Το κείμενο που ακολουθεί αποτέλεσε την εισήγηση στην εκδήλωση που πραγματοποιήθηκε από την Ταξική Αντεπίθεση Αθήνας τον Δεκέμβριο του 2021 μαζί με συντρόφισσες και συντρόφους από την Σαρδηνία. Με τον ελλαδικό χώρο να έχει μετατραπεί σε μία απέραντη ΝΑΤΟϊκή βάση, με τη συμμετοχή τις Ελλάδας σε ιμπεριαλιστικές επεμβάσεις να είναι όλο και πιο ενεργή και τον μιλιταρισμό στα μετόπισθεν να κερδίζει όλο και πιο πολύ έδαφος (αύθηση θητείας, εξοπλιστικά προγράμματα, πολεμικές συμφωνίες με ΗΠΑ και Γαλλία, συμμετοχή του ελληνικού στρατού σε Σαχέλ και Υεμένη, ενεργή εμπλοκή στον ιμπεριαλιστικό πόλεμο στην Ουκρανία, αναβάθμιση εγχώριων και ΝΑΤΟϊκών στρατιωτικών εγκαταστάσεων, αύξηση στρατιωτικών ασκήσεων με Ισραήλ, Αίγυπτο αλλά και χώρες του ΝΑΤΟ μέρος των οποίων αφορούν καταστολή του εσωτερικού εχθρού και τον πόλεμο εναντίον των μεταναστ(ρι)ών) κρίνουμε πως οι εμπειρίες αγώνα από την Σαρδηνία μπορούν να συμβάλλουν στην οργάνωση του μαζικού και μαχητικού, αντιπολεμικού/ αντιμιλιταριστικού/ αντιιμπεριαλιστικού κινήματος που η εποχή μας έχει ανάγκη.
Ένα σύντομο ιστορικό – γεωγραφικό πλαίσιο.
Η Σαρδηνία είναι το δεύτερο μεγαλύτερο νησί του ιταλικού Κράτους μετά τη Σικελία, βρίσκεται στη μέση της Μεσογείου και μέσα στο πέρασμα των αιώνων βρέθηκε κάτω από πολυάριθμους κατακτητές, μερικοί εκ των οποίων υπήρξαν ιδιαίτερα βίαιοι, εμπλούτισαν και ανέμιξαν την κουλτούρα της, χωρίς όμως να αλλοιώσουν τον αυθεντικό πυρήνα της που -εν μέρει- φτάνει μέχρι και τις ημέρες μας.
Η ιστορία του ιταλικού κράτους, σε γενικές γραμμές σύντομη συγκριτικά με εκείνη άλλων ευρωπαϊκών κρατών (η Ιταλία είναι 160 χρόνων), θέτει τη Σαρδηνία ακριβώς όπως και εκείνη των βασιλείων που προηγήθηκαν, σε ένα ρόλο φτιαγμένο με υποτέλεια και αποικιοκρατία. Η έκταση του ενιαίου εδάφους της, μαζί με μια ιστορική φυγή των κατοίκων της, τήν μετέτρεψαν σε μια γη προς κλοπή και λεηλασία των πρώτων υλών της, καθώς και σε ιδανική τοποθεσία για βαριές βιομηχανίες και στρατιωτικές ζώνες.
Μέχρι και σήμερα αυτές οι λογικές βρίσκονται ακόμα σε εξέλιξη, αν και περισσότερο συγκαλυμμένα. Το νέο πεδίο προς εκμετάλλευση που επιβάλλεται στη Σαρδηνία είναι οι ανανεώσιμες πηγές ενέργειας, γύρω από τις οποίες -μέσα στην ερχόμενη δεκαετία- προβλέπεται να επενδυθούν αρκετά εκατομμύρια ευρώ.
O νησιωτικός χαρακτήρας, πολύ πιο αισθητός από τον αντίστοιχο της Σικελίας, δημιούργησε εκείνες τις συνθήκες ώστε να υφίσταται και να μιλιέται μια γλώσσα από ένα σεβαστό κομμάτι του πληθυσμού, η σαρδηνική γλώσσα. Υφίσταται ένας δεσμός με τα εδάφη, τέτοιος που σε μερικές περιοχές καθιστά το νησί σε εχθρικό πεδίο για επενδύσεις που έρχονται από έξω, σε αντιστασιακό τόπο για τις επιβολές του Κράτους, το οποίο κατά τη διάρκεια της ιστορίας κατέφυγε αρκετές φορές στη βία των όπλων για να καταστείλει τις ασύμμετρες μορφές αντίστασης που αποτελούν και τυπικά χαρακτηριστικά της Σαρδηνίας.
Η ιδεολογία της Ανεξαρτησίας
Μερικές από τις προαναφερθείσες συνθήκες αποτέλεσαν εκείνες τις προϋποθέσεις έτσι ώστε -στην περίοδο μετά το Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο- να υπάρξει μια έντονη ανάπτυξη κινημάτων, ομαδοποιήσεων, κομμάτων και ιδεών που εμπνέονταν από και πρότασσαν την ιδεολογία της Ανεξαρτησίας [Indipendentismo]. Μέσα στο μακρύ κύμα των εθνικοαπελευθερωτικών κινημάτων, που κατά τη διάρκεια των δεκαετιών 1960, ’70 και ’80 απλωνόταν σε όλον τον κόσμο, πολλοί ήταν εκείνοι που πίστευαν ότι ήταν εφικτή και για τη Σαρδηνία η απόσπαση της από το ιταλικό Κράτος. Ποτέ όμως αυτές οι ανεξαρτησιακές δυνάμεις δεν έφτασαν σε μεγέθη τέτοια που να καθιστούν -έστω και κατά προσέγγιση- κάτι τέτοιο σε μια εφικτή υπόθεση. (Αυτό, σε αντίθεση με τη γειτονική Κορσική όπου αναπτύχθηκε ένα εθνικοαπελευθερωτικό κίνημα σε διάφορα επίπεδα, από το ένοπλο και παράνομο του FLNC μέχρι εκείνο των πολλών κομμάτων που -μέχρι και σήμερα- κατεβαίνουν υποψήφια για να ακολουθήσουν και αυτόν τον δρόμο, εμπλέκοντας σε αυτόν την πλειοψηφία των Κορσικανών).
Στις μέρες μας, η ιδεολογία της Ανεξαρτησίας της Σαρδηνίας επιβιώνει -σχεδόν αποκλειστικά- μέσα από τις ρεφορμιστικές θέσεις μικρών κομμάτων και ομάδων, ακολουθώντας τη γενικότερη κρίση που μαστίζει την αντιπροσωπευτική και κομματική πολιτική σε όλη την Ιταλία.
Αυτό δεν σημαίνει ότι εκείνο το αίσθημα έχει θαφτεί, αν και σίγουρα είναι λιγότερο έντονο από όσο ήταν τη δεκαετία του 1970, οπότε και ενισχυόταν έντονα από τα αντιαποικιοκρατικά προτάγματα, γύρω από τα οποία συσπειρώνονταν οι άνθρωποι, μέσα από την άρνηση υπακοής των πολιτικών, οικονομικών και πολιτισμικών επιβολών που προωθούνταν από το Κράτος.
Οι στρατιωτικές βάσεις.
Η στρατιωτική κατοχή της Σαρδηνίας, όπως τη γνωρίζουμε σήμερα, ανάγεται στη μεταπολεμική περίοδο και αποτελεί το προϊόν των συμφωνιών μεταξύ του ιταλικού Κράτους και των ΗΠΑ, που συνεισέφεραν στην πτώση του φασισμού. Με την έναρξη του “ψυχρού πολέμου”, οι ΗΠΑ είχαν ανάγκη για στρατηγικές στρατιωτικές βάσεις, τόσο ώστε να επιδεικνύουν το εκτόπισμα τους στην Ευρώπη, όσο και ως αντιστάθμισμα στις αντίστοιχες της ΕΣΣΔ, όπως πχ εκείνες στην Κούβα. Η Σαρδηνία επιλέχθηκε γι’ αυτό το σκοπό. Τα προαναφερθέντα χαρακτηριστικά την καθιστούσαν σε ιδανικό σημείο, στη μέση μεταξύ Ευρώπης και Αφρικής, στο επίκεντρο της Μεσογείου, αλλά σε κάθε περίπτωση στην Ευρώπη.
Έτσι, κατασκευάστηκαν μέσα σε μια δεκαετία τα κυριότερα πεδία βολής, εκ των οποίων μονάχα ένα εγκαταλείφθηκε από τις ΗΠΑ και όλα τα υπόλοιπα λειτουργούν ακόμα και -με αργούς ρυθμούς- περνάνε στη δικαιοδοσία του ιταλικού Στρατού.
Μέχρι σήμερα, τα πεδία βολής βρίσκονται συγκεντρωμένα στη νότια πλευρά του νησιού, εκεί όπου ζούμε κι εμείς.
Tο PISQ (Poligono Interforze del Salto di Quirra) είναι το μεγαλύτερο πεδίο βολής της Ευρώπης, συνολικής έκτασης σχεδόν 130 χιλιομέτρων. Χρησιμοποιείται κυρίως για πυραυλικές δοκιμές, από επιχειρήσεις που δραστηριοποιούνται στον αεροδιαστημικό τομέα, από ιδιωτικές εταιρίες που πειραματίζονται τα πολεμικά προϊόντα τους πριν τα βγάλουν στην αγορά και από τους στρατιωτικούς για ασκήσεις διάφορων ειδών. Μέσα στην έκταση του, δραστηριοποιούνται διάφορες ιδιωτικές εταιρίες που -μέσα στα χρόνια- άνοιξαν έδρες μέσα στο PISQ, κάνοντας εφικτή μια τεράστια τεχνολογική αναβάθμιση του, η οποία το καθιστά σε ελκυστικό προορισμό για όσους επιθυμούν τη χρήση του.
Για πάνω από πενήντα χρόνια, κανένας -έξω από την περίμετρο του- δεν γνώριζε τίποτα για το είδος των ασκήσεων που πραγματοποιούνταν στο εσωτερικό του PISQ και μέχρι και σήμερα είναι κάτι που παραμένει θολό. Αυτό που είναι γνωστό είναι πως σε αυτά τα πενήντα χρόνια, οι στρατιωτικές δραστηριότητες προκάλεσαν μια ασύλληπτη μόλυνση, που καθιστά σε αδύνατη την ανάκτηση διάφορων εκτάσεων και εδαφών ενώ δεν σταματάει να παράγει θάνατο και σοβαρές παθολογικές ασθένειες στον πληθυσμό των χωριών που συνορεύουν με το πεδίο βολής. Οι εκατοντάδες νεκροί και ασθενείς έδωσαν σε αυτό το φαινόμενο το όνομα Σύνδρομο της Quirra.
Αν και έχουν διεξαχθεί διάφορες δίκες, φυσικά ποτέ δεν αποδείχτηκε ότι έγιναν λάθη ή ότι οι στρατιωτικές δραστηριότητες είναι καταστρεπτικές για το περιβάλλον και τον άνθρωπο.
Η Teulada είναι το δεύτερο μεγαλύτερο πεδίο βολής του νησιού, μια έκταση σχεδόν 70 χιλιομέτρων στο νότιο άκρο του, το οποίο χρησιμοποιείται σχεδόν αποκλειστικά από στρατούς. Διεξάγονται ασκήσεις κάθε είδους, ναυτικές, αεροπορικές και εδάφους. Κι εδώ, η περιβαλλοντική ζημιά είναι ανυπολόγιστη και οι νεκροί πολίτες -εξαιτίας των ασθενειών- πάρα πολλοί.
Το στρατιωτικό αεροδρόμιο του Decimomannu είναι η βάση επιμελητείας και άφιξης για πάρα πολλά στρατεύματα και για όλες τις αεροπορικές δυνάμεις που ασκούνται στη Σαρδηνία. Βρίσκεται μια εικοσαριά χιλιόμετρα έξω από την πόλη του Κάλιαρι και αποτελεί μια κομβική δομή για όλο το πολεμικό σύμπλεγμα που βρίσκεται εγκατεστημένο στο νησί. Αν και τα τελευταία χρόνια πέρασε μια κρίση (χάρη και στους αγώνες), τώρα βρίσκεται και πάλι σε φάση εκσυγχρονισμού του, ιδιαίτερα σε σχέση με τις ασκήσεις με drones.
Το Capo Frasca είναι ένα πεδίο βολής που βρίσκεται στη δυτική ακτή, στενά συνδεδεμένο με το αεροδρόμιο του Decimomannu αφού αποτελεί ένα συνήθη σταθμό για τα πολεμικά αεροπλάνα που απογειώνονται από το αεροδρόμιο για να ασκηθούν, τόσο σε ελιγμούς όσο και σε βομβαρδισμούς.
Εκτός αυτών, τα οποία αποτελούν τα κυριότερα πεδία βολής, υπάρχει μια μυριάδα “μικρότερων” δομών, διάσπαρτων στο νησί και αναγκαίων για τη λειτουργία όλου αυτού του συμπλέγματος.
Οι αγώνες
Αρχή για τους αγώνες ενάντια στη στρατιωτική κατοχή της Σαρδηνίας μπορεί να θεωρηθεί το 1969, όταν σ’ ένα χωρίο στο κέντρο του νησιού, στο Orgosolo ο πληθυσμός εξεγέρθηκε για να αποτρέψει την εγκατάσταση ενός ακόμα πεδίου βολής σε μια δημοτική έκταση βοσκής. Ήταν η περίοδος που ξεφύτρωναν παντού στρατιωτικές εγκαταστάσεις. Εκείνος ήταν ο πρώτος αγώνας που πέτυχε ένα σημαντικό αποτέλεσμα: την αποχώρηση των στρατευμάτων.
Από τότε, με αυξομειούμενους ρυθμούς, ο αγώνας δεν σταμάτησε ποτέ.
Κατά τη διάρκεια των τελευταίων 10 χρόνων, δηλαδή από το 2011 κι έπειτα, ζήσαμε μια περίοδο ιδιαίτερα έντονη σε σχέση με τους αγώνες.
Την άνοιξη του 2011, ήρθε στο φως ένα στρατιωτικό σχέδιο εγκατάστασης τεσσάρων στρατιωτικών ραντάρ στη δυτική ακτή. Μέσα σε σύντομο χρονικό διάστημα, συγκροτήθηκαν διάφορες Επιτροπές Αγώνα που κατέλαβαν άμεσα τα εργοτάξια, εμποδίζοντας τη διενέργεια των εργασιών κατασκευής. Μετά από δυο μήνες κατάληψης, οι εταιρίες έκαναν πίσω. Εν τω μεταξύ, μερικοί κάτοικοι των γύρω χωριών είχαν προσφύγει στα δικαστήρια, καταφέρνοντας να αποσπάσουν αποφάσεις διακοπής των εργασιών που -εκ των πραγμάτων- σταμάτησαν αυτούς τους σχεδιασμούς τους. Χωρίς όμως την άμεση κατάληψη και τη νυχθημερόν υπεράσπιση των μπλόκων, αυτή η νίκη δεν θα ήταν εφικτή.
Το φθινόπωρο του 2014, μετά από μια μεγάλη διαδήλωση που ολοκληρώθηκε με τη μαζική εισβολή μέσα σ’ ένα από τα πεδία βολής, γεννήθηκε το δίκτυο No basi né qui né altrove [Όχι βάσεις ούτε εδώ ούτε πουθενά]. Μέσα από μια οργάνωση ελευθεριακού και οριζόντιου χαρακτήρα έθεσε ως στόχο τη δημιουργία ενός δικτύου συντρόφων και συντροφισσών που θ’ αγωνίζονται κατά τόπους ενάντια στις στρατιωτικές βάσεις.
Σε σύμβολα για αυτήν την πρόταση μετατράπηκαν οι τανάλιες, αυτές με τις οποίες -κατά τη διάρκεια των πορειών- κόβονται οι στρατιωτικές περιφράξεις για να μπούμε στα πεδία βολής και να σταματήσουμε τις ασκήσεις.
Μέσα σε τρία χρόνια η συμμετοχή αυξήθηκε σημαντικά και υπήρξαν πάρα πολύ ικανοποιητικά αποτελέσματα, αφού πολλές φορές επιτεύχθηκε το μπλοκάρισμα των πολεμικών ασκήσεων και η παρεμπόδιση της διέλευσης των στρατιωτικών οχημάτων. Σιγά σιγά άρχισε να τίθεται στο στόχαστρο και όλο το πολιτικό προσωπικό που συνεργάζεται με τους στρατιωτικούς. Μαζί με τις μαζικές παρεμβάσεις, άρχισαν να κάνουν την εμφάνιση τους και νυχτερινές ενέργειες με δράσεις σαμποτάζ.
Υπήρξε απόπειρα, αυτός ο κύκλος αγώνα να παλέψει ενάντια σε όλα τα πεδία βολής, αποσπώντας διαφορετικά -ανά περίπτωση- αποτελέσματα. Αυτό που μπορεί -ίσως- να θεωρηθεί ως το σημαντικότερο αποτέλεσμα που επιτεύχθηκε, ήταν ο εξαναγκασμός της γερμανικής πολεμικής αεροπορίας Luftwaffe να μην ανανεώσει την ενοικίαση του αεροδρομίου του Decimomannu και αμέσως μετά η διακοπή -για μια ολόκληρη ημέρα- της Trident Juncture, μια από τις μεγαλύτερες πολεμικές ασκήσεις που έχουν διεξαχθεί στην Ευρώπη των τελευταίων τριάντα χρόνων, η οποία επιτεύχθηκε χάρη σε μια πορεία που -εν μέρει- κατάφερε να εισβάλει μέσα στο πεδίο βολής.
Όπως όλοι οι κύκλοι αγώνων έτσι κι εκείνος του 2018 άρχισε να μην είναι πλέον αποτελεσματικός, εξαιτίας της αποτελεσματικότερης περιφρούρησης των σκοπευτηρίων από πλευράς της αστυνομίας αλλά και εξαιτίας εσωτερικών προβλημάτων του ίδιου του κινήματος.
Το 2019, μετά από χρόνια πιο περιορισμένων διώξεων, ανακοινώνεται το κλείσιμο της κατασταλτικής επιχείρισης Lince, βάση της οποίας 45 άτομα κατηγορούνταν για τους αγώνες των προηγούμενων χρόνων. Για 5 από αυτούς περιλαμβανόταν και η επιβαρυντική κατηγορία της “ανατρεπτικής οργάνωσης με τρομοκρατικούς σκοπούς”, κατηγορούνταν δηλαδή ότι με διάφορους τρόπους ριζοσπαστικοποίησαν τον αγώνα, οργάνωσαν τις βιαιότερες δράσεις κατά τη διάρκεια των πορειών και πραγματοποίησαν διάφορα σαμποτάζ. Γι’ αυτούς τους 5 συντρόφους ζητήθηκε η επιβολή περιοριστικών όρων (υποχρεωτική νυχτερινή επιστροφή στη δηλωμένη κατοικία, κατάσχεση διπλώματος οδήγησης, υποχρεωτική δήλωση παρουσίας σε α.τ, υποχρεωτική παραμονή στο δηλωμένο τόπο διαμονής), οι οποίοι -στη συνέχεια- κατέπεσαν.
Από την άφιξη του Covid 19 κι έπειτα, δεν καταφέραμε να επανεκκινήσουμε τους αγώνες όπως θα μπορούσαμε να υποθέσουμε. Μονάχα τώρα, δυο χρόνια μετά την κατασταλτική επιχειρίση Lince, οι αγώνες πιθανώς να βρίσκονται σε τροχιά επανεκκίνησης.