Μετά από αλλεπάλληλες δικαστικές και αστυνομικές μεθοδεύσεις που παραλίγο να οδηγήσουν εκτός φυλακής τον μπάτσο βιαστή- προαγωγό, και μέσα σε κλίμα εκφοβισμού των επιζωσών από το περιβάλλον των δραστών ξεκίνησε την Δευτέρα 5/12 στο Μεικτό Ορκωτό Δικαστήριο Αθηνών η δίκη για την υπόθεση trafficking της Ηλιούπολης. Συγκατηγορούμενοι είναι ο πατέρας της Ε, ο οποίος την κακοποιούσε και τη βίαζε από τα έντεκα της χρόνια καθώς και ο πρώην σύντροφος της, ο οποίος επίσης την εξέδιδε ενώ ήταν ανήλικη.

Η διαδικασία ξεκίνησε με το αίτημα της συνηγόρου της Ε., Αντωνίας Λεγάκη να μην παραβρεθούν οι δύο επιζώσες στο δικαστήριο καθώς ο νόμος δίνει αυτή την δυνατότητα στα θύματα trafficking.  Αγνοώντας την νομοθεσία σε σχέση με την προστασία των γυναικών που έπεσαν θύματα κυκλωμάτων σωματεμπορίας εισαγγελέας και οι συνήγοροι των κατηγορούμενων ζήτησαν την παρουσία των δύο επιζωσών στην επόμενη συνεδρία την Δευτέρα 12/12.
Η έδρα όχι απλώς αποδέχτηκε την πρόταση να βρεθούν τα θύματα μπροστά στους βασανιστές τους αλλά αποφάσισε η δίκη να συνεχιστεί κεκλεισμένων των θυρών κάτι που αποτελεί διπλή κακοποίηση για την Ε. και την Χ. αφού επί της ουσίας επιχειρεί να τους στερήσει  την συμπαράσταση και την αλληλεγγύη δεκάδων συντροφισσών και συντρόφων που θα βρίσκονταν μέσα στην δικαστική αίθουσα.
Επιχειρεί να τους στερήσει ένα πιο ασφαλές για τις ίδιες περιβάλλον και να διαρρήξει ένα πιο ενδυναμωτικό έδαφος ώστε να βρουν το κουράγιο να καταθέσουν.
Η συνθήκη αυτή αποτελεί ξεκάθαρη τοποθέτηση του δικαστηρίου υπέρ του κυκλώματος trafficking αλλά και υπέρ του πατέρα και του πρώην συντρόφου που βίαζαν και εξέδιδαν την Ε. Αποτελεί ακόμα μια έκφραση της πατριαρχίας και μια προσπάθεια εξόντωσης των θυμάτων της.
Η προσπάθεια των δικαστικών αρχών να απομονώσουν και να εκφοβίσουν της επιζώσες  θα πέσει στο κενό! Με το δίκαιο να μας οπλίζει θα σταθούμε όλες και όλοι μαζί απέναντι στο κύκλωμα trafficking, τους βιαστές, τους δικαστές και τους μπάτσους.

Καμία Μόνη -Όλες-οι στο πλευρό των επιζωσών!
ΝΑ ΤΣΑΚΙΣΟΥΜΕ ΠΑΤΡΙΑΡΧΙΑ, ΚΡΑΤΟΣ ΚΑΙ ΚΕΦΑΛΑΙΟ

[…] Η πραγματικότητα που βίωσε η 18χρονη κοπέλα ως έγκλειστη στο σπίτι του μπάτσου βιαστή και προαγωγού της Δημήτρη Μπουγιούκου , δεν αποτελεί ένα μεμονωμένο περιστατικό, μια «κακή στιγμή της αστυνομίας», μια ανορθογραφία της «ευνομούμενης πολιτείας μας», η οποία όπως με θράσος τα κυβερνητικά φερέφωνα και τα ΜΜΕ μας διαβεβαιώνουν, ήδη διορθώθηκε με την παρέμβαση της Αστυνομίας που εξιχνίασε την υπόθεση και της Δικαιοσύνης που φυλάκισε τους δράστες.
Αντιθέτως, αποτελεί μια καθημερινή, νόμιμη ουσιαστικά όψη της καπιταλιστικής πατριαρχικής κοινωνίας, μια διόλου κρυφή πτυχή της λειτουργίας της οικονομίας της αγοράς. Δεν έχουν περάσει άλλωστε πολλά χρόνια από τότε που σχεδόν σύσσωμος ο αστικός τύπος έφτανε να έχει ακόμα και στις πρώτες σελίδες του αγγελίες για το «εμπόρευμα γυναίκα», οι οποίες πληροφορούσαν το χριστεπώνυμο αναγνωστικό τους κοινό αναλυτικά για τις σεξουαλικές υπηρεσίες που προσφέρουν χιλιάδες γυναίκες, ντόπιες και μετανάστριες. Όπως και τότε έτσι και τώρα όλοι (πολιτικοί, δημοσιογράφοι, Αστυνομία, Δικαιοσύνη) γνώριζαν τι κρυβόταν πίσω από εκείνες τις αγγελίες. Γνώριζαν το καθεστώς δουλείας το οποίο αντιμετώπιζαν οι χιλιάδες γυναίκες από τις χώρες της Ανατολικής Ευρώπης, της Αφρικής, της Ασίας, της Ελλάδας. Γνώριζαν για τους καθημερινούς βιασμούς, τις δολοφονίες, τους ξυλοδαρμούς, τα χαρακώματα, τους εξευτελισμούς, τις ταπεινώσεις των γυναικών αυτών. Γνώριζαν αλλά τα θεωρούσαν φυσιολογικά. Ήταν άλλωστε «γυναίκες και μάλιστα ξένες» οι πιο πολλές. Και οι πελάτες αυτών των αγγελιών, αυτός ο φασίζων μικροαστικός χυλός που αναδύθηκε στα χρόνια της «ανάπτυξης και του εκσυγχρονισμού» της δεκαετίας του 1990, αποτελούσε την κοινωνική βάση του ελληνικού καπιταλιστικού σχηματισμού. Η κοινωνική αυτή βάση έπρεπε ασφαλώς να ικανοποιηθεί. Με τα «θεάματα» που αφειδώς της πρόσφερε το πολιτιστικό εποικοδόμημα εκείνων των χρόνων όσο και με τον «άρτο» της σεξουαλικής πράξης με πληρωμή. Επρόκειτο στην πραγματικότητα για μια αλληλοτροφοδοτούμενη διαδικασία, η οποία δημιούργησε μια από τις πιο επικερδείς μπίζνες του ελληνικού καπιταλισμού, αυτήν που ανερυθρίαστα αποκαλούν κάποιοι σήμερα «βιομηχανία του σεξ». Επιβεβαιώνοντας το ρόλο του ως εγγυητή της καπιταλιστικής κερδοφορίας, το κράτος επιτέλεσε κεντρική λειτουργία στη βιομηχανία αυτή. Ειδικότερα η Ελληνική Αστυνομία υπήρξε ο κύριος μοχλός που διευκόλυνε την τροφοδοσία των κυκλωμάτων σωματεμπορίας με χιλιάδες γυναίκες και εξασφάλισε –σε συνεργασία με την αστική δικαιοσύνη- την ατιμωρησία των κυκλωμάτων αυτών για τα αναρίθμητα εγκλήματα που διέπραξαν. Στην πραγματικότητα η ΕΛΑΣ σε ανώτατο επίπεδο έλεγχε, όπως μεταξύ άλλων μαρτυρούν δεκάδες υποθέσεις που έχουν έρθει στο φως της δημοσιότητας, όλο τη «νόμιμη» και «παράνομη» βιομηχανία του σεξ. Από τα στριπτιζάδικα και τους οίκους ανοχής ως τους χώρους καταναγκαστικής πορνείας χιλιάδων γυναικών. Δίπλα στους μπάτσους, εκατοντάδες σωματέμποροι, μαφιόζοι, επιχειρηματίες της «νύχτας» αλλά και της «μέρας», αλλά και αξιοσέβαστα πρόσωπα της πολιτικής, επιφανείς εκπρόσωποι της life style δημοσιογραφίας έκαναν τις δουλείες τους, αποκομίζοντας τεράστια κέρδη. Όσο και να θέλει το σύστημα εξουσίας να το εξορκίσει, είναι αυτή ακριβώς η διαπλοκή κράτους, μαφίας, νόμιμου και παράνομου κεφαλαίου που βάζει και σε αυτόν τον τομέα (όπως ακριβώς και στο ναρκεμπόριο) τη σφραγίδα της.
Αυτός είναι ο καπιταλισμός, και ο ελληνικός καπιταλισμός ειδικά. Για να γυρίσει ο τροχός της καπιταλιστικής κερδοφορίας, το ελληνικό κράτος και το ελληνικό κεφάλαιο δεν δίστασαν με απόλυτη συνείδηση για αυτό που διαπράττουν, να διαμορφώσουν τους όρους για τους βιασμούς και τις κακοποιήσεις χιλιάδων γυναικών, για τη μετατροπή χιλιάδων γυναικείων σωμάτων σε σεξουαλικά αντικείμενα. Πρόκειται για ένα από τα μεγαλύτερα κρατικά και καπιταλιστικά εγκλήματα όλων των εποχών, για το οποίο ποτέ κανένας από όλους αυτούς τους διαπρύσιους κήρυκες της αστικής ηθικής και του «πατρίς- θρησκεία- οικογένεια» δεν λογοδότησε ποτέ.
Υπ’ αυτό το πρίσμα, η υπόθεση trafficking στην Ηλιούπολη αποτελεί μόνο μια μικρή ψηφίδα του μωσαϊκού της αδυσώπητης πατριαρχικής, σεξιστικής και ταξικής εν τέλει βίας εναντίον ενός διόλου ευκαταφρόνητου τμήματος του γυναικείου πληθυσμού. Είναι ωστόσο χαρακτηριστική. Η 18χρονη κοπέλα έχοντας βιώσει ήδη από παιδί την πατριαρχική βία στην απόλυτη της μορφή, στο πρόσωπο του βιαστή πατέρα της και ύστερα στο πρόσωπο του πρώην φίλου της ο οποίος την εξέδιδε ενώ ήταν ανήλικη, μετατρέπεται ως έφηβη σε αντικείμενο κερδοφορίας από ένα όργανο της κρατικής καταστολής∙ η δομική σχέση πατριαρχίας και καπιταλισμού δεν θα μπορούσε να αποτυπωθεί πιο εύγλωττα.

Αυτή τη στιγμή που μιλάμε χιλιάδες άλλες κοπέλες βιώνουν την πραγματικότητα που αντιμετώπισε η 18χρονη. Και βέβαια εκατοντάδες άλλοι μπάτσοι, κρατικοί λειτουργοί και πάσης φύσεως επιχειρηματίες προσπορίζονται από την πραγματικότητα αυτή τεράστια κέρδη. Η υπόθεση της Ηλιούπολης ως εμβληματική υπόθεση έμφυλης βίας και παράλληλα ως υπόθεση απροκάλυπτης σύνδεσης του κράτους και της αστυνομίας με μια από τις ειδεχθείς εκφράσεις της οικονομίας της αγοράς, όπως αυτή της καταναγκαστικής πορνείας, οφείλει να μετατραπεί από το ανταγωνιστικό κίνημα σε ένα ακόμα πεδίο αποφασιστικής σύγκρουσης με την πατριαρχία και το σύστημα που τη γεννά.
Η άμεση αλληλεγγύη προς τη 18χρονη κοπέλα από εργαζόμενη και φεμινιστικές οργανώσεις, η μαζική διαδήλωση στην Ηλιούπολη στις 12/7, η δυναμική παρέμβαση δεκάδων συντροφισσών στα δικαστήρια την ημέρα της απολογίας των δύο καθαρμάτων κι η νέα διαδήλωση που καλείται στις 17/7 στο Σύνταγμα επιβεβαιώνουν τη δυναμική που έχει αναπτύξει τους τελευταίους μήνες το γυναικείο και φεμινιστικό κίνημα και παράλληλα συμβάλουν αποφασιστικά στην ανάπτυξη και τη ριζοσπαστικοποίηση του ανταγωνιστικού κινήματος συνολικά.
Η ένταση που προσλαμβάνει το γυναικείο ζήτημα στις μέρες δεν είναι ούτε προσωρινή, ούτε συμπτωματική. Αποτελεί χαρακτηριστικό γνώρισμα της δομικής κρίσης του ελληνικού καπιταλιστικού σχηματισμού και ταυτόχρονα αποτελεί όρο για το ξεπέρασμα της. Και σε αυτό ακριβώς το έδαφος η πατριαρχία, ως η ιδεολογία και η πρακτική της γυναικείας καταπίεσης, είναι σαφές ότι θα γίνει ακόμα πιο επιθετική, ερχόμενη να επενδύσει, να δικαιολογήσει και εν τέλει να νομιμοποιήσει όλη τη γενικευμένη βία κατά των γυναικών και των ΛΟΑΤΚΙ ατόμων, είτε την καθαρά συστημική, αυτή δηλαδή που προέρχεται κατευθείαν από το κεφαλαίο, το αστικό κράτος και τους θεσμούς του, είτε αυτήν που προέρχεται από τα έγκατα της πατριαρχικής κοινωνίας και η οποία οπλίζει τα χέρια των πάσης φύσεως γυναικοκτόνων, βιαστών, κακοποιητών. Γιατί ακριβώς αυτή η βία και ο φόβος που αυτή γεννά αποτελεί όρο για τη γυναικεία -κοινωνική και εργασιακή- υποτίμηση, όρο σε τελική ανάλυση για την υποτίμηση της εργατικής τάξης συνολικά.
Σε αυτήν ακριβώς τη συγκυρία, της οξείας επίθεσης στον κόσμο της εργασίας, το γυναικείο και φεμινιστικό κίνημα ως οργανικό μέρος του εργατικού και λαϊκού κινήματος, συγκροτεί και αναπτύσσει τις νέες θέσεις μάχης του, αντλώντας την «ποίηση του από το μέλλον», από την επαναστατική προοπτική της γυναικείας και της ταξικής απελευθέρωσης.[…]

Ταξική Αντεπίθεση (ομάδα αναρχικών και κομμουνιστ(ρι)ών)