Δημήτρης Κουφοντίνας : Φοβισμένη, διατεταγμένη, ταξική, η δικαιοσύνη έπεσε στο 27% και συνεχίζει… (Αναδημοσίευση από την Εφημερίδα των Συντακτών 10.05.24)

Πριν από χρόνια, ένας εισαγγελέας φυλακής παραδέχθηκε ότι είχα όλες τις προϋποθέσεις για να πάρω άδεια. «Οπότε; θα την πάρω;», ρώτησα, για να απαντήσει αφοπλιστικά: «Μη μου ζητάς να πηδήσω απ’ το παράθυρο».

Δεν ξέρω πόσο θάρρος χρειάζεται ένας εισαγγελέας για να τηρήσει τον νόμο. Ξέρω όμως ότι ο εισαγγελέας του Κορυδαλλού, που ενέκρινε την πρώτη μου άδεια, ύστερα από 8 χρόνια απορρίψεων, είδε να τον σπρώχνει από το παράθυρο ο εισαγγελέας του Α.Π., ασκώντας του πειθαρχική δίωξη. Από το ίδιο παράθυρο έσπρωξε και τον εισαγγελέα που ενέκρινε τη δεύτερη άδεια. Ισως το ίδιο παράθυρο, πιο απειλητικό πια, καθώς είχε εδραιωθεί ήδη η κυβέρνηση Μ., αντίκρισαν οι τρεις εισαγγελείς της Κασσαβέτειας, που, ενώ μου είχαν εγκρίνει ο καθένας τους από μία άδεια μέχρι τότε, έκαναν ξαφνικά απότομη στροφή και με απέκλεισαν από τις άδειες, πριν ακόμη η κυβέρνηση Μ. το κάνει με φωτογραφικό νόμο λίγους μήνες αργότερα.

Αυτό το φοβισμένο πρόσωπο της Δικαιοσύνης βλέπουμε στις μείζονες υποθέσεις, όπως το σκάνδαλο των υποκλοπών και το έγκλημα στα Τέμπη, στις οποίες δικαστικοί κωλυσιεργούν ή αρχειοθετούν υποθέσεις, με τον φόβο ότι, αν αναφέρουν ονόματα πολιτικών στα οποία σκοντάφτουν, θα γκρεμιστούν από το παράθυρο σαν άλλους συναδέλφους τους που βρεθήκαν ακόμη και στα ειδικά δικαστήρια.

Η φοβισμένη δικαιοσύνη συμπορεύεται με τη διατεταγμένη δικαιοσύνη, την πρόθυμη να διεκπεραιώσει «ορθά» τις κρίσιμες υποθέσεις που αγγίζουν τον στενό πυρήνα της πολιτικής και οικονομικής εξουσίας. Είναι προφανές ότι η εκτελεστική εξουσία επιδιώκει πάντα να έχει τη δικαστική ως θεραπαινίδα. Αλλωστε, μπορεί θεσμικά να την ποδηγετεί μέσα από τον διορισμό της ηγεσίας των ανώτατων δικαστηρίων. Χαρακτηριστική ήταν η «βουτιά» στην επετηρίδα του πατρός Μητσοτάκη για να βρει την κατάλληλη γι’ αυτόν ηγεσία του Α.Π., καθώς και η οργή του βαθέος πυρήνα των εξουσιών που συνασπίστηκαν γύρω από τον υιό Μ., επιστρατεύοντας ακόμη και τον ΠτΔ (καίγοντάς τον έτσι), για να ακυρώσουν την επιλογή ηγεσίας που είχε κάνει το 2019 η κυβέρνηση Τσίπρα και να διορίσουν στις θέσεις αυτές τους δικούς τους.

Αυτονόητα τα παραπάνω από τη διαχείριση των πιο σημαντικών υποθέσεων.

● Το σκάνδαλο της ΕΛ.ΣΤΑΤ., που διόγκωσε τεχνηέντως τα νούμερα το 2009, ώστε να νομιμοποιηθεί η μνημονιακή λιτότητα και το κούρεμα των ομολόγων του PSI. Με πιέσεις της τρόικας (όπως προκύπτει από τα δημοσιεύματα του Τύπου αλλά και την παραδοχή Τσακαλώτου στο φόρουμ της «Κ»), οι υπεύθυνοι απαλλάχθηκαν με βούλευμα.

● Το σκάνδαλο Siemens ύστερα, με πιστοποιημένη εμπλοκή της Αγίας Οικογένειας. Οπως μάθαμε από τα Wikileaks, ο Σταϊκούρας μιλούσε τότε για διαπόμπευση του υιού Μ. Ομως η… «ανεξάρτητη δικαιοσύνη», όπως τη χαρακτήριζε τότε ειρωνικά η «Κ» της 30/7/2008, φρόντισε να βάλει τις βάσεις, ώστε ύστερα από 14 χρόνια κωλυσιεργίας να αθωωθούν όλοι οι κατηγορούμενοι -επί κυβέρνησης Μ.- στις 2/9/2022, ενώ έκλεισε κάθε παράθυρο στις αξιώσεις του ελληνικού Δημοσίου και του ΟΤΕ για αποζημιώσεις από τη Siemens.

● Το σκάνδαλο Novartis έκλεισε κι αυτό με τη βούλα της γνωστής δικαιοσύνης, χωρίς και πάλι να βρεθεί κανένας ένοχος. Αξίζει να σημειωθεί ότι κι αυτό το σκάνδαλο (όπως και της Siemens) δεν αποκαλύφθηκε από την ελληνική δικαιοσύνη, αλλά από τις ΗΠΑ, λόγω του ανταγωνισμού ανάμεσα στις πολυεθνικές, αμερικανικές και ευρωπαϊκές. Η Novartis το παραδέχθηκε και πλήρωσε στις ΗΠΑ πρόστιμο εκατοντάδων εκατομμυρίων για την παράνομη δράση της στην Ελλάδα, αλλά στην ίδια την Ελλάδα δεν πλήρωσε ούτε ευρώ. Η ελληνική Δικαιοσύνη αποφάνθηκε με βούλευμα στις 2/7/2022 –πάλι επί κυβέρνησης Μ.: Ολοι αθώοι. Κάτι αδιευκρίνιστα ποσά που βρέθηκαν σε Ελληνες πολιτικούς θάφτηκαν στα αρχεία.

Εξάλλου, ακόμα εκκρεμούν οι έρευνες για τους μεγαλοκαταθέτες εξωτερικού από τη Λίστα Λαγκάρντ (εδώ και 12 χρόνια) και τη λίστα Μπόργιανς (εδώ και 8 χρόνια). Μέσα στην τελευταία φέρεται να περιλαμβάνονται και τρία ονόματα γνωστών πολιτικών.

Ομως, όσο νωθρή είναι αυτή η δικαιοσύνη απέναντι στις οικονομικές και πολίτικες ελίτ και γαλαντόμα με τα χρήματα του ελληνικού λαού, τόσο σκληρή και άτεγκτη είναι απέναντι στους αδύναμους. Με καθαρά ταξική στόχευση επιβεβαιώνει πλήρως τα λόγια του Εδουάρδο Γαλεάνο, ότι «η δικαιοσύνη είναι σαν το φίδι, δαγκώνει μόνο τους ξυπόλυτους». Στις ελληνικές φυλακές στοιβάζονται κρατούμενοι με ποινές πάνω από 10 χρόνια και ισόβια σε ποσοστό 5 φορές μεγαλύτερο από τον μέσο όρο των άλλων ευρωπαϊκών χωρών, όπως σημειώνει ο δικαστής Χ. Σεβαστίδης («Εφ.Συν.» 13-14/1/2024), ενώ φαίνεται ότι στην Ελλάδα έχουμε τις πιο έντιμες και ενάρετες ελίτ, καθώς δεν έχουν βρεθεί παρά ελάχιστοι απ’ αυτούς στις φυλακές.

Εκεί, όμως, που αποκαλύπτεται προκλητικά το πρόσωπο της διατεταγμένης δικαιοσύνης είναι απέναντι στους πολιτικούς κρατούμενους, που σε συμμόρφωση με τις επιταγές της κυβέρνησης τους επιφυλάσσει εκδικητικά διαφορετική μεταχείριση, πέρα από κάθε έννοια δικαίου και με αδιάντροπη παραβίαση του νόμου τους.

Ετσι, το Συμβούλιο της Λαμίας απορρίπτει 4 και 5 φορές τις αιτήσεις των κρατούμενων για υφ’ όρον απόλυση, με διαδικασίες πολύμηνης καθυστέρησης κάθε φορά, ώστε να μακραίνει βασανιστικά τον χρόνο της κράτησης, όμως αποφυλάκισε με την πρώτη τον νεοναζιστή Μιχαλολιάκο, αποκαλύπτοντας ίσως και τις πολιτικοϊδεολογικές του προτιμήσεις. Το ίδιο Συμβούλιο, που, αρμόδιο για τις φυλακές Δομοκού, μόνο αυτό σε όλη την Ελλάδα, έχει παράνομα αποφασίσει με μια απίθανη νομική κατασκευή ότι ένας παλιός πολυϊσοβίτης που σε όλη την Ελλάδα έχει πρόσβαση στην αίτηση για απόλυση μετά τα 19 χρόνια πραγματικής φυλακής, στον Δομοκό πρέπει να συμπληρώσει 25, εφαρμόζοντας αναδρομικά νόμο σε αντίθεση με το Σύνταγμα.

Την ίδια στιγμή, σε αντίθεση με την απόφαση για τον Μιχαλολιάκο, τα Συμβούλια του Πειραιά, παρότι δέχονται ότι ο Σάββας Ξηρός μπορεί να αποφυλακιστεί με τα 19 χρόνια, απορρίπτουν τις αιτήσεις του κρατούμενου, γιατί απαιτούν να δηλώσει «ειλικρινή μετάνοια» και «αποστροφή για τις πράξεις του».

Με όλα αυτά και τόσα άλλα που έχουν εγχαραχτεί στην κοινωνική πείρα και μνήμη, δεν είναι παράξενο που η φοβισμένη, διατεταγμένη και τελικά ταξική δικαιοσύνη συγκεντρώνει τόσο χαμηλά ποσοστά εκτίμησης στις κοινωνικές μετρήσεις. Σύμφωνα με την έρευνα της Ρublic Issue της 3/4/2024, μόνο το 27% εμπιστεύεται τη δικαιοσύνη και τους δικαστές. Το 2018, το ποσοστό αυτό ήταν 53% και, το 2013, 63%. Και φαίνεται ότι η πτώση και η κατάπτωση θα συνεχίσει με γοργούς ρυθμούς.