Η γνωριμία μου με τον Μαριάν ήταν στις φυλακές Κορυδαλλού. Μόλις πριν από λίγο καιρό είχα δώσει μια λίμα σ’ έναν κρατούμενο με καταγωγή από την Αλβανία προκειμένου να αποδράσει.
Τελικά η απόδραση δεν ήταν επιτυχής καθώς οι δεσμοφύλακες συνέλαβαν τον κρατούμενο στην νεκρή ζώνη. Με τον ερχομό του, ο Μαριάν ενημερώθηκε από συγκρατούμενούς του για τον αναρχικό στον επάνω όροφο που «ξηγήθηκε» στους δικούς του. Η πόρτα του κελιού μου χτυπούσε ξαφνικά τόσο αθόρυβα που με δυσκολία διέκρινα εάν πράγματι χτυπούσε. Όταν σηκώθηκα για να ανοίξω αντίκρισα ένα πρόσωπο σκληρό και ανέκφραστο που σε λίγα δευτερόλεπτα, όταν ο πάγος της αμηχανίας έλιωσε, μια ζεστή χειραψία ήρθε να μου υπενθυμίσει ότι τελικά μόνο οι άνθρωποι που έχουν κάνει φυλακή μπορούν να αντιληφθούν τη σημασία μιας ζεστής χειρονομίας. Από εκείνη την ημέρα ο Μαριάν με επισκεπτόταν καθημερινά στο κελί.
Το ενδιαφέρον του για τα βιβλία, που τα ξεφύλλιζε για αμέτρητη ώρα καθώς δυσκολευόταν να τα διαβάσει, ο σεβασμός του για τους αναρχικούς και για τον αγώνα που διεξάγουν ενάντια στο σύστημα, η ταπεινότητα που κουβαλούσε μακριά από το lifestyle του σκληρού άνδρα στη φυλακή, το ταξικό μίσος που τον διαμόρφωσε σε ληστή τράπεζας, η ταλαιπωρία του στα ιδρύματα, στις φυλακές, σημαδεμένη στο μελαγχολικό βλέμμα του. Προλετάριος από τα γεννοφάσκια του ήρθε από μικρός στην Ελλάδα για να αναζητήσει το κάτι καλύτερο.
Όταν βίωσε την εργοδοτική ελληνική φιλοξενία πήρε την απόφαση από φθηνός εργάτης χωρίς δικαιώματα και τσαλαπατημένη αξιοπρέπεια να αναζητήσει το χρήμα εκεί που ρέει άφθονο, στα ταμεία των τραπεζών. Ο Μαριάν γνώριζε πολύ καλά την ταξική του μοίρα. Συχνά έκανε αναδρομές στο παρελθόν του για να προβλέψει σαρκαστικά το μέλλον του. Ιδρύματα, ανήλικα, φυλακές, βασανιστήρια, διώξεις και πάλι από την αρχή. «Η μοίρα μου είναι καθορισμένη» έλεγε συχνά. Γνώριζε ότι δεν έχει μέλλον. Ήταν δέσμιος της ταξικής του μοίρας χωρίς όμως να την αποδέχεται οσιομαρτυρικά.
Γνώριζε επίσης καλά ότι η μοναδική πιθανότητα να ζήσει ήταν εάν κατάφερνε να χαθεί μέσα σε κάποια από αυτές τις ηλιαχτίδες που χτυπούσαν σπάνια το χλωμό του πρόσωπο υπενθυμίζοντάς του την ζωή έξω από τα κάγκελα. Εάν κατάφερνε να διαρρήξει το αναπόδραστο και να γίνει ο ίδιος ηλιαχτίδα. Όμως ακόμη και αν αυτό συνέβαινε θα τελείωνε η Συσίφια τιμωρία του; Σίγουρα οι θεοί δεν επιφύλαξαν στον Μαριάν την καλύτερη τύχη. Είχαν καταδικάσει τον Μαριάν να κυλάει αδιάκοπα ένα βράχο ως την κορυφή ενός βουνού απ’ όπου η πέτρα, με το βάρος της ξανάπεφτε.
Είχαν σκεφτεί, κάπως δικαιολογημένα, πως δεν υπάρχει πιο φοβερή τιμωρία από την χωρίς όφελος και ελπίδα εργασία. Σε αντίθεση όμως με τον Σίσυφο και την σύνεση με την οποία δέχεται το μαρτύριό του, ο Μαριάν φαίνεται να εξεγείρεται απέναντι στους θεούς.
Στις 22.03.2013 ο Μαριάν και οι συγκρατούμενοί του οργανώνουν απόδραση από τις φυλακές Τρικάλων καταφέρνοντας να διαφύγουν από αυτές. Η στοχοποίηση των δραπετών και η εγκληματοποίησή τους στα μάτια της κοινής γνώμης συνέβαινε παράλληλα με την αναβαθμισμένη συμμετοχή των διωκτών στο κυνήγι για την εξόντωσή τους. Εκτός από την συμμετοχή ειδικών δυνάμεων, την εμπλοκή του στρατού, τα ελικόπτερα, τις θερμικές κάμερες, το λιμενικό, επιστρατεύτηκαν ψέματα ικανά να νομιμοποιήσουν την εξόντωσή τους. Ο Μαριάν και οι υπόλοιποι αποδείχθηκαν εύκολη λεία για τους βιαστές της αλήθειας. Φτωχοί, Αλβανοί, δραπέτες των φυλακών.
Οι ηθικοί αυτουργοί της δολοφονίας τους επιτέλεσαν μια συγκεκριμένη αποστολή. Κατασκεύασαν σε λίγα εικοσιτετράωρα χαρακτήρες αιμοσταγείς, επικίνδυνους, αντικοινωνικούς. Παρουσιάζοντάς τους στην «κοινή γνώμη» σαν δημόσιο κίνδυνο. Μια δημόσια απειλή που η εξόντωσή της αποτελούσε μονόδρομο. Όμως ο Μαριάν αποδείκνυε το αντίθετο κάθε φορά που λήστευε μια τράπεζα, συμμετείχε σε μια απόδραση ή βρισκόταν αντιμέτωπος με τα ένστολα σκυλιά του καθεστώτος.
Στις 16.2.2010 μία ομάδα πάνω από είκοσι καουμπόηδων της ΕΛ.ΑΣ., στήνει χολυγουντιανού τύπου επιχείρηση σε μία πυκνοκατοικημένη περιοχή του Βύρωνα, με μοναδικό σκοπό να αποκαταστήσει την πληγωμένη τιμή της Ελληνικής Αστυνομίας, συλλαμβάνοντας δύο καταζητούμενους. Ο λόγος ήταν ότι το προηγούμενο βράδυ στη περιοχή του Αμαρουσίου οι εν λόγω καταζητούμενοι είχαν ρεζιλέψει το σώμα των ένοπλων φρουρών της τάξης, αφοπλίζοντας δύο μπάτσους που τους σταμάτησαν για εξακρίβωση στοιχείων. Απέναντι σε αυτό το ρεζιλίκι, οι μπάτσοι, χωρίς να υπολογίζουν τίποτα, μετατρέπουν σε πεδίο μάχης μέρα μεσημέρι τη γειτονιά του Βύρωνα.
Πάνω από 300 σφαίρες θα ανταλλαχθούν σε ένα μικρό στενάκι, με αυτές να καρφώνονται σε προσόψεις σπιτιών και αυτοκίνητα, τρομοκρατώντας τους κατοίκους της περιοχής. Οι εννέα όμως από αυτές θα καρφωθούν στο σώμα του Νικόλα Τόντι, αφαιρώντας του την ζωή. Ο Τόντι ήταν εργαζόμενος στην περιοχή, που γυρνώντας από την δουλειά του είχε την «ατυχία» να βρεθεί εν μέσω της έκρηξης της εκδικητικής μανίας της Ελληνικής Αστυνομίας. Και οι εννέα σφαίρες αποδείχτηκε πως προέρχονταν από όπλο μπάτσου, προσθέτοντας το όνομα του Νικόλα Τόντι στην μακριά λίστα με τις κρατικές δολοφονίες των ένστολων δολοφόνων του Κράτους. Για το φονικό του Τόντι οι αστικές φυλλάδες και τα κανάλια βάφτισαν δολοφόνο τον Μαριάν Κόλα.
Σ’ εκείνη τη συμπλοκή ο Μαριάν Κόλα τραυματίζεται στο λαιμό, πέφτει αιμόφυρτος και συλλαμβάνεται. Λίγες ημέρες αργότερα η κρατική καταστολή ξεσπάει στην ίδια γειτονιά που δολοφόνησαν τον Τόντι, χτυπώντας με μένος διαδήλωση που πραγματοποιήθηκε από το κίνημα. Ίσως θυμάμαι, όπως λίγους, τον Μαριάν στη φυλακή γιατί κατάφερε με την σπανιότητά του να κερδίσει μια ειδική θέση στην καρδιά μου. Ήταν από εκείνους τους ελάχιστους που δεν γινότανε να τους κατηγοριοποιήσεις σε στερεότυπα.
Η φυλακή είναι η πατρίδα του νταή, του φωνακλά, του σκληρού άντρα, της επιβολής. Κι όμως ο Μαριάν παρέμεινε εξόριστος στα δικά του νοήματα της ευγένειας, της διακριτικότητας, του σεβασμού, βυθισμένος στα δικά του ιδανικά της ελευθερίας και της μάχης για την κατάκτησή της. Άνηκε στους κρατούμενους εκείνους που δεν καυχιόντουσαν για την παραμονή τους στις φυλακές, δεν χρησιμοποιούσαν φυλακίστικο λεξιλόγιο, δεν εκμεταλλεύονταν τις μέσα στη φυλακή γνωριμίες τους για να επιβληθούν πάνω σε άλλους.
Γέννημα θρέμμα του Αλβανικού προλεταριάτου της δεκαετίας του ’90 εργαζότανε ως βοσκός, έκανε αγροτικές δουλειές, μάζευε πορτοκάλια πριν μεταπηδήσει οριστικά στο παραβατικό προλεταριάτο. Στο προλεταριάτο εκείνο που διαμορφώθηκε στα τέλη της δεκαετίας του ‘90 σαν αποτέλεσμα/ αντίδραση στην «φιλοξενία» των ντόπιων αφεντικών. Στις κακουχίες, την εκμετάλλευση, την υποτίμηση και τον ρατσισμό που εισέπραξαν σε αφθονία. Δεν έστρεψε τα όπλα του κατά των φτωχών ή των καταπιεσμένων. Διεκδίκησε και πέτυχε δύο φορές την απόδραση και το Κράτος των πλουσίων τον κυνήγησε παραδειγματικά και λυσσαλέα γι’ αυτό.
Ο Μαριάν έκανε την επιλογή του και την στήριξε στο έπακρο μέχρι την τελευταία του πνοή. Αφήνω τον Μαριάν στους πρόποδες του βουνού. Εκεί που τα εκτελεστικά αποσπάσματα του στερήσανε μια για πάντα την τελευταία ελπίδα διαφυγής από το αναπόδραστο του μαρτυρίου του. Όταν οι εικόνες της γης μένουνε τόσο δυνατά στη μνήμη, όταν η επιθυμία της ευτυχίας γίνεται τόσο έντονη , στην καρδιά του ανθρώπου γεννιέται η θλίψη. Αφήνω τον Μαριάν στους πρόποδες του βουνού να ανταποδίδει τα πυρά για το μαρτύριο που του επιφύλαξαν.
Ο κάθε κόκκος της πέτρας, η κάθε λάμψη αυτού του γεμάτου νύχτα βουνού πλάθει, μονάχα γι’ αυτόν, τη μορφή ενός κόσμου. Ακόμα κι ο ίδιος ο αγώνας προς την κορυφή φτάνει για να γεμίσει μια ανθρώπινη καρδιά. Πρέπει να φανταστούμε τον Μαριάν ευτυχισμένο.
Αντί επιλόγου
Η σύνδεση πολιτικών και κοινωνικών κρατούμενων στη φυλακή είναι μια διαδικασία αγώνα που αναπτύσσεται, μια διαδικασία εναντίωσης στην σωφρονιστική πολιτική, στους δικαστές, στο ίδιο το σύστημα που γεννά τις φυλακές. Οι κοινωνικοί κρατούμενοι στις φυλακές που δεν εντάσσονται σε ομάδες με ιεραρχική δομή, οι οποίες στέκονται ανάχωμα στις κινητοποιήσεις και τους αγώνες, δίνουν κοινούς αγώνες με τους πολιτικούς κρατούμενους. Σε αυτούς τους αγώνες εκτός από την αυστηρότητα των νόμων, την αυταρχικότητα των δικαστών, τη βία των δεσμοφυλάκων έχουν να αντιπαρατεθούνε και με τις ιεραρχικές δομές που εναντιώνονται σε ο,τι χαλάει τις δουλειές τους.
Οι ιεραρχικές δομές λειτουργούνε στα πρότυπα μιας συμμορίας και σκοπό έχουν τη διαρκή αναβάθμιση της εξουσίας τους σαν αυτοσκοπό. Οι στρατολογήσεις κοινωνικών κρατούμενων από τις συμμορίες και τις μαφίες συχνά ενδυναμώνουν το «μάχιμο υλικό» τους αυξάνοντας τις ζώνες επιρροής και την αστική – εκ των πραγμάτων- ηγεμονία τους σε βάρος του φυλακισμένου πληθυσμού.
Οι ομάδες αυτές ανάλογα με τη δυναμική που διαθέτουν προβαίνουν και στις αντίστοιχες αξιόποινες πράξεις για να αυξήσουν την ηγεμονία τους εντός και εκτός των φυλακών. Το εμπόριο ναρκωτικών, τα συμβόλαια θανάτου κατά αντίπαλων συμμοριών που δραστηριοποιούνται συνήθως στο ίδιο πεδίο κερδοφορίας δημιουργώντας προστριβές και ανταγωνισμούς αλλά και εναντίων αγωνιστών που συνδικαλίζονται και τους χαλάνε τη δουλειά τους (περίπτωση Κούνεβα),τα μπραβιλίκια και η προστασία μαγαζιών, η διακίνηση λαθραίων (καύσιμα, τσιγάρα) και ανθρώπων (μετανάστες/στριες, trafficking) είναι μόνο μερικές από τις δημοφιλέστερες πρακτικές επικράτησης των ομάδων αυτών.
Η οργανική σύνδεση με αστυνομικούς , δημοσιογράφους, πολιτικούς, σωφρονιστικούς υπαλλήλους, διευθυντές φυλακών, δικηγόρους διαμορφώνει και μια ανισόμετρη ανάπτυξη μεταξύ των ομάδων αυτών ανάλογα με το βαθμό διαπλοκής της καθεμίας με το πολιτικό κατεστημένο. Βασικό στόχο της μαφίας αποτελεί η αύξηση της κερδοφορίας της, στα πρότυπα μιας καπιταλιστικής επιχείρησης, χρησιμοποιώντας όλα τα μέσα για την επίτευξη αυτού του σκοπού.
Γι’ αυτόν τον λόγο οι ομάδες αυτές αποτελούν ανάχωμα στις αγωνιστικές και εξεγερσιακές προοπτικές εκτός και εντός των τειχών. Αποτελούν ανάχωμα σε οτιδήποτε και οποιονδήποτε είναι ικανό/ς να διαταράξει την ομαλότητα της κερδοφορίας τους. Η συμμαχία πολιτικών και κοινωνικών κρατούμενων και η διαφοροποίηση από αυτές τις ομάδες είναι αναπόφευκτη για να ανέβουν ξανά οι φυλακισμένοι στις ταράτσες, για να μυρίσουν ξανά μπαρούτι οι πτέρυγες.
Οι διευθυντές των φυλακών, οι εισαγγελείς, τα υπουργεία ελέγχουν τις πτέρυγες μέσω των ομάδων αυτών. Τους προμηθεύουν εξουσία (ναρκωτικά, κινητά τηλέφωνα, ψυχοφάρμακα, πληρωμένες μεταγωγές και ειδικές παραχωρήσεις) και σε αντάλλαγμα τους υπόσχονται ρουφιανιλίκια, έλεγχο της πτέρυγας, αντιεξέγερση. Ακόμα και τα βίαια μέσα που χρησιμοποιούν ενίοτε εναντίων σωφρονιστικών υπαλλήλων, διευθυντών φυλακών, εισαγγελέων κ.α. παρότι θολώνουν εξαιτίας της ισχύος και της στόχευσης τους δεν παύουν να αποτελούν ξεκάθαρα ενέργειες τοποθετημένες μέσα σε συγκεκριμένους ενδοσυστημικούς ανταγωνισμούς που εξυπηρετούν κύκλους οι οποίοι είναι «πιασμένοι» μαζί τους.
Η ανάπτυξη αυτής της διαπλοκής είναι σύμφυτη με το καπιταλιστικό σύστημα αναπαραγωγής της εξουσίας του. Αφού η παράνομη παραγωγή κεφαλαίων αποτελεί μέσο πολλαπλασιασμού του πλούτου ενώ παράλληλα νέες θέσεις εργασίας ανοίγουν μέσω της παραοικονομίας στην καπιταλιστική αγορά. Οι κοινωνικοί κρατούμενοι -χωρίς να αποτελούν όλοι φυσικά μια ειδική και ενιαία κατηγορία εντός των τειχών- ακροβατούν μεταξύ των μαφιών, κυρίως εξαιτίας της οικονομικής εξαθλίωσης που τους περιβάλλει, και της πολιτικής τους «εξημέρωσης» μέσω των ακηδεμόνευτων αγώνων που συμμετέχουν. Και είναι γεγονός ότι οι κοινωνικοί κρατούμενοι αποτέλεσαν τους πυροκροτητές για τις μεγαλύτερες κινητοποιήσεις των φυλακών. Κινητοποιήσεις που συχνά επισφραγίστηκαν και με τη συμμετοχή πολιτικών κρατούμενων δίνοντας ακόμα μεγαλύτερη πολιτικοποίηση στους αγώνες αυτούς.
Ο ρόλος των ιεραρχικών ομάδων ήταν πάντα εχθρικός απέναντι στους ακηδεμόνευτους αγώνες ακριβώς γιατί έθεταν υπό αμφισβήτηση τόσο την κηδεμονία τους όσο και την ομαλότητα της κερδοφορίας τους. Γι’ αυτό είναι νομοτελειακό ότι από τους συσχετισμούς που θα αναπτυχθούν σε μια φυλακή κρίνεται και η δυνατότητα της να αγωνιστεί.
Από τις συμμαχίες πολιτικών και κοινωνικών κρατούμενων διαμορφώνονται οι ταξικοί συσχετισμοί σε μια πτέρυγα.
Αφού από τους συσχετισμούς αυτούς διαμορφώνονται και τα χαρακτηριστικά που θα ηγεμονεύσουν σε κάθε φυλακή μετατρέποντας την έτσι είτε σε ένα διαπλεκόμενο πεδίο οπού τα σχέδια της διεύθυνσης θα ταυτίζονται με εκείνα των φυλακισμένων είτε σε μια εστία κοινωνικής αυτοοργάνωσης και ταξικής αλληλεγγύης οπού οι αγωνιστικές κινητοποιήσεις και το στοίχημα της καταστροφής της θα τίθεται σε κάθε ευκαιρία από τους παρειοικούντες.