Το στρατόπεδο της Μακρονήσου ιδρύθηκε τον Μάιο του 1947 επί κυβέρνησης Μάξιμου με κονδύλια που αποδεσμεύτηκαν από το Δόγμα Τρούμαν. Η δημιουργία του συνδεόταν με την επιδίωξη των Αμερικανών και της κυβέρνησης για τη συγκρότηση ενός αμιγώς εθνικόφρονος στρατεύματος ως αναγκαίου όρου για την αντιμετώπιση του ΔΣΕ. Ο σχεδιασμός αυτός βρισκόταν ήδη σε εξέλιξη το 1946, όταν η κυβέρνηση Τσαλδάρη είχε αποφασίσει, ύστερα από την επιστράτευση του φθινοπώρου του 1946, τον σχηματισμό τριών ταγμάτων, του Α΄, Β΄ και Γ΄ Τάγματος Σκαπανέων, σε διάφορα στρατόπεδα ανά την Ελλάδα με στρατεύσιμους για τους οποίους υπήρχαν ενδείξεις για αριστερά δημοκρατικά φρονήματα και δραστηριότητα ή ανήκαν σε οικογένειες με τέτοια φρονήματα. Στην κατεύθυνση αυτή, μάλιστα, η κυβέρνηση θα αξιοποιήσει την εμπειρία και την τεχνογνωσία του αγγλικού στρατού από την αιματηρή εκκαθάριση του ελληνικού στρατού που πραγματοποίησε στη Μέση Ανατολή τον Μάιο του 1944. (Θυμίζουμε ότι, για την καταστολή του αντιφασιστικού κινήματος στις τάξεις του ελληνικού στρατεύματος που βρισκόταν στη Μ. Ανατολή, χιλιάδες στρατιώτες, φυλακίστηκαν σε στρατόπεδα συγκέντρωσης στην έρημο κάτω από εξοντωτικές συνθήκες).

Τα επίσημα εγκαίνια του στρατοπέδου της Μακρονήσου έγιναν στις 26 Μαΐου 1947 με τον εκτοπισμό σε αυτό 100 μόνιμων αξιωματικών και 600 εφέδρων, ενώ το αμέσως επόμενο διάστημα θα σχηματιστούν τρία τάγματα σκαπανέων, που αργότερα μετονομάστηκαν σε ειδικά τάγματα οπλιτών: το Α΄ Ειδικό Τάγμα Οπλιτών (Α΄ ΕΤΟ), το Β΄ Ειδικό Τάγμα Οπλιτών (Β΄ ΕΤΟ) και το Γ΄ Ειδικό Τάγμα Οπλιτών (Γ΄ ΕΤΟ). Σε αυτό κρατούνταν κομμουνιστές και άλλοι αριστεροί και Επονίτες φαντάροι, ανάλογα με τον βαθμό επικινδυνότητας που προέκυπτε από το φάκελο που είχαν στη διάθεσή τους οι αρχές ασφαλείας. Στα τέλη του καλοκαιριού του 1947 οι έγκλειστοι στο νησί θα φτάσουν τις 10.000.

Στη Μακρόνησο θα οργανωθούν και θα συστηματοποιηθούν πρωτοφανείς, ακόμα και για την αιματοβαμμένη ιστορία του μοναρχοφασισμού, κατασταλτικές πρακτικές με στόχο την αγωνιστική και ηθική συντριβή των κομμουνιστών και των άλλων αγωνιστών. Ενδεικτική της ηθικής αποχαλίνωσης του αστικού καθεστώτος ήταν η προβολή των πρακτικών εκείνων από κορυφαίους παράγοντές του, καθώς και από Άγγλους και Αμερικανούς αξιωματούχους, ως ένα είδος ηθικοπλαστικής διαδικασίας. «Νέα Εδέμ στα μάτια της ελληνικής Ιστορίας» θα χαρακτηρίσει τη Μακρόνησο ο Κ. Τσάτσος και «νέο Παρθενώνα» ο Π. Κανελλόπουλος. Το είδος των βασανιστηρίων είχε απεριόριστη ποικιλία: άγριοι ξυλοδαρμοί των κρατουμένων από ομάδες αλφαμιτών, φάλαγγα, πολύωρη ορθοστασία, αϋπνία, καθήλωση, στέρηση νερού και τροφής, πολύωρη καταναγκαστική εργασία κάτω από εξοντωτικές συνθήκες, εξευτελισμοί, ταπεινώσεις…

«Τις περισσότερες φορές τα βασανιστήρια άρχιζαν μέσα στο γραφείο Ηθικής Αγωγής. Με τα ρόπαλα, με μαστίγια, με ζωστήρες, με γροθιές, κλωτσιές, υποκόπανους, σιδερένιες βέργες και φάλαγγα. Η φάλαγγα είχε προπάντων τελειοποιηθεί. Αλλά δεν ήταν μόνο αυτά. Η τρομοκρατία ήταν οργανωμένη κατά έναν πολύ σατανικό τρόπο και όλη τη μέρα. Το πρωί στο προσκλητήριο, για κάθε δήθεν καθυστέρηση, για κάθε δήθεν κίνηση, για κάθε δήθεν παράβαση, οι “αναμορφωτές” είχαν το δικαίωμα να επιβάλλουν τις πιο σκληρές τιμωρίες. Το ξυλοκόπημα με τα μπαμπού ήταν το λιγότερο. Πολλές φορές ανάγκαζαν τους τιμωρημένους σκαπανείς να βγάζουν τα παπούτσια τους και ύστερα τους κυνηγούσαν προς το βουνό για να πατούν πάνω στις αγκαθερές αφάνες και στα κοφτερά βράχια. Άλλους τους τιμωρούσαν να κάνουν τον πελαργό, δηλαδή να στέκονται ολόκληρη την ημέρα ή και μέρες συνέχεια όρθιοι πατώντας μόνο στο ένα πόδι. Είναι αδύνατο να απαριθμήσουμε όλες τις τιμωρίες αυτού του είδους. Αλλά δεν πρέπει να παραλείψουμε την κανιβαλικότερη. Για να φτάσουν τους ανανήψαντες στο κατάντημα να χτυπάνε τους συναδέλφους τους και για να τρομοκρατούν ολόκληρο το στρατόπεδο και προπάντων τους νεοφερμένους, είχαν βάλει σε εφαρμογή το λυντσάρισμα. Ενώ μια φάλαγγα κουβαλούσε άμμο ή πέτρα, ξαφνικά ένας Αλφαμίτης ή ένας “ανανήψας” που εκτελούσε εντολές έδειχνε έναν από τους φορτωμένους και φώναζε: “Αυτός είναι Βούλγαρος!”. Αμέσως τα τσακάλια της ΑΜ και τα τσιράκια διαφόρων αναμορφωτών έπεφταν πάνω στο θύμα και το λυντσάριζαν κυριολεκτικά. Την ίδια στιγμή έπρεπε όλοι οι φορτωμένοι να ρίξουν κατά γης το φορτίο τους και να πάρουν μέρος στο λυντσάρισμα του συναδέλφου τους. Να φωνάξουν πως έπρεπε να εκτελεστεί, να ουρλιάξουν πως δεν έπρεπε να ζήσει. Όσοι δεν έπαιρναν μέρος στις κανιβαλικές αυτές εκδηλώσεις, θα σημειώνονταν και θα πάθαιναν τα ίδια αμέσως, ύστερα από λίγο ή τη νύχτα». (Συλλογικό, Μακρόνησος. Ιστορικός τόπος, τόμ. 1, εκδ. Σύγχρονη Εποχή, Αθήνα, 2002, σελ. 303-305)

Όσο ο πόλεμος εντείνεται, οι ροές προς τη Μακρόνησο θα αυξάνονται και η τρομοκρατία και η βαρβαρότητα θα κλιμακώνονται. Το διήμερο 29 Φεβρουαρίου-1η Μαρτίου 1948 θα διαπραχθεί στη Μακρόνησο ένα από τα πλέον ειδεχθή εγκλήματα του αστικού κράτους την περίοδο του Εμφυλίου. Στις 29 Φεβρουαρίου οι μαζικές διαμαρτυρίες εκατοντάδων εξόριστων ενάντια στις βιαιοπραγίες των μονάδων ασφαλείας σε βάρος τους θα απαντηθούν με εν ψυχρώ πυροβολισμούς από ακροβολισμένους σκοπευτές, με αποτέλεσμα το θάνατο 17 εξόριστων και τον τραυματισμό δεκάδων άλλων. Την επόμενη μέρα, οι αρχές ασφαλείας της Μακρονήσου, επιχειρώντας να καταπνίξουν εν τη γενέσει της οποιαδήποτε απόπειρα δυναμικής αντίδρασης των κρατουμένων, θα περικυκλώσουν, με την υποστήριξη δύναμης του Πολεμικού Ναυτικού, από θάλασσα και στεριά την επονομαζόμενη «κόκκινη» Α΄ ΕΤΟ καλώντας τους οπλίτες να διαχωρίσουν τη θέση τους από τα γεγονότα της 29ης Φεβρουαρίου. Η ακλόνητη στάση των εκατοντάδων κρατουμένων θα έχει ως άμεσο αποτέλεσμα την εξαπόλυση ενός δολοφονικού πογκρόμ, που ξεκίνησε με την επίθεση δεκάδων ανδρών των μονάδων ασφαλείας με ρόπαλα και όπλα. Οι εξόριστοι αντιστέκονται αντιπαρατάσσοντας τα γυμνά τους χέρια, πέτρες και το ασίγαστο πάθος τους για λευτεριά. Όπως γράφει ένας αυτόπτης μάρτυρας: «[…] γίναμε όλοι ένα κουβάρι. Κάποιος φώναξε να ψάλουμε τον Εθνικό Ύμνο. Δε θα ξεχάσω τις φωνές μας. Έκοβαν τις λέξεις μια-μια με μια φωνή σα μαχαίρι. Στεκόμαστε όλοι προσοχή, αλληλοβασταζόμενοι με τους τραυματίες» (Γιώργος Δ. Γιαννόπουλος, Μακρόνησος. Μαρτυρίες ενός φοιτητή. 1947-1950, εκδ. Βιβλιόραμα, Αθήνα, 2001, σελ. 77).

Δεκάδες αγωνιστές πέφτουν νεκροί πριν ξεκινήσει το δεύτερο κύμα επίθεσης με πολυβολισμούς διαρκείας από τα πολυβόλα του πλοίου του Πολεμικού Ναυτικού και παράλληλη έφοδο των αφιονισμένων μονάδων ασφαλείας. Πάνω από 300 νεκροί ήταν το αποτέλεσμα της άνισης αυτής μάχης. Τα πτώματά τους, σε μια εύγλωττη έκφραση του ηθικού εκτραχηλισμού του μοναρχοφασισμού, θα πεταχτούν στη θάλασσα. Ο αστικός Τύπος θα επιχειρήσει να υποβαθμίσει τις διαστάσεις αυτού του στυγερού κρατικού εγκλήματος εμφανίζοντάς το ως τη νόμιμη απάντηση των δυνάμεων ασφαλείας σε σχέδιο «στάσης των κομμουνιστών». Προβάλλοντας το φασιστικό της πρόσωπο από την περίοδο της Κατοχής η Καθημερινή θα γράψει: «[…] μερικά μολυσμένα από το κομμουνιστικόν μικρόβιον και αθεραπεύτως νοσούντα άτομα εστασίασαν πριν επενεργηθή η θεραπεία, η οποία συντελείται εκεί, με μεγάλην υπομονήν και πάσαν φροντίδαν. Εστασίασαν και επατάχθησαν».

Χαρακτηριστική ήταν ακόμα η απόκρυψη των γεγονότων από το επίσημο κράτος. Το καθ’ ύλην αρμόδιο ΓΕΣ θα παρουσιάσει μια εντελώς αναντίστοιχη εικόνα των γεγονότων κάνοντας λόγο για 17 μόνο νεκρούς από αδιευκρίνιστα αίτια και αποσιωπώντας επιμελώς στοιχεία και αρχειακό υλικό που μαρτυρούσαν την έκταση της σφαγής.
Από την πλευρά του ΔΣΕ, το μακελειό της Μακρονήσου θα αναδειχθεί από την αμέσως επόμενη ημέρα σε κεντρικό επίπεδο ως έκφραση της κτηνωδίας του μοναρχοφασισμού που διαπράχθηκε υπό την καθοδήγηση των Αμερικανών. Όπως τονίζεται στο δελτίο ειδήσεων του ΔΣΕ: «Οι Αμερικανοί κατακτητές είναι οι εμπνευστές του εγκλήματος στο Μακρονήσι» και «τέτοια εγκλήματα σαν το Μακρονήσι δεν τα έκαναν ούτε οι Γερμανοί». Τον συσχετισμό ανάμεσα στις δύο περιόδους θα επαναλάβει λίγες εβδομάδες αργότερα η Προσωρινή Δημοκρατική Κυβέρνηση σημειώνοντας στη Διακήρυξή της με ημερομηνία 10/3/1948: «Οι Γερμανοί αντικαταστάθηκαν απ’ τους Αμερικανοάγγλους ιμπεριαλιστές. Το στρατόπεδο του Χαϊδαρίου και τα άντρα της οδού Μέρλιν απ’ το Μακρονήσι και τη Γιούρα».[…] Συνολικά στη Μακρόνησο μέχρι το 1954, όπου καταργήθηκαν τα τάγματα «αναμόρφωσης», κρατήθηκαν, κατά μια εκδοχή, πάνω από 100.000 άτομα, πολίτες ή στρατιωτικοί. Ανάμεσά τους και 300 ανήλικα παιδιά, τα οποία έγιναν και αυτά δέκτες των φρικτών μεθόδων «αναμόρφωσης» του μοναρχοφασισμού, στο «Ειδικό Κέντρο Ανηλίκων» :«Είκοσι ένας ανήλικοι κατάπιαν τις ουρές απ’ τα κουτάλια, αναπτήρες κ.λπ., ένα παιδί πήρε δηλητήριο. Ο Λ. Τσεκούρας τρελάθηκε και τον έστειλαν στο ψυχιατρείο, ο Ι. Σπηλιάς αφού για δεύτερη φορά αποπειράθηκε ν’ αυτοκτονήσει, στο τέλος τρελάθηκε, ο Θ. Τσέπας κουτσάθηκε από τα βασανιστήρια και κατέληξε σε νοσοκομείο, του Γ. Φωτόπουλου του σπάσανε τη σπονδυλική στήλη και στάλθηκε στο νοσοκομείο, του Μ. Παπαδήμα απ’ τα βασανιστήρια του σπάσανε τα τύμπανα των αφτιών του, ο Π. Γεωργούλας έκοψε τις φλέβες του και τελικά τρελάθηκε. Ο Χ. Συμεωνίδης έκανε τέσσερις αιμοπτύσεις απ’ τα βασανιστήρια στο Πειθαρχείο…» (Δημήτρης Σέρβος, «Το παιδομάζωμα και ποιοι φοβούνται την αλήθεια», εκδ. «Σύγχρονη Εποχή», Αθήνα, 2001, σελ. 189).

[…] Η Μακρόνησος αποτελεί μια εμβληματική ιστορία ταξικής πάλης, μια εμβληματική ιστορία της σύγκρουσης δύο αντιπάλων κόσμων: Από τη μια ο κόσμος της αστικής τάξης, του φασισμού και του ιμπεριαλισμού, ο κόσμος των δοσίλογων και των βασανιστών, ο κόσμος της ηθικής σήψης και της παρακμής. Και από την άλλη ο κόσμος της εργατικής τάξης, του λαού και της νεολαίας, ο κόσμος της προόδου, της εθνικής ανεξαρτησίας, του σοσιαλισμού και του κομμουνισμού.Το χαρακτήρα και την έκβαση της αναμέτρησης αυτής θα συνοψίσει με μοναδικό τρόπο ο ανώνυμος ποιητής:

«Εδώ ψηλά σαν κάστρα υψώνονται στο φωςκορμιά που δε λυγούν στην καταιγίδα! Οι δήμιοι εδώ ας χάσουν κάθε ελπίδα,είναι χαράκωμα που δεν πατά ο εχθρός!Μονάχα ο θάνατος να βγάλει από τ’ αμπρί εμάς της λευτεριάς τους μονομάχους!Ροδίζει στης Μακρόνησος τους βράχουςτου ανθρώπου η νίκη φωτοστεφάνωτη, λαμπρή!»

Πηγή