Ο Νίκος Καββαδίας ο «ποιητής των ναυτικών», όπως χαρακτηρίστηκε γεννήθηκε σαν σήμερα στις 11 Γενάρη του 1910, στο Νίκολσκ Ουσουρίσκι (Nikolsk-Ussuriysky), μια επαρχιακή πόλη της περιοχής του Βλαδιβοστόκ στη Ρωσία. Αναδημοσιεύουμε ένα άρθρο του Nikolai Polikarpov για τη στήλη Προτάσεις βιβλίων των εκδόσεων Red N’ Noir.
Το σκίτσο που επιλέξαμε για κεντρική εικόνα του άρθρου έγινε από τον Γιώργο Μικάλεφ.
Δεν μπορείς να ζεις στην εποχή σου και να μένεις πίσω. Τι πα να πει αν γράφεις για τη θάλασσα. Όλα έχουν κοινωνικό υπόβαθρο.
(Νίκος Καββαδίας, συνέντευξη στο φοιτητικό περιοδικό «Πανσπουδαστική», Μάρτιος 1967)
Το βιβλίο του ναυτικού και λογοτέχνη Φίλιππου Φιλλίπου «Ο πολιτικός Νίκος Καββαδίας» (εκδόσεις Άγρα) αγγίζει ένα θέμα άγνωστο στο ευρύ κοινό. Ο Καββαδίας έχει μείνει γνωστός (και δικαίως) ως ποιητής της θάλασσας και των περιπλανήσεων. Ελάχιστα γνωστή είναι η πολιτική του συμπόρευση με την Αριστερά αλλά και η συμμετοχή του στο ΕΑΜ στη διάρκεια της Κατοχής. Το βιβλίο του Φ. Φιλίππου καλύπτει σε σημαντικό βαθμό το κενό αυτό και δίνει πλούτο στοιχείων, παρά τις αρκετές και χτυπητές πολιτικές αδυναμίες του συγγραφέα (όπως η ατομοκεντρική θεώρηση της ιστορίας που βασίζεται στο δίπολο ηρωοποίησης/δαιμονοποίησης και η απόπειρα αποπολιτικοποίησης του Άρη Βελουχιώτη και του Τσε, που παρουσιάζονται με ειδυλλιακό τρόπο ως «ρομαντικοί επαναστάτες» που συγκρούστηκαν με τον «σταλινισμό». Αλλά αυτό είναι ένα άλλο ζήτημα, που θα χαρούμε να το συζητήσουμε σε άλλο χρόνο…).
Ο Νίκος Καββαδίας υπήρξε ολιγόλογος και κλειστός σε σχέση με την πολιτική του δραστηριότητα, κι έτσι δεν έχουμε αρκετές πληροφορίες σχετικά με τη διαδικασία ένταξής του στην Αριστερά. Γνωρίζουμε με βεβαιότητα πως κατά τη διάρκεια της Κατοχής, όταν έμενε στο σπίτι της αδερφής του Τζένιας στην οδό Αγίου Μελετίου 10 στην Κυψέλη, εντάχθηκε στο ΕΑΜ, ενώ συμπαθούσε πολιτικά το ΚΚΕ. Παρότι δεν έχει εξακριβωθεί αν ήταν μέλος του ΚΚΕ, τόσο η Τζένια Καββαδία όσο και ο δικηγόρος και υπεύθυνος τους ΕΑΜ Εύβοιας Σταμάτης Καββαδίας υποστήριξαν με βεβαιότητας πως ο ποιητής δεν ήταν απλά «συνοδοιπόρος», αλλά είχε ενταχθεί και κομματικά στο ΚΚΕ. Παρά το θολό αυτό σημείο, αυτό που γνωρίζουμε με βεβαιότητα είναι πως ο Νίκος Καββαδίας συμμετείχε αρχικά στο ΕΑΜ Ναυτικών και στη συνέχεια στο ΕΑΜ Λογοτεχνών–Ποιητών, στο οποίο έφτασε στη θέση του γραμματέα μετά τη δίωξη του Θέμου Κορνάρου κατά τη διάρκεια της «λευκής τρομοκρατίας». Λίγους μήνες μετά, τον Οκτώβριο του 1945, ο Καββαδίας θα μπαρκάρει ως δόκιμος ασυρματιστής στο επιβατικό «Κορινθία» και θα αντικατασταθεί από έναν άλλο μεγάλο ποιητή, τον Νικηφόρο Βρεττάκο.
Ο ποιητής της θάλασσας έγραψε συνολικά έξι πολιτικά ποιήματα, από τα οποία μόλις τα δύο δημοσιεύθηκαν σε συλλογές του. Το πρώτο του αντιστασιακό ποίημα («Αθήνα 1943») δημοσιεύθηκε τον Δεκέμβριο του 1943 στο παράνομο περιοδικό «Πρωτοπόροι», μηνιαίο φιλολογικό όργανο των λογοτεχνών του ΕΑΜ, με το ψευδώνυμο Α. Ταπεινός. Γνωστότερο έμελλε να γίνει το ποίημα για τον αντιφασίστα ποιητή Φεντερίκο Γκαρθία Λόρκα που εκτελέστηκε από τους φρανκιστές. Ο Καββαδίας δημοσίευσε το ποίημα στις 19 Μαίου του 1945 στο αριστερό περιοδικό «Ελεύθερα Γράμματα», κατά τη διάρκεια της περιόδου της «λευκής τρομοκρατίας». Με αφορμή τη δολοφονία του Λόρκα, τον ισπανικό εμφύλιο, την καταστροφή της Γκερνίκα κλπ, ο Καββαδίας βρίσκει την ευκαιρία να μιλήσει και για την Ελλάδα της Κατοχής, για τους διακόσιους εκτελεσμένους κομμουνιστές στο σκοπευτήριο της Καισαριανής την πρωτομαγιά του 1944 και τη ναζιστική θηριωδία στο Δίστομο στις 10 Ιουνίου του 1944.
Το τρίτο πολιτικό του ποίημα το δημοσίευσε ο Καββαδίας στην επονίτικη «Νέα Γενιά»:
Στον τάφο του Επονίτη
Επέταξα τη σάκα μου και τρέχω με τουφέκια
Μικρούλης φαίνομαι Αδερφέ, το μάτι δεν με πιάνει
Στη μάχη όμως κουβάλησα χιλιάδες τα φουσέκια
κι ακόμα μ’ είδαν Γερμανούς να στρώνω στο ρουμάνι.
Στη γειτονιά με ξέχασε το τόπι, το ξυλίκι.
Και μοναχά που πέρναγα με το χωνί στο στόμα.
Παιδί! Μα με λογάριασαν οι λυσσασμένοι λύκοι.
Τεράστιο το κουράγιο μου. Και πού να δεις ακόμα.
Μια μέρα μας μπλοκάρανε. Δυο εμείς και αυτοί σαράντα,
Σφαίρα τη βρήκε την καρδιά που’μοιαζε με γρανίτη.
Σε μια γωνιά με θάψανε χωρίς ανθούς, μα πάντα
Σα ρόδο θα μοσκοβολάει ο τάφος του Επονίτη.
Η «Αντίσταση», το τέταρτο πολιτικό ποίημα του Καββαδία, δημοσιεύθηκε στο 14ο φύλλο του περιοδικού «Ελεύθερα Γράμματα» στις 10 Αυγούστου του 1945. Στην «Αντίσταση», ο Καββαδίας κάνει για μια ακόμα φορά αναφορά στον Λόρκα και τον αντιφασιστικό αγώνα της Ισπανίας. Επιπλέον, αναφέρεται και στην Πασιονάρια Ντολόρες Ιμπάρουρι, επικεφαλής του Ισπανικού Κομμουνιστικού Κόμματος από το 1942 έως το 1960. Οι τελευταίες δύο στροφές του ποιήματος κάνουν αναφορά στη γερμανική κατοχή και τη μάχη του Δεκέμβρη, ενώ εξισώνουν τον Άρη Βελουχιώτη (που είχε σκοτωθεί λίγους μήνες πριν καταδιωκόμενος από τους μοναρχοφασίστες και αποκηρυγμένος από το κόμμα του) με τον Διάκο και τον Κολοκοτρώνη:
Κύμα θανάτου ξαπολυούνται οι Γερμανοί.
Τ’ άρματα ζώνεσαι μ’ αρχαία κραυγή πολέμου.
Κυνήγι παίζουνε μαχαίρι και σκοινί,
οι κρεμασμένοι στα δεντρά, μπαίγνιο του ανέμου.
Κι’ απέ Δεκέμβρη στην Αθήνα και Φωτιά.
Τούτο της Γης το θαλασσόδαρτο αγκωνάρι.
Λικνίζει κάτου από το Δρύ και την Ιτιά
το Διάκο, τον Κολοκοτρώνη και τον Άρη.
Λίγες ημέρες πριν τη δημοσίευση της «Αντίστασης» τον Ιούνιο του 1945, ο Νίκος Καββαδίας συνυπέγραψε κείμενο διαμαρτυρίας, ζητώντας την «προστασία της ελευθερίας της σκέψης και των δημοκρατικών ελευθεριών του ελληνικού λαού». Μαζί με τον Καββαδία το κείμενο συνυπογράψανε σπουδαίες μορφές των ελληνικών γραμμάτων, όπως ο Καζαντζάκης, ο Σικελιανός, ο Βάρναλης, ο Ρίτσος, ο Κόντογλου, ο Τάσσος και η Αλεξίου. Αφορμή στάθηκε το πογκρόμ που εξαπέλυσαν παρακρατικοί κατά αριστερών εφημερίδων και καλλιτεχνών Ένα χρόνο μετά, τον Ιούνιο του 1946, η κυβέρνηση Τσαλδάρη προώθησε το τρομερό Γ’ Ψήφισμα, βάσει του οποίου χιλιάδες κομμουνιστές βρέθηκαν στο στόχαστρο του νέου «αντικομμουνιστικού κράτους των εθνικοφρόνων», γεμίζοντας τις φυλακές, τους τόπους εξορίας και τα εκτελεστικά αποσπάσματα. Τότε, πλήθος ελλήνων λογοτεχνών υπέγραψε κείμενο διαμαρτυρίας εναντίον του ψηφίσματος: Σικελιανός, Βάρναλης, Θεοτοκάς, Βενέζης, Ρίτσος, Κορδάτος, Βρεττάκος, Λουντέμης, Χαντζής, Αξιώτη. Ανάμεσά τους και ο Νίκος Καββαδίας. Κάποιοι εκ των υπογραφόντων, όπως ο Βενέζης και ο Θεοτοκάς, λίγο καιρό αργότερα ευθυγραμμίστηκαν πλήρως με τον κρατικό αντικομμουνισμό…
Το 1947 εκδόθηκε η ποιητική συλλογή «Πούσι», στην οποία ο Καββαδίας συμπεριέλαβε το ποίημα Federico Garcia Lorca, για το οποίο ο Κώστας Βάρναλης έγραφε στην εφημερίδα του ΚΚΕ «Ο Ρίζος της Δευτέρας»: «…ο ποιητής παίρνει φανερά και συνειδητά στάση υπέρ εκείνων (σ’ όποια γης!) που πολεμάνε για τη λευτεριά, υπέρ των τίμιων αγωνιστών του Λαού, που τους σκοτώνουν οι φασίστες τρομοκράτες (όποιας χώρας!). Και σ’ αυτή την περίσταση δεν φαίνεται απίθανο να συνεχίσει ο ποιητής τον ηρωικό αυτό δρόμο. Αλλά το ποίημα του Ισπανοτσιγγάνου Λόρκα αποτελεί και το κλειδί να βρούμε το βαθύτερο κοινωνικό περιεχόμενο των άλλων του ποιημάτων. Η συμπάθειά του για τους ναυαγούς της θάλασσας και της ζωής (όλοι, και ζωντανοί και πνιγμένοι, είναι ναυαγοί) φανερώνει ποιος είναι ο Αίτιος πίσω από το πούσι που τον κρύβει. Ο Αίτιος και ο Υπεύθυνος για τον σκοτωμό των ανθρώπων του Λαού, είτε με τον πόλεμο είτε με την πείνα, και για το πνευματικό και ηθικό τους σκοτάδι είναι ο ίδιος διεθνικός Μινώταυρος, ο καπιταλισμός που στην ακμή του εκφυλισμού του και στην ώρα της πτώσης του γίνεται χίλιες φορές πιο αιμοβόρο θεριό».
Παρά τη στήριξη του Βάρναλη, ο Καββαδίας αντιμετωπίστηκε με επιφυλακτικότητα από τους κύκλους της αριστερής διανόησης. Η τέχνη του δεν ήταν αρκούντως στρατευμένη και ο ίδιος ήταν εξαιρετικά φειδωλός ως προς την πολιτική του τοποθέτηση. Χρειάστηκαν να περάσουν πολλά χρόνια για να κάνει επίσημη επανεμφάνιση, δίνοντας μια σύντομη συνέντευξη στην πατρινή αριστερή εφημερίδα «Δημοκρατική πορεία», στις 20 Φεβρουαρίου του 1966. Σύμφωνα με τον Γεράσιμο Ρηγάτο, η συνέντευξη αυτή, παρότι δεν είχε κανένα πολιτικό περιεχόμενο, δημιούργησε κλίμα εμπιστοσύνης, ώστε να δοθεί τον Μάρτιο του 1967 συνέντευξη στο φίλα προσκείμενο στη Δημοκρατική Νεολαία Λαμπράκη έντυπο «Πανσπουδαστικη» (τις συνεντεύξεις του Καββαδία μπορεί να τις βρει κάποιος στο βιβλίο του Μιχάλη Γελασάκη: Νίκος Καββαδίας. Ο αρμενιστής ποιητής, εκδ. Άγρα).
Σε ερώτηση πώς εξηγεί την αγάπη που έδειξαν για την ποίησή του τα πλατύτερα στρώματα, απάντησε: «Είναι γιατί κι εγώ αγαπάω αυτά τα πλατύτερα στρώματα. Ζω μαζί τους. Κι αυτά που γράφω είναι ο δικός τους μόχθος –κι ο δικός μου». Στη συνέχεια, σαν μια κατάφαση στο φοιτητικό κίνημα που αναπτύχθηκε με ραγδαίους ρυθμούς στη δεκαετία του ’60, ο Καββαδίας εκδηλώνει το θαυμασμό του για τους φοιτητές: «Τους εθάυμασα στην Κατοχή, όταν περιφρονούσαν καθημερινά τους επιδρομείς, Ιταλούς και Γερμανούς. Και τους χαίρομαι ακόμα, όταν αψηφούν σε κάθε κρίσιμη ώρα τις αρνητικές δυνάμεις». Στο τέλος, ο ποιητής εκφράζει την έντονη δυσφορία του για τη μεταστροφή του Αμερικάνου συγγραφέα Τζον Στάινμπεκ και τη στήριξη που προσέφερε στον βρώμικο πόλεμο των ΗΠΑ στο Βιετνάμ: «Για εμένα έχει πέσει πια τελείως. Όχι από προκατάληψη. Από σιχαμάρα πια. Γιατί εκείνα τα ωραία πράγματα που έγραψε, υποτίθεται ότι είναι ψεύτικα. Τους έδωσε μια και τα πέταξε με το πόδι του, όταν κάθισε και είπε εκείνα τα βρωμερά για τους ανθρώπους που σφάζονται, αποκαλώντας τους γιους πουτάνας». Όπως συχνά έλεγε ο Καββαδίας στους φίλους του: «Θα προτιμούσα να έχω στο κεφάλι μου, αντί για το μυαλό του Στάινμπεκ, τα σκατά ενός μικρού Βιετναμέζου».
Στο τεύχος αυτό της Πανσπουδαστικής, αφιέρωσε ο Καββαδίας το πέμπτο πολιτικό του ποίημα:
Σπουδαστές
Σας είδα κάτου από την πύρινη βροχή
Με τα πλακάτ και τα σκουτιά τα ματωμένα
Εσάς που κάματε τη δύσκολη αρχή
Κείνα τα χρόνια τα βαριά τα κολασμένα
Σήμερα βλέπω τα δικά σας τα παιδιά
Σμάρι πηχτό μες στου πελάγου τη σπιλιάδα
Πάντα καταντίκρα στην κάθε αναποδιά
Και σ’ όσους πάνε να σταυρώσουν την Ελλάδα.
Κατά τη διάρκεια της χούντας, ο Καββαδίας δεν πήρε ενεργό μέρος στην αντιδικτατορική πάλη, αλλά σύμφωνα με αναφορές βοήθησε ως σύνδεσμος ανάμεσα σε αντιστασιακές οργανώσεις στο εσωτερικό και το εξωτερικό. Ένιωθε τύψεις που δεν συμμετείχε στην εξέγερση του Πολυτεχνείου, αλλά αρνήθηκε με πείσμα να ενσωματωθεί στο νέο καθεστώς. Όπως ο ίδιος διηγήθηκε στον Μήτσο Κασόλα: «Άσε με, πέρασα άσκημα εκείνες τις μέρες. Είχα προβλήματα, όπως και πολλοί μας, με τη συνείδησή μου. Τώρα θα σου πω κάτι άλλο. Μια μέρα, η ώρα δύο τη νύχτα, χτυπάει το τηλέφωνο. Ήταν ένας γιατρός, φίλος μου. Μου λέει: “Νίκο, σε θέλω, να έρθεις σπίτι μου, τώρα”. Σηκώνομαι, ντύνομαι. “Τέτοια ώρα;” μου λέει η αδερφή μου. “Τέτοια, φίλος μου είναι. Πώς εγώ όποια ώρα τον φωνάζω και έρχεται;” Όταν φτάνω κοντά στο σπίτι του γιατρού, βλέπω τζιπ, μοτοσικλέτες, αστυνομία. Ρωτάω: “Τι συμβαίνει;” “Στο σπίτι του κ. καθηγητού είναι ο κ. Παπαδόπουλος”. Κόβω δρόμο και ακόμα φεύγω. Με ήθελε ο φίλος να με γνωρίσει στον Παπαδόπουλο. Θα του μίλησε για μένα. Ο Παπαδόπουλος θα μου έκανε φιλοφρονήσεις. Κι άμα σε παινεύουν, διάβολε, αν δεν μιλάς, χαμογελάς. Σκέψου τώρα να χαμογελάσω στον Παπαδόπουλο. Θα μούντζωνα τον εαυτό μου για όλη μου τη ζωή».
Μεσούσης της χούντας, το 1972, ο Καββαδίας έγραψε το έκτο και τελευταίο πολιτικό του ποίημα, το «Guevara», αφιερωμένο στο θάνατο του αργεντίνου κομμουνιστή. Το ποίημα δημοσιεύθηκε για πρώτη φορά στο παράνομο έντυπο «Θούριος» της οργάνωσης Ρήγας Φεραίος.
Τελευταία πολιτική πράξη του Νίκου Καββαδία ήταν η συμμετοχή του στην καμπάνια για αντιμοναρχική ψήφο στο δημοψήφισμα του Δεκεμβρίου του 1974 για τη μορφή του πολιτεύματος μετά την κατάρρευση της χούντας. Λίγες ημέρες μετά, στις 10 Φεβρουαρίου του 1975, ο μεγάλος ποιητής άφησε την τελευταία του πνοή μετά από εγκεφαλικό επεισόδιο. Πέθανε στην στεριά και όχι στη θάλασσα, όπως επιθυμούσε, κι έτσι είχε «μια κηδεία, σαν των πολλών ανθρώπων τις κηδείες».
«Το πιο δύσκολο είναι να ζεις στην πολιτεία, όχι στη θάλασσα. Φοβάμαι τη στεριά, το χώμα. Ο βυθός ανοιχτά είναι καθαρός (. . .) Ζαλίζομαι στη στεριά. Το πιο δύσκολο ταξίδι, το πιο επικίνδυνο, το ’καμα στην άσφαλτο, από το Σύνταγμα στην Ομόνοια. Εσείς οι στεριανοί μας λυπάστε γιατί δεν έχουμε σπίτι, γιατί περπατάμε με ανοιχτά πόδια, γιατί φοράμε τσαλακωμένα πουκάμισα κι ασιδέρωτα ρούχα στο πόρτο. Εγώ σας χαίρομαι. Σίγουρο κρεβάτι, ήρεμος ύπνος. Καφέ στο κομοδίνο κι εφημερίδες. Εκδρομή το σαββατοκύριακο με κεφτέδες. Όμως δεν αλλάζω τη δουλειά μου με τη δική σας, ούτε για μια μέρα.»