Με την οικονομική κρίση να κλονίζει για δεύτερη φορά μέσα σε μια δεκαετία το καπιταλιστικό οικοδόμημα -μια κρίση που θα “ξεπεραστεί” με την περαιτέρω εξαθλίωση της ζωής των φτωχών- και με τον πόλεμο στην Ουκρανία να πυροδοτεί ανεξέλεγκτες καταστάσεις για το μέλλον των λαών, οι φασίστες επιχειρούν να ξαναβγούν στο προσκήνιο σε θεσμικό (εκλογικές επιτυχίες σε Ιταλία και Γαλλία) ή “εξωθεσμικό” επίπεδο, πάντα λειτουργώντας ως μακρύ χέρι του κράτους και του κεφάλαιου. Συγκεκριμένα στο ελλαδικό χώρο επιχειρούν σήμερα να κερδίσουν το χαμένο έδαφος για να προστατεύσουν το χέρι αυτών που τους ταΐζει.

Το ίδιο συμβαίνει και σε Κολωνό και Σεπόλια, δυο πολυεθνικές μεταναστευτικές γειτονιές της Αθήνας όπου φασιστικά μορφώματα επιχειρούν εδώ και χρόνια να διαχύσουν ρατσιστικές και φασιστικές αντιλήψεις και πρακτικές σε πλατείες, δρόμους, χώρους δουλειάς και σχολεία.Τόλμησαν ακόμα και να βγουν από τις κρυψώνες τους για να καταδικάσουν, δήθεν, τον πατριώτη παιδοβιαστή και μαστροπό Μίχο, επιχειρηματία και κατοικο της γειτονιάς.

Σαν αντιφασίστες / αντιφασίστριες δεν καθησυχαζόμαστε από δικαστικές αποφάσεις, γνωρίζοντας ότι ο φασισμός τσακίζεται στον δρόμο από τον κόσμο του αγώνα και περιφρουρούμε μαχητικά και οργανωμένα τις γειτονιές μας από κάθε λογής φασίστες. Πάντα ενάντια σε κράτος και αφεντικά.

Η χρηματοπιστωτική κρίση που ξέσπασε το 2008 και εκτυλίσσεται έως και σημερα , ήταν τόσο ισχυρή που επηρέασε τις πολιτικές ισορροπίες σε παγκόσμιο επίπεδο. Μέσα στα χρόνια που ακολούθησαν, ως απότοκο της κρίσης αυτής σε εγχώρια κλίμακα, δημιουργήθηκε μια κατάσταση πολιτικής αστάθειας και απορρύθμισης. Ο κόσμος του αγώνα πρόταξε ισχυρή αντίσταση στα σχέδια του κεφαλαίου και του κράτους, που σκοπό είχαν την υποβάθμιση των ζωών μας μέσω της επίθεσης σε εργασιακά και κοινωνικά κεκτημένα. Ταυτόχρονα, είδαμε την ανάδυση ενός συρφετού οργανωμένων φασιστικών ομάδων. Ο βαθιά ριζωμένος επί δεκαετίες συντηρητισμός, ρατσισμός και μεγαλοϊδεατισμός κομματιού της ελληνικής κοινωνίας βρήκαν πρόσφορο έδαφος να αναπτυχθούν. Χαρακτηριστικό παράδειγμα αυτής της κατάστασης η Χρυσή Αυγή, η οποία κατάφερε μέσω της φανερής υποστήριξης των αφεντικών, των ΜΜΕ και διαφόρων θυλάκων του κράτους, να συγκεντρώσει μεγάλα εκλογικά ποσοστά, να μπει στη Βουλή και να έχει παρουσία σε επίπεδο δρόμου, πάντοτε με τις πλάτες της αστυνομίας.

Οι ριζοσπαστικοί αντιφασιστικοί αγώνες εκείνη την περίοδο, από το 2009 έως το 2013, σε συνδυασμό με τις μαζικές συγκρουσιακές διαδηλώσεις που ακολούθησαν τη δολοφονία του αντιφασίστα Παύλου Φύσσα, έστησαν αναχώματα και εδραίωσαν τη νικηφόρα παρουσία του αντιφασιστικού κινήματος στον δρόμο. Κομβικό σημείο της τότε συγκυρίας υπήρξε η οργανωμένη, καθημερινή σχεδόν, αντιφασιστική δράση από ομάδες και συλλογικότητες κυρίως του α/α χώρου καθώς και οι πολιτικές εκτελέσεις των φασιστών στο Ν. Ηράκλειο, οι οποίες έκαναν τους ακροδεξιούς να επιστρέψουν εκεί που θα καταλήγουν πάντα, στις τρύπες τους.

Ακολούθησε η «κατασταλτική» επιχείρηση εναντίον της Χρυσής Αυγής, καθώς ο χρήσιμος ρόλος της για το κεφάλαιο και το κράτος είχε αρχίσει να υπερβαίνει τα όριά του, ενώ παράλληλα στήθηκε ένα μιντιακό πάρτι υπεράσπισης όλου του καθεστωτικού «δημοκρατικού τόξου». Η καταδίκη τους στο δικαστήριο, προϊόν της κοινωνικής πίεσης και των αντιφασιστικών αντανακλαστικών που επέδειξε ένα αποφασιστικά σημαντικό κομμάτι της κοινωνίας, έκλεισε έναν κύκλο, αλλά η συσσωρευμένη εμπειρία των τελευταίων χρόνων δεν άφησε κανέναν αντιφασίστα και καμία αντιφασίστρια να πιστεύει πως η αστική δικαιοσύνη θα μπορούσε να σταθεί αρκετή για την αντιμετώπιση του φαινομένου του φασισμού. Άλλωστε κάτι τέτοιο θα σήμαινε πως η αστική δημοκρατία θα μπορούσε να καταργήσει ένα δημιούργημα γεννημένο από τα σπλάχνα της καπιταλιστικής πραγματικότητας, την οποία υπερασπίζεται και προστατεύει.

Μετά από όλα αυτά τα χρόνια πυκνών πολιτικών εντάσεων και αστάθειας, ο Σύριζα, επιχειρώντας να κεφαλαιοποιήσει τους πολιτικούς αγώνες των κοινωνικών κινημάτων, κατάφερε να κερδίσει τις εκλογές του 2015 και να συγκυβερνήσει μαζί με τους Ανεξάρτητους Έλληνες του ακροδεξιού Πάνου Καμμένου. Στην τετραετία αυτή, οι φασιστικές ομάδες, αποδυναμωμένες πλέον, είχαν μικρή έως μηδαμινή παρουσία σε επίπεδο δρόμου. Σε αυτό βέβαια δεν έπαιξε κανένα ρόλο η αριστερή διαχείριση του κράτους, η οποία κατά τη διάρκεια της κυβερνητικής της θητείας συνέχισε το κατασταλτικό και φιλοπόλεμο έργο των προηγούμενων κυβερνήσεων, γκρεμίζοντας καταλήψεις και δολοφονώντας μετανάστες στο Αιγαίο και στον Έβρο με αμείωτο ρυθμό.

Με το πέρας της αριστερής αυτής διακυβέρνησης, οδηγηθήκαμε στην επάνοδο της δεξιάς, η οποία προκειμένου να διασφαλίσει την “αριστεία”, στελέχωσε τον κοινοβουλευτικό της σχηματισμό, με “πρώην” ακροδεξιές τηλεπερσόνες. Με κεντρικές πολιτικές υποσχέσεις για τους ψηφοφόρους της την επαναφορά της τάξης και της ασφάλειας στα Εξάρχεια και την ανατροπή της “προδοτικής συμφωνίας των Πρεσπών”, η Νέα Δημοκρατία έδωσε πάτημα στον ακροδεξιό εσμό, ο οποίος έκανε ξανά μια σπασμωδική αλλά εμφατική επανεμφάνιση στα “μακεδονικά” συλλαλητήρια, ενισχύοντας τελικά την πορεία του νεοφιλελεύθερου κόμματος προς την εξουσία.

Στην εξίσωση της κοινωνικής πραγματικότητας ήρθαν να προστεθούν και τα δύο χρόνια υγειονομικής κρίσης και καραντίνας. Ο δημόσιος λόγος κατακυριεύτηκε από συνωμοσιολογικές αφηγήσεις. Αυτό συνέβη διότι φαινόμενα παγκόσμιας κλίμακας, όπως αυτό του covid, είναι δύσκολο να εξηγηθούν μέσα από μια ανάλυση που λαμβάνει υπόψη της τόσο τους οικονομικο-κοινωνικούς συσχετισμούς όσο και τις ενδοσυστημικές αντιθέσεις που καθορίζουν τη διαχείρισή του. Αντ’ αυτού οι άνθρωποι ψάχνουν να βρουν εύκολες απαντήσεις, που, στην ουσία τους, αντιλαμβάνονται τον καπιταλισμό μέσα από μια φετιχοποιημένη οπτική. Κάποιοι, που κανείς ποτέ δεν γνωρίζει με σιγουριά αλλά πάντα προσωποποιούνται σε κάποια ομάδα, είτε είναι Εβραίοι, είτε είναι κομμουνιστές, είτε κάποιοι αφηρημένα πάντα κακοί, πλούσιοι, εχθρικοί, ξένοι, προδότες, διεφθαρμένοι πολιτικοί, επιβουλεύονται τον κόσμο για τους μοχθηρούς τους σκοπούς. Η κατάληξη αυτής της λογικής είναι η απομάκρυνση από ένα ριζοσπαστικό ταξικό περιεχόμενο και η συνδιαλλαγή, αν όχι η ταύτιση, με αντιδραστικές πολιτικές δυνάμεις. Δεν είναι τυχαίο το γεγονός πως, πάνω σε αυτή τη βάση, δημιουργήθηκε ένα γόνιμο έδαφος για την επανεμφάνιση ακροδεξιών στοιχείων σε επίπεδο δρόμου, αρχικά με διάσπαρτα βαψίματα στην άδεια πόλη εν μέσω καραντίνας, αλλά και μετέπειτα με την ηγεμόνευση του κινήματος της άρνησης της πανδημίας από ακροδεξιούς.

Σήμερα, με την οικονομική κρίση να κλονίζει για δεύτερη φορά μέσα σε μια δεκαετία το καπιταλιστικό οικοδόμημα -μια κρίση που γνωρίζουμε καλά ότι θα “ξεπεραστεί” με την περαιτέρω εξαθλίωση της ζωής των φτωχών και των αποκλεισμένων-, και με τον πόλεμο στην Ουκρανία να πυροδοτεί ανεξέλεγκτες καταστάσεις για το μέλλον των προλεταρίων σε παγκόσμιο επίπεδο, οι φασίστες επιχειρούν να ξαναβγούν στο προσκήνιο, με την ακροδεξιά να εμφανίζεται ως ρυθμιστικός παράγοντας σε θεσμικό επίπεδο (νίκη της ακροδεξιάς Πελόνι στις εκλογές στην Ιταλία, μεγάλη εκλογική άνοδος της Λεπέν στη Γαλλία κτλ). Λειτουργώντας ως το μακρύ χέρι του κράτους και του κεφαλαίου, οι φασίστες επιχειρούν σήμερα να κερδίσουν το χαμένο έδαφος, προκειμένου να προστατεύσουν, με τους δικούς τρόπους, το χέρι αυτών που τους ταΐζει. Έχουν δώσει άλλωστε τα διαπιστευτήρια τους στο άμεσο παρελθόν, τσακίζοντας στο ξύλο λιμενεργάτες στο Πέραμα με τις ευλογίες του εφοπλιστικού κεφαλαίου, πραγματοποιώντας επίσημες επισκέψεις στην πρεσβεία της Κίνας για να αναλάβουν δράση για τα αφεντικά της Κόσκο, σακατεύοντας και δολοφονώντας μετανάστες, αναρχικούς και αγωνίστριες.

Την ίδια στιγμή, το ρωσικό κράτος θεώρησε συμφέρον για αυτό να ξεκινήσει μια πολεμική επιχείρηση εναντίων της Ουκρανίας, προκειμένου να επιλύσει τις πολιτικές και οικονομικές αντιφάσεις που αναδύονταν στο εσωτερικό του, αλλά και παράλληλα για να διαφυλάξει το γεωπολιτικό του συμφέρον έναντι του ΝΑΤΟ. Η εν λόγω σύγκρουση αποτελεί άλλο ένα στιγμιότυπο των ευρυτέρων γεωπολιτικών ανταγωνισμών, οι οποίοι όσο βαθαίνει η καπιταλιστική κρίση τόσο θα εντείνονται, δημιουργώντας πολέμους, μισαλλοδοξία και περαιτέρω φτωχοποίηση κλπ. Συνθήκες που προφανώς ευνοούνε την περαιτέρω ανάδυση αντιδραστικών αντιλήψεων και δυνάμεων, κάτι που παρατηρούμε να συμβαίνει παντού στην Δύση.

Όλα τα παραπάνω μαζί με απειλές για χρήση πυρηνικών όπλων συνθέτουν το πολιτικό σκηνικό που καλούμαστε να αντιμετωπίσουμε ως αντιφασίστες προλετάριοι στο σήμερα. Σε επίπεδο ελληνικής πραγματικότητας, οι έλληνες φασίστες έχουν αντλήσει έμπνευση από τα φασιστικά τάγματα Αζόφ και ονειρεύονται μια αντίστοιχη συνθήκη, με τους εαυτούς τους νικητές στο εσωτερικό της χώρας. Άλλοι, ταυτίζονται με τη ρωσική πλευρά, θεωρώντας πως τα συμφέροντα της αστικής ρωσικής τάξης μπορούν να επιφέρουν στους προλετάριους κάτι πέρα από τον θάνατο στα πεδία της μάχης. Όλα αυτά ενώ βρισκόμαστε εν μέσω μιας ολοένα και περισσότερο κλιμακούμενης έντασης με την Τουρκία . Εμείς λέμε ότι όσο οι εθνικιστικές φωνές και από τις δυο πλευρές του Αιγίου θα πληθαίνουν, εμείς οφείλουμε να συνεχίσουμε την οργάνωση του ταξικού μας αγώνα. Να μην δώσουμε ούτε σπιθαμή γης στους φασίστες, να σταθούμε και πάλι αλληλέγγυα στους μετανάστες και τους πρόσφυγες, τις κυνηγημένες των πολέμων και της φτώχειας. Το βάρος της νέας κρίσης να μην πέσει για άλλη μια φορά στις πλάτες μας. Να μην γίνουμε κρέας για οβίδες, να μην ξεχάσουμε ποτέ ότι ο δικός μας πόλεμος είναι ταξικός.

ΑΓΩΝΑΣ ΕΝΑΝΤΙΑ ΣΕ ΚΡΑΤΟΣ ΚΑΙ ΚΕΦΑΛΑΙΟ

ΠΟΛΕΜΟ ΚΑΙ ΞΥΛΟ ΣΤΟΥΣ ΦΑΣΙΣΤΕΣ/ΕΙΡΗΝΗ ΣΤΟ ΑΙΓΑΙΟ

ΟΙ ΓΕΙΤΟΝΙΕΣ ΜΑΣ ΕΙΝΑΙ ΚΑΙ ΘΑ ΠΑΡΑΜΕΙΝΟΥΝ ΠΟΛΥΕΘΝΙΚΕΣ.

Πρωτοβουλία αντιφασιστών/ριών από Κολωνό και Σεπόλια

Αντιφασίστες, αντιφασίστριες από το κέντρο και τις γειτονιές της Αθήνας και του Πειραιά