Ο Δεκέμβρης του 2008 και η καπιταλιστική κρίση [Κείμενο του συντρόφου Άρη Σ. που διαβάστηκε στην εκδήλωση παρουσίασης της Ατζέντας του Ταμείου αλληλεγγύης φυλακισμένων και διωκόμενων αγωνιστών στις 27 Ιανουαρίου 2023 στην ΑΣΟΕΕ]

Το θέμα της παρούσας ομιλίας είναι ο Δεκέμβρης του 2008 και η παγκόσμια καπιταλιστική κρίση. Δηλαδή το αν – και αν ναι σε τι βαθμό- υπάρχει κάποιου είδους αιτιώδης σχέση ανάμεσα στη Εξέγερση του 2008 και στη νέα οικονομική -και κατά προέκταση κοινωνική και πολιτική -πραγματικότητα που εγκαθιδρύεται ύστερα από το ξέσπασμα τον Σεπτέμβριο του 2008 της διεθνούς οικονομικής κρίσης.

Για να απαντήσουμε στα παραπάνω ερωτήματα, ωστόσο, θα πρέπει πρώτα να τοποθετηθούμε –έστω επιγραμματικά- πάνω στα δύο βασικά σκέλη του θέματος. Δηλαδή στο τι ήταν ο Δεκέμβρης και τι είναι η κρίση.

Όσον αφορά τον Δεκέμβρη ένας πολύ συνοπτικός ορισμός θα μπορούσε να είναι ο ακόλουθος: ο Δεκέμβρης του 2008 ήταν μια κοινωνική Εξέγερση με κινητήρια δύναμη τη νεολαία και ειδικά τη μαθητική και πολιτικό πρωταγωνιστή το αναρχικό κίνημα. Υπήρξε δε η σημαντικότερη στιγμή της ταξικής πάλης από τη Μεταπολίτευση.

Από τον ορισμό αυτό βέβαια προκύπτουν αυτομάτως νέα ερωτήματα, η απάντηση των οποίων θα έδινε έναν πιο ολοκληρωμένο και αναλυτικό ορισμό. Θα περιοριστώ να αναδείξω τρία. Πώς ορίζεται η νεολαία ως ταξικό υποκείμενο, ποια είναι εκείνα τα ειδοποιά χαρακτηριστικά που την έκαναν διαχρονικά υποκείμενο των εξεγέρσεων και των επαναστάσεων, ειδικότερα πώς προσλαμβάνει τη νεότητα η ταξική και πώς η αστική ματιά. Και θα ήθελα να τονίσω το σημείο αυτό, γιατί είναι νομίζω αποκαλυπτικό του χάσματος που υπάρχει ανάμεσα στις δύο οπτικές: η αστική οπτική αναγνωρίζει μεν την ύπαρξη της εξεγερτικότητας της νεολαίας, την ερμηνεύει όμως ως έκφραση και απόδειξη της επιπολαιότητας της, της αφέλειας της, της αδυναμίας της εν τέλει να κατανοήσει την πραγματικότητα, σε αντίθεση με την κομμουνιστική όσο και με την αναρχική ματιά που ταυτίζει το νέο με το πρωτότυπο, το μοντέρνο, το πρωτοποριακό, το ριζοσπαστικό, και για αυτό το επαναστατικό, κάνοντας τον Μαγιακόφσκι μάλιστα να ταυτίζει τη νεότητα με τον κομμουνισμό («ο κομμουνισμός είναι η νιότη του κόσμου»).

Ακόμα, τι δηλώνει για τις κοινωνικές, πολιτικές και κινηματικές ανακατατάξεις που έχουν συντελεστεί στην ελληνική κοινωνία στη μεταπολιτευτική περίοδο ότι είναι το αναρχικό κίνημα, ένα κίνημα σχετικά νεαρό και όχι με πολύ μεγάλες κοινωνικές ρίζες, αυτό το οποίο σφραγίζει την πιο εμβληματική στιγμή της ταξικής πάλης των τελευταίων δεκαετιών; Και τέλος τι άραγε σημαίνει για την ένταση του κοινωνικού ανταγωνισμού της μεταπολιτευτικής εποχής, ότι είναι ο Δεκέμβρης η κορυφαία στιγμή του. Και κάνω αυτήν την επισήμανση γιατί ασφαλώς όσο μεγάλος και να ήταν ο Δεκέμβρης του 2008 δεν παύει σε σύγκριση με τις πολιτικές και ταξικές κορυφώσεις των αμέσως προηγούμενων δεκαετιών της μεταπολίτευσης να φαντάζει μικρός.

Όσον αφορά το δεύτερο σκέλος, την κρίση, ένας πολύ επιγραμματικός ορισμός θα μπορούσε να είναι ο εξής: Κρίση όπως έλεγε ο Μαρξ είναι η «βίαιη εξωτερίκευση των καπιταλιστικών αντιθέσεων, αλλά και η βίαιη εξομάλυνσή τους». Εκεί ακριβώς, σε αυτές τις αντιθέσεις, βρίσκεται και η βαθύτερη, η εσωτερική αιτία των κρίσεων. Και συγκεκριμένα στη δομική αντίθεση που ενυπάρχει στον πυρήνα της ίδιας της κεφαλαιοκρατικής σχέσης, αυτής ανάμεσα στον κοινωνικό χαρακτήρα των παραγωγικών δυνάμεων από τη μια με τις σχέσεις ατομικής ιδιοκτησίας στα μέσα παραγωγής από την άλλη, αντίθεση που στις συνθήκες του σύγχρονου μονοπωλιακού καπιταλισμού-ιμπεριαλισμού (της πρωτοφανούς παραγωγικής και κεφαλαιακής συγκέντρωσης και συσσώρευσης), βρίσκει την πιο ακραία έκφραση της, ωθώντας στα έσχατα όρια όλες τις αντιθέσεις που απορρέουν από αυτήν: την αντίθεση ανάμεσα στους λαούς και τον ιμπεριαλισμό, την αντίθεση ανάμεσα στις ίδιες τις ιμπεριαλιστικές δυνάμεις και πάνω από όλα την κύρια, αυτήν ανάμεσα στο κεφάλαιο και την εργασία.

Τα πρώτα συμπτώματα της κρίσης εμφανίστηκαν το 2007 στην αγορά των ενυπόθηκων στεγαστικών δανείων των ΗΠΑ. Ακολούθησε η κυρίως φάση, που ξεκίνησε στις 15 Σεπτεμβρίου 2008 (κατάρρευση Lehman Brothers) και εξαπλώθηκε ταχύτατα σε όλο τον χρηματοπιστωτικό τομέα. Τα γιγαντιαία κυβερνητικά πακέτα στήριξης δεν κατάφεραν να αντιστρέψουν την πορεία που άρχισε να εκδηλώνεται τους επόμενους μήνες στη λεγόμενη πραγματική οικονομία : κλείσιμο παραγωγικών μονάδων, πτώση των ρυθμών ανάπτυξης, επίσημη είσοδος σε ύφεση σχεδόν για το σύνολο των αναπτυγμένων καπιταλιστικών χωρών. Ενώ οι νέες κρατικές απόπειρες σταθεροποίησης θα φέρουν στο προσκήνιο ορμητικά μια ακόμα πτυχή της κρίσης, τα δημοσιονομικά ελλείμματα και το υψηλό δημόσιο χρέος.

Η κρίση του 2008 δεν ήρθε βέβαια από το πουθενά. Ενσωμάτωσε σε ανώτερο επίπεδο διαδικασίες, αντιφάσεις, τομές, και συνέχειες όλων των προηγούμενων κρίσεων-ορόσημο στην ιστορική πορεία του καπιταλισμού. Στην ουσία αποτελεί μια κρίση της στρατηγικής με την οποία ο διεθνής καπιταλισμός -ιμπεριαλισμός επιχείρησε να απαντήσει στην κρίση του 1973 προκειμένου να στερεώσει και να ανατάξει τις δύο σταθερές του καπιταλιστικού συστήματος ∙ αφενός τους τρόπους απόσπασης υπεραξίας, και αφετέρου τους όρους της ιμπεριαλιστικής επέκτασης και λεηλασίας.

Από οικονομικής άποψης ήταν μια κρίση ποσοστού κέρδους και υπερσυσσώρευσης. Γεννήθηκε στον σκληρό πυρήνα του καπιταλιστικού συστήματος, στη σφαίρα της παραγωγής, εκεί που παράγεται και αποσπάται η υπεραξία. Αιτία της ήταν η μείωση της αξίας του μεταβλητού κεφαλαίου, δηλαδή της εργατικής δύναμης και μοναδικής παραγωγού αξίας και υπεραξίας άρα και κέρδους, σε σχέση με το σταθερό κεφάλαιο, γεγονός που έριξε το ποσοστό κέρδους και τη δυνατότητα κερδοφόρας αξιοποίησης των κεφαλαίων που είχαν συσσωρευτεί από την εντατική εκμετάλλευση της εργατικής δύναμης, τόσο στο κέντρο όσο και στην καπιταλιστική περιφέρεια. Η ανεπαρκής αξιοποίησης του κεφαλαίου στη σφαίρα της παραγωγής είχε σαν αποτέλεσμα τη «μετανάστευση» του στον χρηματοπιστωτικό τομέα, όπου και η κρίση διογκώθηκε με την εκτίναξη του πλασματικού-χρηματικού κεφαλαίου (στα τέλη του 2007, η πλασματική αξία των παραγώγων και των CDS ήταν 11 φορές μεγαλύτερη του παγκόσμιου ΑΕΠ), μεταθέτοντας παράλληλα τον χρόνο εκδήλωσης της για το απώτερο μέλλον, πριν γυρίσει ξανά εκεί όπου επωάστηκε, στην πραγματική οικονομία, πιο απειλητική με τη μορφή της ύφεσης. Στο μεταξύ ωστόσο είχε προλάβει να φορτωθεί με τη μορφή του δημόσιου χρέους στις πλάτες του εργαζόμενου λαού, το οποίο θα γίνει για να ξαναθυμηθούμε τον Μαρξ «ένας από τους πιο ενεργητικούς μοχλούς πρωταρχικής συσσώρευσης». Με το ίδιο «μαγικό ραβδί με το οποίο προίκισε με γεννοβόλο δύναμη το μη παραγωγικό χρήμα μετατρέποντας το σε κεφάλαιο» με το ίδιο ραβδί θα λέγαμε ότι μετέτρεψε το χρέος των κεφαλαιοκρατών στους εργαζόμενους σε χρέος των εργαζομένων στο κεφάλαιο και το προϊόν της λεηλασίας των ιμπεριαλιστικών μητροπόλεων στις εξαρτημένες χώρες σε χρέος των εξαρτημένων χωρών στους ιμπεριαλιστές.

Με άλλα λόγια η κρίση του 2008 ήταν μια κρίση του τύπου συσσώρευσης και των όρων συνολικής αναπαραγωγής του συστήματος. Και ως τέτοια δεν μπορούσε παρά να πλήξει στον πυρήνα τους τις ιδεολογικές συντεταγμένες του συστήματος, διαψεύδοντας τις μέχρι τώρα «προφητείες» των αστικών επιτελείων για το «τέλος της ιστορίας» και την ικανότητα του «αόρατου χεριού της αγοράς» να ρυθμίζει τις δυσλειτουργίες της. Αλλά και τη διάχυτη αστική προσδοκία ότι η επιστημονική και τεχνολογική έκρηξη, οι « νέες οικονομία της γνώσης» ή η άυλη εργασία, θα γινόταν το ελιξίριο για την αιώνια νεότητα του καπιταλισμού. Απέδειξε την πλήρη υπεροχή της μαρξιστικής θεωρίας για τις κρίσεις, την ισχύ του νόμου της πτωτικής τάσης του μέσου ποσοστού κέρδους, τη οργανική σχέση της τεχνολογίας στην όξυνση των καπιταλιστικών αντιθέσεων.

Την ίδια ώρα η κρίση αναδιέτασσε πλήρως τους διεθνείς συσχετισμούς ισχύος. Η κινητήρια δύναμη του παγκόσμιου καπιταλισμού και επίκεντρο της κρίσης, οι ΗΠΑ, εισέρχονται σε φάση οπισθοχώρησης, νέοι ιμπεριαλισμοί όπως η Κίνα και η Ρωσία ανέτελλαν, την ίδια στιγμή που η υποτίθεται καλά θωρακισμένη Ενωμένη Ευρώπη από ασπίδα την πρώτη διετία μετατρέπεται σε επιταχυντή της κρίσης, με κάποιους από τους πιο αδύνατους κρίκους όπως η Ελλάδα να γίνονται πεδίο πρωτοφανών στρατηγικών ιμπεριαλιστικής λεηλασίας και ταξικής αφαίμαξης. Ειδικότερα η κρίση του ελληνικού καπιταλισμού, ως έκφραση της γενικότερης κρίσης του παγκόσμιου καπιταλισμού, επικαθορίζεται από τον θέση της στην ιμπεριαλιστική αλυσίδα, και είχε ως αποτέλεσμα την οριστική αποκαθήλωση της φενάκης της «ισχυρής Ελλάδας των υψηλών ρυθμών ανάπτυξης και του ευρώ» των τελευταίων 20 ετών, αποκαθήλωση στην οποία η ελληνική άρχουσα τάξη απάντησε με στρατηγική τομή μακράς πνοής, με τη σημαντικότερη ανασυγκρότηση-αναδιάρθρωση που έκανε μετά τον Εμφύλιο και στους τρεις βασικούς πυλώνες της. Δηλαδή στους όρους της ταξικής εκμετάλλευσης, της πολιτικής κυριαρχίας και της ιμπεριαλιστικής εξάρτησης.

Σήμερα 15 χρόνια μετά την εκδήλωση της, τα αποτελέσματα της καπιταλιστικής στρατηγικής απέναντι στην κρίση επιβεβαιώνουν εμφατικά αυτό που η επαναστατική θεωρία και ιστορική εμπειρία έχουν αποστάξει. Η γενικευμένη καταστροφή παραγωγικών δυνάμεων, η πάλη για την κατάκτηση νέων αγορών και η πληρέστερη εκμετάλλευση των παλαιών που συντελούνται με πρωτοφανείς ρυθμούς, προετοιμάζουν – και έχουν ήδη πραγματοποιήσει- νέες κρίσεις ακόμα πιο εκτεταμένες και ολέθριες όσο και ιδιότυπες, περιορίζοντας παράλληλα τα μέσα για την αποτροπή τους.

Σε μια τέτοια ακριβώς συγκυρία βρισκόμαστε σήμερα: Μπροστά στο ξέσπασμα μια νέας μείζονος κρίσης και μιας υπεραντιδραστικού χαρακτήρα ανασυγκρότησης των παραγωγικών σχέσεων, η οποία θα αναπροσαρμόσει ποιοτικά τον καπιταλισμό, εγκαινιάζοντας νέες ακόμα πιο ολοκληρωτικές μορφές κρατικής καταπίεσης, ταξικής εκμετάλλευσης και ιμπεριαλιστικών συγκρούσεων.

Και ακριβώς στο έδαφος αυτό, έστω και αχνά έστω και αντιφατικά, έστω αναντίστοιχα, προβάλλει η άλλη τάση, η τάση του προλεταριάτου και των λαών, η τάση των δυνάμεων της κοινωνικής και ταξικής απελευθέρωσης, η ιστορική τάση που ασφυκτιά κάτω από τον πολυποίκιλο ακρωτηριασμό των καπιταλιστικών παραγωγικών σχέσεων, η τάση που πολεμά ως όρο ύπαρξης της πλέον για νέες παραγωγικές σχέσεις σε μη εκμεταλλευτική βάση, με κοινωνικοποιημένα μέσα παραγωγής χωρίς ατομική ιδιοκτησία και κράτος, με αναπτυσσόμενες παραγωγικές δυνάμεις στη βάση των προτεραιοτήτων που θέτουν οι απελευθερωμένες από τις ιδεολογικές μεσολαβήσεις του σαθρού καπιταλιστικού εποικοδομήματος κοινωνικές-εργατικές ανάγκες.

Έκφραση αυτών των τάσεων, σάρκα από τη σάρκα τους ήταν, για να έρθω και στο αρχικό ερώτημα, ο Δεκέμβρης του 2008. Σε πείσμα μιας ευθύγραμμης μηχανιστικής και εν τέλει αστικής αντίληψη που βγάζει έξω τον Δεκέμβρη από αυτήν την κοσμογονία, κραδαίνοντας ημερομηνίες και ρωτώντας αφελώς αν είχε προλάβει να φτάσει στην Ελλάδα η κρίση, ο Δεκέμβρης ανήκει ιστορικά και πολιτικά στην εποχή της καπιταλιστικής κρίσης. Και την λέμε αστική γιατί ακριβώς δεν κατανοεί την κρίση σαν μια ιστορική διαδικασία, σαν ένα συνεχές του όποιου το σημείο καμπής, η έκρηξη, δεν είναι κάποιο ατύχημα, κάποιο απρόοπτο γεγονός, ή ένα κραχ όπως χαρακτηριστικά το αποκαλούν οι αστοί ιστορικοί ακριβώς για να μυστικοποίησουν την προέλευση και το χαρακτήρα του, αλλά οργανικό μέρος ενός προτσές του οποίου η πλέον καταστρεπτική φάση, μπορεί να μη συμπίπτει χρονικά με το Δεκέμβρη, συνδέεται όμως με αυτόν με αναρίθμητα ορατά και μη νήματα. Μπορεί λοιπόν ο Δεκέμβρης να μην επισυμβαίνει την καθαυτή περίοδο της κρίσης, είναι όμως χαρακτηριστικό παράδειγμα των όρων διαμόρφωσης της. Ουσιαστικά κυοφορείται και συντελείται εντός της πραγματικότητας που ορίζουν όλες οι αντιδραστικές ταξικές κοινωνικές και πολιτικές αναδιαρθρώσεις που έλαβαν χώρα την αμέσως προηγούμενη περίοδο, και οι οποίες δρομολόγησαν την κρίση. Ειδικότερα ο Δεκέμβρης είναι η απάντηση στις αστικές στρατηγικές στην παιδεία, την εργασία, τον δημόσιο χώρο, είναι η απάντηση στη νέου τύπου καταστολή απέναντι στη νεολαία, είναι η απάντηση στις καπιταλιστικές αναδιαρθρώσεις για να μπούμε στο ευρώ, η απάντηση για το προλεταριακό –και σε αξιοσημείωτο βαθμό νεανικό- αίμα που κρυβόταν πίσω από τους υψηλούς ρυθμούς ανάπτυξης της “ισχυρής Ελλάδας”, η απάντηση στο χυδαίο ηθικό και αξιακό εποικοδόμημα που ορθωνόταν στην κούφια κοινωνική ευημερία και ειρήνη των καταναλωτικών δανείων και των φουσκών του χρηματιστηρίου. Η απάντηση δηλαδή σε όλα αυτά που γέννησαν την κρίση.

Ως τέτοια ήταν μια απάντηση κοινωνική, λαϊκή, ταξική, νεολαιίστικη, αντικαπιταλιστική, αντικρατική. Μια απάντηση απέναντι στο εφιαλτικό παρόν και παράλληλα μια πολιτική κατάθεση μπροστά στο μέλλον που ενστικτώδικα αντιλαμβανόταν ότι ερχόταν. Και ακριβώς επειδή ήταν έτσι τροφοδότησε με έμπνευση, δύναμη, ορμή -και εδώ είναι η καθοριστική συμβολή του Δεκέμβρη- τον κύκλο αγώνων της καθεαυτής περιόδου της κρίσης 2010 -2012, οι οποίοι χωρίς αυτόν δεν θα είχαν πάρει την ένταση και τη δυναμική που έλαβαν.

Ασφαλώς οι απαντήσεις του Δεκέμβρη ήταν μερικές, ατελείς. Και πώς να μην είναι όταν όλη την προηγούμενη περίοδο ένα μεγάλο τμήμα τόσο του αναρχικού όσο και του αριστερού κινήματος έμοιαζε να ενστερνίζεται πλήθος από τα μεταμοντέρνα ιδεολογήματα και τις αστικές θεωρίες της ήττας, αποδεχόμενο το τέλος της εργατικής τάξης και της ταξικής πάλης, διαγράφοντας την επαναστατική ιστορία της χώρας από την παράδοση του, εξοβελίζοντας από το λεξιλόγιο του τις έννοιες του «λαϊκού» και του «νεολαίου», για να τις αντικαταστήσει με τις πολιτικές των ταυτοτήτων, ή αρνούμενο την έννοια του ιμπεριαλισμού, ή απλά διαστρέφοντας την ουσία του για να περιγράψει τον ελληνικό καπιταλισμό, τον όποιο λίγο ή πολύ τον αντιλαμβανόταν ακριβώς όπως τον έλεγε ο Σημίτης, δηλαδή ως “αναπτυξιακή ατμομηχανή”.

Πώς έτσι να προετοιμαστεί το κίνημα για την κρίση και τα αμείλικτα ερωτήματα της, πώς να στοχαστεί για βαθύτερες πολιτικές προγραμματικές απαντήσεις, για πιο ολοκληρωμένες οργανωτικές συνδέσεις που θα μπορούσαν να προσδώσουν στην εξέγερση πολιτικό βάθος ικανό να διαμορφώσει όρους πολιτικής κρίσης και γιατί όχι όρους παρατεταμένης επαναστατικής κρίσης;

Τίθεται τότε το ερώτημα, πώς αυτό το κίνημα με τις τόσες αντιφάσεις κατάφερε τελικά να δημιουργήσει κάτι τόσο μεγάλο, πρωτοποριακό, κάτι ουσιωδώς μοντέρνο, πώς κατάφερε δηλαδή να πρωταγωνιστήσει στην κορυφαία στιγμή της ταξικής πάλης των τελευταίων δεκαετιών. Ευτυχώς η ιστορία δεν είναι τόσο μηχανιστική, ούτε τόσο τακτοποιημένη, όσο οι από καθέδρας θεωρητικοί φαντάζονται. Και μπορεί πράγματι όπως έλεγε ο Λένιν χωρίς επαναστατική θεωρία να μην υπάρχει επαναστατικό κίνημα, ωστόσο από την άλλη όπως έλεγε ο Μαρξ ένα βήμα πραγματικού κινήματος αξίζει όσες χίλιες σελίδες θεωρίας και προγράμματος. Και τελικά ακόμα και τη θεωρία για να την κατανοήσεις, αλλά για να την ανανεώσεις και να την εμπλουτίσεις, αυτό μόνο μέσα από την πράξη μπορεί να επιτευχθεί.

Ψηλαφώντας κάποιες φορές στα τυφλά, σε ένα περιβάλλον σύγχυσης, πολιτικού αποπροσανατολισμού, κατάρρευσης ιστορικών βεβαιοτήτων και μαζικής ιδιώτευσης, αλλά και αστείρευτης την ίδια στιγμή συντροφικότητας και αγωνιστικότητας, οι αγωνιστές και αγωνίστριες του αναρχικού κινήματος, εκείνη η αλησμόνητη δρακογενιά της δεκαετίας του 1990 και του 2000, η γενιά των μαθητικών καταλήψεων του 1991, του Πολυτεχνείου του 1995, των Εξαρχείων, των εξεταστικών, της υποδοχής Κλίντον, των φοιτητικών, της αλληλεγγύης στη 17 Ν, της Θεσσαλονίκης του 2003, η γενιά του αντιφασιστικού αγώνα, των απαλλοτριώσεων, των χωσιμάτων και των συγκρούσεων μπόρεσε έχοντας ένα πραγματικά μοναδικό κοινωνικό ταξικό ένστικτο, να προσανατολιστεί σωστά στους λαβυρίνθους της ταξικής πάλης διαμορφώνοντας τους όρους για υπάρξει ο Δεκέμβρης, κάνοντας τη δική της μικρή –αλλά πραγματική – έφοδο στον ουρανό!

Σήμερα 15 χρόνια μετά, το επαναστατικό κίνημα μέσα από τις πολλαπλές του διαδρομές, μέσα από μια αναπόφευκτα αντιφατική πορεία ρήξεων, υποχωρήσεων, λαθών και υπερβάσεων, παραμένει δυναμικά στο προσκήνιο, καλούμενο να αναμετρηθεί με τα νέα -και τολμώ να πω ακόμα πιο δύσκολα- ερωτήματα που η δομική κρίση του καπιταλιστικού συστήματος και ο ιμπεριαλιστικός πόλεμος θέτουν. Σε αυτό ακριβώς το φόντο ο Δεκέμβρης του 2008, ως μια σύγχρονη κοινωνική εξέγερση, συνεχίζει να αποτελεί πολύτιμο εφόδιο για την επεξεργασία και τη διαμόρφωση των νέων θέσεων μάχης μας. Όχι βέβαια ως μια απόπειρα προσαρμογής των χαρακτηριστικών του στις σημερινές συνθήκες, ούτε ως μια μουσειακού τύπου μνήμη αποκομμένη από τη σύγχρονη πραγματικότητα, αλλά ως διαλεκτική υπέρβαση του, δηλαδή ως ζώσα ιστορία, ως οργανικό μέρος της «κίνησης που καταργεί την υπάρχουσα τάξη πραγμάτων».