Η παγκόσμια οικονομική κρίση του 1929 είχε βαριές συνέπειες για την Ελλάδα. Στις αρχές του 1930 ο αγροτικός και ο βιομηχανικός τομέας παρουσιάζουν σοβαρή ύφεση, τα δημόσια οικονομικά απειλούνται με κατάρρευση, το βιοτικό επίπεδο της εργατικής τάξης και του αγροτικού κόσμου χειροτερεύει διαρκώς, ενώ η ανεργία αυξάνεται ραγδαία. Μια νέα χρεοκοπία βρίσκεται προ των πυλών, που τελικά πραγματοποιείται το 1932. [1]
Συνέπεια της οικονομικής κρίσης θα είναι και η πολιτική κρίση, που έτσι κι αλλιώς σοβεί στη χώρα την περίοδο μετά τη Μικρασιατική Καταστροφή, με τα στρατιωτικά κινήματα του Πάγκαλου το 1925 και του Κονδύλη το 1926, που ανέτρεψε το πρώτο για να «επαναφέρει» σε λειτουργία τους θεσμούς της αστικής δημοκρατίας. Η ήττα των Φιλελευθέρων του Βενιζέλου –που σημειωτέον το 1929 όντας πρωθυπουργός είχε θεσπίσει ως Ιδιώνυμο αδίκημα την κομμουνιστική ιδεολογία- στις εκλογές του 1933 και η νίκη του δεξιού Λαϊκού Κόμματος του Τσαλδάρη θα προκαλέσουν σοβαρές τριβές στο αστικό στρατόπεδο, οι οποίες εκφράζονται με την απόπειρα πραξικοπήματος που επιχειρεί ο προσκείμενος στο Βενιζέλο στρατηγός Πλαστήρας.
Με τις ενδοαστικές αντιθέσεις να οξύνονται και την οικονομική κρίση να βαθαίνει, το εργατικό και το αγροτικό κίνημα θα καταγράψουν μια κλιμακούμενη δυναμική. Με νωπές τις μνήμες από τη μεγάλη εξέγερση των καπνεργατών στην Καβάλα τον Ιούλιο του 1933, οι απεργιακές κινητοποιήσεις σημειώνουν κατακόρυφη αύξηση σε όλη τη χώρα, ενώ δεκάδες είναι οι εργατικές διαδηλώσεις που καταλήγουν σε μαζικές συγκρούσεις με τις κατασταλτικές δυνάμεις (αστυνομία και στρατό), οι οποίες δεν διστάζουν να χρησιμοποιούν πραγματικά πυρά για να αντιμετωπίσουν τους διαδηλωτές. Ο απολογισμός της αντεργατικής δράσης της κυβέρνησης Τσαλδάρη είναι ενδεικτικός: στη διάρκεια των τελευταίων 16 μηνών της θητείας της (Μάρτιος 1933-Οκτώβριος 1935) δολοφονήθηκαν 23 εργάτες, πολλές δεκάδες τραυματίστηκαν, ενώ εκατοντάδες φυλακίστηκαν. [2]
Αξιοσημείωτη ήταν, επίσης, η αντιφασιστική δράση που αναπτύσσει το εργατικό κίνημα με οργανωμένες ομάδες αντιφασιστικής αυτοάμυνας – μία από τις πιο δραστήριες υπήρξε η «Αντιφασιστική Οργάνωση», που εξέδιδε την εφημερίδα «Το Κόκκινο Μέτωπο». Δεκάδες είναι οι δυναμικές αντιφασιστικές δράσεις, με αποκορύφωμα τη ματαίωση του φασιστικού συνεδρίου της εθνικοσοσιαλιστικής «Τρίαινας» τον Νοέμβριο του 1934 και εθνικιστικού συλλαλητηρίου τον Φεβρουάριο του 1935.
Η καταστολή όχι μόνο δεν θα κάμψει το εργατικό κίνημα, αλλά θα το ωριμάσει και θα το προετοιμάσει καλύτερα. Το πρώτο τρίμηνο του 1936 οι απεργοί εργάτες φτάνουν τις 200.000, με τη συνθηματολογία τους να είναι όλο και περισσότερο αναβαθμισμένη. Αποκορύφωμα της ανάπτυξης του εργατικού κινήματος θα αποτελέσει η εξέγερση του Μαΐου του 1936 στη Θεσσαλονίκη όπου συγχωνεύονται τα αιτήματα της εργατικής τάξης (αύξηση ημερομισθίων, βελτίωση συνθηκών εργασίας) με την πολιτική αντιφασιστική πάλη ενάντια στα εξυφαινόμενα σχέδια για την επιβολή δικτατορίας.
Αντίστοιχα, και στο αγροτικό κίνημα πυκνές θα είναι οι κινητοποιήσεις και οι αγώνες που σημειώνονται το ίδιο διάστημα, στα χνάρια των «πορειών πείνας» της περιόδου 1931-1932, με δεσπόζουσα θέση να έχει η Μεγάλη Σταφιδική Εξέγερση, η οποία ξεσπά στις 26 Αυγούστου 1935 στην Πύλο και θεωρείται η μεγαλύτερη αγροτική εξέγερση μετά το Κιλελέρ.
Αυτήν ακριβώς τη λαϊκή δυναμική θα επιχειρήσει να ανακόψει η επιβολή της μεταξικής δικτατορίας στις 4 Αυγούστου 1936 με τη σιωπηρή συναίνεση του αστικού κόσμου, που έβλεπε με φόβο ότι η κατακόρυφη άνοδος του εργατικού-λαϊκού κινήματος και τα οικονομικά και πολιτικά αδιέξοδα του συστήματος ευνοούσαν το ξέσπασμα μιας πολύ βαθιάς και αξεπέραστης κρίσης. Ας μην ξεχνάμε άλλωστε ότι ο Μεταξάς ήταν σάρκα από τη σάρκα του εγχώριου αστικού πολιτικού συστήματος, ασκούσε –έχοντας διοριστεί από τον Βασιλιά- χρέη πρωθυπουργού πριν πραγματοποιήσει το πραξικόπημα, και είχε στο ενεργητικό του την αιματηρή καταστολή της Εξέγερσης του Μαΐου στη Θεσσαλονίκη.
Υπό αυτή την έννοια δεν ήταν τυχαίο ότι η μέρα που επιλέχθηκε να εκδηλωθεί το πραξικόπημα ήταν ημέρα γενικής απεργίας στην Αθήνα και τον Πειραιά, με προσδοκίες για πολύ μεγάλη μαζικότητα από τους διοργανωτές. Άλλωστε, το πρόσχημα που χρησιμοποιήθηκε από τον Μεταξά για την κήρυξη της δικτατορίας ήταν η πρόληψη των ταραχών που οι απεργίες αυτές θα προκαλούσαν.
Το κομμουνιστικό και το λαϊκό κίνημα θα βρεθούν από την πρώτη μέρα της δικτατορίας στο επίκεντρο των κατασταλτικών μέτρων, τα οποία ήταν τόσο γενικευμένα, που εφαρμόζονταν ακόμα και σε παραδοσιακά τμήματα του αστικού πολιτικού κόσμου. Με το σύνθημα «Θάνατος στον κομμουνισμό» εξαπολύεται σε όλη την Ελλάδα πογκρόμ εναντίον των στελεχών, μελών και φίλων του ΚΚΕ με σοβαρές συνέπειες. Τους επόμενους μήνες ένα μεγάλο ποσοστό των ανώτερων στελεχών του κόμματος βρίσκεται στα χέρια της Ασφάλειας. [3]
Παρά τα συνεχή χτυπήματα που δέχεται πάντως, το επαναστατικό κίνημα στέκεται όρθιο και από πολύ νωρίς προσδιορίζει τη φύση του μεταξικού καθεστώτος αφενός ως ενός συστήματος απροκάλυπτα ταξικού, που ενισχύει, σε βάρος της εργατικής τάξης και του λαού, τη συγκέντρωση του κεφαλαίου σε συγκεκριμένες μερίδες της αστικής τάξης (τραπεζική, βιομηχανική, εφοπλιστική), διαμορφώνοντας έτσι μια ακόμα πιο ισχυρή χρηματιστική ολιγαρχία, και αφετέρου ως ενός συστήματος πλήρως εξαρτημένου από τον ιμπεριαλισμό, με καινούριο στοιχείο την είσοδο της Γερμανίας στο υπάρχον μπλοκ των δυνάμεων εξάρτησης (Αγγλία, Γαλλία, Αμερική).
Ιδιαίτερη σημασία έχει, επίσης, ο πολιτικός χαρακτηρισμός του καθεστώτος της 4ης Αυγούστου ως μοναρχοφασιστικού, που έρχεται να επικυρώσει προηγούμενες αναφορές του ΚΚΕ για το περιεχόμενο της επερχόμενης δικτατορίας. Μιλώντας για μοναρχοφασισμό, το ΚΚΕ αναδείκνυε από τη μια τον κεντρικό ρόλο που διαδραμάτιζε το Παλάτι στη δικτατορία της 4ης Αυγούστου, κάτι που έθετε σε πρώτη προτεραιότητα την πάλη εναντίον του θεσμού της βασιλείας στη χώρα και από την άλλη την απροκάλυπτα φασιστική μορφή που λάμβανε η πολιτική διαχείριση στη χώρα, γεγονός που αναδείκνυε ακόμα περισσότερο την ανάγκη συγκρότησης ενός μαζικού αντιφασιστικού μετώπου.
Στο αντίπαλο στρατόπεδο, η αστική τάξη δεν θα κρύψει την προτίμησή της για το καθεστώς στηρίζοντάς το ανοιχτά, χωρίς να κρατά ούτε καν τα τυπικά δημοκρατικά προσχήματα. Στην πρώτη γραμμή της στήριξης θα βρεθούν οι τράπεζες, με την Εθνική Τράπεζα και την Τράπεζα Αθηνών, ο Σύνδεσμος Ελλήνων Βιομηχάνων και Βιοτεχνών και οι εφοπλιστές. Μάλιστα, κάποιοι από τους πιο επιφανείς εκπροσώπους της αστικής τάξης θα θητεύσουν σε υπουργικούς θώκους στην κυβέρνηση Μεταξά, όπως ο Ανδρέας Χατζηκυριάκος, ιδιοκτήτης της ΑΓΕΤ Ηρακλής και πρόεδρος του Συνδέσμου Ελλήνων Βιομηχάνων και Βιοτεχνών, που έγινε υπουργός Εθνικής Οικονομίας, καθώς και στελέχη της Εθνικής Τράπεζας.
Με την καπιταλιστική κερδοφορία να φτάνει σε ιστορικά υψηλά επίπεδα για τις βιομηχανίες, τις τράπεζες και τους εφοπλιστές και με την οικονομική εκμετάλλευση και την πολιτική καταπίεση της εργατικής τάξης να εντείνονται στο έπακρο με την εγκαθίδρυση ενός μόνιμου καθεστώτος λιτότητας και την εφαρμογή ενός σχεδιασμένου κατά τα ναζιστικά πρότυπα συστήματος καταστολής και ελέγχου, το καθεστώς της 4ης Αυγούστου μοιάζει σχετικά σταθεροποιημένο. Επιχειρεί, μάλιστα, να εδραιώσει την ηγεμονία του με την επιβολή ενός ιδιότυπου κράματος αρχαιοελληνικής παράδοσης, μεγαλοϊδεατικού εθνικισμού και εθνικοσοσιαλιστικής ιδεολογίας.
Παρά τις πολύ αντίξοες συνθήκες, πάντως, τα αγωνιστικά ξεσπάσματα δεν θα λείψουν. Ειδικά στον χώρο της εκπαίδευσης και στους κόλπους της νεολαίας οργανώνονται σημαντικές κινητοποιήσεις που αντιπαλεύουν τη δυναμική που επιχειρεί να διαμορφώσει το καθεστώς μέσα από την ίδρυση της Εθνικής Οργάνωσης Νέων (ΕΟΝ). Κατόπιν πρωτοβουλίας, μάλιστα, της Ομοσπονδίας Κομμουνιστικών Νεολαίων Ελλάδας (ΟΚΝΕ) θα σχηματιστεί το ευρύ Αντιδικτατορικό Μέτωπο Νέων με τη συμμετοχή πλήθους νεολαιίστικων οργανώσεων, ακόμα και αστικών κομμάτων. Κινητοποιήσεις, μικρότερου βεληνεκούς όμως από το πρόσφατο παρελθόν, θα οργανωθούν και από το εργατικό και αγροτικό κίνημα. Η κορυφαία, πάντως, αντιδικτατορική εκδήλωση ήταν η εξέγερση, και μάλιστα ένοπλη, του λαού των Χανίων τον Ιούλιο του 1938.
Η δικτατορία θα ενισχύσει ακόμα περισσότερο τους δεσμούς εξάρτησης με το ξένο κεφάλαιο, δείχνοντας, λόγω των κοινών, ιδεολογικών εθνικοσοσιαλιστικών καταβολών, ιδιαίτερη προτίμηση στο γερμανικό, που διεισδύει με ορμή στην ελληνική αγορά. Αξιοσημείωτη επίσης ήταν και η εισβολή του αμερικανικού κεφαλαίου στη χώρα, με την υπογραφή αποικιοκρατικών συμβάσεων για την εκμετάλλευση των εγχώριων πλουτοπαραγωγικών πηγών, όπως ήταν αυτή με την εταιρεία Πάουερ για τα νερά του ποταμού Αχελώου.
Βέβαια, οι παραδοσιακοί δεσμοί εξάρτησης της ελληνικής οικονομίας από τον αγγλικό ιμπεριαλισμό θα εξακολουθούν να κυριαρχούν. Τα «δικαιώματα» της Αγγλίας στη χώρα ήταν απαράγραπτα και δεν αμφισβητούνταν. Δεν θα ήταν υπερβολή αν ισχυριζόμασταν ότι η οικονομική υπόσταση της ελληνικής αστικής τάξης ήταν υποθηκευμένη στο αγγλικό κεφάλαιο. Οι αριθμοί μιλούν από μόνοι τους: το 67% του εξωτερικού χρέους της Ελλάδας ανήκε σε αγγλικά κεφάλαια, ενώ μόνο το 1,7% σε γερμανικά και το 1,65 σε ιταλικά. Το υπόλοιπο ποσοστό κατανεμόταν σε ΗΠΑ (σχεδόν 10%) και Γαλλία (7,5%).
Ο ίδιος ο Μεταξάς, άλλωστε, δεν έκρυβε τις προθέσεις του, μιλώντας ξεκάθαρα για τον προνομιακό ρόλο του αγγλικού κεφαλαίου στη χώρα και προβαίνοντας σε σειρά απροκάλυπτα ευνοϊκών προς αυτό μέτρων. Όπως θα τονίζει συχνά σε ομιλίες και συνεντεύξεις του «το δόγμα της Ελλάδας ήταν ότι δεν μπορούσε να βρεθεί σε αντίθετο στρατόπεδο εκτός εκείνου της Αγγλίας», ενώ λίγους μήνες μόνο πριν από την ελληνοϊταλική σύγκρουση, τον Μάιο του 1940, μιλώντας με Βρετανό δημοσιογράφο τόνιζε: «Είμεθα ουδέτεροι εφ’ όσον χρόνον η Αγγλία θέλει να είμεθα ουδέτεροι. Τίποτε δεν κάνομε χωρίς συνεννόησιν με την Αγγλία και, τις περισσότερες φορές, ό,τι κάνομε γίνεται κατά σύστασιν ή παράκλησιν της Αγγλίας. Η Ελλάς είναι ζωτικό τμήμα της αγγλικής αυτοκρατορικής αμύνης» [4]
Λίγους μήνες αργότερα, η επιλογή της ελληνικής αστικής τάξης και του κράτους της απέναντι στις απαιτήσεις της Ιταλίας και κατ’ επέκταση του Άξονα τον Οκτώβριο του 1940, θα επιβεβαιώσει πανηγυρικά τα παραπάνω.
Διαβάζοντας καλά τον αντίπαλο του και διατηρώντας έστω και οριακά την οργανωτική του συγκρότηση το επαναστατικό κομμουνιστικό κίνημα της εποχής θα κατορθώσει να διατυπώσει ακριβώς εκείνη τη στιγμή τη στρατηγική του, η οποία θα το καταστήσει στη συνέχεια πρωταγωνιστή της λαϊκής εποποιίας της δεκαετίας του 1940.
Σημειώσεις
[1] Μια γλαφυρή περιγραφή των συνθηκών την περίοδο της χρεοκοπίας του 1932 μας δίνει το παρακάτω απόσπασμα από το βιβλίο του Ν. Μπελογιάννη «Το ξένο κεφάλαιο στην Ελλάδα»: «Επόμενο ήταν κάτω απ’ αυτές τις συνθήκες να μεγαλώνει η απόγνωση κι η αγανάκτηση του λαού. Ο κόσμος άρχισε να κάνει γιουρούσι στους φούρνους. Οι πορείες πείνας πλήθαιναν καθημερινά. Ο Βενιζέλος έπρεπε να διαλέξει. Ή τα τοκομερίδια ή το ψωμί του λαού. Τελικά πήρε την απόφαση, αφού πρώτα ειδοποίησε το ΔΟΕ, ν’ αναστείλει τα χρεολύσια των εξωτερικών δανείων και να πληρώσει τα τοκομερίδια σε δραχμές. Μα κι οι δραχμές δεν ήταν εύκολο να οικονομηθούν. […] Για να σώσει την “πίστη” της χώρας, η κυβέρνηση επέβαλε, κάτω από τόσο τραγικές συνθήκες, καινούργιες φορολογίες 740 εκατομμυρίων, χωρίς να σωθεί μ’ αυτά η κατάσταση.
Και τότε –16.4.1932– ο Μαρής [σ.σ: ο υπουργός Οικονομικών] έστειλε ένα γράμμα στο ΔΟΕ και του δήλωνε ότι η κυβέρνηση ήταν αναγκασμένη να κηρύξει από την 1η του Μάη προσωρινό χρεοστάσιο και για τους τόκους. Έτσι, ήρθε η καινούργια χρεοκοπία».
[2] Ο αριθμός των νεκρών σε όλη την Ελλάδα μαρτυρά το μέγεθος της εξάπλωσης και της έντασης που είχε λάβει η εργατική πάλη σε όλη τη χώρα: Ηράκλειο Κρήτης 7 νεκροί, Καλαμάτα 7, Αθήνα 3, Αίγιο 2, Πειραιάς 1, Παγγαίο 1, Σάμος 1, Αλιβέρι 1.
[3] Τα μέλη, τα στελέχη, οι φίλοι και οι οπαδοί του κόμματος που συνελήφθησαν κατά την περίοδο της δικτατορίας Μεταξά ανέρχονται σύμφωνα με υπολογισμούς στις 45.000 και αυτοί που βασανίστηκαν στις 80.000 Υπολογίζεται ότι οι κομμουνιστές που κρατούνταν στη φυλακή ή είχαν σταλεί στην εξορία ανέρχονταν στις 2.000 και ήταν διασκορπισμένοι ως εξής: 630 στην Ακροναυπλία, 220 στην Ανάφη, 230 στον Άη Στράτη, 170 στην Αίγινα και την Κέρκυρα, 130 στη Φολέγανδρο, 500 στην Τρίπολη και σε άλλες φυλακές, 17 στο Ασβεστοχώρι, 50 στην Ίο, 50 στην Αμοργό και την Πύλο, διάφορες μικροομάδες στα σανατόρια της Αθήνας, της Πάτρας, της Κατερίνης κ.λπ.
[4] Τα μυστικά αρχεία του Φόρεϊν Όφις, εκδ. Πάπυρος, Αθήνα, 1971, σελ. 76.
- το κείμενο έχει βασιστεί στο βιβλίο του συντρόφου Α. Σειρηνίδη «Όλοι στ’ άρματα, όλα για τη νίκη! Ο λαϊκός επαναστατικός πόλεμος του Δημοκρατικού Στρατού Ελλάδας 1946-1949»