Γέννημα των αντιμαχόμενων εθνικισμών στο εσωτερικό της πρώην Γιουγκοσλαβίας που το μετέτρεψαν σε πεδίο ανελέητων συγκρούσεων και σφαγών μεταξύ 1998-1999 και της νατοϊκής επιδρομής του 1999 που οδήγησε στο διαμελισμό της τελευταίας, το Κόσοβο (Κοσυφοπέδιο), μονομερώς ανεξάρτητο από τη Σερβία από το 2008 και αναγνωρισμένο από το μεγαλύτερο μέρος των χωρών της ΕΕ και του ΝΑΤΟ, συνεχίζει να περιδινίζεται μεταξύ εθνικισμών, πολιτικής αστάθειας και φτώχειας.

Δεν θα μπορούσε να γίνει διαφορετικά. Το Κόσοβο είναι ένα νατοϊκό προτεκτοράτο με ισχυρή στρατιωτική νατοϊκή παρουσία – την KFOR στην οποία συμμετέχει ελληνική δύναμη, παρόλο που η Ελλάδα για διάφορους λόγους δεν έχει αναγνωρίσει επίσημα το Κόσοβο-, εντός του οποίου νομοτελειακά κανένα αίτημα αυτοδιάθεσης, ειρηνικής συνύπαρξης και αλληλοσεβασμού ανάμεσα στην αλβανική πλειοψηφία και την ισχυρή σέρβικη μειονότητα στα βόρεια δεν θα μπορούσε ποτέ να βρει τη δικαίωση. Πόσο μάλλον την ώρα που η υποτελής κυβέρνηση του Κόσσοβου εντείνει την εθνικιστική της πρακτική και ρητορεία υποστηριζόμενη από το αλβανικό κράτος –και τον πάντα παρόντα μεγαλοϊδεατισμό του τελευταίου για τη Μεγάλη Αλβανία-, ενώ το σερβικό κράτος πριμοδοτεί πολλαπλώς τον σερβικό εθνικισμό στο Κόσσοβο.

Η σπίθα που άνοιξε πάλι τη φωτιά της σύγκρουσης στην περιοχή ήταν η τοποθέτηση το Μάιο του 2023 Αλβανών δημάρχων στις περιοχές του βόρειου Κοσόβου, με σερβική πλειοψηφία, ύστερα από δημοτικές εκλογές που οι σερβικοί πληθυσμοί είχαν καταγγείλει και μποϋκοτάρει. Η απόπειρα εγκατάστασης των Αλβανών δημάρχων προκάλεσε κύμα σφοδρών αντιδράσεων και συγκρούσεων με τις αρχές ασφαλείας αλλά και με τις νατοϊκές δυνάμεις, με πολλούς τραυματίες και από τις δυο πλευρές.

Λίγους μόνο μήνες μετά, με την ένταση να υποβόσκει, συνέβη στις 22-23 Σεπτέμβρη αυτό που από ανεξάρτητες πηγές περιγράφεται ως ένα από τα πιο «σοβαρά περιστατικά από το 2008 και την ανακήρυξη της ανεξαρτησίας του Κοσσυφοπεδίου». Συγκεκριμένα σε ενέδρα που είχε στήσει ένοπλη ομάδα εναντίον Κοσοβάρων αστυνομικών, σκοτώθηκε ένας αστυνομικός. Λίγο αργότερα στο σημείο της επίθεσης, ομάδα περίπου 30 βαριά οπλισμένων ανδρών -σερβικής καταγωγής σύμφωνα με τις αρχές ασφαλείας- , επιτέθηκαν εκ νέου στiς αστυνομικές μονάδες που είχαν σπεύσει για ενίσχυση. Στη συνέχεια η ίδια ομάδα κατέλαβε μοναστήρι στην περιοχή Μπάνισκο όπου και οχυρώθηκε. Ύστερα από επέμβαση των αστυνομικών και στρατιωτικών δυνάμεων του Κοσόβου και ανταλλαγή σφοδρών πυρών, τρεις από τους ενόπλους σκοτώθηκαν, ενώ οι υπόλοιποι κατάφεραν να διαφύγουν, αφήνοντας πίσω τους βαρύ οπλισμό (εκτοξευτές χειροβομβίδων, ρουκετοβόλα, ένα τεθωρακισμένο και ένα τζιπ).

Οι Αρχές του Κοσόβου κατηγόρησαν επίσημα το Βελιγράδι κάνοντας λόγο για ομάδα που εισήλθε από τη Σερβία στο Κοσοβο, ενώ τόνισαν ότι εκεί κατέφυγαν όσο κατάφεραν να εγκαταλείψουν το Μπάνισκο. Αντίθετα το Βελιγράδι, δίνοντας υπό μια έννοια κάλυψη στη ενέργεια, επέρριψε την ευθύνη της έντασης στις πολιτικές καταπίεσης του σερβικού πληθυσμού στην περιοχή.

Αξίζει να σημειώσουμε ότι η Μόσχα κατηγόρησε ευθέως την κυβέρνηση του Κοσόβου ως υπεύθυνη «για το αίμα που χύθηκε» την Κυριακή, ενώ προειδοποίησε ότι υπάρχει ο κίνδυνος να συρθεί «ολόκληρη η περιοχή των Βαλκανίων σε μια επικίνδυνη άβυσσο».
Αντίθετα το ΝΑΤΟ σε μια σαφή κίνηση της σημασίας που αποδίδει στην παρουσία στην ευρύτερη περιοχή ανακοίνωσε ότι «εξουσιοδότησε την ανάπτυξη επιπλέον δυνάμεων για την αντιμετώπιση της τρέχουσας κατάστασης στο Κόσοβο».

Με τον πόλεμο στην Ουκρανία να μαίνεται, απαιτώντας διαρκώς διευθετήσεις στα υπόλοιπα δευτερεύοντα μέτωπα, η εν εξελίξει κρίση στην καρδιά των πολύπαθων Βαλκανίων μόνο ανησυχία μπορεί να προκαλεί στους λαούς τους. Το διαχρονικό πρόταγμα του διεθνιστικού μετώπου των λαών της Βαλκανικής ενάντια στον εθνικισμό, τον πόλεμο και τον ιμπεριαλισμό τίθεται εμφατικά! Για το εγχώριο κίνημα αυτό πρακτικά σημαίνει -μεταξύ άλλων- και πάλη για την άμεση αποχώρηση του ελληνικού στρατού από το Κόσοβο.