Αν ο κρατικός προϋπολογισμός αποτυπώνει τους οικονομικούς (και συνάμα τους πολιτικούς) σχεδιασμούς και τις στοχευσεις μιας κυβέρνησης -και ως εκ τούτου της τάξης που αυτή υπηρετεί-, τότε δεν χώρα αμφιβολία ότι ο φετινός προϋπολογισμός που θα ψηφιστεί σήμερα στη Βουλή, θα μπορούσε να χαρακτηριστεί ως ο προϋπολογισμός της φτώχειας και της ακρίβειας, ο προϋπολογισμός των πολεμικών δαπανών και των ταξικών ανισοτήτων.

Με τους μισθούς και τα μεροκάματα να μένουν καθηλωμένα και τις τιμές των βασικών κοινωνικών αγαθών να αυξάνονται διαρκώς, ο φετινός προϋπολογισμός αυξάνει κατακακόρυφα τη φορολογία και ειδικά την άκρως ταξική έμμεση, διατηρεί στα όρια του συμβολικού τη φορολογία του μεγάλου κεφαλαίου και επεκτείνει τις φοροαπαλλαγές ειδικά στους εφοπλιστές και τις βιομηχανίες, ενώ περικόπτει στο ονομα των δημοσιονομικών κανόνων της ΕΕ τις κοινωνικές δαπάνες σε Παιδεία, Υγεία, Προνοια, Φυσική Προστασία και σε άλλους κρίσιμους τομείς.

Την ίδια στιγμή γιγαντώνει τις εξοπλιστικές στρατιωτικές “αμυντικές” νατοικές δαπάνες όσο και αυτές της καταστολής του εσωτερικού εχθρού, ενώ κατευθύνει- στην πραγματικότητα επιδοτεί – στο μεγάλο κεφάλαιο έναν πακτωλό δισ. μέσα από το πρόγραμμα Δημοσιων Επενδυσεων και του Ευρωπαϊκού Ταμείου Ανάκαμψης.

Το ότι αυτή η γιγαντιαία μεταφορά πλούτου σε βάρος της κοινωνικής βάσης που επικυρώνει ο φετινός προϋπολογισμός, δεν βρίσκει απέναντι της σε θέση μάχης συνολικά το ανταγωνιστικό κίνημα μέσω μιας απεργίας, η οποία θα αποτελούσε τη φυσική συνέχεια και την κλιμάκωση των πρόσφατων μεγάλων κινητοποιήσεων με αφετηρία αυτή της 9ης Νοεμβρίου, ασφαλώς πρέπει να μας προβληματίσει όλους και όλες. Ειδικά ενόψει της πολύ δύσκολης από κάθε άποψη συνέχειας.