Το εφοπλιστικό κεφάλαιο αποτελεί μια από τις πιο ισχυρές δυνάμεις –ίσως την ισχυρότερη- της ελληνικής αστικής τάξης. Συγκροτημένο τον 18ο αιώνα υπό τη σκέπη των μεγάλων αποικιοκρατικών δυνάμεων της Ευρώπης (Αγγλία, Γαλλία) ως μοχλός για τη διείσδυση των τελευταίων στην Οθωμανική Αυτοκρατορία, θα αναπτυχθεί μετά τον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο πάνω σε αμερικανικά κεφάλαια και δωρεές, έχοντας ως βάση στήριξης ένα κράτος που του πρόσφερε κυριολεκτικά ότι ήθελε. Δεν περιέχει ίχνος υπερβολής αν ισχυριστούμε ότι το «ελληνικό εφοπλιστικό θαύμα» ήταν πλήρως αμερικανοκίνητο και ασφαλώς ελάχιστα «εθνικό». Η κατεστραμμένη μετά τον πόλεμο ελληνική ναυτιλία ανασυγκροτήθηκε εκ βάθρων στις αρχές του 1947 με την παραχώρηση στους Έλληνες εφοπλιστές ενός στόλου 100 αμερικανικών πλοίων τύπου Λίμπερτι (φορτηγό πλοίου μεγάλης χωρητικότητας, που ναυπηγήθηκε στην Αμερική σε πολύ μεγάλο αριθμό κατά τη διάρκεια του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου για τη μεταφορά πετρελαίου, πυρομαχικών, αρμάτων, τροφίμων και άλλων υλικών) ύστερα από πρόταση που κατέθεσε στην Ουάσιγκτον το 1946 κυβερνητικό κλιμάκιο παρουσία του προέδρου της Ένωσης Ελλήνων Εφοπλιστών.

Προϋπόθεση για να λάβουν οι Έλληνες εφοπλιστές τις απαραίτητες πιστώσεις από τις αμερικανικές τράπεζες για την αγορά του στόλου ήταν ότι θα έβαζαν στα πλοία σημαία Παναμά ή Λιβερίας, ενώ τα πλοία δόθηκαν σε Έλληνες εφοπλιστές με εγγύηση του ελληνικού δημοσίου χωρίς οι ίδιοι να πληρώσουν δραχμή. Παρότι την εποχή του Εμφυλίου τα κέρδη των εφοπλιστών υπερέβησαν τα 7,5 τρις δραχμές (ποσό γιγαντιαίο για τα δεδομένα της εποχής), οι τελευταίοι απέδιδαν μηδενικούς σχεδόν φόρους στο ελληνικό κράτος. Είναι χαρακτηριστικό ότι ακόμα και αυτή η έκθεση Πόρτερ το 1947 (η έκθεση Πόρτερ, από το όνομα του Αμερικανού τεχνοκράτη που την συνέταξε, υπήρξε μια ενδελεχής έρευνα πάνω στα ελληνικά οικονομικά μεγέθη, η οποία αποτέλεσε το βάθρο του Σχεδίου Μάρσαλ για την Ελλάδα) χαρακτηρίζει τα προνόμιά των εφοπλιστών σκανδαλώδη, επισημαίνοντας την «προκλητική φορολογική ασυλία του εφοπλιστικού κεφαλαίου, το οποίο, παρά τα υπερκέρδη που σωρεύει από την αξιοποίηση των Λίμπερτι, αποδίδει ελάχιστα στην ελληνική κυβέρνηση, που βρίσκεται στα όρια της πτώχευσης».

Στην πρώτη φάση της ανάπτυξης του, το εφοπλιστικό κεφάλαιο θα δραστηριοποιηθεί ως ένα είδος διεθνούς πειρατή, όπου λειτουργούσε κατ’ ουσία ως μαφιόζικο κύκλωμα, αναλαμβάνοντας τις δύσκολες και βρώμικες δουλειές διεθνώς. Είναι η περίοδος των δύο πρώτων μεταπολεμικών δεκαετιών. Η περίοδος της χρυσής καπιταλιστικής ανάπτυξης κατά την οποία οι Έλληνες εφοπλιστές δεν θα διστάσουν να κάνουν τα πιο μεγάλα εγκλήματα προκειμένου να ανέλθουν στο διεθνή ανταγωνισμό. Βυθίσεις πλοίων για αποκόμιση ασφαλίστρων, ωμή βία και τρομοκρατία σε βάρος των ναυτεργατών, λαθρεμπορία καυσίμων και ναρκωτικών, στενές επαφές με δικτατορικά καθεστώτα –και πρώτα από όλα με το ελληνικό- και πετρελαιομοναρχίες.

Πατώντας σε αυτήν ακριβώς την παράδοση, κι αφού έχει στο μεταξύ έχει υποβάλλει στα απαραίτητα φτιασιδώματα το προφίλ του, το ελληνικό εφοπλιστικό κεφάλαιο θα ενταχθεί περισσότερο οργανικά στο διεθνή καταμερισμό εργασίας, φτάνοντας να εκτινάξει τα κέρδη του και τη δυναμική του έως του σημείου να αποτελεί μια από τις ισχυρότερες δυνάμεις του διεθνούς εφοπλισμού. Μάλιστα, επιδιώκοντας να απελευθερωθεί περισσότερο ακόμα και από τις ελάχιστες οικονομικές δεσμεύσεις που του έθετε το ελληνικό κράτος, θα περιορίσει ακόμα περισσότερο την ελληνική σημαία στα πλοία του, αντικαθιστώντας την με σημαίες ευκαιρίας, αποσπώμενο έτσι και τυπικά από την εθνική του βάση και μετατρεπόμενο στην ουσία σε ένα κοσμοπολίτικο κεφάλαιο με έδρα κάποια από τα διεθνή κέντρα του εφοπλιστικού κεφαλαίου, και κυρίως το Λονδίνο.

Την ίδια στιγμή, διαθέτοντας ισχυρό έλεγχο και παρέμβαση στην εγχώρια οικονομική και πολιτική ζωή θα επεκταθεί και σε πολλούς άλλους τομείς της ελληνικής οικονομίας φτάνοντας να δημιουργήσει έναν πολυπλόκαμο μηχανισμό που θα του επιτρέψει να δημιουργήσει ισχυρά ερείσματα στο τραπεζικό σύστημα, τη βιομηχανία πετρελαίου, τον τουρισμό ενώ θα αυξήσει ακόμα περισσότερο τις προσβάσεις του στα αστικά κόμματα, την τοπική αυτοδιοίκηση και τα ΜΜΕ. Ιδιαίτερο ενδιαφέρον τέλος θα δείξει στην αγορά αθλητικών ομάδων, μέσα από τις οποίες μπόρεσε να διευρύνει την κοινωνική και πολιτική του επιρροή, φτάνοντας στο σημείο να συγκροτεί μικρούς ιδιωτικούς στρατούς προάσπισης των συμφερόντων του.

Παρά τις περί του αντιθέτου αστικές δοξασίες για την συμβολή του ελληνικού εφοπλισμού στην ελληνική οικονομία, η πραγματική συμβολή του είναι μηδαμινή. Οι σκανδαλώδεις φοροαπαλλαγές και οι χαριστικές ρυθμίσεις που απολαμβάνει από όλες ανεξαιρέτως τις κυβερνήσεις μεταπολεμικά ο ελληνικός εφοπλισμός τον κατατάσσουν αναμφισβήτητα ως το μεγαλύτερο παράσιτο στο σώμα της ελληνικής κοινωνίας. Οι εφοπλιστές είναι απαλλαγμένοι από κάθε φόρο εισοδήματος από τα κέρδη που αποκομίζουν. Δεν φορολογούνται επίσης ούτε για τα έσοδα από τις πωλήσεις πλοίων, ούτε για τις ασφαλιστικές αποζημιώσεις που λαμβάνουν, ούτε για την εκμετάλλευση πλοίων στο εξωτερικό, ενώ δεν πληρώνουν ΦΠΑ ούτε για τις εισαγωγές πλοίων, ούτε για τα καύσιμα. Ο μόνος φόρος που κατέβαλλαν μέχρι το 2014 ήταν ένας συμβολικός φόρος ανάλογα με τη χωρητικότητα του πλοίου, στον οποίο ήρθε να προστεθεί ένας φόρος το 2014 με χαρακτήρα «εθελούσιας εισφοράς» που «εκτόξευσε» το συνολικό ποσό φόρου που κατέβαλλαν οι Έλληνες εφοπλιστές στο κράτος σε ένα ποσό της τάξης των 45 εκ. ευρώ το 2015, τη στιγμή που ο ελληνικές ναυτιλιακές εταιρείες ελέγχουν περισσότερα από 4.000 πλοία αξίας άνω των 100δις δολαρίων με ετήσιο κύκλο εργασιών δεκάδων δις και υψηλότατο συντελεστή κερδών. Λίγα μόλις χρόνια αργότερα, το 2020, η Ελλάδα βρέθηκε στην 1η θέση παγκοσμίως σε δύο κατηγορίες, στα δεξαμενόπλοια και στα LNG-πλοία μεταφοράς υγροποιημένου φυσικού αερίου, με αξία στόλου 41,3 δισ. δολ. και 19,8 δισ. δολ. αντίστοιχα.

Σε κάθε περίπτωση, μιας και ο τεράστιος πλούτος της ελληνικής ναυτιλίας, χρησιμοποιείται διαχρονικά από τους εφοπλιστές και το πολιτικό τους προσωπικό ως έργο και απόδειξη της παραγωγικότητας τους, να θυμίσουμε ότι όπως τόνιζε το διαχρονικό σύνθημα του ναυτεργατικού κινήματος, «τα πλούτη της ναυτιλίας είναι έργο και επίτευγμα των ναυτεργατών και όχι των εφοπλιστών». Τα υπερκέρδη των εφοπλιστών είναι ποτισμένα με το αίμα των ναυτεργατών. Με τις ζωές των ναυτεργατών που χάθηκαν στους σκυλοπνίχτες του Ωνάση, του Νιάρχου, του Λάτση, του Περατικού, του Βαρδινογιάννη, του Μαρινάκη και τόσων άλλων «εθνικών ευεργετών». Και βέβαια τα υπερκέρδη αυτά είναι εξίσου ποτισμένα με τις κηλίδες του πετρελαίου με τις οποίες έχουν μολύνει αναρίθμητες μικρές και μεγάλες θάλασσες σε όλη την υφήλιο, όπως 5 μόνο χρόνια πριν τον Σαρωνικό, ύστερα από τη βύθιση του δεξαμενόπλοιου Αγία Ζώνη ΙΙ.

Οι τεράστιες μπίζνες που το εφοπλιστικό κεφάλαιο στήνει εν καιρώ πολέμου τόσο με το αμερικανικό κεφάλαιο για τη μεταφορά του υγροποιημένου φυσικού αερίου LNG, όσο και με τη Ρωσία, της οποίας το πετρέλαιο διακινεί διεθνώς, επιβεβαιώνουν εμφατικά τον εγκληματικό και χυδαίο χαρακτήρα του. Φανερώνουν για μια ακόμη φορά ότι η μοναδική αξία χρήσης που έχει για τους εφοπλιστές, ο φυσικός, κοινωνικός και ανθρώπινος πλούτος αυτής της χώρας, είναι αυτή της πιο στυγνής εκμετάλλευσης και λεηλασίας.

Στο νου μας δεν μπορούν παρά να έρχονται εκείνα τα αθάνατα λόγια του ανώνυμου ναυτεργάτη το 1949, τότε που χιλιάδες ναυτεργάτες, ακολουθώντας το κάλεσμα της ΟΕΝΟ (Ομοσπονδίας Ελληνικών Ναυτεργατικών Οργανώσεων) έσπευδαν στην Ελλάδα για να στρατευθούν στον αγώνα του Δημοκρατικού Στρατού Ελλάδας:

«Λένε πως οι προλετάριοι δεν έχουν πατρίδα. Δεν ξέρω τι εννοούν με τη λέξη “πατρίδα”, απ’ την απέναντι μεριά του χαρακώματος ή μάλλον ξέρω πολύ καλά. Αλίμονο αν είχαν οι ναυτεργάτες την ίδια πατρίδα με τ’ αφεντικά τους, τους εφοπλιστές. Τότες, δε θα προλάβαιναν να την αλλάζουν κάθε τόσο, όπως αλλάζουν οι Εμπειρίκοι και Κουλουκουντήδες σύμφωνα με τους δείχτες της διεθνούς ναυλαγοράς, τη σημαία πάνω στ’ άλμπουρα των καραβιών τους. […] Οι ναυτεργάτες αυτοί έχουν πατρίδα. Έχουν μια πατρίδα και δεν την αλλάζουν με τίποτε στον κόσμο. Από τη Βόρεια Θάλασσα ως το Σουέζ και από το Άμστερνταμ ως το Μπουένος Άιρες της Αργεντινής, αυτή την πατρίδα κρατάνε ορθή σαν φλόγα, ανοιχτή σαν πληγή μέσα στην προλεταριακή τους καρδιά. Κι όσοι μπορούνε τη φτάνουνε κι έρχονται, σκίζοντας ολόκληρους ωκεανούς, για να την υπερασπίσουν, με τα ίδια τους τα μπράτσα, παράδειγμα και μάθημα».

Πηγή https://www.facebook.com/efodos.net.fb/