Ταξική Αντεπίθεση | Για το ταξικό και πολιτικό περιεχόμενο των πρόσφατων αγροτικών κινητοποιήσεων σε Ελλάδα και Ευρώπη
Τους τελευταίους μήνες είδαμε τους αγρότες να βγαίνουν μαζικά στους δρόμους και να στήνουν μπλόκα ενώ στην κορύφωση των κινητοποιήσεων προχώρησαν ακόμα και σε μαζική παρουσία και αποκλεισμό στο Σύνταγμα. Οι συγκεκριμένες διαδηλώσεις μπορεί να μην συνδέθηκαν όσο οι υπόλοιποι αγώνες της περιόδου με τις διάφορες κινηματικές δυνάμεις, όμως αυτό δεν αναιρεί το γεγονός πως στο πυρήνα τους εμπεριέχουν σημαντικές αιχμές και ζητήματα της ταξικής αντιπαράθεσης σε μια εποχή γενικευμένης καπιταλιστικής κρίσης που εκφράζεται και μέσω μιας οικολογικής και επισιτιστικής κρίσης, ως απόρροια της αδυναμίας ενός χρεοκοπημένου πολιτικού συστήματος να προσφέρει μια βιώσιμη λύση κερδοφορίας του κεφαλαίου. Γι’αυτό το λόγο παρακάτω θα επιχειρήσουμε να αναδείξουμε συνοπτικά τον τρόπο που έχουν δομηθεί στον συγκεκριμένο κλάδο οι ταξικές αντιθέσεις, όσο παράλληλα και τον τρόπο που οι διάφορες πολιτικές αστικές και αντιδραστικές δυνάμεις αντιμετώπισαν την αγροτική οργή και τις διαδηλώσεις. Τέλος θα επιχειρήσουμε να αναδείξουμε μια σειρά ερωτημάτων που αφορούν τις θέσεις και τα επίδικα των ταξικών και επαναστατικών πολιτικών δυνάμεων ως προς τις αγροτικές κινητοποιήσεις.
- Η Κοινή Αγροτική Πολιτική της ΕΕ ως φορέας της καπιταλιστικής αναδιάρθρωσης
Ο αγροτροφοδοτικός τομέας στην ΕΕ έχει υποστεί τις τελευταίες δεκαετίες μια εντατικοποιημένη νεοφιλελεύθερη αναδιάρθρωση, η οποία κατά κύριο λόγο έχει εκφραστεί μέσω της ΚΑΠ (Κοινή Αγροτική Πολιτική). Μόλις τα τελευταία δεκαπέντε χρόνια κοντά στο 40% των μικρομεσαίων παραγωγών της ΕΕ έχει είτε εξαγοραστεί από μεγαλοπαραγωγούς, είτε αποσυρθεί εντελώς από τον κλάδο. Στην ουσία έχει δημιουργηθεί μια αγορά στην οποία κερδοσκοπούν μια σειρά μονοπωλίων, τα οποία δεν λογοδοτούν σε κανέναν με αποτέλεσμα να κερδοφορούν εις βάρος των μικροκαλλιεργητών και των εργατικών τάξεων (που επωμίζονται τις πληθωριστικές κρίσεις) με την κάλυψη και την υποστήριξη των Βρυξελλών.
Με μια πρόχειρη ματιά στο σύστημα των αγροτικών επιδοτήσεων γίνεται εμφανές πως πρόκειται για έναν μηχανισμό που έχει στηθεί με σκοπό να ωφελεί σχεδόν αποκλειστικά τους μεγαλοπαραγωγούς. Την τελευταία 15ετία αρχικά τα κοινοτικά κονδύλια μειώθηκαν σε ένα ποσοστό άνω του 10%, όμως πέραν της μείωσης τους κρισιμότερο σημείο αποτελεί το γεγονός πως τα κριτήρια των επιδοτήσεων έχουν δομηθεί με σκοπό να αποκλείουν τους μικροκαλλιεργητές από αυτά. Πιο συγκεκριμένα στα πλαίσια της ανταγωνιστικότητας και της παραγωγικότητας οι επιδοτήσεις δίνονται με βάση το συνολικό μέγεθος παραγωγής με αποτέλεσμα πλέον να έχουμε φτάσει σε ένα σημείο όπου το 20% των παραγωγών εντός της ΕΕ λαμβάνει το 80% των συνολικών επιδοτήσεων.Με έναν αντίστοιχο τρόπο λειτούργησαν τις προηγούμενες δεκαετίας και τα κοινοτικά και κρατικά κονδύλια των προϋπολογισμών σχετικά με τα έργα ανάπτυξης της περιφέρειας και των αγροτικών περιοχών. Τα οποία αποσκοπούσαν κατά βάση στην δημιουργία υποδομών που εξυπηρετούσαν την καπιταλιστική ολοκλήρωση του αγροτροφοδοτικού κεφαλαίου (δημιουργία εμπορικών διαδρομών, αυτοκινητόδρομων, στήριξη επιχειρηματικών δραστηριοτήτων των μεγαλοπαραγωγών κλπ), παραμερίζοντας πλήρως τις ανάγκες των μικρών παραγωγών και γενικότερα τις ευρύτερες ταξικές και κοινωνικές ανάγκες της περιφέρειας (με την απουσία δημιουργίας υποδομών που θα εξασφάλιζαν την πρόσβαση σε ποιοτική μόρφωση, υγεία, στέγαση κλπ). Η εν λόγω διαδικασία είχε ως αποτέλεσμα την συνολικότερη υποβάθμιση της ζωής στην περιφέρεια προς όφελος της επέκτασης των οικονομικών δραστηριοτήτων του κεφαλαίου στην ύπαιθρο.
Μια ακόμα σημαντική παράμετρος των πολιτικών της ΚΑΠ αποτελεί η “απελευθέρωση” από οποιοδήποτε ουσιαστικό ρυθμιστικό πλαίσιο και έλεγχο του αγροτροφοδοτικού παγκόσμιου εμπορίου με αποτέλεσμα την δημιουργία ισχυρών καρτέλ και μονοπωλίων τόσο στην αγροτική παραγωγή όσο και στην διανομή τροφίμων. Πιο συγκεκριμένα σημαντικό κομμάτι της εφοδιαστικής αλυσίδας παραγωγής και διανομής τροφίμων ελέγχεται στην ουσία από πέντε πολυεθνικές εταιρείες (ADM, Bunge, Cargill, COFCO και Louis Dreyfuss Company). Οι συγκεκριμένες πολυεθνικές μέσω διαδικασιών επιθετικών εξαγορών και συγχωνεύσεων κατάφεραν να δημιουργήσουν ένα κάθετα ενοποιημένο καρτέλ, έχοντας τον απόλυτο έλεγχο πάνω στην επιβολή τιμών αγοράς πάνω στους αγροτικούς παραγωγούς όσο και στις τιμές στα ράφια των σουπερμάρκετ που επηρεάζουν τους τελικούς καταναλωτές.
Έτσι λοιπόν με βάση τις επιπλοκές της εφοδιαστικής αλυσίδας που έχουν προκληθεί από την ιμπεριαλιστική σύγκρουση στην Ουκρανία το εν λόγω καρτέλ χρησιμοποιώντας τον ουσιαστικό απόλυτο έλεγχο, που έχει πάνω στην αγορά έχει στήσει ένα απίστευτο μηχανισμό αισχροκέρδειας και υπερσυσσώρευσης κερδών στις πλάτες τόσο των μικρών παραγωγών όσο και της εργατικής τάξης γενικότερα, με αποτέλεσμα το 2022 τα κέρδη των 5 αυτών πολυεθνικών να έχουν διπλασιαστεί ή και τριπλασιαστεί φτάνοντας τα 17 δις ευρώ. Τα παραπάνω έχουν ως συνέπεια το να έχει προκληθεί μια τεράστια πληθωριστική κρίση στην ΕΕ, στην οποία η απληστία των πολυεθνικών δεν έχει όρια και δεν παρεμποδίζεται από κανέναν αφού ακόμα και σήμερα με τις τιμές αρκετών αγροτικών προϊόντων να έχουν πέσει στα επίπεδα προ του 2022 η επισιτιστική κρίση συνεχίζει να εντείνεται.
Αντίστοιχες μονοπωλιακές τάσεις υπάρχουν και σε άλλους σημαντικούς τομείς του κλάδου. Στην αγορά των γεωργικών εφοδίων (λιπάσματα, φάρμακα, σπόροι) κυριαρχούν περίπου 10 εταιρείες κατεξοχήν πολυεθνικές (Bayer, Syngenta, Du pont κ.λπ.) ελέγχοντας περίπου το 75% της παγκόσμιας αγοράς φυτοπροστατευτικών προϊόντων. Με τις αγροχημικές πολυεθνικές να έχουν προβεί σε μεγάλες αυξήσεις στα προϊόντα τους, με αποτέλεσμα στα λιπάσματα για παράδειγμα να έχει παρουσιαστεί το 2022 μια αύξηση του 74,3% σύμφωνα με την Ετήσια Έκθεση Γεωργίας, Αλιείας και Τροφίμων. Επίσης μια αντίστοιχη τάση συγκεντρωτισμού έχει αρχίσει να παρατηρείται στην αγορά καλλιεργήσιμων εκτάσεων γης. Μιας και τα τελευταία χρόνια έχουν ξεκινήσει να λαμβάνουν χώρα στο σύνολο της ΕΕ μαζικές εξαγορές αγροτικών καλλιεργήσιμων εκτάσεων από επενδυτικά funds που εξειδικεύονται στην αγορά αγροτικών εκτάσεων και μεγάλες αγροτικές επιχειρήσεις στο σύνολο της ηπείρου. Αυτή την στιγμή γύρω στα 950 επενδυτικά funds, που διαχειρίζονται περιουσιακά στοιχεία αξίας 150 δις ευρώ σε παγκόσμιο επίπεδο έχουν αυξήσει σημαντικά τον κύκλο εργασιών και τις επενδυτικές τους δραστηριότητες στην ΕΕ. Με τις εν λόγω επενδύσεις να προβλέπεται να συντελέσουν σημαντικά στον περαιτέρω εκτοπισμό των μικροκαλλιεργητών.
- Η οικολογική κρίση και η πράσινη καπιταλιστική ολοκλήρωση της ΕΕ
Με πρόσχημα την ολοένα εντεινόμενη οικολογική κρίση οι παραπάνω διαμορφωμένες σχέσεις στον συγκεκριμένο τομέα φαίνεται να μπαίνουν σε μια διαδικασία διεύρυνσης και μετάβασης μέσω του λεγόμενου Green Deal της ΕΕ, το οποίο στον πυρήνα του αποτελεί την νομοθετική επικύρωση της πράσινης καπιταλιστικής ολοκλήρωσης της ΕΕ. Όπου πολύ συνοπτικά θα μπορούσε να ειδωθεί στα πλαίσια της ευρύτερης γεωπολιτικής στρατηγικής των Βρυξελλών που μεταξύ άλλων έχει βάλει ως στόχο την επίτευξη μιας ενεργειακής αυτονομίας, όντας μια ήπειρος χωρίς σημαντικά αποθέματα σε συμβατικούς ενεργειακούς πόρους, μέσω της δημιουργίας μιας νεοφιλελεύθερης ενεργειακής αγοράς Ανανεώσιμων Πηγών Ενέργειας. Στα πλαίσια αυτών των σχεδιασμών, που η ανάλυση τους ξεπερνάει κατά πολύ τον σκοπό αυτού του κειμένου, θα αναφέρουμε μια σειρά περιβαλλοντολογικών μεταρρυθμίσεων που εξαγγέλθηκαν από τις Βρυξέλλες τον Ιούλη του 2023 με συγκεκριμένους στόχους μείωσης των ρύπων στην γεωργική παραγωγή και τον περιορισμό της χρήσης φυτοφαρμακευτικών προϊόντων, και οι οποίοι θα είχαν κάποιο άμεσο αντίκτυπο στην περαιτέρω διαμόρφωση του κλάδου.
Πιο συγκεκριμένα, οι εν λόγω μεταρρυθμίσεις τις οποίες η πολιτική ηγεσία των Βρυξελλών χρησιμοποίησε για να δείξει το υποτιθέμενο πράσινο ενδιαφέρον και τις περιβαλλοντολογικές της ευαισθησίες, στην πραγματικότητα το μόνο που θα κατάφερναν θα ήταν να δώσουν ένα τελειωτικό χτύπημα στους μικροκαλλιεργητές, οι οποίοι δεν θα θα μπορούσαν να ανταπεξέλθουν οικονομικά στα νέα μέτρα χωρίς την ύπαρξη μιας σειράς απαραίτητων οικονομικών και υλικών υποστηρίξεων. Αφήνοντας επί της ουσίας στην εσωτερική αγορά της ΕΕ μόνο τους μεγαλοπαραγωγούς και τις φυτοφαρμακευτικές πολυεθνικές που είναι μια ή άλλη υπεύθυνοι για τα μεγαλύτερα ποσοστά ρύπων. Επίσης παράλληλα την ίδια στιγμή μέσω των εμπορικών συμφωνιών που θα αναλυθούν παρακάτω, η περιβαλλοντικά ευαισθητοποιημένη ΕΕ ετοιμάζει το έδαφος ώστε οι ίδιες φυτοφαρμακευτικές πολυεθνικές να εξάγουν ανενόχλητα τα ρυπογόνα προϊόντα τους εκτός της επικράτειας των Βρυξελλών και επίσης εντός της ευρωπαϊκής αγοράς να λαμβάνουν χώρα φθηνές μαζικές εισαγωγές προϊόντων που παραβιάζουν όλα τα παραπάνω περιβαλλοντολογικά στάνταρ, χαρακτηριστικά αναφέρουμε πως σύμφωνα με έρευνες μόλις 15 πολυεθνικές εταιρείες παραγωγής κρέατος και γαλακτοκομικών προϊόντων είναι υπεύθυνες για τις εκπομπές μεθανίου που ισοδυναμούν με το 80% του συνόλου της ΕΕ.
Παράλληλα οι εμπορικές συμφωνίες που επιχειρεί να επισυνάψει η ΕΕ αυτή την περίοδο αποτελούν συνεκτικό κομμάτι των γενικότερων γεωπολιτικών της επιδιώξεων όσο και της εμβάθυνσης της πράσινης καπιταλιστικής ολοκλήρωσης. Το πιο ενδεικτικό εγχείρημα αυτής, αποτελεί η προσπάθεια σύναψης συμφωνίας μεταξύ ΕΕ – Mercosur . Οι μεγάλοι κερδισμένοι της συγκεκριμένης συμφωνίας θα είναι οι μεγάλες πολυεθνικές φυτοφαρμάκων, οι οποίες θα δουν τις εξαγωγές τους να αυξάνονται σημαντικά έχοντας ακόμα ευκολότερη πρόσβαση σε αγορές που δεν έχουν ουσιαστικά περιβαλλοντολογικές ρυθμίσεις, κάτι που βέβαια θα έχει καταστροφικές επιπτώσεις στους τοπικούς πληθυσμούς και τα οικοσυστήματα τους. Ενώ την ίδια στιγμή οι Ευρωπαίοι μικροκαλλιεργητές θα ζημιωθούν άμεσα μην μπορώντας να ανταγωνιστούν τις τιμές των μαζικά εισαγόμενων τροφίμων που παράγοντας με φυτοφάρμακα που στην πραγματικότητα απαγορεύονται στην ΕΕ.
Από εκεί και πέρα η συγκεκριμένη συμφωνία εξυπηρετεί και ευρύτερους γεωπολιτικούς στόχους της ΕΕ, αφού από την μια παρέχουν την μοναδική εναλλακτική πρόσβαση σε αποθέματα κρίσιμων πρώτων υλών που θα είναι ζωτικής σημασίας για την μετάβαση στην πράσινη καπιταλιστική ενεργειακή αγορά, τα οποία μέχρι τώρα είχε την δυνατότητα εισαγωγής κυρίως από την Κίνα. Ενώ από την άλλη συμβάλει σημαντικά στην οικονομική πρόσδεση των Λατινικών Χωρών με το κεφάλαιο της ΕΕ, μέσω μιας μελλοντικής μετεγκατάστασης των γραμμών εφοδιασμού του ευρωπαϊκού κεφαλαίου μακριά από την Κίνα προς την Λατινική Αμερική. Έτσι λοιπόν δυνητικά θα μπορέσει να συμβάλλει σημαντικά ώστε ο ευρωατλαντικός ιμπεριαλιστικός άξονας να αποκτήσει ένα συγκρητικό πλεονέκτημα στην συνολικότερη αντιπαράθεση μεταξύ των αναδυόμενων ιμπεριαλιστικών μπλοκ για την επιρροή τους στη συγκεκριμένη ήπειρο.
Οι παραπάνω πολιτικές επιλογές μπορεί να φαντάζουν ικανές να πετύχουν μια μετάβαση σε νέες πράσινες καπιταλιστικές αγορές, όμως σίγουρα δεν δίνουν καμία ουσιαστική απάντηση στην ολοένα εντεινόμενη οικολογική κρίση, της οποίας οι επιπτώσεις επηρεάζουν διαρκώς όλο και περισσότερο την αγροτική παραγωγή. Επί του παρόντος, οι ξηρασίες των τελευταίων ετών υπολογίζεται πως έχουν προκαλέσει περίπου 9 δισεκατομμύρια ευρώ ετήσιες οικονομικές απώλειες σε όλη την ΕΕ και το Ηνωμένο Βασίλειο. Οι ακραίες θερμοκρασίες τους θερινούς μήνες, η ξηρασία, οι πυρκαγιές, οι πλημμύρες και οι καταιγίδες επηρεάζουν ήδη σημαντικά τις ευρωπαϊκές γεωργικές εκτάσεις. Ενώ οι πιο πρόσφατες περιβαλλοντολογικές μελέτες εκτιμούν πως οι μεσογειακές χώρες θα αντιμετωπίσουν μια σοβαρή μείωση των καλλιεργήσιμων εκτάσεων τις ερχόμενες δεκαετίες ακριβώς εξαιτίας αυτών των φαινομένων. Τα όσα συνέβησαν το καλοκαίρι που μας πέρασε στον θεσσαλικό κάμπο αποτελούν το πιο ενδεικτικό παράδειγμα του πως η οικολογική κρίση σε συνδυασμό με την μηδενική ουσιαστική παροχή υποστήριξης στους πληγέντες είναι ικανοί να χτυπήσει ανεπανόρθωτα τους μικροκαλλιεργητές. Κοινώς αυτό που διαφαίνεται στον ορίζοντα είναι η επιδείνωση της οικολογικής κρίσης που θα έχει ως αποτέλεσμα την οικονομική εξόντωση των μικροκαλλιεργητών, οι οποίοι σε αντίθεση με τους μεγαλοπαραγωγούς και τις πολυεθνικές του κλάδου δεν έχουν το απαραίτητο κεφάλαιο, ούτε υπάρχει κάποιος μηχανισμός υποστήριξης τους, ώστε να επιβιώσουν σε ένα όλο και πιο δύσκολο περιβάλλον παραγωγής.
- Οι αστικές και αντιδραστικές δυνάμεις και η προσπάθεια εργαλειοποίησης των αγροτικών κινητοποιήσεων
Όλα τα παραπάνω αποτελούν μια προσπάθεια συνοπτικής σκιαγράφησης των ταξικών αντιθέσεων που επικρατούν στον αγροτροφοδοτικό τομέα της ΕΕ και οι οποίες αποτέλεσαν τον κινητήριο μοχλό των μαζικών και δυναμικών αγροτικών κινητοποιήσεων, οι οποίες έλαβαν χώρα τους προηγούμενους μήνες και είχαν έναν πανευρωπαϊκό χαρακτήρα. Είδαμε δυναμικές και μαζικές κινητοποιήσεις στις Βρυξέλλες έξω από το ευρωπαϊκό κοινοβούλιο (με την πιο πρόσφατη διαδήλωση να λαμβάνει χώρα στις 26 Μάρτη καταδεικνύοντας πως οι κινητοποιήσεις δεν έχουν ακόμα σιγάσει οριστικά). Ενώ οι αγρότες σε διάφορες περιπτώσεις προχώρησαν επίσης σε μπλόκα των συνόρων, όπως έγινε στα σύνορα Βελγίου/Ολλανδίας και Πολωνίας/Ουκρανίας από Βέλγους και Πολωνούς αγρότες αντίστοιχα. Ενώ αγροτικά μπλόκα στήθηκαν σε διάφορες ευρωπαϊκές πόλεις και αυτοκινητόδρομους από το Γερμανία εως την Ισπανία, την Γαλλία εως την Ελλάδα, την Ολλανδία εως την Ιταλία κοκ.
Αναφέρουμε ενδεικτικά τα παραπάνω γεγονότα που αποτέλεσαν μόνο μερικά από τα πολλά αγροτικά μέτωπα στο σύνολο της Ευρώπης για να καταδείξουμε ακριβώς το εύρος των κινητοποιήσεων. Όμως εξίσου σημαντικό είναι να αναφερθεί το γεγονός πως οι κινητοποιήσεις αυτές προσέλκυσαν διαφορετικές πολιτικές δυνάμεις με αποτέλεσμα να μην παρουσιάζουν μια πολιτική και ταξική ομοιογένεια, και εντός τους σε διάφορες περιπτώσεις επιχείρησαν να κερδίσουν έδαφος και να εκφραστούν αντιδραστικές δυνάμεις και μορφώματα, προσπαθώντας να διαβάλουν και να απολέσουν τον ταξικό χαρακτήρα των κινητοποιήσεων.
Έτσι λοιπόν το προηγούμενο διάστημα μεταξύ άλλων είδαμε την παρουσία μιας εκ των κορυφαίων αντιδραστικών φιγούρων εντός της ΕΕ του Ούγγρου πρωθυπουργού Ορμπάν τον Φλεβάρη σε διαδήλωση των αγροτών μπροστά στο κοινοβούλιο, ενώ αντίστοιχα το ΑFD της Γερμανίας και ο Εθνικός Συναγερμός της Λεπεν στην Γαλλία προσπάθησαν να εισχωρήσουν στις αγροτικές διαδηλώσεις. Επίσης στην Ολλανδία ως απόρροια των κινητοποιήσεων δημιουργήθηκε το ακροδεξιό Κόμμα των Αγροτών. Οι ακροδεξιές δυνάμεις εντός της ΕΕ προσπάθησαν και ως ένα βαθμό κατάφεραν σε κάποιες περιπτώσεις να κερδίσουν έδαφος μέσα στις κινητοποιήσεις. Υπηρετώντας πιστά τον ιστορικό τους ρόλο αυτές οι δυνάμεις επιχείρησαν να αφαιρέσουν από τον πυρήνα των κινητοποιήσεων τα ταξικά επίδικα του αγώνα μέσω των γνωστών τους μιγμάτων λαϊκίστικων συνωμοσιολογικών και εθνικιστικών αφηγήσεων, που προάγουν την μισαλλοδοξία και μια αντιδιαλεκτική θεώρηση των πραγμάτων που τείνει να αμφισβητεί την ύπαρξη της οικολογικής κρίσης και αναιρεί την οικονομική εξόντωση των αγροτών από τα μονοπώλια του κλάδου και τις νεοφιλελεύθερες αναδιαρθρώσεις της ΚΑΠ. Ενδεικτικά παραθέτουμε δυο θεωρίες συνωμοσίας που αναπαράγονται από διάφορα ακροδεξιά κανάλια στο telegram αλλά και από ακροδεξιούς πολιτικούς και διακηρύσσουν πως οι φάρμες κλείνουν από σκοτεινές ελιτ για να υπάρξει περισσότερος χώρος για μετανάστες αιτούντες ασύλου, και για να ανοίξουν εργοστάσια εντόμων για να μας αναγκάσουν να τρώμε έντομα.
Στη θέα του μαζικού και του επίμονου χαρακτήρα που έπαιρνε η οργή των αγροτών, η πολιτική ηγεσία στις Βρυξέλλες και κατ’ επέκταση και αυτές των επιμέρους συμβαλλόμενων κρατών αντιλήφθηκαν άμεσα πως οι εξελίξεις στις αγροτικές κινητοποιήσεις θα μπορούσαν να έχουν ένα πολιτικό κόστος, το οποίο ως πρώτο σημείο έκφρασης του θα έβρισκε τις προσεχείς ευρωεκλογές. Οι πολιτικές επιλογές και οι διαρθρωτικές κινήσεις στις οποίες προέβησαν αυτή την περίοδο με γνώμονα την πολιτική τους επιβίωση οι συγκεκριμένες πολιτικές δυνάμεις, τους οδήγησε στην πλήρη ευθυγράμμιση τους με τις επιταγές του αγροτοβιομηχανικού μεγάλου κεφαλαίου, η οποία επικαλύφθηκε μέσω ενός λαϊκίστικου και δημαγωγικού μανδύα υποτιθέμενης υπεράσπισης των αγροτών στην προσπάθεια τους να περιορίσουν την διαρροή της εκλογικής τους βάσης προς τους ακροδεξιούς πολιτικούς ανταγωνιστές τους. Πασχίζοντας να αποδείξουν στους μεγάλους παίχτες του κλάδου, πως παραμένουν ακόμα οι ίδιοι οι πιο αξιόπιστοι πολιτικοί δημαγωγικοί διαχειριστές που θα φέρουν εις πέρας τις περαιτέρω καπιταλιστικές αναδιαρθρώσεις στις συγκεκριμένες αγορές.Πιο συγκεκριμένα το ΕΛΚ (Ευρωπαϊκό Λαϊκό Κόμμα) το οποίο αποτελεί στις Βρυξέλλες έναν βασικό συντηρητικό νεοφιλελεύθερο εκφραστή των συμφερόντων του κεφαλαίου εντός της ΕΕ και παράλληλα πρόκειται για το πρώτο κόμμα του ευρωκοινοβουλίου, από δήθεν υπέρμαχο εκφραστή της περιβαλλοντικής προστασίας μέσω των μεταρρυθμίσεων περί περιορισμού των ρύπων και της χρήση φυτοφαρμάκων, οι οποίες και αναλύθηκαν παραπάνω δείχνοντας πως δεν έχουν κανένα ουσιαστικό χαρακτήρα μετασχηματισμού του τομέα προς μια φιλοπεριβαλλοντολογική κατεύθυνση, τελικά ακόμα και σε αυτές τις επιδερμικές περιβαλλοντολογικές μεταρρυθμίσεις κατέληξε να κάνει στροφή 180 μοιρών. Πιο συγκεκριμένα δεχόμενο πιέσεις από πολυεθνικές εταιρείες φυτοφαρμάκων (Bayer, BASF, Corteva και Syngenta), λιπασμάτων (Yara και OCP Group), και από διάφορους μεγαλοπαραγωγούς (κυρίως της βιομηχανίας κρέατος και γαλακτοκομικών που αποτελούν βιομηχανίες με σημαντικές εξαγωγές και σημαντικό ποσοστό ρύπων), μέσα στους επόμενους μήνες έκανε μια τεράστια αναδίπλωση με αποτέλεσμα οι συγκεκριμένες τροπολογίες τελικά να καταψηφίζονται στο ευρωκοινοβούλιο.
Η συγκεκριμένη κίνηση καταδεικνύει εμφατικά την γενικότερη πολιτική κατάσταση, όπου εν μέσω των αγροτικών κινητοποιήσεων αντί να ληφθεί το οποιοδήποτε ουσιαστικό μέτρο οικονομικής και τεχνικής υποστήριξης των μικροκαλλιεργητών προς μια κατεύθυνση περιορισμού των ανισοτήτων του κλάδου και εναρμόνισης της παραγωγής προς οικολογικά βιώσιμες πρακτικές καλλιέργειας με μείωση χρήση φυτοφαρμάκων κλπ, στην ουσία οι μόνες ουσιαστικές πολιτικές αποφάσεις που πάρθηκαν διαιωνίζουν την ομηρία των μικροκαλλιεργητών από τα καρτέλ, και επικυρώνουν την άνευ όρων παράδοση του κλάδου στα μεγάλα πολυεθνικά μονοπώλια και τους μεγαλοπαραγωγούς, εντείνοντας παράλληλα περαιτέρω τόσο την οικολογική όσο και την επισιτιστική κρίση.Και βέβαια οι συγκεκριμένες πολιτικές κινήσεις φρόντισαν να παρουσιαστούν ως κινήσεις υποστήριξης των αγροτών μέσω διαφόρων εξαγγελιών να παρουσιάζουν την πολιτική ηγεσία των Βρυξελλών ως υπέρμαχους των πολιτικών υπερβάσεων προς την πράσινη ανάπτυξη της ΕΕ και την προστασία των αγροτών. Με την Ούρσουλα φον ντερ Λάιεν (τωρινή πρόεδρο της Κομισιόν και υποψήφια για δεύτερη συνεχόμενη θητεία) να αναφέρει χαρακτηριστικά πως “Το ΕΛΚ θα είναι πάντα στο πλευρό των αγροτών μας, φίλοι μου. Αυτό πρέπει να είναι το μήνυμά μας”. Ενώ αντίστοιχες εξαγγελίες έκαναν και διάφορες κυβερνήσεις της ΕΕ με την γαλλική, ισπανική και ελληνική κυβέρνηση να υπόσχονται μέχρι και ενισχύσεις στις επιδοτήσεις.
- Ιχνηλατώντας τα ταξικά επίδικα που θέτουν οι αγροτικές κινητοποιήσεις
Η πορεία των αγροτικών κινητοποιήσεων καθώς και οι συνθήκες που επικρατούν στον αγροτροφοδοτικό τομέα επιβεβαιώνουν στο έπακρο το γεγονός πως η μακρόσυρτη κρίση της τελευταίας δεκαπενταετίας βρίσκεται στον ίδιο τον πυρήνα αναπαραγωγής του καπιταλιστικού συστήματος. Με αποτέλεσμα όσο αυτή η κρίση εντείνεται να εκφράζεται καθολικά σε όλα τα υπόλοιπα πεδία και κατ’ επέκταση πλέον να μιλάμε για μια πολυδιάστατη κρίση που λαμβάνει χώρα και μεγεθύνεται στο οικονομικό, επισιτιστικό, οικολογικό, κοινωνικό και (γεω)πολιτικό πεδίο.
Πιο συγκεκριμένα στο πεδίο των αγροτών της ΕΕ, βλέπουμε στην ουσία την πλέον εύγλωττη έκφραση συγκεντροποίησης του κεφαλαίου σε μια χούφτα μονοπωλιακών καρτέλ, τα οποία με την συναίνεση των πολιτικών τους αντιπροσώπων στις Βρυξέλλες αλλά και των επιμέρους εθνικών πολιτικών ηγεσιών, έχουν δημιουργήσει μια τεράστια επισιτιστική κρίση, την οποία επωμίζονται οι εργατικές τάξεις της Ευρώπης, έχουν εξωθήσει οριακά στην εξάλειψη τους μικροκαλλιεργητές και παράλληλα συνεχίζουν να στηρίζουν την κερδοφορία τους σε μεθόδους παραγωγής που επιβαρύνουν περαιτέρω την οικολογική κρίση. Την ίδια στιγμή οι νεοφιλελεύθεροι παραδοσιακοί πολιτικοί εκπρόσωποι των συγκεκριμένων μονοπωλίων ερχόμενοι αντιμέτωποι με την κρίση της πολιτικής τους αναπαραγωγής βρίσκονται στην ουσία να ανταγωνίζονται την ευρωπαϊκή ακροδεξιά, στο ποια πολιτική δύναμη θα χειραγωγήσει καλύτερα τις αγροτικές διαδηλώσεις επιχειρώντας την παρεκτροπή τους από τα ταξικά χαρακτηριστικά και επίδικα και στρώνοντας περαιτέρω τον δρόμο για την πράσινη καπιταλιστική ανάπτυξη που θα έχει ολέθριες επιπτώσεις τόσο για τους μικροκαλλιεργητές, όσο και για την οικολογική κρίση. Ενώ τέλος οι ίδιες οι αγροτικές κινητοποιήσεις φαίνεται να έχουν δείξει κάποια ξεκάθαρα πολιτικά όρια μέχρι τώρα παρά την μαζικότητα και την μαχητικότητα τους σε πολλές περιπτώσεις.
Οι παραπάνω διαπιστώσεις γεννούν προφανώς μια σειρά κρίσιμων ζητημάτων που σίγουρα κάθε πολιτική ομάδα και οργάνωση, που επιζητά να συμβάλει στην όξυνση των ταξικών αντιθέσεων οφείλει να θέσει στον εαυτό της. Καταρχάς και κύρια θα πρέπει να επιχειρήσουμε να εντοπίσουμε το πως διαμορφώνονται τα διάφορα ταξικά υποκείμενα εντός της αγροτικής παραγωγής ξεκινώντας από την εύλογη διαπίστωση πως αυτό που διαφαίνεται να εντείνεται όλο και περισσότερο είναι η έξοδος των μικροκαλλιεργητών από τον κλάδο και η ολοένα μεγαλύτερη αύξηση απασχόλησης μεταναστών που προσφέρουν φτηνά εργατικά χέρια υπό τις πιο άθλιες συνθήκες. Η συγκεκριμένη κατεύθυνση και τάση του κλάδου φαίνεται να διογκώνεται σε τέτοιο βαθμό, που πλέον έχουν αρχίσει να σχηματίζονται και τα απαραίτητα νομοθετικά πλαίσια για την μαζική ροή εποχιακών μεταναστών εργατών εντός της ΕΕ, οι οποίοι στερούνται οποιοδήποτε ουσιαστικό δικαίωμα εγκατάστασης και χρησιμοποιούνται με τους πιο άθλιους όρους αποκλειστικά ως φθηνά εργατικά χέρια.
Είναι ακριβώς πάνω σε αυτόν τον πυρήνα της ταξικής αντίθεσης του κλάδου που πρέπει να επιδιώξουμε να βρούμε τα μέσα αγώνα και τα αναλυτικά εργαλεία, που θα μας δώσουν την ευκαιρία να επιχειρήσουμε να χτίσουμε τα απαραίτητα γεφυρώματα οργανικής διασύνδεσης τόσο με τους μικροκαλλιεργητές αγρότες που αγωνίζονται για την οικονομική τους επιβίωση και πλεον κατά βάση για να επιβιώσουν αναγκάζονται να κάνουν παράλληλα με την αγροτική απασχόληση και άλλες εργασίες, όσο και με τους μετανάστες εργάτες γης που παράλληλα με την οικονομία τους επιβίωση αντιμετωπίζουν τον ρατσισμό και το διαρκή κίνδυνο της απέλασης.
Ένα τέτοιο εγχείρημα όσο δύσκολο και αν φαντάζει και αν εν τέλει είναι για μια σειρά λόγων, αποτελεί μονόδρομο για όποιον πολιτικό φορέα θέλει να προσπαθήσει να συμβάλλει ουσιαστικά στον μετασχηματισμό των ταξικών συσχετισμών του κλάδου. Μια τέτοια διαδικασία θα ήταν δυνατόν να ξεκινήσει μέσα από μια προσπάθεια των πολιτικών δυνάμεων να έρθουν σε επαφή και να ζυμωθούν με τα προαναφερόμενα μέρη της εργατικής τάξης έτσι ώστε να αφουγκραστούν και να παράξουν από κοινού αρχικά μια σειρά από άμεσα υλικά αιτήματα και στόχους, όπως για να αναφέρουμε ενδεικτικά μερικά παραδείγματα την παύση της ομηρίας των μεταναστών σε καθεστώς εποχιακών εργατών χωρίς καμία ουσιαστική εγγύηση παραμονής, την στήριξη και αποκατάσταση των μικροκαλλιεργητών από τις οικολογικές καταστροφές, την αναδιανομή των επιδοτήσεων και την δημιουργία υποστηρικτικών δομών και κονδυλίων για την επιβίωση και προσαρμογή των μικροκαλλιεργητών σε μια πραγματικά οικολογικά εναρμονισμένη αγροτική παραγωγή. Τέτοιου είδους άμεσα υλικά ταξικά αιτήματα θα μπορούσαν να αποτελέσουν την αφετηρία για την ανάπτυξη των ταξικών αγώνων εντός του κλάδου και εν συνεχεία την δημιουργία των οργανωτικών δομών όπως σωματεία βάσης, που θα είναι ικανά να εκφράσουν συλλογικά τα βασικά ταξικά επίδικα των συμβαλλόμενων μερών,
Μια τέτοια βαθιά οργανική ταξική διασύνδεση θα ήταν ικανή να δημιουργήσει το διαλεκτικό σχήμα, που εν τέλει θα παρήγαγε ένα επαναστατικό πρόταγμα που δεν θα προέρχεται από πεφωτισμένες μειοψηφίες αλλά θα αποτελούσε ακριβώς το αποτέλεσμα μιας πραγματικής ταξικής ζύμωσης. Και κατ’ επέκταση θα είναι ικανό να ασκεί μια βαθιά ταξική κριτική ανάλυση στις σχέσεις παραγωγής του αγροτροφοδοτικού τομέα και θα στόχευε στην ρήξη και την αποσύνδεση από τα πολυεθνικά μονοπώλια, καθώς και την άμεση ρήξη με την ΚΑΠ, τις εμπορικές νεοφιλελεύθερες εμπορικές συμφωνίες και το Green Deal της ΕΕ. Ενώ παράλληλα θα προτάσσει μια διαφορετική οργάνωση που θα αποσύνδεε από τον πυρήνα της αγροτικής παραγωγής το καπιταλιστικό κέρδος και αντί αυτού θα στηριζόταν τόσο στην κάλυψη των βασικών διατροφικών αναγκών όσο και στην προσπάθεια εναρμόνισης της αγροτικής παραγωγής με το γενικότερο οικολογικό περιβάλλον. Όλα τα παραπάνω λοιπόν θα δημιουργούσαν το σύνολο των ενδιάμεσων στόχων που θα μπορούσαν να εγκολπωθούν σε ένα ευρύτερο αντικαπιταλιστικό επαναστατικό πρόταγμα πλήρους ρήξης με την ΕΕ, το αστικό κράτος, τα πολυεθνικά μονοπώλια, τους ιμπεριαλιστικούς πολέμους και το κεφάλαιο γενικότερα.
Εν κατακλείδι είναι προφανές πως οι παραπάνω προτάσεις φαντάζουν και είναι αρκετά μακρινές από την κινηματική και πολιτική πραγματικότητα που έρχονται αντιμέτωπες στο σήμερα οι πολιτικές ομάδες και οργανώσεις που επιδιώκουν να προσεγγίσουν τα ζητήματα των ταξικών αγώνων μέσω από το πρίσμα μιας επαναστατικής προοπτικής. Και σίγουρα τα παραπάνω δεν γράφονται με καμία οφθαλμαπάτη πως έχουμε στα χέρια μας κάποιο επαναστατικό εγχειρίδιο, ούτε πως έχουμε δημιουργήσει τους απαραίτητους ταξικούς συσχετισμούς που είναι απαραίτητοι για την δημιουργία ενός μαζικού ταξικού κινήματος και ενός πολιτικού φορέα που χαράζει μια στρατηγική διεξόδου από τον καπιταλιστικό σύστημα. Μιας και η υλική πραγματικότητα μας γειώνει απότομα σε μια συνθήκη κινηματικής και ταξικής υποχώρησης, κάτι που μεταξύ άλλων κατέδειξαν και οι αγροτικές κινητοποιήσεις. Όμως ακριβώς γι αυτό τον λόγο θεωρούμε πραγματικά επιτακτική την ανάγκη να προσπαθήσουμε να επαναφέρουμε στον εσωτερικό πολιτικό διάλογο μας τα συγκεκριμένα κρίσιμα ταξικά και επαναστατικά ερωτήματα, που θα μπορέσουν να επιχειρήσουν να βάλουν μπροστά αυτές τις απαραίτητες διαδικασίες προς την εσωτερική μας πολιτική και εν συνεχεία ευρύτερη ταξική ανασύσταση απαραίτητες και ικανές συνθήκες για να μπορέσουμε να μιλάμε και πάλι ξανά με αυτοπεποίθηση και πνοή για την χάραξη μιας στρατηγικής που θα υπηρετεί την επαναστατική προοπτική μιας αταξικής κοινωνίας.