1945 θα έχουν πραγματοποιηθεί πάνω από χίλιες δολοφονίες αγωνιστές και αγωνιστριών, ενώ χιλιάδες ήταν οι συλλήψεις, οι φυλακίσεις και οι βασανισμοί) ο δρόμος για μια στρατηγική και ιστορικών διαστάσεων ήττα είχε ανοίξει. Για να το θέσουμε διαφορετικά, το ΚΚΕ, ακολουθώντας τη γραμμή της Βάρκιζας δεν υπήρχε ποτέ περίπτωση να διαδραματίσει επαναστατικό ρόλο στα πολιτικά πράγματα της χώρας. Διαβαίνοντας τον Ρουβίκωνα που χωρίζει την ταξική πολιτική από την αστική πολιτική –γιατί αυτό σηματοδοτούσε στην πράξη η Βάρκιζα–, το ΚΚΕ μετατρεπόταν ουσιαστικά σε ουρά της αστικής πολιτικής. Γεγονός που, με τη δεδομένη επιρροή που είχε το κόμμα στις συνειδήσεις των πλατιών λαϊκών και εργατικών μαζών, δημιουργούσε συνθήκες μακροχρόνιας ήττας και συνθηκολόγησης. Σε αυτό το σημείο οδεύαμε ολοταχώς λίγους μόνο μήνες μετά τη Συμφωνία της Βάρκιζας, στο σημείο χωρίς επιστροφή για το λαϊκό κίνημα, στο σημείο που ως παρακαταθήκη και επίλογος της λαϊκής επανάστασης 1941-1945 θα έμπαινε ο αστικός διθύραμβος για τη ματαιότητα των επαναστάσεων και το αναπόφευκτο της συντριβής τους.
Τίθεται εδώ, λοιπόν, ένα κρίσιμο ερώτημα: Η Συμφωνία της Βάρκιζας, όπως κι η ήττα του Δεκέμβρη που την δρομολόγησε, αλλά και όλες οι συμφωνίες που την προεικόνισαν (Λίβανος, Καζέρτα), αποτέλεσαν, όπως υποστηρίζεται με ζέση από διάφορες πλευρές, αναπότρεπτες εξελίξεις, εγγεγραμμένες στην ίδια την πολιτική που γέννησε το ΕΑΜ και τον ΕΛΑΣ, την πολιτική δηλαδή του ΚΚΕ; Ή, αντίθετα, όπως θα ισχυριστεί το ΚΚΕ μέσα στη φωτιά της πάλης του ΔΣΕ, η μη συνεπής εφαρμογή της πολιτικής του από την ηγεσία του κόμματος την περίοδο της Κατοχής ήταν αυτή που οδήγησε στην ήττα την εαμική εποποιία;
Ισχυριζόμαστε απερίφραστα το δεύτερο. Η διαμόρφωση της στρατηγικής του ΚΚΕ τη δεκαετία του 1930, η θεμελίωση των θέσεων του για την ελληνική ιστορία και ειδικά για την επανάσταση του 1821, η επιστημονική ανάλυση του ελληνικού καπιταλισμού και η κατάδειξη του εξαρτημένου χαρακτήρα του, ο γειωμένος στις πραγματικές οικονομικοκοινωνικές συνθήκες της χώρας προσδιορισμός του χαρακτήρα της επερχόμενης επανάστασης («αστικοδημοκρατική με τάση γρήγορου περάσματος στη σοσιαλιστική»), η σε βάθος κριτική της Μεγάλης Ιδέας, η συγκρότηση αντιφασιστικών μετώπων, θα εξοπλίσουν πολιτικά το κόμμα, που κατορθώνει, παρά την πολιτική και οργανωτική αποσυγκρότηση που γνωρίζει στη μεταξική περίοδο, να χαράσσει στην κρίσιμη καμπή του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου και ενόψει της ιταλικής εισβολής επαναστατική γραμμή. Γραμμή η οποία συμπυκνώθηκε στο ιστορικό γράμμα του έγκλειστου γενικού γραμματέα του Ν. Ζαχαριάδη, τον Νοέμβριο του 1940, η οποία θα δώσει μέσα από μια συγκεκριμένη θεώρηση για το χαρακτήρα του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου, μια ξεκάθαρα εργατική, αντιιμπεριαλιστική αντιφασιστική, διεθνιστική στρατηγική στον εθνικοαπελευθερωτικό αγώνα ∙ μια στρατηγική που είχε ως προορισμό τον επαναστατικό κοινωνικό μετασχηματισμό, την ανεξάρτητη λαϊκή δημοκρατική Ελλάδα.
Στη βάση μιας τέτοιας στρατηγικής το ΚΚΕ θα γράψει την κορυφαία σελίδα της ταξικής πάλης από την ίδρυση του νεοελληνικού κράτους έως τότε, οργανώνοντας σε πολιτικό επίπεδο μέσω του ΕΑΜ και σε στρατιωτικό επίπεδο μέσω του ΕΛΑΣ την αντίσταση ενάντια στον φασίστα κατακτητή και τους ντόπιους συνεργάτες του.
Η άδοξη όσο και τραγική κατάληψη της λαϊκής επανάστασης 1941 -1945 δεν αναιρεί την ορθότητα της στρατηγικής του ΚΚΕ. Σε πείσμα της αστικής και της οπορτουνιστικής αφήγησης, οι αιτίες για τις οποίες η ηγεσία του επαναστατικού κινήματος παρέδωσε στον ταξικό εχθρό την εξουσία που κατείχε δεν ήταν προκαθορισμένες ούτε από το (κατ’ αρχάς εθνικοαπελευθερωτικό – αντιφασιστικό) περιεχόμενο της σύγκρουσης ούτε από το πλαίσιο των συμφωνιών ανάμεσα στους συμμάχους (Γιάλτα), που υποτίθεται ότι καθόριζε τους εσωτερικούς συσχετισμούς ισχύος.
Το αντίθετο συνέβαινε: η μη συνεπής τήρηση της στρατηγικής των εθνικοαπελευθερωτικών, αντιφασιστικών λαϊκών μετώπων, η εκτροπή από τους βασικούς όρους που αυτή έθετε –ανεξαρτησία του κόμματος και της εργατικής τάξης μέσα στο μέτωπο, πάλη για την κατάκτηση της εξουσίας–, ήταν αυτή που έθεσε το κίνημα στις ράγες της ιμπεριαλιστικής αστικής πολιτικής, στερώντας του έτσι την πολιτική του αυτοτέλεια και τον προσανατολισμό για την εξουσία. Η αιτία του ανεπαρκούς πολιτικά και στρατιωτικά σχεδιασμού της μάχης του Δεκέμβρη του 1944 και της συνθηκολόγησης της Βάρκιζας (όπως βέβαια και των συμφωνιών Λιβάνου και Καζέρτας) βρίσκεται εκεί ακριβώς.
Υπ’ αυτήν την έννοια η Συμφωνία τη Βάρκιζας δεν ήταν απλώς ένα σοβαρό λάθος, από αυτά που μπορούν να συμβούν στο καμίνι της επαναστατικής σύγκρουσης, αλλά συνέπεια μιας σκληρής αντιπαράθεσης μέσα στο ίδιο το κίνημα, που εξέφραζε, σε τελική ανάλυση, την επικράτηση του οπορτουνισμού στις γραμμές του. Όπως είναι σαφές, μια τέτοια κατεστημένη συνθήκη εντός του κόμματος και του κινήματος, ούτε να ανατραπεί με το κούνημα ενός χεριού μπορούσε ούτε, πολύ περισσότερο, να κυοφορεί άμεσα μια νέα ένοπλη σύγκρουση. Αντιλαμβανόμενοι, λοιπόν, τη Συμφωνία της Βάρκιζας όχι ως μια στιγμή αλλά ως ένα κόμβο σε μια μακρά διαδρομή ταξικής σύγκρουσης, αντίστοιχα και την ανατροπή της δεν θα μπορούσαμε παρά να τη θεωρήσουμε ως ζήτημα μιας επίμονης όσο και επίπονης διαδικασίας ταξικής πάλης, πρώτα και κύρια στο εσωτερικό του λαϊκού κινήματος και στον βασικό πυλώνα αυτού, το ΚΚΕ.
Αφετηρία αυτής της διαδικασίας υπήρξε η 12η Ολομέλεια της Κεντρικής Επιτροπής του ΚΚΕ (25-27 Ιουνίου 1945) με επικεφαλής τον άρτι αφιχθέντα από το Νταχάου ιστορικό γενικό γραμματέα του κόμματος Ν. Ζαχαριάδη, όπου για πρώτη φορά διατυπώνεται ρητά το σύνθημα της «μαζικής λαϊκής αυτοάμυνας» απέναντι στο καθεστώς του μονόπλευρου εμφυλίου πολέμου. Λίγο πριν η υποταγή στη Συμφωνία δημιουργήσει μη αντιστρέψιμα τετελεσμένα στο κόμμα, η επαναστατική τάση που ενυπήρχε στο εσωτερικό του θα κάνει ως ώριμο τέκνο της ανάγκης την εμφάνισή της, στρέφοντας την πορεία του προς άλλη κατεύθυνση, που ως επόμενο σταθμό θα έχει, μέσα από μια αναπόφευκτα αντιφατική πορεία διεργασιών, το 7ο Συνέδριο του κόμματος (Οκτώβρης 1945), όπου οι επισημάνσεις για την ανάγκη γενίκευσης της τακτικής της μαζικής λαϊκής αυτοάμυνας με «όλα τα μέσα» σε συνδυασμό με τη διατύπωση του προγράμματος Λαϊκής Δημοκρατίας και τις σαφείς αναφορές για αγγλική κατοχή διαμορφώνουν ντε φάκτο όρους προσβολής της Συμφωνίας της Βάρκιζας. Στις 12 Φεβρουαρίου του 1946 (ανήμερα της επετείου της υπογραφής της Βάρκιζας), κι ενώ το μαζικό κίνημα βρίσκεται σε άνοδο κι έχουν ήδη συγκροτηθεί σε αρκετές ορεινές περιοχές της χώρας αξιόμαχοι αντάρτικοι σχηματισμοί, η 2η Ολομέλεια της Κεντρικής Επιτροπής θα επισφραγίσει την αλλαγή πλεύσης του κόμματος θέτοντας επίσημα στη φαρέτρα των πολιτικών του πρακτικών τον ένοπλο αγώνα. Οχτώ μήνες μετά, στις 28 Οκτωβρίου 1946, η ίδρυση του ΔΣΕ θα ανοίξει νέες προοπτικές για την εξέλιξη της ταξικής πάλης στη χώρα, καθώς η συγκρότηση του ΔΣΕ θα προσφέρει στο λαϊκό κίνημα δυνατότητες πολύ ευρύτερες από την απλή αυτοάμυνά του, δυνατότητες που πρακτικά έθεταν επί τάπητος το ζήτημα της επανάστασης και του κοινωνικού μετασχηματισμού, το ζήτημα της εθνικής ανεξαρτησίας, της λαϊκής δημοκρατίας, του σοσιαλισμού.
Συνοψίζοντας, η ανατροπή των τετελεσμένων της Βάρκιζας ήταν μια πολύπλοκη υπόθεση, μια πάλη κάτω από εξαιρετικά δυσμενείς όρους, η οποία, για να έχει αξιώσεις επιτυχίας, έπρεπε να διεξαχθεί με εξαιρετική μαεστρία και προσοχή. Και υπό αυτή την έννοια, αν κρίνουμε την κατάσταση που διαμορφωνόταν πολιτικά με την ανακοίνωση συγκρότησης του ΔΣΕ την 28η Οκτωβρίου, η αντίδραση του ΚΚΕ ήταν τόσο ταχύτατη όσο και επιτυχημένη. Σε λιγότερο από 16 μήνες ανόρθωσε ένα κίνημα που βρισκόταν στα τάρταρα σε αξιόμαχη πολιτικά και στρατιωτικά δύναμη, που δήλωνε ξανά βροντερό «παρών» στο νέο τοπίο που η όξυνση της αστικής και ιμπεριαλιστικής επιθετικότητας διαμόρφωνε.
Με βάση τα παραπάνω, μια πρώτη απάντηση στο «τι είναι ο ΔΣΕ» θα μπορούσε να είναι η εξής: ο ΔΣΕ είναι η έμπρακτη, η ριζική άρνηση της Συμφωνίας της Βάρκιζας. Προτού μιλήσουμε για τη σημασία του ΔΣΕ ως φορέα της επαναστατικής αλλαγής στη χώρα, θα πρέπει να εστιάσουμε την προσοχή σε αυτή τη θεμελιώδη παρακαταθήκη του ΔΣΕ. Την παρακαταθήκη εκείνη που πεισματικά αρνούνται οι πάσης φύσεως ιστορικές αφηγήσεις που μιλούν για το αναπότρεπτο της ήττας του ΔΣΕ και τον καταστρεπτικό ρόλο του στο λαϊκό κίνημα, ακριβώς γιατί μια τέτοια παραδοχή στην πραγματικότητα θα ανέτρεπε όλες τις θέσεις τους σχετικά με το «ιστορικό λάθος» της συγκρότησης του ΔΣΕ.
Γιατί, βέβαια, αν ο ΔΣΕ αποτελεί την άρνηση της Βάρκιζας, αν όντως ο ΔΣΕ ήταν ο μοναδικός τρόπος να ακυρωθεί η Βάρκιζα και αν, ως εκ τούτου, ο ΔΣΕ ήταν η οδός ώστε να εκφραστεί ξανά αυτοτελώς η ταξική πολιτική στη χώρα, τότε δεν υπάρχει αμφιβολία ότι ο ΔΣΕ έπρεπε με κάθε θυσία να συγκροτηθεί. Και από τη στιγμή που συγκροτείται και στη συνέχεια αναπτύσσεται, από τη στιγμή δηλαδή που υλοποιεί την ιστορική αναγκαιότητα ύπαρξης αυτόνομης ταξικής στρατηγικής στη χώρα, έχει ήδη σημειώσει μια νίκη ιστορικών διαστάσεων, ανατρέποντας τη βασική στρατηγική της αστικής τάξης και του ιμπεριαλισμού, που ήταν η εξαφάνιση του ΚΚΕ και του λαϊκού κινήματος από το ιστορικό προσκήνιο. Απόρριψη του ΔΣΕ στην πραγματικότητα σημαίνει αποδοχή της Βάρκιζας. Δεν υπάρχει διέξοδος από αυτή τη συνεπαγωγή με όρους μαρξιστικούς. Εκτός κι αν αιτιολογηθεί «μαρξιστικά» ότι μπορούσε το ΚΚΕ μέσα στο καθεστώς της Βάρκιζας που είχε αποδεχτεί να διαδραματίσει τον ρόλο του ή ότι μπορούσε το καθεστώς αυτό να διαρρηχθεί με άλλους όρους από αυτούς της συγκρότησης λαϊκού στρατού.
Τέτοιου είδους αιτιολογήσεις, βέβαια, υπήρξαν, τόσο στην 6η και 7η Ολομέλεια του ΚΚΕ το 1956 και το 1957 (τις αναθεωρητικές Ολομέλειες δηλαδή που καταδίκασαν τον αγώνα του ΔΣΕ ως τυχοδιωκτισμό), αλλά και πρωτύτερα μέσα από πολιτικές θέσεις και πλατφόρμες που κατατέθηκαν τόσο την περίοδο του Εμφυλίου όσο και την περίοδο 1950-1955. Και βέβαια δεν είναι καθόλου τυχαίο ότι αυτές οι θέσεις εκπορεύτηκαν κατά κύριο λόγο από τους πρωτεργάτες της Βάρκιζας. Η απόρριψη του ΔΣΕ στην οποία κατέληγαν ήταν στην πραγματικότητα η αυτοεπιβεβαίωσή τους για τη Συμφωνία της Βάρκιζας που υπέγραψαν: από τη στιγμή που ο ΔΣΕ ηττήθηκε, πολύ περισσότερο που η «ήττα του ΔΣΕ ήταν προδικασμένη», ο ΔΣΕ δεν έπρεπε να συγκροτηθεί και, αφού δεν έπρεπε να συγκροτηθεί, έπρεπε να ακολουθηθεί η γραμμή της Βάρκιζας.
Αντίθετα, η πρόσληψη του ΔΣΕ ως άρνησης της Βάρκιζας (και ως εκ τούτου ως της κατάφασης της ιστορικής ανάγκης του λαϊκού κινήματος να υπάρξει) εμπλουτίζει την ιστορική σημασία του ΔΣΕ και την παρακαταθήκη που αφήνει. Οι χιλιάδες αγωνιστές και οι αγωνίστριες που έπεσαν στα πεδία των μαχών και στα εκτελεστικά αποσπάσματα, οι χιλιάδες που φυλακίστηκαν και πήραν τον δρόμο της πολιτικής προσφυγιάς πέτυχαν με τον αγώνα τους κάτι πολύ χειροπιαστό. Κάτι χωρίς υπερβολή ανεκτίμητο και ανυπέρβλητο. Με τη θυσία τους απελευθέρωσαν την ταξική πολιτική από τα αστικά δεσμά και διαμόρφωσαν τους όρους για να υπάρξει ξανά επαναστατική στρατηγική στη χώρα. Η στρατιωτική ήττα του ΔΣΕ τον Αύγουστο του 1949 δεν μπορεί σε καμία περίπτωση να αναιρέσει αυτό το γεγονός. Το λαϊκό κίνημα βγαίνει από τον Εμφύλιο ισχυρότερο απ’ ό,τι ήταν το 1945. Τότε αποτελούσε την ουρά της αστικής πολιτικής, έχοντας ως παρακαταθήκη μια επανάσταση που είχε συνθηκολογήσει άνευ όρων. Αντίθετα, μετά τον Εμφύλιο, όπως αποδεικνύει η ιστορία της περιόδου 1950-1956, βρίσκεται σε τέτοια θέση, που μπορεί να πρωταγωνιστεί στο πολιτικό προσκήνιο της χώρας, έχοντας ως πολιτικό θεμέλιο, ως ιστορική παρακαταθήκη μια επανάσταση που έθεσε πιο ολοκληρωμένα από ποτέ το ζήτημα της εξουσίας για τις εκμεταλλευόμενες τάξεις. Μια επανάσταση, αν θέλαμε να δώσουμε έναν πληρέστερο ορισμό, που μορφοποίησε πιο ανάγλυφα από ποτέ την ιστορική δυνατότητα για μια Ελλάδα των λαϊκών τάξεων, για μια Ελλάδα ανεξάρτητη, δημοκρατική, σοσιαλιστική.
Πηγή Facebook: Όλοι στ’ άρματα, όλα για τη νίκη