Το ερώτημα της επαναστατικής παρακαταθήκης κατέχει δεσπόζουσα θέση στη συζήτηση γύρω από τον ΔΣΕ. Το «τι ήταν ο ΔΣΕ» δεν μπορεί να απαντηθεί ολοκληρωμένα χωρίς μια απάντηση στο «τι κληροδοτεί ο ΔΣΕ στην ιστορία της ταξικής πάλης», και το τελευταίο ερώτημα δεν μπορεί βέβαια να απαντηθεί χωρίς μια ολοκληρωμένη θέση για το τι «ήταν ο ΔΣΕ». Η σχέση ανάμεσα σε αυτό που υπήρξε ο ΔΣΕ και σε αυτό που αποτελεί την ιστορική παρακαταθήκη του αποτελεί το θέμα των σελίδων που ακολουθούν.

Για τη διερεύνηση αυτής της σχέσης θα μεταφερθούμε ξανά πίσω στον χρόνο, και συγκεκριμένα στον Ιούνιο του 1945, δεκαπέντε μήνες πριν από την ίδρυση του ΔΣΕ. Τότε που όχι μόνο δεν υπήρχε στον ορίζοντα καμιά προοπτική συγκρότησης επαναστατικού λαϊκού στρατού, αλλά δεν έμοιαζε εφικτή ούτε καν η δυνατότητα οργάνωσης της στοιχειώδους αυτοάμυνας απέναντι στο καθεστώς του μονόπλευρου εμφυλίου πολέμου• τότε που το λαϊκό κίνημα, πολιτικά και στρατιωτικά αφοπλισμένο από τις επιλογές της ηγεσίας του, οδηγούνταν σαν πρόβατο επί σφαγή στον δρόμο του ατιμωτικού αφανισμού του. Γιατί δεν χωρά αμφιβολία ότι ο δρόμος που είχε ανοίξει η Βάρκιζα είχε ακριβώς ως τελικό προορισμό τη συντριβή του λαϊκού κινήματος και την εδραίωση τέτοιων κοινωνικών και πολιτικών συσχετισμών, που θα καθιστούσαν αδύνατη τη μελλοντική επανεμφάνισή του. Μια τέτοια στρατηγική βρισκόταν σε τροχιά ταχύτατης υλοποίησης τον Ιούνιο του 1945. Με το λαϊκό κίνημα, υποταγμένο στα κελεύσματα της Βάρκιζας, να εξοντώνεται χωρίς να προβάλλει αντίσταση, ο δρόμος για μια στρατηγική και ιστορικών διαστάσεων ήττα είχε ανοίξει.

Αν μια επανάσταση όπως αυτή του 1941-1944 άφηνε τεράστιες παρακαταθήκες για «την καινούρια γέννα», άλλο τόσο η ήττα της με αυτά τα χαρακτηριστικά που διαγράφονταν το 1945 δημιουργούσε τους όρους παρατεταμένης επαναστατικής στειρότητας. Η παράδοση των όπλων μετά τη Συμφωνία της Βάρκιζας και η απεμπόληση της αντίστασης απέναντι στον τρομοκρατικό διωγμό του κινήματος κατά τη μεταβαρκιζιανή περίοδο βάραιναν «σαν εφιάλτης στο μυαλό των ζωντανών» και απέκλειαν οριστικά οποιαδήποτε μελλοντική απόπειρα ανασυγκρότησης του κινήματος. Σε αντίθεση με την ήττα, ακόμα και τη συντριπτική, από την οποία ένα κίνημα μπορεί να ανακάμψει και να ενδυναμωθεί εφόσον αντλήσει συμπεράσματα από την ιστορική του πείρα, η αμαχητί παράδοση, καθεστώς στο οποίο είχε περιέλθει το κίνημα στη μετά τη Βάρκιζα περίοδο, παράγει άλλου είδους αποτελέσματα. Και αυτό γιατί μια τέτοια εξέλιξη σημαίνει πριν από όλα τη δομική μετάλλαξη του ίδιου του κινήματος, τη ριζική μεταβολή των επαναστατικών χαρακτηριστικών του, που κάνει πρακτικά αδύνατη τη μελλοντική διαμόρφωση νέων.
Για να το θέσουμε διαφορετικά, το ΚΚΕ, ακολουθώντας τη γραμμή της Βάρκιζας και περιοριζόμενο στην περιθωριακή θέση του στο κάδρο της αστικής νομιμότητας που είχε λάβει ως αντάλλαγμα, δεν υπήρχε ποτέ περίπτωση να διαδραματίσει επαναστατικό ρόλο στα πολιτικά πράγματα της χώρας. Διαβαίνοντας τον Ρουβίκωνα που χωρίζει την ταξική πολιτική από την αστική πολιτική –γιατί αυτό σηματοδοτούσε στην πράξη η Βάρκιζα–, το ΚΚΕ μετατρεπόταν σταδιακά σε ουρά της αστικής πολιτικής. Γεγονός που, με τη δεδομένη επιρροή που είχε το κόμμα στις συνειδήσεις των πλατιών λαϊκών και εργατικών μαζών, δημιουργούσε συνθήκες μακροχρόνιας ήττας και συνθηκολόγησης. Σε αυτό το σημείο οδεύαμε ολοταχώς τέσσερις μήνες μετά τη Συμφωνία της Βάρκιζας, στο σημείο χωρίς επιστροφή για το λαϊκό κίνημα, στο σημείο που ως παρακαταθήκη και επίλογος της λαϊκής επανάστασης 1941-1945 θα έμπαινε ο αστικός διθύραμβος για τη ματαιότητα των επαναστάσεων και το αναπόφευκτο της συντριβής τους.

Φραγμό σε αυτή την πορεία αποσύνθεσης του κόμματος και του λαϊκού κινήματος θα βάλει, όπως είδαμε στο πρώτο μέρος του βιβλίου, η 12η Ολομέλεια της Κεντρικής Επιτροπής του κόμματος (25-27 Ιουνίου 1945), όπου για πρώτη φορά διατυπώνεται ρητά το σύνθημα της μαζικής λαϊκής αυτοάμυνας, και λίγους μήνες αργότερα το 7ο Συνέδριο του κόμματος, όπου οι αναφορές για την ανάγκη γενίκευσης της τακτικής της μαζικής λαϊκής αυτοάμυνας σε συνδυασμό με τη διατύπωση του προγράμματος Λαϊκής Δημοκρατίας και τις σαφείς αναφορές για αγγλική κατοχή διαμορφώνουν ντε φάκτο όρους προσβολής της Συμφωνίας της Βάρκιζας. Λίγο πριν η υποταγή στη Συμφωνία δημιουργήσει μη αντιστρέψιμα τετελεσμένα στο κόμμα, η επαναστατική τάση που ενυπήρχε στο εσωτερικό του θα κάνει ως ώριμο τέκνο της ανάγκης την εμφάνισή της, στρέφοντας την πορεία του προς άλλη κατεύθυνση, που ως επόμενο σταθμό θα έχει, μέσα από μια αναπόφευκτα αντιφατική πορεία διεργασιών, τη 2η Ολομέλεια της Κεντρικής Επιτροπής τον Φεβρουάριο του 1946, όπου πλέον μιλάμε για ουσιαστική αλλαγή πλεύσης και σαφή προσανατολισμό προς τον ένοπλο αγώνα. Οχτώ μήνες μετά, στις 28 Οκτωβρίου 1946, η ίδρυση του ΔΣΕ θα ολοκληρώσει την αλλαγή πολιτικής του κόμματος, αποδεικνύοντας την επαναστατική ανασυγκρότησή του.

Με βάση τα παραπάνω, μια πρώτη απάντηση στο «τι είναι ο ΔΣΕ» θα μπορούσε να είναι η εξής: ο ΔΣΕ είναι η έμπρακτη, η ριζική άρνηση της Συμφωνίας της Βάρκιζας. Προτού μιλήσουμε για τη σημασία του ΔΣΕ ως φορέα της επαναστατικής αλλαγής στη χώρα, προτού μιλήσουμε για την παρακαταθήκη του στον αγώνα για τη λαϊκή δημοκρατία, την εθνική ανεξαρτησία και τον σοσιαλισμό, θα πρέπει να εστιάσουμε την προσοχή σε αυτή τη θεμελιώδη παρακαταθήκη του ΔΣΕ. Την παρακαταθήκη εκείνη που πεισματικά αρνούνται οι πάσης φύσεως ιστορικές αφηγήσεις που μιλούν για το αναπότρεπτο της ήττας του ΔΣΕ και τον καταστρεπτικό ρόλο του στο λαϊκό κίνημα, ακριβώς γιατί μια τέτοια παραδοχή στην πραγματικότητα θα ανέτρεπε όλες τις θέσεις τους σχετικά με το ιστορικό λάθος της συγκρότησης του ΔΣΕ.
Γιατί, βέβαια, αν ο ΔΣΕ αποτελεί την άρνηση της Βάρκιζας, αν όντως ο ΔΣΕ ήταν ο μοναδικός τρόπος να ακυρωθεί η Βάρκιζα και αν, ως εκ τούτου, ο ΔΣΕ ήταν η οδός ώστε να εκφραστεί ξανά αυτοτελώς η ταξική πολιτική στη χώρα, τότε δεν υπάρχει αμφιβολία ότι ο ΔΣΕ έπρεπε με κάθε θυσία να συγκροτηθεί. Και από τη στιγμή που συγκροτείται και στη συνέχεια αναπτύσσεται, από τη στιγμή δηλαδή που υλοποιεί την ιστορική αναγκαιότητα ύπαρξης αυτόνομης ταξικής στρατηγικής στη χώρα, έχει ήδη σημειώσει μια νίκη ιστορικών διαστάσεων, ανατρέποντας τη βασική στρατηγική της αστικής τάξης και του ιμπεριαλισμού, που ήταν η εξαφάνιση του ΚΚΕ και του λαϊκού κινήματος από το ιστορικό προσκήνιο. Απόρριψη του ΔΣΕ στην πραγματικότητα σημαίνει αποδοχή της Βάρκιζας. Δεν υπάρχει διέξοδος από αυτή τη συνεπαγωγή με όρους μαρξιστικούς. Εκτός κι αν αιτιολογηθεί «μαρξιστικά» ότι μπορούσε το ΚΚΕ μέσα στο καθεστώς της Βάρκιζας που είχε αποδεχτεί να διαδραματίσει τον ρόλο του ή ότι μπορούσε το καθεστώς αυτό να διαρρηχθεί με άλλους όρους από αυτούς της συγκρότησης λαϊκού στρατού.

Τέτοιου είδους αιτιολογήσεις, βέβαια, υπήρξαν, όπως είδαμε, στην 6η και την 7η Ολομέλεια, αλλά και πρωτύτερα μέσα από πολιτικές θέσεις και πλατφόρμες που κατατέθηκαν τόσο την περίοδο του Εμφυλίου όσο και την περίοδο 1950-1955. Και βέβαια δεν είναι καθόλου τυχαίο ότι αυτές οι θέσεις εκπορεύτηκαν κατά κύριο λόγο από τους πρωτεργάτες της Βάρκιζας. Η απόρριψη του ΔΣΕ στην οποία κατέληγαν ήταν στην πραγματικότητα η αυτοεπιβεβαίωσή τους για τη Συμφωνία της Βάρκιζας που υπέγραψαν: από τη στιγμή που ο ΔΣΕ ηττήθηκε, πολύ περισσότερο που η ήττα του ΔΣΕ ήταν προδικασμένη, ο ΔΣΕ δεν έπρεπε να συγκροτηθεί και, αφού δεν έπρεπε να συγκροτηθεί, έπρεπε να ακολουθηθεί η γραμμή της Βάρκιζας. Αντίθετα, η πρόσληψη του ΔΣΕ ως άρνησης της Βάρκιζας (και ως εκ τούτου ως της κατάφασης της ιστορικής ανάγκης του λαϊκού κινήματος να υπάρξει) εμπλουτίζει την ιστορική σημασία του ΔΣΕ και την παρακαταθήκη που αφήνει.
Οι χιλιάδες αγωνιστές και οι αγωνίστριες που έπεσαν στα πεδία των μαχών και στα εκτελεστικά αποσπάσματα, οι χιλιάδες που φυλακίστηκαν και πήραν τον δρόμο της πολιτικής προσφυγιάς πέτυχαν με τον αγώνα τους κάτι πολύ χειροπιαστό. Κάτι χωρίς υπερβολή ανεκτίμητο και ανυπέρβλητο. Με τη θυσία τους απελευθέρωσαν την ταξική πολιτική από τα αστικά δεσμά και διαμόρφωσαν τους όρους για να υπάρξει ξανά επαναστατική στρατηγική στη χώρα. Η στρατιωτική ήττα του ΔΣΕ τον Αύγουστο του 1949 δεν μπορεί σε καμία περίπτωση να αναιρέσει αυτό το γεγονός. Το λαϊκό κίνημα βγαίνει από τον Εμφύλιο ισχυρότερο απ’ ό,τι ήταν το 1945. Τότε αποτελούσε την ουρά της αστικής πολιτικής, έχοντας ως παρακαταθήκη μια επανάσταση που είχε συνθηκολογήσει άνευ όρων. Αντίθετα, μετά τον Εμφύλιο, όπως αποδεικνύει η ιστορία της περιόδου 1950-1956, βρίσκεται σε τέτοια θέση, που μπορεί να πρωταγωνιστεί στο πολιτικό προσκήνιο της χώρας, έχοντας ως πολιτικό θεμέλιο, ως ιστορική παρακαταθήκη μια επανάσταση που έθεσε πιο ολοκληρωμένα από ποτέ το ζήτημα της εξουσίας για τις εκμεταλλευόμενες τάξεις. Μια επανάσταση, αν θέλαμε να δώσουμε έναν πληρέστερο ορισμό, που μορφοποίησε πιο ανάγλυφα από ποτέ την ιστορική δυνατότητα για μια Ελλάδα των λαϊκών τάξεων, για μια Ελλάδα εθνικά ανεξάρτητη, δημοκρατική, σοσιαλιστική.

Ανεξάρτητα από αξιολογικές κρίσεις για τον ΔΣΕ, καμία αντικειμενική ιστορική οπτική δεν μπορεί να αρνηθεί την πραγματικότητα της επανάστασης και του Εμφυλίου Πολέμου της περιόδου 1946-1949, το γεγονός δηλαδή ότι δύο αντίπαλοι κοινωνικοί συνασπισμοί αναμετρήθηκαν για την εξουσία. Οι αριθμοί είναι αδιάψευστος μάρτυρας για τον χαρακτήρα και την ένταση της αναμέτρησης. Από τις τάξεις του ΔΣΕ αγωνίστηκαν περί τους 100.000 μαχητές και μαχήτριες. Οι απώλειές του φτάνουν τους 40.000 νεκρούς, ενώ δεκάδες χιλιάδες είναι οι τραυματίες, οι φυλακισμένοι, οι πολιτικοί πρόσφυγες. Παράλληλα πολύ μεγάλες ήταν οι συνέπειες της αναμέτρησης και στον κοινωνικό συνασπισμό που υποστήριζε τον ΔΣΕ. 4.000 ήταν οι νεκροί στα εκτελεστικά αποσπάσματα και ανεξακρίβωτος ο αριθμός των κυνηγημένων από τις παρακρατικές συμμορίες, ενώ σε δεκάδες χιλιάδες ανέρχονταν οι φυλακισμένοι και οι εκτοπισμένοι. Αντίστοιχα μεγάλοι ήταν οι αριθμοί και στην αντίπαλη πλευρά. Στις τάξεις του κυβερνητικού στρατού, της εθνοφυλακής, της χωροφυλακής, των ΜΑΥ-ΜΑΔ και των παρακρατικών συμμοριών έφτασαν να υπηρετούν το καλοκαίρι του 1949 περίπου 500.000 άνδρες. Οι απώλειες των κυβερνητικών δυνάμεων, σύμφωνα με τα επίσημα στοιχεία που δίνει το ΓΕΣ, ήταν: 15.969 νεκροί, 37.557 τραυματίες και 2.001 αγνοούμενοι. Συνολικά 55.527 – στην πραγματικότητα ήταν πολύ μεγαλύτερες. Και βέβαια σε όλα αυτά τα στοιχεία θα πρέπει να προσθέσουμε τις τεράστιες υλικές καταστροφές, [1] την πολύ μεγάλη επιβάρυνση στην οικονομία και τις σαρωτικές ανακατατάξεις σε κοινωνικό επίπεδο, τις τεράστιες μετακινήσεις πληθυσμών, την ερήμωση της υπαίθρου, τη γιγάντωση των μεγάλων πόλεων.
Τέτοιας έντασης και έκτασης αποτελέσματα, που σε κάποιες πτυχές τους δεν έχουν καταγραφεί σε καμιά άλλη περίοδο της σύγχρονης ελληνικής ιστορίας, δεν αφήνουν περιθώρια παρερμηνειών για το ότι αυτό που συνέβη στη χώρα την περίοδο 1946-1949 ήταν ένας εμφύλιος πόλεμος. Άλλωστε, και η σύγχρονη αστική οπτική της Ιστορίας δεν διστάζει να αποδεχθεί τον όρο, αφήνοντας στο περιθώριο τη ρητορική περί συμμοριτοπόλεμου.[2] Ο λόγος περί εμφυλίου πολέμου –με το συγκεκριμένο αταξικό περιεχόμενο που του προσδίδεται και τον χαρακτηρισμό περί εθνικής καταστροφής που τον συνοδεύει– κάνει πιο εύκολη την επίθεση και την ιστορική και πολιτική απαξίωση του ΔΣΕ. Σύμφωνα με τη στεγνή τεχνοκρατική λογιστική της αστικής ιστορίας, η εθνική καταστροφή του Εμφυλίου θα είχε αποφευχθεί, αν η ιστορία το 1946 είχε συνεχιστεί χωρίς την ανωμαλία του ΔΣΕ. Θα είχαν σίγουρα εξοντωθεί κάποιες χιλιάδες κομμουνιστές στα εκτελεστικά αποσπάσματα, στις φυλακές και τις εξορίες –γεγονότα για τα οποία το αστικό καθεστώς δεν θα είχε πρόβλημα έπειτα από κάποιες δεκαετίες να ψελλίσει υποκριτικά «λυπάμαι»–, αλλά σε κάποιον χρονικό ορίζοντα θα είχαμε εισέλθει σε μια φάση δημοκρατικής ομαλότητας και οικονομικής ανάκαμψης, πολύ πιο στέρεης μάλιστα από αυτή των δεκαετιών που ακολούθησαν. Σε σύγκριση με αυτό που συνέβη, το τι αποτελεί την ασύγκριτα καλύτερα επιλογή είναι για την αστική ιστορία αυτονόητο. Υπό αυτό το πρίσμα κρίνεται ο ΔΣΕ και η παρακαταθήκη του στην Ιστορία. Ως μια επιλογή εγκληματική εκ μέρους του ΚΚΕ, που φέρει την κύρια ευθύνη για το αιματοκύλισμα της ελληνικής κοινωνίας και για την καθυστέρηση της χώρας να βρει ταχύτερα τον δρόμο της ανάπτυξης και της ευημερίας.
Ξεκινώντας από άλλη αφετηρία, στην καταδίκη της ιστορίας του ΔΣΕ καταλήγουν και οι διάφορες αναθεωρητικές εκδοχές της ιστορίας του Εμφυλίου Πολέμου που βγήκαν από την 6η και την 7η Ολομέλεια του ΚΚΕ, όπως και όλες οι σύγχρονες παραλλαγές τους σε επίπεδο ιστορίας και πολιτικής. Αντίθετα, η ταξική, η επαναστατική ματιά στην ιστορική σημασία και την παρακαταθήκη του ΔΣΕ, εκκινώντας από τη θέση ότι ο αγώνας του ΔΣΕ ήταν μια λαϊκή επανάσταση, δεν μπορεί παρά να οδηγείται στην εμβληματική θέση του Μαρξ για τις επαναστάσεις ως ατμομηχανές της Ιστορίας. Παρότι δεν νίκησε, ο ΔΣΕ επιτάχυνε την ιστορική κίνηση στη χώρα, δίνοντας συγκεκριμένη υλική υπόσταση και μορφή σε όλα τα στρατηγικά επίδικα της εγχώριας ταξικής πάλης: τη λαϊκή εξουσία, τη λαϊκή δημοκρατία, την εθνική ανεξαρτησία, τον σοσιαλισμό.
Ειδικότερα, η λαϊκή επανάσταση του 1946-1949 άφησε ως παρακαταθήκη:
• την ύπαρξη ενός Κομουνιστικού Κόμματος πολιτικά, ιδεολογικά και οργανωτικά συγκροτημένου με βάση τις μπολσεβίκικες αρχές και συνδεδεμένου μοριακά με την εργατική τάξη και τον λαό∙
• τη συγκρότηση λαϊκού τακτικού στρατού ως απαραίτητου όρου για την ανατροπή της αστικής εξουσίας και την εγκαθίδρυση της εθνικής ανεξαρτησίας και του σοσιαλισμού. Ειδικότερα σε στρατιωτικό επίπεδο, ο ΔΣΕ αφήνει ως παρακαταθήκη πλήθος στρατιωτικών τακτικών και στρατηγικών, που συνθέτουν την ελληνική εκδοχή του λαϊκού πολέμου, μια εκδοχή με έντονο το στοιχείο της πρωτοτυπίας και του μοντερνισμού, αν αναλογιστούμε τον ιστορικό χώρο (Ευρώπη) και τον ιστορικό χρόνο (αμέσως μετά τον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο) μέσα στους οποίους συντελείται∙
• την «υπαρκτή» Λαϊκή Δημοκρατία της Ελεύθερης Ελλάδας με τους συγκεκριμένους θεσμούς λαϊκής εξουσίας που αυτή συγκρότησε∙
• την απόδειξη, μέσα από την επιστημονική ανάλυση των παραγωγικών δυνατοτήτων της χώρας, της δυνατότητας εγκαθίδρυσης των σοσιαλιστικών σχέσεων παραγωγής στην Ελλάδα και της ανάπτυξης βαριάς βιομηχανίας∙
• έναν ολοκληρωμένο θεωρητικά προσδιορισμό του χαρακτήρα της ελληνικής αστικής τάξης ως τάξης παρασιτικής, μεταπρατικής και ξενόδουλης, ως τάξης εξαρτημένης και υποτελούς στον ιμπεριαλισμό∙
• μια θεωρία για την επανάσταση στην Ελλάδα ως διαδικασία που συναρθρώνει στόχους σοσιαλιστικού, δημοκρατικού και εθνικού χαρακτήρα∙
• το πολιτικό πρόγραμμα του ΚΚΕ του 7ου Συνεδρίου τον Οκτώβριο του 1945, ένα πρόγραμμα υπόδειγμα σύνδεσης μεταβατικών και επαναστατικών στοχεύσεων και τεκμηρίωσης των όρων υλοποίησής του∙
• την υποδειγματική αντίληψη για τη σύνδεση της επαναστατικής τακτικής και της στρατηγικής, της σύνδεσης νόμιμων και παράνομων μορφών πάλης, ένοπλων και ειρηνικών, που συμπυκνώνεται στον αριστοτεχνικό συνδυασμό «πολέμου θέσεων και πολέμου κινήσεων» τόσο κατά την περίοδο προετοιμασίας του δεύτερου ένοπλου αγώνα (1945-1946) όσο και κατά την περίοδο δράσης του ΔΣΕ, με τις συγκεκριμένες πολιτικές πρωτοβουλίες της ΠΔΚ που συμπλήρωναν την καθαυτό πολεμική δράση του ΔΣΕ∙
• την πλούσια διεθνιστική κληρονομιά, που εκφράστηκε τόσο μέσα από την υποστήριξη που έλαβε ο ΔΣΕ από τις Λαϊκές Δημοκρατίες και την ΕΣΣΔ όσο και μέσα από την αταλάντευτη υποστήριξη του ΔΣΕ προς τις εθνικές μειονότητες στο εσωτερικό της χώρας∙
• τη γυναικεία χειραφέτηση ως καταστατικό γνώρισμα και ιστορική κατάκτηση του λαϊκού κινήματος και της Λαϊκής Δημοκρατίας∙
• έναν νέο ανθρωπότυπο, που αναδεικνύεται στα αμέτρητα παραδείγματα ήθους, ανιδιοτέλειας, ηρωισμού, ανθρωπιάς και πολιτισμού των αγωνιστών και αγωνιστριών του λαϊκού κινήματος, και κατ’ επέκταση ενός νέου τύπου κοινωνικών σχέσεων ως θεμελίου της μελλοντικής σοσιαλιστικής κοινωνίας.

Η δύναμη αυτής της παρακαταθήκης και η δημιουργική αναπαραγωγή πλευρών της εξασφαλίζουν στο αποδεκατισμένο, ηττημένο ΚΚΕ των πρώτων χρόνων της δεκαετίας του 1950 τη δυνατότητα να ανασυνταχθεί άμεσα για να θέσει ξανά στο ιστορικό προσκήνιο τη στρατηγική του. Όπως είδαμε σε προηγούμενα κεφάλαια, με την καθοριστική συμβολή του ΚΚΕ η σοβούσα κρίση του συστήματος γρήγορα μετατρέπεται σε κρίση πολιτική, σε κρίση που θέτει ξανά στο επίκεντρο το αίτημα της επαναστατικής ρήξης και της ανατροπής.
Το ποια θα μπορούσε να είναι η εξέλιξη της ταξικής πάλης στη χώρα αν δεν είχε συμβεί το αναθεωρητικό πραξικόπημα στο ΚΚΕ το 1956 και το 1957 και αν το κεκτημένο του ΔΣΕ εξακολουθούσε να αποτελεί κληρονομιά του κινήματος, αποτελεί ένα κρίσιμο ερώτημα σε ό,τι αφορά τη διερεύνηση της ιστορίας της ταξικής πάλης στη χώρα. Μια συνοπτική απάντηση θα μπορούσε να είναι η ακόλουθη:
Το ΚΚΕ θα διατηρούσε τις παράνομες οργανώσεις του και την αυτοτέλειά του, η ΕΔΑ δεν θα γινόταν ουρά της αστικής πολιτικής και η ανάδειξή της σε αξιωματική αντιπολίτευση το 1958 θα ενίσχυε το λαϊκό κίνημα. Η όξυνση της κρατικής τρομοκρατίας την περίοδο 1958-1963 και οι εκλογές βίας και νοθείας του 1961 δεν θα αντιμετωπίζονταν αμαχητί από το λαϊκό κίνημα, αλλά αντίθετα θα οδηγούσαν στη συγκρότηση δομών μαζικής λαϊκής αυτοάμυνας και ακόμα πιο πλατιών και ριζοσπαστικών λαϊκών δημοκρατικών μετώπων, που θα μπορούσαν να ενσωματώσουν την πλατιά βάση του Κέντρου και όχι να ενσωματωθούν σε αυτό, όπως συνέβη. Οι μαζικές διαδηλώσεις για τα μείζονα ζητήματα της εργασίας, της παιδείας, της δημοκρατίας, της εθνικής ανεξαρτησίας θα αποκτούσαν μεγαλύτερη διάρκεια, ένταση και αποτελεσματικότητα. Επίσης, πραξικοπηματικές κινήσεις τμημάτων του πολιτικού κόσμου αντίστοιχες με αυτήν της Αποστασίας του 1965 θα πυροδοτούσαν εξεγερτικά γεγονότα που θα απειλούσαν ευθέως το καθεστώς της ταξικής βίας και της αμερικανοκρατίας. Σε αυτό το πλαίσιο, η αντιμετώπιση μιας ανοιχτά δικτατορικής επιλογής της άρχουσας τάξης και των Αμερικανών, όπως ήταν η Χούντα του 1967, θα συναντούσε ένα προετοιμασμένο για ένα τέτοιο ενδεχόμενο κινηματικό δυναμικό, το οποίο, σφυρηλατημένο στην παράνομη δουλειά και στηριζόμενο στην επιρροή που θα είχε αποκτήσει την προηγούμενη περίοδο, θα ήταν δυνατό να συγκροτήσει σταδιακά ένα μαζικό αντιδικτατορικό μέτωπο. Ένα μέτωπο που θα μπορούσε να δημιουργήσει δυναμική ανατροπής της δικτατορίας με επαναστατικούς όρους, οι οποίοι θα έθεταν ξανά το ζήτημα της εξουσίας επί τάπητος.

Αν και παρακινδυνευμένη, μιας και στηρίζεται σε υποθέσεις και δεν λαμβάνει υπόψη πολλές άλλες μεταβλητές της ταξικής πάλης σε εγχώριο και διεθνές επίπεδο, εντούτοις η παραπάνω εκτίμηση περιγράφει ένα πιθανό ενδεχόμενο. Άλλωστε, η δυναμική της ταξικής πάλης στη χώρα ήταν τέτοια, που ακόμα και χωρίς έναν μαζικό επαναστατικό φορέα όπως ήταν το ΚΚΕ, έφτασε σε ιστορικές κορυφώσεις, όπως τα Ιουλιανά και το Πολυτεχνείο. Σε κάθε περίπτωση, πάντως, ένα επαναστατικό ΚΚΕ και ένα λαϊκό κίνημα γαλουχημένο με την ιστορία της επανάστασης του 1946-1949 ήταν σαφές ότι θα αναβάθμιζε καθοριστικά όλες τις εκδηλώσεις της ταξικής πάλης στη χώρα. Ούτως ή άλλως, σε όλες τις μεγάλες στιγμές των κοινωνικών αγώνων που έπονται της ουσιαστικής διάλυσης του ΚΚΕ το 1956-1957 είναι φανερή η παρακαταθήκη της επαναστατικής του παράδοσης. Όπως, για παράδειγμα, στην εμβληματική απεργία των οικοδόμων το 1960, στην οποία το αποτύπωμα του ταξικού συνδικαλιστικού κινήματος των προηγούμενων δεκαετιών που γαλούχησε με το πνεύμα της σύγκρουσης την εργατική τάξη είναι εμφανές τόσο σε επίπεδο οργάνωσης του αγώνα όσο και σε επίπεδο περιεχομένου του. Ή όπως στα Ιουλιανά τον Αύγουστο του 1965, όπου αναδεικνύεται στην πράξη η επαναστατική τάση που εκπροσωπεί ο Πέτρουλας και σειρά άλλων αγωνιστών, οι οποίοι αρνούνται έμπρακτα την πολιτική υποταγή της ηγεσίας της ΕΔΑ στην Ένωση Κέντρου, αναζητώντας αυτόνομες από την αστική πολιτική οδούς εκδήλωσης της λαϊκής πάλης. Όπως βέβαια και κατά τη διάρκεια της Χούντας στις μαχητικές ομάδες που αμφισβητούν έμπρακτα το καθεστώς τής αμαχητί παράδοσης του λαϊκού κινήματος επιχειρώντας να συγκροτήσουν κάποιες στοιχειώδεις δομές ένοπλης αυτοάμυνάς του. Για να φτάσουμε, βέβαια, στην κορυφαία στιγμή της αντιδικτατορικής πάλης, την εξέγερση του Πολυτεχνείου, η οποία με το σύνθημα «έξω οι ΗΠΑ» ως προμετωπίδα αποτυπώνει εύγλωττα την ιστορική συνέχεια και την κεντρικότητα της πάλης ενάντια στην ιμπεριαλιστική εξάρτηση.
Στο σημείο αυτό, βέβαια, η αστική ιστορία θέτει κατηγορηματικά τα δικά της ερωτήματα και δίνει τις αντίστοιχες απαντήσεις: Πού θα οδηγούσε τη χώρα μια νέα στρατηγική ρήξης από την πλευρά του ΚΚΕ όπως αυτή του 1946-1949; Μα σε έναν νέο κύκλο ανωμαλίας, σε μια νέα καταστρεπτική για τη χώρα διακοπή της πορείας της προς την οικονομική ανάπτυξη και την κοινωνική πρόοδο. Και, σε τελική ανάλυση, τι όφελος θα είχε η χώρα και ο ελληνικός λαός αν ευοδωνόταν παρ’ ελπίδα ο στόχος της Λαϊκής Δημοκρατίας και του σοσιαλισμού; Αν η απόπειρα εγκαθίδρυσής τους με τον ΔΣΕ ήταν μια εθνική συμφορά, η επιτυχία της στόχευσης θα ήταν η απόλυτη καταστροφή. Η Ελλάδα θα γινόταν μια πάμφτωχη χώρα, χωρίς δημοκρατία και ελευθερίες, κατά το πρότυπο των χωρών του «σιδηρού παραπετάσματος», ολοκληρωτική, αυταρχική, θλιβερή. Αναμφίβολα πολύ πιο αντιδημοκρατική από την αστική δημοκρατία που επικράτησε στην Ελλάδα, της οποίας άλλωστε οι εκτροπές προς τον αυταρχισμό ήταν σε τελική ανάλυση προϊόν «της ζωτικής ανάγκης του έθνους να αποτραπεί ο όλεθρος της επικράτησης του κομμουνισμού».

Απέναντι σε αυτού του είδους τις ερωτήσεις και τις απαντήσεις δεν χωράνε από μέρους μας υπεκφυγές. Δεν μπορούμε εδώ να επικαλεστούμε το ιστορικό απρόβλεπτο της επαναστατικής διαδικασίας και να μην πάρουμε θέση. Τουλάχιστον όσον αφορά τις βασικές εξελίξεις που θα προδιέγραφε μια νίκη του ΔΣΕ (όπως και του επαναστατικού κινήματος αργότερα) οφείλουμε να είμαστε απόλυτοι – όσο απόλυτη εμφανίζεται η αστική τάξη και οι κονδυλοφόροι της και όσο απόλυτος εμφανίζεται σύσσωμος ο ρεβιζιονισμός είτε αποφαινόμενος ανερυθρίαστα «ευτυχώς, σύντροφοι, ηττηθήκαμε» είτε θεωρώντας τη συγκρότηση του ΔΣΕ τυχοδιωκτισμό.
Η νίκη της λαϊκής επανάστασης στην Ελλάδα και η εγκαθίδρυση του σοσιαλισμού θα σήμαιναν την αναγέννηση της χώρας. Η απελευθέρωση των παραγωγικών δυνάμεων από τα δεσμά του κεφαλαίου και η αποτίναξη του ιμπεριαλιστικού ζυγού θα έφερναν μια νέα ιστορικά εποχή δημιουργίας και προόδου για τον ελληνικό λαό και τη χώρα. Η Ελλάδα της Λαϊκής Δημοκρατίας θα γινόταν μια χώρα χωρίς εκμετάλλευση ανθρώπου από άνθρωπο με μια ανώτερου τύπου δημοκρατία η οποία θα πήγαζε από την ίδια τη φύση της εξουσίας που θα είχε εγκαθιδρυθεί. Μιας εξουσίας λαϊκής, συμμετοχικής που θα διαρθρωνόταν μέσα από ένα ευρύ δίκτυο λαϊκών συμβουλίων πανελλαδικά, ευρισκόμενων σε άμεση επαφή και σύνδεση με τη λαϊκή κυβέρνηση που θα εκλεγόταν μέσα από ελεύθερες εκλογές. Η Λαϊκή Δημοκρατία θα εγγυόταν την πλέρια ανάπτυξη των κοινωνικών και πολιτικών δικαιωμάτων και θα κατοχύρωνε την πλήρη ισότητα των γυναικών και την εθνική, θρησκευτική και φυλετική, ισοτιμία.
Σε οικονομικό επίπεδο, με κοινωνικοποιημένα τα βασικά μέσα παραγωγής και κεντρικά σχεδιασμένη οικονομία, θα έπαυαν οριστικά οι κυκλικές οικονομικές κρίσεις και η αναρχία στην παραγωγή. Η Ελλάδα θα γινόταν μια οικονομικά εύρωστη χώρα, με σύγχρονη βαριά βιομηχανία και εξελιγμένο τεχνικά και παραγωγικά πρωτογενή τομέα, που θα εξασφάλιζε υψηλό επίπεδο διαβίωσης για τον πληθυσμό. Οι σοσιαλιστικές σχέσεις παραγωγής, με την πολυεπίπεδη προστασία της εργασίας και την ανάπτυξή της μέσα από την επιστημονική και υλικοτεχνική της υποστήριξη, θα αποτελούσαν την υλική βάση για την απελευθέρωση της εργασίας και την εγκαθίδρυση μιας νέας μη αλλοτριωμένης σχέσης ανάμεσα στον εργαζόμενο και το προϊόν και την πράξη της εργασίας του.
Οι βασικές κοινωνικές ανάγκες, η Υγεία, η Στέγαση, η Παιδεία, ο Πολιτισμός, θα παρέχονταν με πολύ μικρό κόστος και σε υψηλό επίπεδο. Ειδικότερα οι Τέχνες θα αποτελούσαν κεντρική προτεραιότητα της λαϊκής εξουσίας. Στο πλαίσιο της νέας αντίληψης για την πολιτική που θα παρήγαγε η γενικευμένη συμμετοχή του λαού στα λαϊκά συμβούλια, μια νέα αντίληψη για τον πολιτισμό, βασιζόμενη στην ανεξάντλητη λαϊκή παράδοση και τη συνεχή αναζήτηση νέων οδών δημιουργίας, θα δημιουργούσε μια σύγχρονη νεοελληνική Τέχνη.
Σε διεθνές επίπεδο η Ελλάδα θα γινόταν παράγοντας ειρήνευσης και σταθερότητας στην ευρύτερη περιοχή των Βαλκανίων και της Νοτιοανατολικής Μεσογείου. Με ισχυρό λαϊκό στρατό, διαπαιδαγωγημένο με τις αρχές του πατριωτισμού και του διεθνισμού, που θα αποτελούσε τον ισχυρό φύλακα της εθνικής κυριαρχίας και ανεξαρτησίας της και με εξωτερική πολιτική πολυδιάστατη, αφενός ευρισκόμενη αδιαπραγμάτευτα στο πλευρό των λαών όλου του κόσμου και αφετέρου κινούμενη στην κατεύθυνση μιας έντιμης συνεννόησης με τις καπιταλιστικές χώρες, η Λαϊκή Δημοκρατία της Ελλάδας, με την κομβική γεωστρατηγική της θέση στο σταυροδρόμι Ανατολής-Δύσης, θα διαδραμάτιζε κεντρικό ρόλο στη διευθέτηση με ειρηνικό και αποτελεσματικό τρόπο χρόνιων ανεπίλυτων διαφορών προς όφελος των εθνικών και λαϊκών δικαίων, αρχής γενομένης από το Κυπριακό Ζήτημα.

Η Ελλάδα της Λαϊκής Δημοκρατίας, η Ελλάδα του σοσιαλισμού θα ήταν μια περήφανη, ανεξάρτητη χώρα, πηγή έμπνευσης και σημείο αναφοράς για τους λαούς όλου του κόσμου. Όπως γλαφυρά συμπυκνώνει το Σχέδιο Προγράμματος του ΚΚΕ το 1953, με εκείνη τη μοναδική ικανότητα του κομμουνιστικού λόγου να προσδίδει τη βαθύτερη υλικότητα στις ιδέες, η Ελλάδα με τον κόπο και των ιδρώτα των εργαζομένων της θα γινόταν:
«[…] μια ολόπλευρα αναπτυγμένη χώρα, ένας απέραντος οπωρώνας και κήπος, γιομάτος φρούτα και λουλούδια, χώρα ηλιόλουστη με χαρούμενο το λαό της και ευτυχισμένα τα παιδιά του, ελεύθερο ισότιμο μέλος στη λεύτερη οικογένεια των λαών της γης». [3]
Έτσι θα έμοιαζε η Λαϊκή Δημοκρατία, ο σοσιαλισμός στην Ελλάδα. Σαν περιβόλι, σαν έναν απέραντος ηλιόλουστος κήπος με λουλούδια και φρούτα. Σαν ένας πίνακας ζωγραφικής. Μια σύνθεση ρεαλισμού, ιμπρεσιονισμού και νατουραλισμού, μια σύνθεση χρωμάτων και αισθημάτων, γης και ουρανού, ύλης και πνεύματος.
Για ένα τέτοιο μέλλον πάλεψαν και έδωσαν τη ζωή τους οι χιλιάδες αγωνιστές και αγωνίστριες στα βουνά, στις πόλεις, στα ξερονήσια, στις φυλακές. Κι από ένα τέτοιο μέλλον άντλησαν την ποίησή τους, για να πραγματοποιήσουν την Έφοδο στον Ουρανό!
Κι αν το μέλλον αυτό δεν ήρθε, το χνάρι που άφησε παραμένει βαθύ. Αποτελεί την Ιστορία μας, την παρακαταθήκη μας για τις δικές μας επαναστάσεις, τις δικές μας Εφόδους στον Ουρανό.

Η επανάσταση του 1946-1949 είναι ο δοξασμένος προάγγελος μιας νέας κοινωνίας.
«Τους μάρτυρές [της] τους έχει κλείσει μέσα στη μεγάλη της καρδιά η εργατική τάξη. Τους εξολοθρευτές τους, τους έχει καρφώσει κιόλας η ιστορία στον πάσσαλο της ατίμωσης απ’ όπου δεν μπορούν να τους λυτρώσουν μήτε όλες οι προσευχές των παπάδων τους». [4]

Σημειώσεις

[1] Ενδεικτικά παραθέτουμε κάποια επίσημα στοιχεία από κρατικές αρχές: 800.000 ξεσπιτωμένοι αγρότες• 24.626 σπίτια ολικώς κατεστραμμένα• 22.000 σπίτια μερικώς κατεστραμμένα• 15.139 αγροτικά νοικοκυριά κατεστραμμένα• 1.600 σχολεία κατεστραμμένα• 476 οδικές γέφυρες κατεστραμμένες• 439 σιδηροδρομικές γέφυρες κατεστραμμένες• 241 εργοστάσια και νοσοκομεία κατεστραμμένα• 1.480.669 ζώα που χάθηκαν.

[2] Η επίσημη υιοθέτηση του όρου «εμφύλιος πόλεμος» έγινε τον Σεπτέμβριο του 1989 από την αλήστου μνήμης συγκυβέρνηση της ΝΔ του Κ. Μητσοτάκη και του Συνασπισμού της Αριστεράς και της Προόδου (ΚΚΕ-ΕΑΡ) με πρωθυπουργό τον Τζ. Τζανετάκη. Συγκεκριμένα, με νόμο υπό τον γενικό τίτλο «Άρση των συνεπειών του Εμφυλίου 1944-1949» οριζόταν η αντικατάσταση του όρου «συμμοριτοπόλεμος» και «συμμορίτες» με τον όρο «εμφύλιος πόλεμος» και «Δημοκρατικός Στρατός» αντίστοιχα.

[3] «Σχέδιο Προγράμματος ΚΚΕ», στο Κεντρική Επιτροπή του ΚΚΕ, Το ΚΚΕ. Επίσημα κείμενα, τόμ. 7, σελ. 643.

[4] Καρλ Μαρξ, Ο εμφύλιος πόλεμος στη Γαλλία, εκδ. Σύχρονη Εποχή, Αθήνα, 2000.