Ενδοαστικοί ανταγωνισμοί και πολιτικές ανακατατάξεις στο φόντο της ογκούμενης κοινωνικής δυσαρέσκειας και της επαπειλούμενης νέας «δημοσιονομικής αβεβαιότητας»

Οι κλυδωνισμοί που το τελευταίο διάστημα σημειώνονται στον κυβερνητικό σχηματισμό και το κόμμα της ΝΔ ύστερα από σειρά νομοθετικών και πολιτικών της κινήσεων (δικαστική και κοινοβουλευτικη διερεύνηση του εγκλήματος στα Τέμπη, γάμος ομοφύλων) αλλά και αλλεπάλληλων μείζονων κοινωνικών γεγονότων ( με τελευταίο τη γυναικοκτονία έξω από το ΑΤ Αγίων Αναργύρων), απειλούν την εσωκομματική της συνοχή και κλονίζουν την αξιοπιστία της –όπως δείχνουν ακόμα και φιλικές στην κυβέρνηση εταιρείες δημοσκοπήσεων- ακόμα και σε ένα κομμάτι των ίδιων της των ψηφοφόρων.

Τα Τέμπη αποτέλεσαν βαθιά ρωγμή στην νεοφιλελεύθερη ατζέντα του κυβερνητικού επιτελείου και έκαναν ορατά για ακόμα μια φορά τα αποτελέσματα των μνημονιακών πολιτικών. Το αίσθημα αγανάκτησης για τον πυρήνα της πολιτικής και τους επιμέρους χειρισμούς του κυβερνητικού και δικαστικού συμπλέγματος εξουσίας φουντώνει στην ατμόσφαιρα, την ίδια στιγμή που η κυβέρνηση –και ο πρωθυπουργός προσωπικά- αρνείται πεισματικά να θυσιάσει τον τέως υπουργό μεταφορών Καραμανλή ως πιόνι στην σκακιέρα, κίνηση που της υποδεικνύουν επικοινωνιολόγοι και δημοσιογραφικές πένες (βλ. Καθημερινή) που πάση θυσία επιδιώκουν την διατήρηση των υψηλών της ποσοστών και την παραμονή της στην εξουσία. Η διατήρηση της εσωτερικής συνοχής της κυβέρνησης αποτελεί πλέον ζητούμενο ειδικά μετά και την «παραίτηση» στενών συνεργατών του πρωθυπουργού που παρευρέθηκαν ως απεσταλμένοι του σε δεξίωση στην οικία του εγγυητή των – μέχρι χθες – συμφερόντων της Βαγγέλη Μαρινάκη.

Ο Βαγγέλης Μαρινάκης, ένας από τους ισχυρότερους ανθρώπους της ελληνικής αστικής τάξης, εφοπλιστής και ιδιοκτήτης των πιο γνωστών δημοσιογραφικών συγκροτημάτων όπως όλα δείχνουν βρίσκεται σε ρήξη με τον πρωθυπουργό και τη ΝΔ. Μια ρήξη που άρχισε να σχηματοποιείται από την περίοδο των υποκλοπών και αφορά μεταξύ άλλων και την υπόθεση NOOR 1 που ακόμα παραμένει ανοιχτή. Η απουσία αστικής αντιπολίτευσης στην Ελλάδα φαίνεται ότι θορυβεί ορισμένα τμήματα της αστικής τάξης και της Αμερικανικής Πρεσβείας που διαβλέποντας συγκρούσεις συμφερόντων και φθορά στο κυβερνητικό σχηματισμό αναστηλώνουν την αντιπολίτευση στον Μητσοτάκη και την κυβέρνηση του. Για την αστική τάξη δεν είναι βέβαια πρωτόγνωρα πράγματα αυτά, η σοσιαλδημοκρατία ανέκαθεν αποτελούσε το «αριστερό» δεκανίκι της ώστε η λαϊκή δυσαρέσκεια για την φτώχεια, την καταπίεση και την αδικία που έχει γίνει επίσημος νόμος του κράτους, να παραμένει οριοθετημένη και να εκτονώνεται στα αστικοκοινοβουλευτικά πλαίσια.

Την ίδια ώρα η σοβούσα οικονομική κρίση, παρά την πρόσκαιρη –όσο και φαινομενική- της αποκλιμάκωση, επιστρέφει όπως ομολογούν εμμέσως κορυφαίοι οικονομικό παράγοντες όπως ο Διοικητής της Τράπεζας της Ελλάδας Γ. Στουρνάρας, που στην πρόσφατη έκθεση του κρούει το καμπανάκι για μια νέα φάση «δημοσιονομικής αβεβαιότητας» στο όχι τόσο μακρινό μέλλον. Γεγονός που τροφοδοτεί την πολιτική αστάθεια, εν όψει και Ευρωεκλογών, διαμορφώνοντας ένα καθόλα ρευστό περιβάλλον που οι ενδοσυστημικοί ανταγωνισμοί (μεταξύ άλλων και παράνομου και νόμιμου κεφαλαίου) φουντώνουν.

Σε αυτό το πλαίσιο η εξαγορά της εφημερίδας Ελευθεροτυπίας -με το παραδοσιακό κεντροαριστερό στίγμα – από τον Βαγγέλη Μαρινάκη, ο μυστικός δείπνος πριν από δυο μήνες του ίδιου με τον πρόεδρο του ΣΥΡΙΖΑ σε μαγαζί εστίασης στο Κουκάκι, η πάσα της εφημερίδας «ΤΑ ΝΕΑ» (επίσης ιδιοκτησίας Μαρινάκη και με διευθυντικά στελέχη πολύ γνωστά πρώην μέλη της εξ. Αριστεράς) στα κόμματα της αντιπολίτευσης για την πρόταση μομφής με αφορμή την κυβερνητική μονταζιέρα που ενοχοποιούσε τον σταθμάρχη, μπορεί να διαβαστεί μόνο ως απόπειρα (και από ότι φαίνεται επιτυχημένη) για τη συγκρότηση ελεγχόμενης αντιπολίτευσης προς όφελος αδυσώπητης μερίδας του κεφαλαίου. Μιας αντιπολίτευσης που αφού ανταποδώσει στους πολιτικούς και οικονομικούς ευεργέτες της τα «δώρα» που συμφωνήθηκαν θα αναλάβει έργο. Αφού υποκλιθεί ξανά στους ισχυρούς, με τα χέρια βουτηγμένα στο αίμα θα ξεπλύνει το φιλελεύθερο της προσωπείο υποσχόμενη ακόμα μεγαλύτερο τσάκισμα των εργατικών συμφερόντων και ακόμα μεγαλύτερη πρόσδεση στο άρμα των ΗΠΑ, της ΕΕ και βέβαια του Ισραήλ.
Αν πάντως κάτι υπογραμμίζουν όλα τα παραπάνω, πέρα από το ζόφο της αστικής πολιτικής και την οργανική διαπλοκή του κεφαλαίου και των ξένων πρεσβειών στη χάραξη της, είναι η αδήριτη αναγκαιότητα να εμφανιστεί ισχυρή, αναβαθμισμένη και οργανωμένη πολιτικά η εργατική, λαϊκή, προλεταριακή αντιπολίτευση, η ταξική αντιπολίτευση, η μόνη ικανή δύναμη που μπορει να φρενάρει τους ποικιλώνυμους σχεδιασμούς κυβερνήσεων, κεφαλαίου, ιμπεριαλιστών ανοίγοντας έτσι το δρόμο για τις ανατροπές που έχει ανάγκη η εποχής μας.