Η αιματηρή καταστολή της Εξέγερσης του Πολυτεχνείου τον Νοέμβρη του 1973 και η περαιτέρω σκλήρυνση του καθεστώτος μετά την ανάληψη των ηνίων της Χούντας από τον Ιωαννίδη, σηματοδοτούσε την υπαρξιακή ανάγκη της άρχουσας τάξης να επιβιώσει από μια εξεγερτική επαναστατική δυναμική που απειλούσε ευθέως όχι μόνο τη Χούντα αλλά την ίδια την αστική εξουσία και τους Αμερικανούς που την στηρίζουν. Πτώση της Χούντας στη δεδομένη φάση σήμανε αυτόματα και δομικό κλονισμό της ίδιας της αστικής εξουσίας στη χώρα. Και για να αποφευχθεί κάτι τέτοια η αιμοσταγής Τάξη που άρχει τη χώρα θα θέσει σε εφαρμογή τις πλέον επιθετικές στρατηγικές της. Παράλληλα λοιπόν με την ένταση της τρομοκρατίας σε βάρος του λαϊκού κινήματος και την εφαρμογή πολιτικών ακραίας λιτότητας, θα επιχειρήσει τη φυγή προς τα εμπρός, βλέποντας ίσως ως μοναδική οδό διάσωσης της, την εκπλήρωση των μεγαλοϊδεατικών της βλέψεων στην Α. Μεσόγειο. Τις οποίες και δεν θα διστάσει να υλοποιήσει στις 15 Ιουλίου του 1974 μέσω της πραξικοπηματικής ανατροπής της κυβέρνησης Μακάριου στην Κύπρο και της εγκαθίδρυσης ενός καθεστώτος μαριονέτα που θα υποτίθεται θα ένωνε την Κύπρο με την Ελλάδα.

Η αδυσώπητη πραγματικότητα ωστόσο των ιμπεριαλιστικών (αμερικανικών) σχεδιασμών και των γεωπολιτικών συσχετισμών, και βέβαια η συγκεκριμένη θέση της Ελλάδας στην ιμπεριαλιστική αλυσίδα θα σφραγίσει την τύχη και αυτού του τυχοδιωκτισμού του ελληνικού κράτους, που προηγουμένως είχε φροντίσει –παράλληλα με την Τουρκία- να υποδαυλίσει την ένταση και τις επιθέσεις σε άμαχους πληθυσμούς ελληνοκυπρίων και τουρκοκυπρίων. Αντίστοιχα όπως στην Μικρασιατική Εκστρατεία, η κατάληξη θα είναι καταστρεπτική. Η καραδοκούσα φασιστική Τουρκία θα εισβάλλει στην Κύπρο κατακτώντας στρατιωτικά το 40% σχεδόν των εδαφών της, την ώρα που οι δυνάμεις της Χούντας τρέπονται σε φυγή, αφήνοντας στο έλεος του τουρκικού στρατού και των τουρκικών παρακρατικών ομάδων χιλιάδες ελληνοκύπριους. Για ακόμα μια φορά στην ελληνική ιστορία το δίπολο ιμπεριαλιστική εξάρτηση και εθνικισμός, αυτό το εγγενές χαρακτηριστικό του ελληνικού καπιταλιστικού σχηματισμού, έδινε τα απτά αποτελέσματα του.

Υπό αυτό ακριβώς το πρίσμα η τουρκική εισβολή και κατοχή της Β. Κύπρου, όπως και όλα τα μαζικά εγκλήματα που τη συνόδευσαν, φέρουν ταυτόχρονα ανεξίτηλο και το αποτύπωμα των εγχώριων αστικών στρατηγικών και βέβαια των αμερικανικών που τις κατηύθυναν. Αποτελούν ένα διαχρονικό άγος της ελληνικής αστικής τάξης, μια ακόμα απόδειξη του πολεμοκάπηλου, τυχοδιωκτικού και εγκληματικού της χαρακτήρα. Και παράλληλα μια ακόμα επιβεβαίωση του «πατριωτισμού» της. Εκείνου του πατριωτισμού, που τόσο γλαφυρά ο «Εθνάρχης» Κ. Καραμανλής αποτύπωσε με το δόγμα η «Η Κύπρος κείται μακράν», ένα δόγμα που αποτέλεσε και εξακολουθεί να αποτελεί τον σταθερό οδηγό της εξωτερικής πολιτικής του ελληνικού κράτος, ανεξαρτήτως κυβερνητικής διαχείρισης.