Ταξική Αντεπίθεση | Νέος ποινικός κώδικας και κώδικας ποινικής δικονομίας : Το ακόνισμα ενός εργαλείου ταξικής κυριαρχίας και κρατικής καταπίεσης
«…Καθώς όμως πλησιάζει το μέλλον που κυοφορεί γεγονότα, αυτά που μέλλονται να γίνουν, το μολύβι μου θροΐζει μέσα στους ψυχρούς τοίχους αυτού του τσιμεντένιου τάφου, που είναι χτισμένος πάνω στην κρύα σας συνείδηση. Θρόισμα που ανατριχιάζει το δέρμα και μπροστά του εγώ νιώθω ένα κρύο, ένα κρύο ηθικό και ανθρώπινο… Δεν θα αφήσω να σκοτώσουν τα συναισθήματά μου ούτε τη γνώμη μου ούτε να σβήσουν την κραυγή μου ούτε την παιδικότητά μου, ούτε την ελευθερία που πάλλεται μέσα μου. Δεν θα αφήσω να αλυσοδέσουν τις αξίες μου με ψέματα: αυτές αποτελούν το άλας της ύπαρξής μου, την τροφή μου. Δεν είμαι βουητό, είμαι κραυγή πολέμου μέσα από την ατελείωτη νύχτα της σκοτεινιάς των φυλακών…» Χοσέ Ταρίο Γονσάλες (Τρέξε, Άνθρωπε, Τρέξε – Ημερολόγιο από τις Φυλακές FIES)
Η κυβέρνηση της Νέας Δημοκρατίας από το 2019 έως και σήμερα παρεμβαίνει διαρκώς στην ποινική νομοθεσία, με όλες τις αλλαγές να έχουν ως κοινό παρονομαστή την αυστηροποίηση των ποινών, την ένταση της καταστολής εναντίον της αγωνιζόμενης κοινωνίας και την ποινικοποίηση της φτώχειας. Με διάχυτο ποινικό λαϊκισμό και με ενδεικτικές των στοχεύσεών της, τις δηλώσεις του υπουργού Δικαιοσύνης Φλωρίδη ότι: «Τέρμα με τον δικαιωματισμό, τώρα θα ασχοληθούμε με τα δικαιώματα των θυμάτων», κατατέθηκε πρόσφατα προς διαβούλευση στη Βουλή ένα νέο σχέδιο τροποποιήσεων και παρεμβάσεων στον Ποινικό Κώδικα και τον Κώδικα Ποινικής Δικονομίας.
Προτού δούμε όμως προσεκτικά τις «μεταρρυθμίσεις» αυτές, ώστε να αντιληφθούμε το μέγεθος των αλλαγών που κομίζουν όσο και το τι σηματοδοτούν σε κοινωνικό επίπεδο, θα πρέπει πρώτα να δώσουμε μια απάντηση στο τι είναι αυτή η ίδια η ποινική νομοθεσία. Γιατί αντίθετα από ότι η αστική ιδεολογία διαχρονικά διατείνεται, η ποινική νομοθεσία δεν είναι ένα ουδέτερο πολιτικά και ταξικά εργαλείο «πάταξης του εγκλήματος», ακριβώς γιατί και το ίδιο γενικά το «έγκλημα» δεν παράγεται ούτε «εν κενώ», ούτε εξαιτίας «της ανθρώπινης φύσης», αλλά στο έδαφος της δοσμένης υλικής, κοινωνικής και ταξικής πραγματικότητας, εκείνης δηλαδή που διαφυλάσσει και θεωρεί νόμιμο, ιερό και απαραβίαστο το μεγαλύτερο και πρωταρχικό έγκλημα, αυτό της εκμετάλλευσης ανθρώπου από άνθρωπο. Σε αυτό ακριβώς λοιπόν το αυστηρά καθορισμένο ταξικά και αξιακά πλαίσιο, η ποινική νομοθεσία συμπυκνώνει ένα -αντίστοιχης προέλευσης- σύνολο κρίσεων για όλες τις πλευρές της κοινωνικής ζωής : από το τι είναι δίκαιο και τι άδικο και από το χαρακτήρα και το περιεχόμενο του εγκλήματος ως έννοια, μέχρι την μεταχείριση του παραβάτη, με τελικό σκοπό τη διαφύλαξη και τη διαιώνιση του καπιταλιστικού συστήματος εκμετάλλευσης. Υπό αυτήν την έννοια δεν μπορεί να τεθεί ποτέ ζήτημα μιας δίκαιης ποινικής νομοθεσίας μέσα σε συνθήκες καπιταλισμού, όπως παράλληλα δεν μπορούν να γίνουν αντιληπτές οι τροποποιήσεις της, πόσο μάλλον κάποιες τόσο βαθιές όπως είναι αυτές που φέρνει ο νέος ποινικός κώδικας, παρά μόνο μέσα από το πρίσμα της ανάγκης προσαρμογής ενός βασικού εργαλείου κρατικής και ταξικής καταπίεσης όπως είναι η ποινική νομοθεσία, στις διαρκώς οξυμένες ανάγκες του κράτους και του κεφαλαίου, εντός των συνθηκών δομικής κρίσης και πολέμου, όπως είναι αυτές που διανύουμε.
Ας δούμε τώρα επιγραμματικά τις κυριότερες αλλαγές που φέρνει ο νέος ποινικός κώδικας. Τα πλαίσια των ποινών αυξάνονται τόσο επί συρροής πλημμελημάτων (από 8 έτη το μέγιστο όριο γίνεται 10), όσο και επί κακουργημάτων (από τα 20 έτη το μέγιστο όριο γίνεται 25), για τα οποία κακουργήματα αυξάνεται εν γένει το όριο της κάθειρξης στα 20 έτη, από τα 15 που ίσχυαν έως σήμερα. Παράλληλα, εξισώνεται η απόπειρα με την τετελεσμένη πράξη και η ποινή του συνεργού με αυτή του αυτουργού. Πλάι στη αύξηση των ποινών έρχεται και η μερική ή ολική έκτιση ποινών για τα πλημμελήματα, όταν η ποινή που επιβάλλεται είναι μεγαλύτερη του ενός έτους, με δυνατότητα χορήγησης αναστολής μόνο αν ο κατηγορούμενος δεν έχει καταδικαστεί προηγουμένως σε ποινή μεγαλύτερη του ενός έτους, προβλέποντας παράλληλα την δυνατότητα έκτισης ποινών με τους εναλλακτικούς τρόπους της κοινωφελούς εργασίας – όπως είναι η μετωνυμία της εργασίας χωρίς μισθό και δικαιώματα, τα οφέλη της οποίας θα αξιοποιήσουν καπιταλιστικές επιχειρήσεις όπως Δήμοι και Περιφέρειες – με ή της μετατροπής της ποινής σε χρήμα για ποινές φυλάκισης έως 2 έτη. Συνεπώς, επιβάλλεται δίχως εξαιρέσεις η πραγματική έκτιση στη φυλακή για τις ποινές των τριών ετών και άνω.
Στο πλαίσιο αυτό αλώβητος δεν θα μπορούσε να μείνει ο θεσμός της υφ’ όρων απόλυσης. Έως και σήμερα ο κάθε κρατούμενος δικαιούται να αιτηθεί την υφ’ όρων απόλυσή του, όταν συμπληρωθούν οι τυπικές προϋποθέσεις που θέτει ο νόμος και μόνο με ειδική αιτιολογία μπορεί το δικαστικό συμβούλιο να την αρνηθεί. Πλέον αυτή θα εναπόκειται στην ουσιαστική κρίση του συμβουλίου, το οποίο θα κρίνει στη βάση της επικινδυνότητας του εγκλήματος που έχει τελεστεί και των ατομικών και κοινωνικών χαρακτηριστικών του δράστη, ανεξαρτήτως των τυπικών προϋποθέσεων συμπλήρωσης του χρόνου κράτησης. Έτσι ο κρατούμενος ξανακρίνεται και ξαναδικάζεται για ένα έγκλημα για το οποίο έχει ήδη καταδικαστεί. Την νέα αυτή ρύθμιση βέβαια την έχουμε δει ήδη να εφαρμόζεται άτυπα στους πολιτικούς κρατούμενους, οι αιτήσεις αποφυλάκισης πολλών από τους οποίους απορρίπτονται γιατί δεν υποβάλλουν δηλώσεις μετανοίας.
Η αλλαγή αυτή σε συνδυασμό με αλλαγές που επήλθαν με τον σωφρονιστικό κώδικα του 2022, ο οποίος σε πολλές περιπτώσεις κατέστησε αδύνατο το δικαίωμα στην τακτική και εκπαιδευτική άδεια, είναι σίγουρο ότι θα οδηγήσει σε διόγκωση του πληθυσμού των φυλακών (ενδεικτικά αναφέρεται ότι η πληρότητα των φυλακών το 2021 ανερχόταν σε 110%, ενώ τα αγροτικά καταστήματα λειτουργούσαν με το 35% της χωρητικότητάς τους). Άλλωστε νέα «καταστήματα κράτησης» ήδη κατασκευάζονται ενώ παράλληλα διαμορφώνεται το κατάλληλο έδαφος για την εισαγωγή του θεσμού των ιδιωτικών φυλακών.
Οι αλλαγές δεν σταματούν εδώ καθώς προβλέπεται επιπρόσθετα η ενίσχυση των μονομελών συνθέσεων των δικαστηρίων, τα οποία κατ’ ουσία θα εκδικάζουν τις περισσότερες υποθέσεις και άρα η τύχη του κατηγορουμένου θα εξαρτάται από την κρίση ενός και μόνο δικαστή, ενώ παράλληλα αυξάνονται οι τιμές στα παράβολα, περιορίζονται οι αναβολές σε μία, καταργείται η ενδιάμεση διαδικασία των συμβουλίων σε πολλά κακουργήματα, προβλέπεται η δυνατότητα εξέτασης με ηλεκτρονικά μέσα μάρτυρα, πραγματογνώμονα, τεχνικού συμβούλου, διαδίκου ακόμη και η απολογία του κατηγορουμένου με αυτόν τον τρόπο και καταργείται η υποχρέωση εμφάνισης στο ακροατήριο μάρτυρα αστυνομικού, λαμβάνοντας ως δεδομένη την κατάθεσή του κατά την προδικασία. Στην τελευταία αυτή ρύθμιση θα πρέπει να δοθεί ιδιαίτερη προσοχή καθώς κατά την εμφάνιση τους στο ακροατήριο και δεδομένης της δυνατότητας του κατηγορουμένου να τους υποβάλλει ερωτήσεις, τις περισσότερες φορές καταδεικνύεται η ανακολουθία των λεγομένων τους, αφού πέφτουν σε αντιφάσεις, γεγονός που επιτρέπει να καταδειχθούν τα στημένα από της ΕΛΑΣ και τις επιμέρους υπηρεσίες της κατηγορητήρια, κάτι το οποίο το έχουμε δει πολλές φορές να συμβαίνει σε δίκες αγωνιστ(ρι)ών.
Τέλος, αναφορικά με τις αλλαγές που επιχειρούνται θα πρέπει να σημειωθεί ότι στο αδίκημα της διατάραξης δημόσιων υπηρεσιών γίνεται πρόβλεψη της ειδικής επιβαρυντικής περίστασης «με φωνασκίες» και με ειδική μνεία να γίνεται στα νοσοκομεία, επιχειρώντας με αυτόν τον τρόπο να σταματήσουν τις παρεμβάσεις στις δημόσιες υπηρεσίες και δη στο χώρο της υγείας. Δεν έχει περάσει άλλωστε πολύς καιρός από τις διαμαρτυρίες εργαζομένων στο ΕΣΥ και αλληλέγγυων, ενάντια στην υποβάθμιση της δημόσιας υγείας κατά την πανδημία, οι οποίες ενόχλησαν ιδιαίτερα την κυβέρνηση, αφού ανέδειξαν άμεσα την κρατική ευθύνη έναντι της ατομικής και το ατελέσφορο της κατασταλτικής διαχείρισης της πανδημίας.
Δε θα μπορούσαμε επίσης να μη σταθούμε στη ρητορική που ακολουθείται από την κυβέρνηση προκειμένου να παρουσιαστούν ως επωφελείς προς το κοινωνικό σύνολο οι επικείμενες αλλαγές. Εκμεταλλευόμενοι την πρόσφατη επικαιρότητα με τις καταστροφικές πυρκαγιές του προηγούμενου καλοκαιριού καθώς και την ένταση της έμφυλης και ενδοοικογενειακής βίας, διατείνονται ότι με τα νέα νομοθετήματα θα πατάξουν τα φαινόμενα αυτά. Η μόνη λύση που φυσικά προσφέρεται είναι η αυστηροποίηση των ποινών, ανάγοντας αφενός τις πυρκαγιές σε φαινόμενο το οποίο προκαλείται από ενέργειες κακόβουλων ατόμων (βλ. στοχοποίηση των μεταναστών για τη φωτιά στο δάσος της Δαδιάς), με παρεπόμενη ποινή μάλιστα τη δήμευση της περιουσίας τους και όχι εξαιτίας της κρατικής αδιαφορίας και της καπιταλιστικής ανάπτυξης και αφετέρου την έμφυλη και ενδοοικογενειακή βία σε φαινόμενα που λαμβάνουν χώρα επειδή οι ποινές δεν είναι αρκετά αυστηρές. Για τις μεν πυρκαγιές στην πραγματικότητα τα μέτρα δασοπροστασίας είναι στην καλύτερη περίπτωση ελλιπή, δεν προσλαμβάνεται μόνιμο και ειδικά εκπαιδευμένο προσωπικό ενώ καμένες εκτάσεις παραχωρούνται από το κράτος σε ξένο και ντόπιο κεφάλαιο προς «αναπτυξιακούς» σκοπούς. Για τη δε ενδοοικογενειακή βία με το νέο νομοθέτημα αναγνωρίζεται η ψυχολογική βία, μόνο ως προς τα ανήλικα θύματα, χωρίς καν σαφή ορισμό αυτής και δεν υπάρχει καμία πρόβλεψη στο πεδίο της προληπτικής αντιμετώπισης για την καταπολέμηση των έμφυλων διακρίσεων και την προστασία της παιδικής ηλικίας. Ενδεικτικά της υποκρισίας τους είναι ότι δεν ενισχύονται οι φιλικοί χώροι εξέτασης των παιδιών θυμάτων, τα λεγόμενα «Σπίτια του παιδιού», τα οποία υποτυπωδώς λειτουργούν μόνο εντός Αττικής και δεν αλλάζει η ουσία και οι διαδικασίες, οι οποίες οδηγούν τα θύματα και τις επιζώσες να μην μιλάνε, όπως ακριβώς είναι η εμπλοκή τους σε χρονοβόρες, κοστοβόρες και ψυχοφθόρες διαδικασίες, που το δύσπιστο δικαστικό σύστημα, αναζητά το ιδεατό θύμα που κατήγγειλε αμέσως και θυμάται κάθε λεπτομέρεια της κακοποιητικής συμπεριφοράς που υπέστη.
Το κοινωνικό έδαφος για να επέλθουν οι αλλαγές αυτές είχε προετοιμαστεί καιρό τώρα. Από τις πομπώδεις μουσικές στα δελτία ειδήσεων που συνοδεύουν τις εικόνες κουκουλωμένων και δεμένων με χειροπέδες κατηγορουμένων που σύρονται στις αίθουσες των δικαστηρίων, με τις εκκλήσεις να σαπίσουν οι εγκληματίες στη φυλακή, μαζί με τις πολιτικές φτωχοποίησης και εξαθλίωσης και την αναγωγή του ατομικισμού σε ύψιστη αξία, κράτος και κεφάλαιο με την αρωγή των πάντα πιστών τους ΜΜΕ, προσφέρουν θέαμα, δημιουργώντας ένα κοινό που διψάει για αίμα. Μεθοδικά και σε βάθος χρόνου δημιουργήθηκε ένα κλίμα αδιαφορίας για τις συνθήκες που επικρατούν στις ελληνικές φυλακές και επικράτησε σε ένα μεγάλο μέρος της κοινωνίας ο κυνισμός της εσαεί τιμωρίας του αποστήματος που τόλμησε να παραβεί τους κανόνες δικαίου.
Από πλευράς μας δε θα μπορούσαμε να μην επισημάνουμε και να καταδείξουμε τον χαρακτήρα της νέας ποινικής αντιμεταρρύθμισης. Οι αλλαγές αυτές καταδεικνύουν τον χαρακτήρα κράτους και κεφαλαίου. Όταν τα συμφέροντά τους κινδυνεύουν απεκδύονται του «φιλελεύθερου» μανδύα τους, δίνοντας χώρο στην ωμή καταστολή και την περιστολή ακόμη και των ίδιων δικαιωμάτων που διατείνονται ότι αποτελούν το θεμέλιο του συστήματός τους. Με τις μεταρρυθμίσεις αυτές λοιπόν, πέραν των δικαιωμάτων και των ελαχίστων εγγυήσεων για την αξιοπρεπή μεταχείριση των κατηγορουμένων και των φυλακισμένων, τα οποία κερδήθηκαν με πολυετείς και σκληρές μάχες εντός και εκτός των τειχών, τα οποία επί τους ουσίας καταργούνται, εντείνεται η ταξική ανισότητα και η οικονομική αφαίμαξη, με την αύξηση των τιμών των παραβόλων, την υποχρεωτική ουσιαστικά εκπροσώπηση από συνήγορο επί των πλημμελημάτων, αφού η φυλάκιση είναι η πιο πιθανή κατάληξη και τον διπλασιασμό του κόστους της εξαγοράσιμης ποινή από 5 ευρώ τη μέρα σε 10.
Ταυτόχρονα, οι αλλαγές αυτές επιχειρούνται σε μια συγκυρία κατά την οποία η επίθεση προς την τάξη μας γίνεται όλο και πιο λυσσαλέα: από την επικείμενη τροποποίηση του άρθρου 16 του Συντάγματος με την επί της ουσίας κατάργηση της δημόσιας παιδείας, τις απαγορεύσεις των διαδηλώσεων και των απεργιών, τη διάλυση του ΕΣΥ και της δημόσιας υγείας, τις πολιτικές φτωχοποίησης, την επίθεση προς την αγωνιζόμενη κοινωνία και τις δομές του ανταγωνιστικού κινήματος. Σε μια συγκύρια ακόμα, όπου το ελληνικό κράτος συμμετέχει ενεργά στο μέτωπο της Ουκρανίας, της Παλαιστίνης και της Μ. Ανατολής, έχοντας δεκάδες ετοιμοπόλεμες νατοϊκές βάσεις στο εσωτερικό του, σε μια συνθήκη δηλαδή πολεμική που ως τέτοια επιβάλλει και αντίστοιχου τύπου ποινική δικαιοσύνη και καταστολή στα μετόπισθεν, στοιχεία που με τη σειρά τους στρώνουν το έδαφος για την ανάπτυξη του ίδιου του φασιστικού φαινομένου (εθνικισμός, μιλιταρισμός) αλλά και του κοινωνικού εκφασισμού.
Σε αυτό λοιπόν το πλαίσιο το ελληνικό κράτος θωρακίζεται. Το δόγμα της μηδενικής ανοχής και της προληπτικής αντιεξέγερσης εφαρμόζονται μαζί με το αναβαθμισμένο νομικό και κατασταλτικό οπλοστάσιο, ώστε να καθυποτάξουν κάθε αντίσταση και να αντιμετωπίσουν τους αγώνες και τις εκρήξεις που θα ξεσπάσουν.
Όλες και όλοι μας ξέρουμε ότι η δικαιοσύνη τους είναι ταξική, δομημένη να εξυπηρετεί τα συμφέροντα τους και στρέφεται εναντίον των εργατριών, των μεταναστών, των φτωχοδιάβολων και όσων βιώνουν στο πετσί τους τη στυγνότητα του καπιταλιστικού συστήματος. Η ατιμωρησία για τη δολοφονία εκατοντάδων μεταναστ(-ρι)ών στην Πύλο από το ελληνικό κράτος και το λιμενικό του, η προσπάθεια συγκάλυψης του κρατικο-καπιταλιστικού εγκλήματος στα Τέμπη, η υπόθαλψη και η προστασία από την αστυνομία και την αστική δικαιοσύνη των οργανωμένων μαφιών trafficking και διακίνησης ναρκωτικών, οι δολοφονίες Ρομά, δίπλα στις εξώσεις και τους πλειστηριασμούς κατοικιών λαϊκών οικογενειακών και τις εργατικές δολοφονίες, αποδεικνύουν για μια ακόμη φορά ότι δεν μπορεί να υπάρξει δικαιοσύνη την ίδια στιγμή που συντηρείται το αδηφάγο σύστημα που παράγει τις ίδιες τις αιτίες της αδικίας.
Χρέος μας να υψώσουμε αναχώματα αντίστασης και αλληλεγγύης, να αγωνιστούμε ενάντια στον νέο ΠΚ και ΚΠΔ, ως πτυχή του αγώνα για την περιφρούρηση και τη διεύρυνση των κοινωνικών και πολιτικών κατακτήσεων και συνάμα ως αιχμή του συνολικού μας αγώνα ενάντια σε κράτος, κεφάλαιο, ιμπεριαλισμό και πατριαρχία. Να εργαστούμε για την οργάνωση και την προετοιμασία ενός επαναστατικού σχεδίου, του μόνο ικανού εν τέλει παράγοντα για τη νίκη των επιμέρους αγώνων.
ΝΑ ΜΗ ΠΕΡΑΣΟΥΝ Ο ΝΕΟΣ ΠΚ ΚΑΙ ΚΠΔ- ΤΑΞΙΚΟ ΜΕΤΩΠΟ ΕΝΑΝΤΙΑ ΣΤΙΣ ΚΡΑΤΙΚΕΣ ΚΑΙ ΚΑΠΙΤΑΛΙΣΤΙΚΕΣ ΑΝΑΔΙΑΡΘΡΩΣΕΙΣ – ΜΟΝΗ ΔΙΚΑΙΟΣΥΝΗ Η ΠΡΟΛΕΤΑΡΙΑΚΗ – ΟΙ ΝΟΜΟΙ ΚΑΤΑΡΓΟΥΝΤΑΙ ΣΤΑ ΟΔΟΦΡΑΓΜΑΤΑ
Όλοι-ες στις αγωνιστικές κινητοποιήσεις ενάντια στον νέο Ποινικό Κώδικα [Συγκέντρωση Κυριακή 21 Ιανουαρίου 13.00 Σύνταγμα]
Ταξική Αντεπίθεση – Ομάδα Αναρχικών και Κομμουνιστ(-ρι)ών