“…Την ώρα που ξεφόρτωναν τα κάρα, τα βουβάλια έμεναν ακίνητα, εξαντλημένα και το ένα, εκείνο που έτρεχε αίμα κοίταζε θλιμμένο, ίσα, μπροστά του. Όλη του η μορφή και τα μεγάλα του μαύρα μάτια, τα τόσο γλυκά, είχαν την έκφραση παιδιού που τιμωρήθηκαν σκληρά χωρίς να ξέρει την αιτία, έκλαψε πολύ και δεν ξέρει πια πως να γλυτώσει από το μαρτύριο και από την κτηνώδη βία…
Στεκόμουνα μπροστά στο κάρο και το πληγωμένο ζώο με κοίταζε τα δάκρια τινάχτηκαν από τα μάτια μου, ήσαν τα δάκρυά του. Ώ δύστυχο βουβάλι μου, αγαπημένε φτωχέ αδερφέ μου, είμαστε κι οι δύο ανυπεράσπιστοι και βουβοί, ενωμένοι και οι δυο στον πόνο, στην ανημποριά και στην λαχτάρα!”.
Ρόζα Λούξεμπουργκ