Το πρώτο ποίημα που γράφτηκε μετά τη νίκη της Κουβανικής Επανάστασης, 1-8 Γενάρη 1959

Θριαμβικό Εμβατήριο του Αντάρτικου Στρατού-Jesús Orta Ruiz, “El Indio Naborí”

Πρώτη Γενάρη!

Λαμπρή χαράζει η μέρα
Διώχνει τις σκιές: Λυτρωτικό, με χάρη,
το αστέρι της Κούβας φεγγοβολάει στην παντιέρα.

Κραυγές χαράς στον αέρα, όλα γύρω γιορτάζουν
οι άνθρωποι δίνουν και παίρνουν φιλιά, χαιρετάνε,
στων πεσόντων τους τάφους λουλούδια μοιράζουν,
οι πεθαμένοι κι αυτοί τραγουδάνε.

Ένας κυκλώνας με σημαίες θριάμβου τα πάντα σαρώνει,
με μαύρα και κόκκινα περιβραχιόνια [1].
Η έξαψη κουνάει τη γη, πεζοδρόμια σηκώνει,
αχολογούν τα περβάζια και σειούνται μπαλκόνια.

Καμίλο Σιενφουέγος, 6.2.1932 – 28.10.1959. Φωτό: Perfecto Romero (1936-). Πηγή: Cubadebate

Στο φως της μέρας φυλακές κλειδωμένες
ανοίγουν κι οι αγκαλιές ανοιχτές: η ευτυχία
κόκκινο ρόδο ανοιχτό σε καρδιές πληγωμένες
των μανάδων που πάσχουν από νοσταλγία:

Νέοι μπαρμπούδος μες στη στολή τους,
διαμαντένοι αντάρτες, απ’ τους λόφους γλιστράνε,
γυρνάνε οι ήρωες στην καινούργια ζωή τους,
περιστέρια γενναία που αρματωμένα πετάνε.

Νικητές βγαίνουν τώρα απ’ το κρύο κι απ’ τη σφαίρα,
το αετίσιο είχαν μάτι του αγρότη παρέκει,
καταφύγιο την πόρτα του την πάσα ημέρα.
Φέρνουν νίκη απ’ αλέτρι και γεμάτο τουφέκι.

Με το γέλιο τ’ αδερφού και του φίλου έχουν πια επιστρέψει.
Φτάνουν κι ένα άρωμα κάμπου κρατά η θωριά τους.
Φτάνουν με τα όπλα που ο τυφλωμένος εχθρός είχε κλέψει
τα ιδανικά τους.

Φτάνουν με τη λαχτάρα του λαού που φέγγει ωραίος.
Φτάνουν στην αύρα της νέας αυγής που σιμώνει,
έτσι ήσυχα, όπως αυτός που ένα ελάχιστο χρέος
απλά ξεπληρώνει.

CUBA. La Havana. 1959. Fidel CASTRO aboard a military vehicle as he rides into La Havana escorted by Cuban Naval officers.

Δε τους ένοιαξαν μέρες με άνισες μάχες
και μ’ άγρυπνο μάτι,
ούτ’ από φύλλα και πέτρα κρεβάτι
με κλαδιά κι ουρανό για σκεπή τους στης Σιέρας τις ράχες.

Τσιμπούρια κι αγκάθια τα ’χουν όλα υποφέρει,
τη δίψα, που κρασί του βουνού παρηγόρια τής δίνει,
τον άνεμο, τη βροχή, το ύπουλο χέρι
του φονιά, που ενέδρα στον ορίζοντα στήνει.

Μόνο η Κούβα τούς νοιάζει! Μόνο τ’ όνειρο αξίζει,
για πάντα η μοίρα αλλάζει.
Ω, ο καινούργιος στρατιώτης που ποτέ δε σαστίζει
και το χάρο στα μάτια μπορεί να κοιτάζει!

Τα παιδιά τον βλέπουν δυνατός να περνάει
με σκέψεις βαθιού θαυμασμού, ορισμένως,
που ένας μάγος λαός νέος γυρνάει,
πέντε μέρες πιο πριν γεννημένος.

Οι «Εκατό πυρκαγιές» [2]o Καμίλο, φλογερός καταφτάνει,
στο πρόσωπό του της δόξας φωτιά απλωμένη,
χωρικοί καπνισμένοι περνούν, καπετάνιοι,
την Ιστορία οργώσανε, κι από ’κει ’ναι φερμένοι.

Περνάνε οι Μαριάνες [3], μοναχή τους κορώνα
η θυσία: αντάρτισσες της Κούβας μεγάλες,
γαρδένιες που γίναν μεμιάς λιονταρίνες του αγώνα
λες και τις φίλησε η δόνια Μαριάνα Γραχάλες [3].

Μ’ αυτούς που περνούν προελαύνει ο Γκεβάρα,
Ψυχή απ’ τις Άνδεις που πέταξε ψηλά στο Τουρκίνο [4].
Σαν Μαρτίν που καίει η φωτιά του στη Σάντα Κλάρα,
Μασέο του Πλάτα τον είπαν και Γόμες, τον λένε, Αργεντίνο [5].

Μπαίνουν οι νέοι Μαμπίσες [6] απ’ του Οριέντε [7] τα μέρη,
Πάνω απ’ τη λαοθάλασσα αστράφτει έν’ άστρο:
βλέπουμε ζεστό ένα μέτωπο, δυνατό ένα χέρι,
βλέπουμε το γλυκό χαμογέλιο του Κάστρο.

Ο Ραούλ κι ο Αλμέιδα [8] ακτινοβόλοι περνάνε,
των Ηρώων την άφιξη υμνούν πόλεις καμένες,
πληγωμένες, που σε λίγο γαλήνιες θα ’ναι
και μπλε ουρανούς θα κοιτούν γιατρεμένες.

Φιντέλ! Του Μαρτί [9] πιστό βλαστάρι και λάμψη!
Της Αμερικής μέγα θαύμα, ενός τιτάνα ιδέα,
στις κορφές των βουνών τ’ αγκάθια έχεις κάψει
λουλούδια ποτίζεις και φυτρώνει ξανά η ορχιδέα.

Κι αυτό που να γίνεται μέλι ο πάγος το είδα,
το λένε…
                Φιντέλ!
Κι αυτό που γαρύφαλλο έχει βγει απ’ την τσουκνίδα,
το λένε…
                Φιντέλ!
Κι αυτό που μαύρο στρατώνα δεν έχει πια η Πατρίδα,
το λένε…
                Φιντέλ!

Κι εκείνος που για καλό του ανθρώπου έχει συντρίψει το κτήνος,
κι εκείνος που το φως έχει φέρει σε καιρούς ζοφερούς,
ένα όνομα έχει μονάχα· και λέγετ’ εκείνος…
                Φιντέλ Κάστρο Ρους!

Χεσούς Όρτα Ρουίς – Ελ Ίντιο Ναβορί, 1-8 Ιανουαρίου 1959.

Μετάφραση: Μπάμπης Ζαφειράτος, 25 Δεκ. 2018.

«Αυτός που έριξε τον τύραννο Μπατίστα Τώρα καλάμια κόβει στα χωράφια σαν τον πιο φιλότιμο απ’ όλους μακετέρο…» Λαϊκό κουβανέζικο τραγούδι

Πληροφορίες από Κατιούσα