Οι πρόσφατες αποκαλύψεις για παρακολουθήσεις αστών πολιτικών και
δημοσιογράφων από την ΕΥΠ δεν αποτέλεσαν ασφαλώς κεραυνό εν αιθρία. Η
ενεργός συμμετοχή της ΕΥΠ στους ενδοαστικούς ανταγωνισμούς αποτελεί μέρος
του αντικειμένου της εργασίας της και έχει καταγραφεί ουκ ολίγες φορές στο
παρελθόν. Αρκεί μόνο να θυμίσουμε δύο από τις πλέον εμβληματικές: επί
κυβέρνησης Α. Παπανδρέου με τον αλήστου μνήμης διοικητή του ΟΤΕ Θ. Τόμπρα
στο ρόλο του «εθνικού κοριού», και επί κυβέρνησης του πατρός Μητσοτάκη με
πρωταγωνιστές τους Χ. Μαυρίκη και Ν. Γρυλάκη, στελέχους και διοικητή της ΕΥΠ
αντίστοιχα, και τον στρατηγό της ΕΛΑΣ Μ. Νηστικάκη.
Πολύ περισσότερο δεν προκαλούν κάποιου είδους έκπληξη τα αναρίθμητα
περιστατικά παρακολουθήσεων από την ΕΥΠ και τις αστυνομικές αρχές, αγωνιστών
και αγωνιστριών του εργατικού λαϊκού κινήματος, του αναρχικού χώρου, της
επαναστατικής αριστεράς, των κοινοτήτων προσφύγων και μεταναστών, των
μειονοτήτων. Ως οργανικό μέρος της κρατικής κατασταλτικής πολιτικής, η ΕΥΠ έχει
άλλωστε ως βασικό στόχο αυτόν ακριβώς: τη θωράκιση του ελληνικού
κρατικοκαπιταλιστικού σχηματισμού και τον έλεγχο και την καταστολή των
αντιπάλων του, αυτών που τόσο εύγλωττα ονόμασε η γλώσσα της εξουσίας ως
«εσωτερικό εχθρό».
Σημειώνουμε ότι η προκάτοχος της ΕΥΠ, η ΚΥΠ, για ένα τέτοιο λόγο
συγκροτήθηκε εν μέσω Εμφυλίου το 1949 υπό την αιγίδα της CIA, η οποία
σημειωτέον πλήρωνε η ίδια του μισθούς των μελών της ως το 1964. Διακηρυκτικός
της σκοπός ήταν η καταστολή της «εν εξελίξει κομμουνιστικής ανταρσίας», η
«θωράκιση των συνόρων» και ο «έλεγχος των επικίνδυνων μειονοτήτων». Η
μετέπειτα διαδρομή της Υπηρεσίας υπήρξε εξόχως δηλωτική της ιδρυτικής της
πράξης. Η ΚΥΠ αναδείχτηκε ίσως περισσότερο από οποιαδήποτε άλλη κρατική
υπηρεσία ως φυτώριο χουντικών – οι πρωτεργάτες της Χούντας γαλουχήθηκαν σε
αυτή-, ως παράρτημα των αμερικανικών μυστικών υπηρεσιών και βέβαια ως
μηχανισμός καταστολής του εχθρού λαού, βάζοντας σε όλα τα εγκλήματα του
μετεμφυλιακού «κράτους της Δεξιάς» και της Χούντας ανεξίτηλη την υπογραφή
της. Η μετονομασία της ΚΥΠ σε ΕΥΠ, και η σε επίπεδο διακηρύξεων αλλαγή του
χαρακτήρα της το 1986 από την «κυβέρνηση της αλλαγής» ελάχιστα πράγματα
διαφοροποίησε ως προς τον προσανατολισμό της, και αυτά μόνο σε δευτερεύουσες
πτυχές. Η ΕΥΠ παρέμεινε όπως και η ΚΥΠ μηχανισμός καταστολής του λαϊκού
κινήματος και όργανο της CIA. Η «προάσπιση της Εθνικής Ασφαλείας» που
επικαλούνταν για τις πολυσχιδείς επιχειρήσεις της, ήταν όπως και επί ΚΥΠ η
προάσπιση των συμφερόντων του ελληνικού κράτους και καπιταλισμού, η προστασία
–υπό την καθοδήγηση ξένων μυστικών υπηρεσιών- των ιμπεριαλιστικών βάσεων και
επενδύσεων, το φακέλωμα και ο χαφιεδισμός του αγωνιστών και αγωνιστριών του
επαναστατικού κινήματος.
Στο πλαίσιο αυτό θα συνδέσει το όνομα της με κάποιες από τις πιο δυσώδεις
υποθέσεις του ελληνικού κράτους. Ενδεικτικά αναφέρουμε το ρόλο της επί
κυβέρνησης Σημίτη το 1999 στην παράδοση του Οτσαλάν σε πράκτορες της
τουρκικής ΜΙΤ, τη συμμετοχή της μαζί με τη CIA στο κύκλωμα παρακολουθήσεων
της Vodafone το 2005-2006 επί κυβέρνησης Κ. Καραμανλή, τις μαζικές απαγωγές
πακιστανών μεταναστών υπό την καθοδήγηση της αγγλικής ΜΙ6, επίσης το 2006.
Και σε όλα αυτά βέβαια δεν θα μπορούσαμε να παραλείψουμε τις παρακρατικού
τύπου κοινές επιχειρήσεις που διενήργησε μαζί με ξένες μυστικές υπηρεσίες
(αμερικανική, αγγλική, γερμανική, ισραηλινή, γαλλική, ιταλική, σαουδαραβική,
τουρκική) για την καταστολή των ένοπλων επαναστατικών οργανώσεων που έδρασαν
στη χώρα.
Υπό αυτήν την έννοια, το πρόσφατο σκάνδαλο υποκλοπών δεν εκφεύγει της
«συνήθους κανονικότητας» των εγχώριων –και ξένων- μυστικών υπηρεσιών, δεν
είναι δηλαδή είναι κάτι πρωτόγνωρο ή ανήκουστο όπως με περισσή αφέλεια ή
πονηριά κύκλοι του δικαιωματισμού και της σύγχρονης σοσιαλδημοκρατίας
διατείνονται, για να απονευρώσουν την υπόθεση από τα πολιτικά και ταξικά της
συμφραζόμενα, και να αποσπάσουν μικροπολιτικά οφέλη. Οι μνήμες άλλωστε από τα
έργα και τις ημέρες της ΕΥΠ επί κυβερνήσεως ΣΥΡΙΖΑ ΑΝΕΛ είναι νωπές
(συνακροάσεις γραφείων ΚΚΕ, εκτεταμένες παρακολουθήσεις σε βάρος αγωνιστών
και αγωνιστριών, μνημόνια συνεργασίας με CIA και Mosad).
Από την άλλη, ωστόσο, το πρόσφατο σκάνδαλο δεν αποτελεί ένα ακόμα σύνηθες
σκάνδαλο υποκλοπών, όπως ανερυθρίαστα επιχειρεί να το παρουσιάσει η κυβέρνηση. Τον χαρακτήρα του συγκεκριμένου σκανδάλου και ως εκ τούτου τη –μεγάλη πολιτική- βαρύτητα του, μπορούμε να την αντιληφθούμε και άρα να την
αντιμετωπίσουμε μόνο τοποθετώντας το εντός των συγκεκριμένων συνθηκών μέσα
στις οποίες αυτό γεννήθηκε. Και αυτό δεν είναι άλλο από το ακροδεξιό
νεοφιλελεύθερο πολεμοκάπηλο υβρίδιο που εγκαθίδρυσε η κυβέρνηση Μητσοτάκη
ως σύστημα διακυβέρνησης τα τρία τελευταία χρόνια.
Σε επίπεδο μυστικών υπηρεσιών το παραπάνω σύστημα έδωσε από την πρώτη κιόλας
μέρα τα διαπιστευτήρια του. Μία από τις πρώτες ουσιαστικά πολιτικές πράξεις της
κυβέρνησης και του πρωθυπουργού προσωπικά ήταν να ορίσει νέο διοικητή στην
ΕΥΠ, τον Π. Κοντολέων, παρακάμπτοντας ακόμα και αυτές τις τυπικές προϋποθέσεις
που έθετε η νομοθεσία για τη θέση. Η σπουδή αυτή της κυβέρνησης και η
συγκεκριμένη επιλογή προσώπου είναι αποκαλυπτική. Ο Π. Κοντολέων ήταν ο
διευθυντής του ελληνικού παραρτήματος της Group 4, της βρετανικής πολυεθνικής
εταιρείας συστημάτων ασφάλειας, επιτήρησης και έλεγχου, η οποία διατηρεί
ιδιωτικές φυλακές στην Αμερική και την Αγγλία και συνεργάζεται στενά με τις
αμερικανικές και ισραηλινές μυστικές υπηρεσίες αναλαμβάνοντας ακόμα και τη
φύλαξη αλλά και τον βασανισμό –όπως έχουν καταγγείλει παλαιστινιακές
οργανώσεις- Παλαιστίνιων πολιτικών κρατουμένων.
Σε όλους τους παροικούντες την Ιερουσαλήμ είναι γνωστό ότι η Group 4 ελέγχεται
από τη CIA και τη Mosad,τα δε πρόσωπα που στελεχώνουν τις διευθυντικές θέσεις
τους είναι κανονικοί πράκτορες των υπηρεσιών αυτών ή ενεργούμενα τους. Τα
συμφραζόμενα μιας τέτοιας επιλογής είναι ασφαλώς σαφή. Μια τέτοια επιλογή
προσώπου σημαίνει μια ποιοτική τομή στις μεθόδους και τις στοχεύσεις της ΕΥΠ.
Και για αυτόν ακριβώς το λόγο η συγκεκριμένη επιλογή θα συνοδευτεί και από μια
πρωτόγνωρη για τα μεταπολιτευτικά χρονικά αλλαγή των διατάξεων του θεσμικού
ρυθμιστικού πλαισίου λειτουργιάς της Υπηρεσίας. Η ΕΥΠ ουσιαστικά αλλάζει τις
διακηρυκτική της λειτουργία ως υπηρεσία αντικατασκοπίας, αποκτώντας δυνατότητα
παρουσίας σε όλο το εύρος της δημόσιας διοίκησης και συγκρότησης συνακόλουθα
ενός εκτεταμένου δίκτυο πρακτόρων και χαφιέδων, ενώ περιορίζεται ακόμα και αυτή
η μικρή δυνατότητα κοινοβουλευτικού ελέγχου της.
Συγκροτείται έτσι στην πραγματικότητα μια νέα ΕΥΠ στα πρότυπα της παλιάς ΚΥΠ,
ένα εκτεταμένο κρατικό δίκτυο, νομιμοποιημένο να χρησιμοποιεί πρακτικές παρακράτους και «ανορθόδοξες» μεθόδους ξένων μυστικών υπηρεσιών, το οποίο βρίσκεται υπό τον προσωπικό έλεγχο του πρωθυπουργού και του γενικού γραμματέα
της κυβέρνησης Δημητριάδη. Στην κατεύθυνση αυτή θα ενσωματώσει και το
σύστημα παρακολουθήσεων predator – την εξέλιξη του ισραηλινού λογισμικού
pegasus- μέσω της εταιρίας της οποίας ήταν μέτοχος ο ίδιος ο Δημητριάδης. Με την
ΕΥΠ να μετατρέπεται σε ένα ιδιότυπο παρακρατικό μηχανισμό του κράτους και με
δεδομένο το ηθικό υπόβαθρο και την αμετροέπεια των λειτουργών της, θα φτάσει να
λειτουργεί με όρους μαφίας και συμμορίας εκβιαστών ακόμα και κατά πολιτικών
του ίδιου ταξικού στρατοπέδου, όπως ο Ανδρουλάκης.
Αντίστοιχου χαρακτήρα θα είναι και η διαχείριση της αποκάλυψης της υπόθεσης από
πλευράς κυβέρνησης, με τις προσχηματικές παραιτήσεις του Κοντολέων και του
Δημητριάδη και την ουσιαστική ανάληψη της ευθύνης της παρακολούθησης
Ανδρουλάκη, η όποια βαπτίστηκε ως νόμιμη, πλην μη ορθή πολιτικά, ώστε να
δικαιολογηθούν και να εμφανιστούν ως νόμιμες και επιβεβλημένες «εθνικά» οι
χιλιάδες άλλες παρακολουθήσεις που αποκαλύφτηκαν.
Είναι προφανές ότι μια τέτοιου είδους αυτονόμηση νευραλγικών υπηρεσιών από τα
προβλεπόμενα τυπικά αστικοδημοκρατικά πλαίσια -ακόμα και από αυτά τα πλήρως
ξεχαρβαλωμένα των μνημονιακών κυβερνήσεων- όπως και η συγκέντρωση στα
χέρια ενός πρωθυπουργού και του στενού του πυρήνα τέτοιου είδους εξουσιών και
δύναμης, όσο βέβαια και η απροκάλυπτη είσοδος των ξένων μυστικών υπηρεσιών
στην καρδιά της διακυβέρνησης, δεν είναι απλά κάποιες συνήθεις κυβερνητικές
παρεκκλίσεις. Αντιθέτως αποτελούν σχεδιασμένη – σε συνδυασμό με τα τόσα άλλα
παραδείγματα που έχουμε- παρόξυνση του κρατικού ολοκληρωτισμού και
συνειδητές μεθοδεύσεις συνταγματικής εκτροπής από την κυβέρνηση και την
ελληνική αστική τάξη που βρίσκεται από πίσω της. Συνιστούν με άλλα λόγια μια
εναργή απόδειξη της επιχειρούμενης εγκαθίδρυσης ενός ακροδεξιού παρακρατικού
μαφιόζικου τύπου καθεστώτος με στοχεύσεις και προοπτικές που εκφράζουν και
επικοινωνούν με τις διαθέσεις των πιο επιθετικών τμημάτων της ελληνικής αστικής
τάξης και των αμερικανών και ευρωπαίων ιμπεριαλιστών.
Η παραδοχή αυτού του γεγονότος έχει μεγάλη πολιτική σημασία. Αφενός επιβάλλει
τη μέγιστη πολιτική επαγρύπνηση και παράλληλα ορίζει αναβαθμισμένα πολιτικά
καθήκοντα και στράτευση στον αγώνα. Τέτοιου είδους καθεστώτα αν δεν πέσουν από τη μαζική είσοδο στο προσκήνιο του κοινωνικού ταξικού παράγοντα, αν δεν πέσουν με τον μοναδικό τρόπο που μπορεί να τα ρίξει ο λαός, δηλαδή με τη
σύγκρουση και την εξέγερση, τότε κινδυνεύουν να αφήσουν πίσω τους ήττες
στρατηγικές και πλήγματα ανεπούλωτα, τα οποία καμιά εκλογική εναλλαγή δεν
μπορεί δεν μπορεί να αποκαταστήσει- ίσα ίσα θα τα βαθύνει ακόμα περισσότερο. Και
αφετέρου επιτάσσει την πιο σαφή οριοθέτηση από μιας κενή πολιτικού περιεχομένου
συνθηματολογία για «εκδημοκρατισμό του κράτους», «κάθαρση της αστικής
δημοκρατίας», «εγγυήσεις διαφάνειας» κλπ που διακινούν από την
σοσιαλδημοκρατία μέχρι δυνάμεις της ρεφορμιστικής Αριστεράς, σπεύδοντας να
διατυπώσουν προτάσεις για αβαθή αντιδεξιά μέτωπα έχοντας στο νου τους –τι άλλο-
τις εκλογές.
Ως αναρχικοί/ες κομμουνιστές/ριες δεν αντιλαμβανόμαστε το κράτος ως κάποιο
ουδέτερο μηχανισμό ή πολύ περισσότερο ως πεδίο ταξικής πάλης στον οποίο
μπορούμε να παρέμβουμε, αλλά ως όργανο ταξικής καταπίεσης και κυριαρχίας, ως το
απόλυτο όπλο του κεφαλαίου για να επιβάλλει τη δικτατορία του -κάτι που το
πρόσφατο σκάνδαλο επιβεβαιώνει απόλυτα- και η μόνο παρέμβαση μας σε αυτό δεν
μπορεί παρά να είναι στην κατεύθυνση του τσακίσματος και της συντριβής του.
Σε κάθε περίπτωση η πρόσφατη αποκάλυψη του σκανδάλου των υποκλοπών
σηματοδοτεί μια απότομη κλιμάκωση του ταξικού ανταγωνισμού στη χώρα. Ως
ευκρινή έκφραση της σαπίλας του συστήματος και ως πτυχή της ίδιας πολιτικής που
καταστέλλει με πρωτοφανή βιαιότητα τις διαδηλώσεις και τις απεργίες, ως όψη της
ίδιας πολιτικής που εμπλέκει τη χώρα ενεργά στον πόλεμο στην Ουκρανία και σε
πολεμοκάπηλους άξονες και σχεδιασμούς στο Αιγαίο και την Α. Μεσόγειο, ως κρίκο
της ίδιας πολιτικής που οξύνει την φτώχεια, την εξαθλίωση και τον κοινωνικό
εκφασισμό, το σκάνδαλο των υποκλοπών πρέπει να βρει το κίνημα και την
εκμεταλλευόμενη κοινωνία στο δρόμο του αγώνα.